1200/2017 ΑΠ

Αυτοκινητικό ατύχημα. Γενικές προϋποθέσεις αδικοπρακτικής ευθύνης. Κανόνες προσήκουσας κυκλοφορίας των πεζών στους δρόμους κατά το άρθρο 38 του Κ.Ο.Κ. Η παραβίαση των διατάξεων αυτού δεν συνεπάγονται αυτομάτως υπαιτιότητα στην πρόκληση του ατυχήματος αλλά συνεκτιμώνται από το δικαστήριο για την κατάφαση αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ συμπεριφοράς και ζημίας. Ορθώς το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την αγωγή αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης για ηθική βλάβη του εκκαλούντος καθότι από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού προέκυψε πως το επίδικο ατύχημα και ο τραυματισμός του οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του αφού όντας πεζός αρχικά υπερπήδησε παρανόμως τα μεταλλικά κιγκλιδώματα που υπήρχαν στην πορεία του και εισήλθε αυθαίρετα σε παρακείμενη οδό χωρίς να ελέγξει αν εμπόδιζε την πορεία των διερχόμενων οχημάτων όπως και έγινε. Δέχεται τυπικά και απορρίπτει ουσία την έφεση κατά της υπ` αριθμ. 4868/2003 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ως προς τη δεύτερη εφεσίβλητη.

Αριθμός 1200/2017 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Δ` Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ειρήνη Κιουρκτσόγλου - Πετρουλάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ελένη Διονυσοπούλου, Γεώργιο Χοϊμέ, Αλεξάνδρα Κακκαβά και Κωστούλα Φλουρή - Χαλεβίδου, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 27 Ιανουαρίου 2017, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ: Του καθ` ου η κλήση - εκκαλούντος - ενάγοντος: Β. Τ. του Σ., κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Τσάκωνα. Της καλούσας - εφεσίβλητης - εναγομένης: ………… με την επωνυμία "... " και το διακριτικό τίτλο "...", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ευθύμιο Καραΐσκο με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ. Του εφεσίβλητου - εναγομένου: …… του …….., κατοίκου ..., ο οποίος δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 18-10-2001 αγωγή του ήδη καθ` ου η κλήση, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 4868/2003 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου, 3155/2005 μη οριστική και 6523/2006 οριστική του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε ο ήδη καθ` ου η κλήση με την από 20-10-2007 αίτησή του. Εκδόθηκε η 1546/2010 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία αναίρεσε την ως άνω εφετειακή απόφαση και παρέπεμψε την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές. Ακολούθως εκδόθηκε η 2278/2013 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, την αναίρεση της οποίας ζήτησε η ήδη καλούσα με την από 25-10-2013 αίτησή της. Εκδόθηκε η 1309/2014 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία αναίρεσε την 2278/2013 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, κράτησε για να δικάσει επί της ουσίας την υπόθεση και την παρέπεμψε στο ίδιο τμήμα, σε ιδιαίτερη συζήτηση. Η υπόθεση επανέρχεται για νέα συζήτηση με την από 20-3-2015 κλήση της καλούσας. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω και ορίστηκε Εισηγήτρια η Αρεοπαγίτης Ελένη Διονυσοπούλου. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από την παραδεκτή κατ` άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της υπόθεσης προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο …… άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών αγωγή, επιδίκασης αποζημίωσης από αυτοκινητικό ατύχημα, την οποία έστρεφε κατά του οδηγού του ζημιογόνου οχήματος και της ασφαλιστικής εταιρείας, στην οποία ήταν αυτό ασφαλισμένο για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη, η οποία (αγωγή) δικάσθηκε κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών για ζημιές από αυτοκίνητο και τη σύμβαση ασφάλισης αυτού (άρθρα 666 επ. 681Α Κ.Πολ.Δ.) και απορρίφθηκε ως κατ` ουσίαν αβάσιμη, επειδή έκρινε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ότι ο ενάγων ήταν αποκλειστικά υπαίτιος στην πρόκληση του ενδίκου ατυχήματος. Επί της εφέσεως που άσκησε ο τελευταίος κατά της εκκληθείσας πρωτόδικης απόφασης εκδόθηκε η 6523/2006 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, με την οποία εξαφανίσθηκε η παραπάνω απόφαση και κρίθηκε ότι συνυπαίτιοι στην επέλευση του ατυχήματος ήταν κατά ποσοστό 70% ο ενάγων και 30% ο εναγόμενος οδηγός. Κατά της αποφάσεως αυτής άσκησε αίτηση αναίρεσης ο ενάγων, η οποία έγινε δεκτή με την 1546/2010 απόφαση του δικαστηρίου τούτου, κατά παραδοχή αναιρετικού λόγου που στηρίζει πλημμέλεια από τον αρ. 20 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. και η υπόθεση παραπέμφθηκε στο δικαστήριο της ουσίας για περαιτέρω εκδίκαση, το οποίο, ως δικαστήριο της παραπομπής, δικάζοντας την έφεση δέχθηκε κατ` ουσίαν αυτήν με την 2278/2013 απόφασή του και έκρινε συνυπαίτιους στην επέλευση του ατυχήματος τον ενάγοντα και τον εναγόμενο οδηγό κατά ποσοστό 50% τον καθένα. Κατά της αποφάσεως αυτής άσκησε αναίρεση η εναγομένη - εφεσίβλητη ασφαλιστική εταιρεία, η οποία έγινε δεκτή με την 1309/2014 απόφαση του τμήματος τούτου του Αρείου Πάγου ως προς αυτήν, κατά παραδοχή αναιρετικού λόγου που στηρίζει πλημμέλεια από τον αρ. 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. και διακρατήθηκε η υπόθεση στο ίδιο τμήμα προς περαιτέρω ουσιαστική εκδίκαση. Ήδη με την από 20-3-2015 κλήση της εναγομένης - εφεσίβλητης - ασφαλιστικής εταιρείας νομίμως φέρεται προς συζήτηση η έφεση του ενάγοντος κατά της 4868/2003 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, μετά την έκδοση της παραπάνω δεύτερης αναιρετικής απόφασης του Τμήματος τούτου του Αρείου Πάγου (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ). Παρέπεται ότι η έφεση ασκήθηκε παραδεκτά (άρθρα 495 επ. 511, 513, 516, 518 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.), όπως ήδη έχει κριθεί και είναι γι` αυτό τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς τους λόγους της, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, κατά το μέρος της που στρέφεται κατά της προαναφερόμενης ασφαλιστικής εταιρείας. Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 300, 330 και 914 ΑΚ συνάγεται ότι προϋπόθεση της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία είναι η υπαιτιότητα του υπόχρεου, η οποία υπάρχει και στην περίπτωση της αμέλειας, δηλαδή όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, η παράνομη συμπεριφορά του υπόχρεου σε αποζημίωση έναντι εκείνου που ζημιώθηκε και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας. Η παράνομη συμπεριφορά ως όρος της αδικοπραξίας μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη, αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωμένος σε πράξη από το νόμο ή τη δικαιοπραξία, είτε από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Αιτιώδης δε συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου, που μπορεί να είναι και ο ζημιωθείς στην περίπτωση που συνετέλεσε και ο ίδιος την πρόκληση ή την επαύξηση της ζημιάς, ήταν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ικανή και μπορούσε να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα. Εξάλλου η παράβαση διατάξεων του ΚΟΚ δεν θεμελιώνει αυτή καθεαυτή υπαιτιότητα στην επέλευση του αυτοκινητικού ατυχήματος, αποτελεί όμως στοιχείο, η στάθμιση του οποίου από το δικαστήριο της ουσίας θα κριθεί σε σχέση με την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συγκεκριμένης πράξης και του επελθόντος αποτελέσματος. Περαιτέρω κατά το άρθρο 38 παρ. 2 εδ. γ` και δ` του Ν. 2696/ 1999 (Κ.Ο.Κ.), "οι πεζοί δεν επιτρέπεται να υπερπηδούν εμπόδια π.χ. δοκούς, αλυσίδες, νησίδες, στηθαία, κιγκλιδώματα, που έχουν τοποθετηθεί από τις αρμόδιες αρχές για ειδικούς λόγους". Η ύπαρξη τέτοιων εμποδίων σημαίνει απαγόρευση εισόδου, του πεζού στην αποκλεισμένη επιφάνεια της οδού. Επίσης κατά την παρ. 4 εδ. α`, και ε` του ίδιου άρθρου "οι πεζοί προκειμένου να διασχίσουν το οδόστρωμα, υποχρεούνται: α) αν υπάρχουν στο οδόστρωμα διαβάσεις πεζών να τις χρησιμοποιούν..., ε) αν δεν υπάρχουν στο οδόστρωμα διαβάσεις πεζών, να μην κατεβαίνουν σ` αυτό, εάν δεν βεβαιωθούν ότι δεν θα παρεμποδίσουν την κυκλοφορία των οχημάτων, στη συνέχεια δε να διασχίζουν το οδόστρωμα προς τον άξονά του". Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά συνεδριάσεως αυτού, από την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από τον εκκαλούντα υπ` αρ. .../16-9-2002 ένορκη βεβαίωση της ……, που δόθηκε ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση της δεύτερης εναγομένης ασφαλιστικής εταιρείας, από τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από τον εκκαλούντα υπ` αρ. .../19-9-2002 και .../19-9-2002 ένορκες βεβαιώσεις των …… και ……, αντίστοιχα, που δόθηκαν ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, μετά την δίκη στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, εντός της προθεσμίας αντίκρουσης και μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση της δεύτερης εναγομένης ασφαλιστικής εταιρείας, με προφορική ανακοίνωση του ενάγοντος και κλήτευση αυτής, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά συνεδριάσεως του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, από την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από τον εκκαλούντα …/2005 έκθεση ιατρικής πραγματογνωμοσύνης του ιατρού, χειρουργού ορθοπεδικού ……, που διενεργήθηκε δυνάμει της 3155/2005 μη οριστικής απόφασης του Εφετείου Αθηνών, από όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι εκκαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα, στα οποία συμπεριλαμβάνονται και τα έγγραφα και οι προανακριτικές καταθέσεις της σχηματισθείσας σχετικής προανακριτικής δικογραφίας καθώς και οι επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από τον ενάγοντα φωτογραφίες, το περιεχόμενο των οποίων δεν αμφισβητείται από την δεύτερη εναγομένη (άρθρ. 444 αρ. 3, 448 παρ. 2 και 475 παρ. 4 του Κ.Πολ.Δ.), αποδείχθηκαν, όσον αφορά στην δεύτερη εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Την 23-11-2000 και περί ώρα 17.15, στην …… Αττικής, ο πρώτος εναγόμενος και μη διάδικος στην παρούσα δίκη ……. οδηγούσε το ... Δ.Χ.Ε. αυτοκίνητο (ταξί), κυριότητάς του, που ήταν ασφαλισμένο, για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη αυτού στην δεύτερη εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία "... - ..." και εκινείτο στην βοηθητική (παράλληλη) οδό της ................) και ειδικότερα στο ρεύμα κυκλοφορίας αυτής, που οδηγεί από ... προς ..................., με ταχύτητα 70 χιλιομέτρων ανά ώρα, στο ύψος του …ου χιλιομέτρου αυτής. Η ως άνω βοηθητική (παράλληλη) οδός είναι διπλής κατεύθυνσης, με συνολικό πλάτος οδοστρώματος 7,10 μέτρων, με μία λωρίδα κυκλοφορίας ανά κατεύθυνση και τα δύο ρεύματα κυκλοφορίας αυτής διαχωρίζονται με διπλή συνεχή διαχωριστική γραμμή. Το ανώτατο δε επιτρεπόμενο όριο ταχύτητας στην ως άνω βοηθητική (παράλληλη) οδό ήταν 90 χιλιόμετρα ανά ώρα και ο φωτισμός της οδού, κατά τον ως άνω χρόνο, ήταν επαρκής. Παραπλεύρως της ως άνω βοηθητικής (παράλληλης) οδού και ειδικότερα στα δεξιά του προς . .. ρεύματος κυκλοφορίας αυτής βρίσκεται η Νέα Εθνική Οδός .........) και ειδικότερα το προς Αθήνα ρεύμα κυκλοφορίας αυτής (Ν.Ε.Ο.Α.Λ.). Η ως άνω Νέα Εθνική Οδός ...διαχωρίζεται με την ως άνω βοηθητική (παράλληλη) οδό αυτής, με συνεχή μεταλλικά κιγκλιδώματα (μπάρες ασφαλείας), ύψους 0,80 μ. περίπου, οι οποίες έχουν τοποθετηθεί από τις αρμόδιες αρχές, για να εμποδίζουν και να απαγορεύουν την διέλευση των πεζών από την μία οδό στην άλλη (άρθρ. 38 παρ. 2 εδ. γ` και δ` του Ν. 2696/1999). Κατά την ίδια ημέρα και ώρα, ο ενάγων ήταν συνεπιβάτης στο ... Ι.Χ. φορτηγό αυτοκίνητο, που οδηγούσε ο Σ. Ξ. και εκινείτο στην Νέα Εθνική Οδός Αθηνών -Λαμίας (Ν.Ε.Ο.Α.Λ.) και ειδικότερα στο ρεύμα κυκλοφορίας αυτής, που οδηγεί προς Αθήνα και στην πρώτη από δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας αυτού. Όταν το φορτηγό αυτοκίνητο έφθασε στο … χιλιόμετρο της οδού, ο ενάγων ζήτησε από τον οδηγό του φορτηγού αυτοκινήτου να σταματήσει το αυτοκίνητο, προκειμένου να αποβιβασθεί απ` αυτό. Ο οδηγός ……… σταμάτησε το φορτηγό αυτοκίνητό του στο δεξιό άκρο της πρώτης από δεξιά λωρίδας κυκλοφορίας του προς Αθήνα ρεύματος κυκλοφορίας της Ν.Ε.Ο.Α.Λ. και ο ενάγων αποβιβάσθηκε. Αμέσως μετά, ο ενάγων υπερπήδησε παράνομα, τα συνεχή μεταλλικά διαχωριστικά κιγκλιδώματα (μπάρες ασφαλείας), που υπήρχαν στα δεξιά του προς Αθήνα ρεύματος κυκλοφορίας της Ν.Ε.Ο.Α.Λ. και άρχισε να βαδίζει επί του χωμάτινου ερείσματος, πλάτους 1,5 μ. περίπου, που μεσολαβεί μεταξύ των παραπάνω μπαρών ασφαλείας και της βοηθητικής (παράλληλης) οδού της Ν.Ε.Ο.Α.Λ., προτιθέμενος να διασχίσει, στη συνέχεια, την βοηθητική (παράλληλη) οδό της Ν.Ε.Ο.Α.Λ. Αφού αυτός διέσχισε το ως άνω χωμάτινο έρεισμα, κατήλθε στο οδόστρωμα του προς Άγιο Στέφανο ρεύματος κυκλοφορίας της βοηθητικής (παράλληλης) οδού της Ν.Ε.Ο.Α.Λ., στην αρχή μιας αριστερής ανοικτής στροφής της οδού και σε σημείο, όπου δεν υπάρχουν διαβάσεις πεζών και άρχισε να διασχίζει αυτό, αιφνίδια και χωρίς έλεγχο, από τα δεξιά προς τα αριστερά σε σχέση με την πορεία του κανονικά κινούμενου στο ρεύμα αυτό ... Δ.Χ.Ε. αυτοκινήτου (ταξί), καθήν στιγμή το ως άνω αυτοκίνητο απείχε απ` αυτόν 6 μέτρα περίπου, με αποτέλεσμα ο ενάγων, που είχε ήδη διανύσει απόσταση 1,5 μέτρων περίπου επί του οδοστρώματος του ίδιου ρεύματος κυκλοφορίας (προς Άγιο Στέφανο) να παρεμβληθεί στην πορεία του ταξί και το τελευταίο να επιπέσει σ` αυτόν με το εμπρόσθιο μέρος της δεξιάς πλευράς του και ειδικότερα με το εμπρόσθιο δεξιό φτερό του (βλ. την από 23-11-2000 έκθεση αυτοψίας τροχαίου ατυχήματος) και να τον τραυματίσει στο αριστερό πόδι. Ειδικότερα, ο ενάγων υπέστη επιπεπλεγμένο κάταγμα αριστερής ποδοκνημικής. Ύστερα απ` αυτά, αποδείχθηκε ότι το ένδικο αυτοκινητικό ατύχημα έλαβε χώρα εντός του προς Άγιο Στέφανο, ρεύματος κυκλοφορίας της βοηθητικής (παράλληλης) οδού της Ν.Ε.Ο.Α.Λ., πλάτους 3,55 μέτρων. Από τα προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός είχε ήδη διασχίσει πεζός το προς Άγιο Στέφανο ρεύμα κυκλοφορίας της βοηθητικής οδού και ότι άρχιζε να διασχίζει το αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας αυτής (προς Αθήνα) όταν επέπεσε σ` αυτόν το ... Δ.Χ.Ε. αυτοκίνητο (ταξί), που είχε ήδη ενεργήσει αριστερό αποφευκτικό ελιγμό, και ότι τον εκτίναξε στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας (προς Αθήνα). Επίσης, δεν αποδείχθηκε ότι το ίδιο αυτοκίνητο (ταξί) εκινείτο με ταχύτητα μεγαλύτερη της επιτρεπόμενης των 90 χιλιομέτρων ανά ώρα. Οι δε υπ` αρ. .../16-9-2002 και .../16-9-2002 ένορκες βεβαιώσεις των …… και ……., οδηγού και συνεπιβάτη, αντίστοιχα, του ... Ι.Χ. φορτηγού αυτοκινήτου, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, οι οποίοι καταθέτουν ότι το ταξί εκινείτο με υπερβολική ταχύτητα και ότι ο οδηγός του ενήργησε αριστερό ελιγμό του αυτοκινήτου του, εισήλθε στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας και επέπεσε στον ενάγοντα, καθόν χρόνο αυτός διέσχιζε το αντίθετο ρεύμα, δεν κρίνονται πειστικές από το Δικαστήριο, καθόσον οι ίδιοι ως άνω μάρτυρες στις από 12-2-2001 ένορκες προανακριτικές καταθέσεις τους δεν αναφέρουν τα παραπάνω περιστατικά, παρεκτός του ότι ενώ στις ίδιες προανακριτικές καταθέσεις τους αυτοί καταθέτουν ότι το φορτηγό αυτοκίνητο, που οδηγούσε ο πρώτος από αυτούς και στο οποίο συνεπέβαινε ο δεύτερος, εκινείτο στην παράλληλη (βοηθητική) οδό της Ν.Ε.Ο.Α.Λ., και στο προς Άγιο Στέφανο ρεύμα κυκλοφορίας αυτής, όπου και σταμάτησε για την αποβίβαση του ενάγοντος, στις προαναφερόμενες μεταγενέστερες ένορκες βεβαιώσεις τους καταθέτουν ότι το φορτηγό αυτοκίνητο εκινείτο στη Νέα Εθνική Οδό Αθηνών - Λαμίας (Ν.Ε.Ο.Α.Λ.) και στο προς Αθήνα ρεύμα κυκλοφορίας αυτής, όπου και σταμάτησε για την αποβίβαση του ενάγοντος. Άλλωστε και ο αστυνομικός ……, που επιλήφθηκε του ενδίκου αυτοκινητικού ατυχήματος και έφθασε στο σημείο αυτού, περί ώρα 18.15`, δεν διαπίστωσε ίχνη τροχοπέδησης ή ελιγμού του, ούτε άλλα ευρήματα, προερχόμενα από το αυτοκίνητο αυτό ή από τον ενάγοντα πεζό, επί του οδοστρώματος αμφοτέρων των ρευμάτων κυκλοφορίας της ως άνω βοηθητικής (παράλληλης) οδού της Ν.Ε.Ο.Α.Λ. Γι` αυτό και δεν προέβη σε σχετικές σημειώσεις επί του από 23-11-2000 σχεδιαγράμματος του τόπου του ενδίκου ατυχήματος, που συνέταξε, αλλά σημείωσε σ` αυτό μόνο την πορεία του αυτοκινήτου (ταξί) και του ενάγοντος πεζού επί της ως άνω βοηθητικής οδού. Διαπίστωσε, όμως, αυτός ότι το ταξί, που βρισκόταν στον τόπο του ατυχήματος, κατά την άφιξή του, είχε υποστεί βλάβη στην εμπρόσθια δεξιά πλευρά του και ειδικότερα στο εμπρόσθιο δεξιό φτερό του και σημείωσε αυτό στην με ίδια ημερομηνία έκθεση αυτοψίας τροχαίου ατυχήματος, που συνέταξε ο ίδιος. Ύστερα απ` αυτά, αποδείχθηκε, όπως προαναφέρθηκε, ότι το ένδικο αυτοκινητικό ατύχημα έλαβε χώρα εντός του προς Άγιο Στέφανο ρεύματος κυκλοφορίας της βοηθητικής (παράλληλης) οδού της Ν.Ε.Ο.Α.Λ., πλάτους 3,55 μέτρων και πρέπει να απορριφθούν, ως ουσιαστικά αβάσιμοι, όλοι οι προαναφερθέντες ισχυρισμοί του ενάγοντος. Με βάση τα πραγματικά αυτά περιστατικά, αποκλειστικά υπαίτιος για την πρόκληση του ενδίκου αυτοκινητικού ατυχήματος και συνακόλουθα του ενδίκου τραυματισμού του είναι ο ίδιος ο ενάγων πεζός, καθόσον αυτός από αμέλειά του, δηλαδή από έλλειψη της προσοχής, που όφειλε και μπορούσε να καταβάλει στη συγκεκριμένη περίπτωση, ως μέσος συνετός και ενσυνείδητος άνθρωπος, ευρισκόμενος πεζός επί του οδοστρώματος της Νέας Εθνικής Οδού Αθηνών - Λαμίας (Ν.Ε.Ο.Α.Λ.) και προτιθέμενος να μεταβεί στην παραπλεύρως ευρισκόμενη βοηθητική (παράλληλη) οδό της Ν.Ε.Ο.Α.Λ., υπερπήδησε, παράνομα, τα συνεχή διαχωριστικά μεταλλικά κιγκλιδώματα (μπάρες) ασφαλείας, που διαχώριζαν τις δύο οδούς και εμπόδιζαν την είσοδο των πεζών στη βοηθητική οδό και, στη συνέχεια, προτιθέμενος να διασχίσει το οδόστρωμα της βοηθητικής οδού της Ν.Ε.Ο.Α.Λ., από σημείο όπου δεν υπάρχουν διαβάσεις πεζών, δεν έλεγξε προηγουμένως την κίνηση των οχημάτων σ` αυτή, λαμβάνοντας υπόψη την απόσταση και την ταχύτητα των οχημάτων και δεν βεβαιώθηκε προηγουμένως ότι δεν θα παρεμποδίσει την κυκλοφορία αυτών, αλλά κατήλθε αιφνίδια και χωρίς έλεγχο, στο οδόστρωμα του προς Άγιο Στέφανο ρεύμα κυκλοφορίας της βοηθητικής οδού και άρχισε να διασχίζει αυτό, με αποτέλεσμα να παρεμβληθεί, σε πολύ μικρή απόσταση έξη (6) μέτρων στην πορεία του κανονικά κινούμενου στο ρεύμα αυτό ... Δ.Χ.Ε. αυτοκινήτου (ταξί), που ήταν ορατό απ` αυτόν (ενάγοντα), και το αυτοκίνητο να επιπέσει σ` αυτόν, με το εμπρόσθιο δεξιό φτερό του και να τον τραυματίσει. Επομένως, ο ενάγων - πεζός ενήργησε κατά παράβαση των προβλεπομένων στις διατάξεις του άρθρου 38 παρ. 2 εδ. γ` και δ` και παρ. 4 εδ. ε` του Ν. 2696/1999 (Κ.Ο.Κ.) και άρθρ. 330 εδ. β` του Α.Κ., οι παραβάσεις δε αυτές του ενάγοντος τελούν σε αιτιώδη συνάφεια με την πρόκληση του ενδίκου ατυχήματος και του τραυματισμού του. Στοιχεία που να θεμελιώνουν οποιασδήποτε μορφής υπαιτιότητα του οδηγού του ... Δ.Χ.Ε. αυτοκινήτου (ταξί), που να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την πρόκληση του ενδίκου αυτοκινητικού ατυχήματος και συνακόλουθα του τραυματισμού του ενάγοντος δεν αποδείχθηκαν. Επομένως, ο οδηγός του ασφαλισμένου στην δεύτερη εναγομένη ... Δ.Χ.Ε. αυτοκινήτου (ταξί), πρώτος εναγόμενος, ουδεμία διάταξη του Κ.Ο.Κ. παραβίασε και ουδεμία αμελή συμπεριφορά επέδειξε, κατά το ένδικο ατύχημα. Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτός, ως ουσιαστικά βάσιμος, ο ισχυρισμός της δεύτερης εναγομένης ασφαλιστικής εταιρείας, περί αποκλειστικής υπαιτιότητας του ενάγοντος-πεζού στην πρόκληση του ενδίκου ατυχήματος και του τραυματισμού του, που πρόβαλε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και επαναφέρει ενώπιον του δικαστηρίου τούτου, με τις προτάσεις της, ως εφεσίβλητη. Ύστερα απ` αυτά, αφού, κατά τα ήδη γενόμενα δεκτά, αποδείχθηκε ότι αποκλειστικά υπαίτιος για την πρόκληση του ενδίκου ατυχήματος και του τραυματισμού του είναι ο ίδιος ο ενάγων, δεν θεμελιώνεται αξίωση αυτού κατά της δεύτερης εναγομένης ασφαλιστικής εταιρείας, α) για αποζημίωσή του για θετικές και αποθετικές ζημιές του λόγω του τραυματισμού του κατά το χρονικό διάστημα από 23-11-2000 μέχρι 23-11-2001, β) για αποζημίωση αυτού από το άρθρο 931 του Α.Κ. και γ) για χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης. Επομένως, η από 18-10-2001 αγωγή αυτού είναι ουσιαστικά αβάσιμη και πρέπει να απορριφθεί, ως προς την δεύτερη εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία. Ειδικότερα ο εναγόμενος οδηγός αποδείχθηκε ότι οδηγούσε το αυτοκίνητό του κανονικά εντός του ρεύματος πορείας του (προς Άγιο Στέφανο) με ταχύτητα μικρότερη της επιτρεπόμενης των 90 χιλιομέτρων ανά ώρα, με διαρκώς τεταμένη την προσοχή του, μη δυνάμενος να προβλέψει την παράνομη υπερπήδηση από τον πεζό-ενάγοντα των διαχωριστικών μπαρών ασφαλείας, λόγω δε της αιφνίδιας και σε πολύ μικρή απόσταση παρεμβολής του τελευταίου στην πορεία του αυτοκινήτου του και λαμβανομένου υπόψη του αναγκαίου χρόνου αντίδρασης (2``), αυτός δεν μπορούσε να προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια προς αποφυγή του πεζού ενάγοντος, αφού δεν είχε το αναγκαίο χρονικό περιθώριο για να αντιδράσει, ενεργώντας αποφευκτικό ελιγμό ή τροχοπέδηση του αυτοκινήτου. Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του δέχθηκε τα ίδια και απέρριψε την αγωγή, ως ουσιαστικά αβάσιμη, ως προς την δεύτερη εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία, έστω και με, εν μέρει, διαφορετικές και ελλιπείς, αιτιολογίες, οι οποίες αντικαθίστανται και συμπληρώνονται, από τις προαναφερθείσες αιτιολογίες της παρούσας απόφασης (άρθρ. 534 του Κ.Πολ.Δ.), ορθά, κατ` αποτέλεσμα, έκρινε και πρέπει να απορριφθούν, ως ουσιαστικά αβάσιμα, όσα αντίθετα υποστηρίζει ο εκκαλών-ενάγων, με την υπό κρίση έφεσή του. Κατ` ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει η έφεση του ενάγοντος να απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμη, ως προς την δεύτερη εναγομένη-εφεσίβλητη ασφαλιστική εταιρεία και να επιβληθούν σε βάρος του τα δικαστικά έξοδα της τελευταίας, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρ. 183 του Κ.Πολ.Δ.), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Δικάζει αντιμωλία του εκκαλούντος και της δεύτερης εφεσίβλητης, την από 10-9-2004 και με αριθμό κατάθεσης .../ 2004 έφεση κατά τις υπ` αριθμ. 4868/2003 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ως προς τη δεύτερη εφεσίβλητη. Δέχεται τυπικά την έφεση, ως προς την δεύτερη εφεσίβλητη ασφαλιστική εταιρεία "... ΑΕ - ...". Απορρίπτει, κατ` ουσίαν την έφεση, ως προς την δεύτερη εφεσίβλητη ασφαλιστική εταιρεία "... ΑΕ-...". Επιβάλλει σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα της δεύτερης εφεσίβλητης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, που ορίζει στο ποσόν των εξακοσίων (600) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Ιουνίου 2017. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 29 Ιουνίου 2017. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Σ.Τ.