Λύση σύμβασης εργασίας. Λύση σύμβασης με υπαιτιότητα του εργοδότη, παρά τους αντίθετους ισχυρισμούς του περί οικειοθελούς αποχώρησης του εργαζομένου, ο οποίος (εργοδότης) παρανόμως αρνήθηκε να δεχθεί τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες του ενάγοντος, αφού δεν προσκομίζει καμία έγγραφη απόδειξη της συμφωνίας περί οικειοθελούς αποχώρησης μεταξύ τους, όπως επικαλείται, ούτε προσκομίζει και κάποια μαρτυρική κατάθεση επιβεβαιωτική του ως άνω γεγονότος. Η υπερημερία του εργοδότη δεν αίρεται από το γεγονός ότι ο εργαζόμενος προσφέρει την εργασία του αλλού, εκτός αν προκύπτει ότι αυτός αποδέχθηκε την καταγγελία του υπερήμερου εργοδότη, δικαιούται, όμως, ο τελευταίος να εκπέσει από τις οφειλόμενες αποδοχές τα ποσά που ωφελήθηκε ο εργαζόμενος με την παροχή της εργασίας του σε άλλον εργοδότη. Ο ισχυρισμός αυτός του εργοδότη - εναγομένου έχει τον χαρακτήρα της ένστασης του άρθρου 656 § 2β’ ΑΚ. Στοιχεία για το ορισμένο της και το παραδεκτό της προβολής της. Παραμόρφωση εγγράφων. Εννοια εγγράφων που μπορούν να παραμορφωθούν, έννοια παραμόρφωσης. Στοιχεία για το ορισμένου του σχετικού λόγου αναίρεσης. (Απορρίπτει την αίτηση για αναίρεση της υπ` αριθ. 83/2015 απόφασης ΜονΕφΛαμίας).
Αριθμός Απόφασης 1447/2017 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β2’ Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Γιαννακόπουλο Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, ο οποίος ορίστηκε με την ....../2017 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου, κωλυομένης της Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Ασπασίας Καρέλλου, Δήμητρα Κοκοτίνη, Γεώργιο Μιχολιά - Εισηγητή, Θεόδωρο Τζανάκη και Νικόλαο Πιπιλίγκα, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 28 Μαρτίου 2017, με την παρουσία και της Γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: ............ του ........., κατοίκου ......., ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο Δικηγόρο του Ευθύμιο Καραΐσκο, που κατέθεσε προτάσεις. Του αναιρεσιβλήτου: .............. του ........, κατοίκου ......., ο οποίος παραστάθηκε με από τον πληρεξούσιο Δικηγόρο του Γεώργιο Ζελενίτσα, που κατέθεσε προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10/3/2010 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου και την από 1/12/2010 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Λαμίας και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 75/2012 μη οριστική, 124/2014 του ίδιου Δικαστηρίου, και 83/2015 οριστική του Μονομελούς Εφετείου Λαμίας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 16/11/2016 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 8 του ΚΠολΔ, λόγος αναίρεσης ιδρύεται και όταν το Δικαστήριο παρά το Νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής "πράγματα" είναι οι ασκούντες ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων που, υπό την προϋπόθεση της νόμιμης πρότασης τους, θεμελιώνουν ιστορικώς το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης η αντένστασης. Πράγμα επομένως είναι, υπό την έννοια αυτή, και οι λόγοι της έφεσης, κύριοι και πρόσθετοι, που συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς και περιέχουν παράπονα κατά της πρωτοβάθμιας κρίσης (Ολ. ΑΠ 22/2005, Ολ. ΑΠ 25/2003, Ολ. ΑΠ 11/1996). Ο εκ του άνω αριθμού λόγος αναίρεσης δεν στοιχειοθετείται όμως, εάν το Δικαστήριο που δίκασε έλαβε υπόψη του προταθέντα ισχυρισμό και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό (Ολ. ΑΠ 25/2003, Ολ. ΑΠ 12/1991), έστω και εάν η απόρριψη του δεν είναι ρητή, αλλά συνάγεται από το όλο περιεχόμενο της απόφασης (ΑΠ 1434/2010). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ πρώτο λόγο αναίρεσης, κατά το προς το σκέλος του. ο εναγόμενος και ήδη αναιρεσείων προβάλλει την πλημμέλεια ότι η με αριθμό 85/2015 προσβαλλομένη απόφαση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου (Μονομελούς Εφετείου Λαμίας), η οποία επικύρωσε την υπ’ αριθμό 124/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας (κρίνοντας επί των με Αριθμούς Κατάθεσης ......./2014 και ......./10- 2014 εφέσεων αντίστοιχα του ενάγοντος και ήδη αναιρεσιβλήτου .......... και του εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος ............), με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η με Αριθμό Κατάθεσης Δικογράφου ......../29- 3-2010 αγωγή του ............. με αίτημα το συνολικό ποσό των 203.091,39 ευρώ για αξιώσεις του από τη σύμβαση εργασίας που είχε με τον εναγόμενο και υποχρεώθηκε ο τελευταίος να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 12.009,00 ευρώ. ποσό που αντιπροσωπεύει τους αιτούμενους μισθούς του χρονικού διαστήματος από 6-1-2010 έως 6-11- 2010, κατά το οποίο κρίθηκε ότι ο εναγόμενος ήταν υπερήμερος ως προς την αποδοχή της εργασίας του ενάγοντος, έλαβε υπόψη της πράγματα (ισχυρισμό), έχοντα ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, που δεν προτάθηκαν από κανένα διάδικο και συγκεκριμένα ότι λύθηκε η σύμβαση εργασίας του ενάγοντος με κοινή συμφωνία το τέλος του 2009. Οπως όμως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης από τον Αρειο Πάγο (άρθ. 561 παρ. 2 του ΚΠολΔ). Το Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο το οποίο, με σχετική αναφορά στο σκεπτικό και αντίστοιχη διάταξη στο διατακτικό της προσβαλλόμενης, απέρριψε τις ως άνω αντίθετες εφέσεις των διαδίκων, αφενός μεν έλαβε υπόψη του τον ως άνω ισχυρισμό ο οποίος, ως αναφέρεται στην προσβαλλόμενη περιέχεται στην συνεκδικασθείσα με την ένδικη αγωγή στο προπό βαθμό αγωγή, με Αριθμό Κατάθεσης Δικογράφου ......./10-12-2010, του εναγομένου της ένδικης αγωγής και ήδη αναιρεσείοντος, της οποίας αγωγής ανεβλήθη, με την πρωτοβάθμια απόφαση και με την προσβαλλόμενη απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η κατ’ αυτής έφεση του ενάγοντος ........., η συζήτηση, εωσότου περατωθεί αμετακλήτως η ποινική διαδικασία επί της από 10-12-2010 μήνυσης του εναγομένου στην πρώτη αγωγή κατά του ενάγοντος σε αυτή, αφετέρου δε έκρινε τον ισχυρισμό αυτό ως αβάσιμο. Συνεπώς, ο πρώτος λόγος αναίρεσης, κατά το πρώτο σκέλος του, με τον οποίο διατυπώνεται η ως άνω αιτίαση, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Περαιτέρω ο ίδιος λόγος αναίρεσης, κατά το δεύτερο σκέλος του, εκ του άρθρου 559 αριθμός 8 εδ. β`, με τον οποίο ο αναιρεσείων αποδίδει, επικουρικά, στην προσβαλλόμενη τη πλημμέλεια ότι δεν έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό του, που παραδεκτά προτάθηκε πρωτοδίκως και επαναφέρθηκε στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο με την έφεση του, ότι ο ενάγων σιωπηρά κατήγγειλε τη μεταξύ τους εργασιακή σύμβαση με αποχή από την εργασία του από το τέλος του 2009 μέχρι την 8-1-2010 και ότι ως εκ τούτου δεν υποχρεούται στην αιτούμενη από αυτόν καταβολή μισθών υπερημερίας, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί, καθόσον από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης, με σαφήνεια προκύπτει ότι λήφθηκε υπόψη ο ως άνω ισχυρισμός του και απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμος. Σημειώνεται ότι αναφέρεται στην προσβαλλόμενη το περιεχόμενο του από 8-1-2010 εξωδίκου του εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος προς τον αντίδικο του στο οποίο μεταξύ άλλων διαλαμβάνεται ".... Επειδή, συνεπώς, την ως άνω συμπεριφορά σας (ήτοι αδικαιολόγητη μη προσέλευση στην εργασία σας και τη συνακόλουθη αποχή σας από την εργασία σας για μακρό χρονικό διάστημα) εκλαμβάνω ως μονομερή καταγγελία από πλευράς σας, άλλως ως σιωπηρή οικειοθελή αποχώρηση σας" και αμέσως μετά το Εφετείο δέχεται ότι "Τα ισχυριζόμενα, συνεπώς, από τον εναγόμενο πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμα". 2. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου (ημεδαπού ή αλλοδαπού) στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο Κανόνας Δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοσθεί ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ. ΑΠ 7/2006, 4/2005). Με το λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (παραβίαση Κανόνα του Ουσιαστικού Δικαίου) ελέγχονται τα σφάλματα του Δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του Νόμου) βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμοί των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή αν αγωγή - ένσταση κ.λπ. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απερρίφθη ή έγινε δεκτή κατ’ ουσίαν (Ολ. ΑΠ 10/2011, 2/2013). Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει δικαιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παράγραφος 3 του Συντάγματος, προκύπτει, ότι ο προβλεπόμενος απ’ αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση του (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία (Ολ. ΑΠ 1/1999). Ειδικότερα, αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμα της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκου που τείνει στη θεμελίωση ή στην κατάλυση του επίδικου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου Κανόνα Ουσιαστικού Δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης (ΑΠ 134/2013). Ως ζητήματα, των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό, στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν δηλαδή στη θεμελίωση ή κατάλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως και τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για τα οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης (Ολ. ΑΠ 24/1992, ΑΠ 89/2013). Περαιτέρω, τα επιχειρήματα του δικαστηρίου, που σχετίζονται με συνεκτίμηση των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν "αιτιολογία" της απόφασης, ώστε στο πλαίσιο της ερευνώμενης διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 να επιδέχεται αυτή μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δεν δημιουργείται ο ίδιος λόγος αναίρεσης του αριθ. 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ ούτε εξ αιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων, οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης απορρίπτεται ως απαράδεκτος. Στην προκειμένη περίπτωση, το Μονομελές Εφετείο Λαμίας, όπως από την προσβαλλόμενη απόφαση του προκύπτει, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικώς περί πραγμάτων κρίση του (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ), τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο εναγόμενος της πρώτης αγωγής (εφεσίβλητος - εκκαλών) διατηρεί στην πόλη της Λαμίας ατομική Επιχείρηση, με τον διακριτικό τίτλο «........», η οποία έχει ως αντικείμενο τη φύλαξη και προστασία ακινήτων, την τοποθέτηση συστημάτων ασφαλείας, την πώληση ασυρμάτων συσκευών κ.λ.π.. Δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκε στις 2 Μαΐου 2001 μεταξύ των διαδίκων, ο ενάγων της πρώτης αγωγής (εκκαλών - εφεσίβλητος) προσλήφθηκε από τον εναγόμενο για να απασχοληθεί ως οδηγός οχήματος ασφαλείας για την εκτέλεση περιπολιών και την επιτήρηση ακινήτων, την επικοινωνία και την ενημέρωση με το τηλεφωνικό κέντρο, την είσπραξη των τιμολογίων από τους πελάτες της Επιχείρησης κ.λ.π.. Τις υπηρεσίες του αυτές προσέφερε έκτοτε και μέχρι τις 6 Ιανουαρίου 2010, οπότε λύθηκε η επίδικη σύμβαση εργασίας, όπως άλλωστε συνομολογούν οι διάδικοι. Ο ενάγων υποστηρίζει ότι ο εναγόμενος δεν του επέτρεψε να αναλάβει τα καθήκοντα του στις αρχές Ιανουαρίου 2010, απομακρύνοντας τον κατά τον τρόπο αυτό από την εργασία του, ενώ ο εναγόμενος διατείνεται ότι ενάγων αποχώρησε οικειοθελώς από την εργασία του, στο τέλος του 2009. Ο ισχυρισμός του εναγομένου θεμελιώνεται σε μία υποτιθέμενη συμφωνία μεταξύ των διαδίκων, η οποία, όπως αναφέρεται στη δεύτερη αγωγή (Αριθ. Κατάθ. ....../10-12-2010), έγινε παρουσία της συζύγου του, της κόρης του και του ........., ήταν δε απόρροια της αντισυμβατικής συμπεριφοράς του ενάγοντος, ο οποίος, όπως ισχυρίζεται ο εναγόμενος: 1) δεν του απέδωσε το ποσό των 3.500,00 ευρώ που είχε εισπράξει από τους πελάτες της Επιχείρησης του το τελευταίο τετράμηνο του έτους 2008, 2) εκτελούσε πλημμελώς τα καθήκοντα του, 3) εργαζόταν παράλληλα και σε ανταγωνιστική Επιχείρηση, 4) διαπληκτιζόταν μαζί του και 5) τον συκοφαντούσε σε πελάτες του, με αποτέλεσμα να χάσει περί τους εκατόν πενήντα αυτών. Ο εναγόμενος, δεν προσκομίζει καμία έγγραφη απόδειξη της συμφωνίας περί οικειοθελούς αποχώρησης του ενάγοντος στο τέλος του 2009, αλλά δεν προσκομίζει και κάποια μαρτυρική κατάθεση επιβεβαιωτική του ως άνω γεγονότος, κυρίως του ........, ενώ δεν μπορεί να τεκμηριώσει το γεγονός αυτό η μαρτυρική κατάθεση της κόρης του εναγομένου ........, η οποία κατά το επίδικο χρονικό διάστημα εργαζόταν στη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Φθιώτιδας, επομένως δεν θα μπορούσε αυτή να έχει άμεση γνώση των επισυμβάντων στην επιχείρηση του πατέρα της. Εξάλλου, δεν θα μπορούσε ο ενάγων να έχει την ανωτέρω αντισυμβατική συμπεριφορά και ο εναγόμενος να συνεχίζει να τον απασχολεί σε βάρος των συμφερόντων της επιχείρησης του, έχοντας μάλιστα απωλέσει εξαιτίας του τον ανωτέρω σημαντικό αριθμό πελατών. Τα ανωτέρω επιβεβαιώνονται και από το έγγραφο της βεβαίωσης αποδοχών του ενάγοντος με ημερομηνία 1-2- 2010, την οποία συνέταξε ο εναγόμενος, στην οποία γίνεται σαφής αναφορά σε αποζημίωση απόλυσης του Ν. 3198/1955, γεγονός που καταδεικνύει την ειλημμένη απόφαση του τελευταίου να προβεί σε καταγγελία της ένδικης σύμβασης εργασίας. Προς επιβεβαίωση αυτού, είναι και το γεγονός ότι στο από 8-1-2010 εξώδικο που απέστειλε ο εναγόμενος στον ενάγοντα δεν γίνεται καμία αναφορά περί της συμφωνίας αυτής. Αλλωστε ο εναγόμενος δήλωσε στην Επιθεώρηση Εργασίας του Ν. Φθιώτιδας ότι η αντισυμβατική συμπεριφορά του ενάγοντος, η οποία οδήγησε στην λύση της επίδικης σύμβασης εργασίας, είναι αυτή που εκτίθεται στην ως άνω εξώδικη δήλωση (βλ. το δελτίο εργατικής διαφοράς με αριθμό ......../1.2010). Στην τελευταία (εξώδικη δήλωση) ο εναγόμενος αναφέρει χαρακτηριστικά: "Επειδή, παρότι, όπως άριστα γνωρίζετε, υποχρεούσθε, κατά τα μεταξύ μας ρητώς συνομολογηθέντα, να προσέρχεσθε στον ανωτέρω αναφερθέντα τόπο απασχόλησης σας και να παρέχετε την εργασία σας επιμελώς και προσηκόντως κατά τις άνω συμφωνηθείσες ημέρες και ώρες, όλως αδικαιολογήτως, παρανόμως, αντισυμβατικώς και καταχρηστικώς, ήτοι άνευ προηγούμενης ενημέρωσης εκ μέρους σας και. συνεπούς, άνευ γνωστοποιηθέντος σε εμένα σοβαρού κωλύματος στο πρόσωπο σας, από 4ης Ιανουαρίου 2010 και μέχρι σήμερα απουσιάζετε από την εργασία σας, εν άλλοις υπαιτίως, αυθαιρέτως και όλως αδικαιολογήτως δεν προσέρχεσθε σε αυτήν για μακρό χρονικό διάστημα. Επειδή έχω ήδη εξαντλήσει τα κατ’ άκρα καλή πίστη οριζόμενα περιθώρια ανοχής προς το πρόσωπο σας, δεδομένης της επανειλημμένης επίδειξης ανάλογης συμπεριφοράς εκ μέρους σας και στο παρελθόν (ενδεικτικά αναφέρω την κατά την 22 και 23η Δεκεμβρίου 2009 αντίστοιχη συμπεριφορά σας). Επειδή εκ της προπεριγραφείσας αντισυμβατικής συμπεριφοράς σας, ήτοι εκ της - χωρίς τη συνδρομή δικαιολογητικού τίνος της απουσίας σας λόγου - μη προσέλευσης σας στην εργασία σας, η οποία σαφέστατα συνιστά μη εκτέλεση της, δυνάμει της προμνησθείσας συμβάσεως αναληφθείσας εκ μέρους σας, κύριας υποχρέωσης προς παροχή της συμφωνημένης εργασίας, προκύπτει σαφώς και αναμφιβόλως η βούληση σας περί λύσεως της μεταξύ εμού, ως εργοδότη, και υμών, ως εργαζομένου, περί συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου πλήρους απασχόλησης. Επειδή, συνεπώς, την ως άνω συμπεριφορά σας (ήτοι, την αδικαιολόγητη μη προσέλευση στην εργασία σας και τη συνακόλουθη αποχή σας από την εργασία σας για μακρό χρονικό διάστημα) εκλαμβάνω ως μονομερή καταγγελία της ως άνω σχέσης εργασίας από πλευράς σας, άλλως ως σιωπηρή οικειοθελή αποχώρηση σας". Τα ισχυριζόμενα, συνεπώς, από τον εναγόμενο πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμα. Επομένως, η επίδικη σύμβαση εργασίας λύθηκε με υπαιτιότητα του εναγομένου, ο οποίος παρανόμως αρνήθηκε να δεχθεί τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες του ενάγοντος τις αρχές του Ιανουαρίου του έτους 2010, περιήλθε δε σε υπερημερία ως προς την αποδοχή της εργασίας του τελευταίου, ο δε εναγόμενος κατήγγειλε την επίδικη σύμβαση εργασίας ακύρως, χωρίς την τήρηση έγγραφου τύπου και την καταβολή της ανάλογης αποζημίωσης. Για το λόγο αυτό ο ενάγων δικαιούται τους αιτούμενους μισθούς υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από 6.1.2010 έως 6.11.2010, ποσού (10 μήνες Χ 1.200,90 ευρώ μηνιαίο μισθό του ενάγοντος κατά τον χρόνο της καταγγελίας =) 12.009 ευρώ. Ακολούθως, ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι το χρονικό αυτό διάστημα ο ενάγων δούλευε στην Εταιρία «..............». Ομως, σε κάθε περίπτωση, η υπερημερία του εργοδότη δεν αίρεται από το γεγονός ότι ο εργαζόμενος προσφέρει την εργασία του αλλού, για να συμβεί αυτό θα πρέπει να προκύπτει σαφώς ότι αυτός αποδέχθηκε την καταγγελία του υπερήμερου εργοδότη, αλλά δικαιούται ο τελευταίος να εκπέσει από τις οφειλόμενες αποδοχές τα ποσά που ωφελήθηκε ο εργαζόμενος με την παροχή της εργασίας του σε άλλον εργοδότη. Ο ισχυρισμός αυτός του εργοδότη - εναγομένου έχει τον χαρακτήρα της ένστασης του άρθρου 656 § 2 εδ. β’ ΑΚ. Η διάταξη αυτή σκοπεί να αποκλείσει τον πλουτισμό του εργαζομένου από τη μη παροχή της εργασίας του, η οποία για να είναι ορισμένη πρέπει να διαλαμβάνει και συγκεκριμένο προσδιορισμό της ωφέλειας του μισθωτού που η επέλευση του πρέπει να συνδέεται αιτιωδώς με την υπερημερία του εργοδότη, ήτοι σε ποιον εργοδότη απασχολήθηκε ο μισθωτός, ποια εργασία έκανε, πόσες αποδοχές είχε από την ενασχόληση του αυτή κ.λπ. Τα στοιχεία αυτά δεν διαλαμβάνονται στο κείμενο των προτάσεων του εναγομένου, αλλά πέραν αυτών δεν καταχωρήθηκε η ένσταση αυτή στα πρακτικά του πρωτοδίκου δικαστηρίου, ώστε να προταθεί παραδεκτώς, αφού δεν αρκεί μόνη η έκθεση της στις προτάσεις (Ολ. ΑΠ 2/2005, ΕλλΔ/νη 2005/689). Περαιτέρω, ο ενάγων αιτείται για το χρονικό διάστημα των ετών 2005 - 2009 αμοιβή λόγω υπερεργασίας, ιδιόρρυθμης και παράνομης υπερωριακής εργασίας, παροχής νυχτερινής εργασίας και εργασίας κατά τις ημέρες του Σαββάτου και της Κυριακής, συνολικού ύψους 196.086,14 ευρώ. Το δικαστήριο κρίνει το ποσό αυτό απορριπτέο ως ουσιαστικά αβάσιμο, διότι ο ενάγων, για τον ίδιο λόγο, είχε προσφύγει στις 2.4.2009 στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας του Νομού Φθιώτιδας, στις δε 6-5-2009 προσήλθε στην ως άνω υπηρεσία και απέσυρε την αίτηση του για διενέργεια εργατικής διαφοράς, αφού έλαβε από τον εναγόμενο το αιτούμενο ποσό και δεν είχε άλλη απαίτηση (βλ. δελτίο εργατικής διαφοράς με αριθμό ......./2009). Κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, λαμβανομένου υπόψη του ύψους του διεκδικούμενου με την πρώτη ως άνω αγωγή ποσού, όπως αυτό αναλύεται, καθώς και των επικαλούμενων συνθηκών εργασίας του ενάγοντος, δεν μπορεί να γίνει δεκτός ο ισχυρισμός του, που προβάλει για να δικαιολογήσει την άσκηση της προκείμενης αγωγής, ότι εφησύχασε από τις διαβεβαιώσεις του εναγομένου και απέσυρε την αίτηση, χωρίς να ικανοποιηθεί για τις συνολικές απαιτήσεις του. Κατόπιν τούτων, πρέπει να γίνει κατά ένα μέρος δεκτή η από 10-3-2010 και με αριθμό έκθεση κατάθεσης δικογράφου ......../29-3-2010 (πρώτη) αγωγή του ενάγοντος, ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει σ’ αυτόν το προαναφερόμενο ποσό των 12.009 ευρώ για μισθούς υπερημερίας, νομιμοτόκως από το τέλος του μήνα στον οποίο έπρεπε να είχε καταβληθεί κάθε επιμέρους κονδύλιο, ήτοι από την πρώτη του επόμενου μήνα από εκείνον που αφορούν (Ολ. ΑΠ 39/2002, ΧρΙΔ 2003/69) Τα ίδια έκρινε και η εκκαλουμένη απόφαση ως προς την από 10-03-2010 και με Αριθμό Κατάθεσης ......../29-3-2010 αγωγή του εκκαλούντος - εφεσίβλητου ........... του .........., επί της οποίας η εκκαλουμένη απόφαση είναι οριστική, συνεπώς δεν έσφαλε, ορθά εφάρμοσε το Νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, Γι’ αυτό αμφότερες οι εφέσεις με τους περιλαμβανόμενους σ` αυτές λόγους πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμες." Με τις παραδοχές αυτές προσβαλλόμενη απόφαση α) έχει νόμιμη βάση και περιέχει πλήρεις σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες για τα ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και δη στο ζήτημα της εκ μέρους του εναγομένου καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος που έλαβε χώρα στις 6-1-2010 χωρίς να καταβληθεί στον τελευταίο η προβλεπόμενη από το νόμο αποζημίωση απόλυσης, ενώ η επί μέρους παραδοχή της περί του ότι "....... η επίδικη σύμβαση εργασίας λύθηκε με υπαιτιότητα του εναγομένου, ο οποίος αρνήθηκε να δεχθεί τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες του ενάγοντος τις αρχές του Ιανουαρίου 2010,..." δεν αντιφάσκει με την παραδοχή της σε άλλο σημείο της απόφασης ότι η σύμβαση λύθηκε στις 6-1- 2010 και β) δεν παραβιάζει με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 200, 288 και 5 παρ. 3 του Ν. 2112/1920. Επομένως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι δεύτερος από τους αριθμούς 1 και 19 και τρίτος από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγοι αναίρεσης με τους οποίους ο αναιρεσείων υποστηρίζει τα αντίθετα. 3. Κατά το άρθρο 559 αριθ. 11 περ. γ ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Ο λόγος αυτός ιδρύεται αν το δικαστήριο παρέλειψε να λάβει υπόψη του κατά τη διαμόρφωση της αποδεικτικής του κρίσης, αποδεικτικά μέσα που παραδεκτώς και νομίμως επικαλέστηκαν οι διάδικοι, χρήσιμα προς άμεση ή έμμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, πραγματικών γεγονότων με ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, δηλαδή στο διατακτικό της απόφασης (Ολ. ΑΠ 2/2008). Αντιθέτως δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο δεν προσέδωσε στο αποδεικτικό μέσο την αποδεικτική βαρύτητα που υποστηρίζει ο αναιρεσείων ότι αυτό έχει διότι με την αιτίαση αυτή πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων. Καμία, ωστόσο, διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και τη χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα, αλλ’ αρκεί η γενική βεβαίωση του δικαστηρίου της ουσίας ότι ελήφθησαν όλα τα κατ’ είδος μόνο αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα. Μόνο αν από τη γενική αυτή αναφορά, σε συνδυασμό και με το περιεχόμενο της απόφασης, δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο έγγραφο, στοιχειοθετείται ο από το άρθρο 559 αριθ. 11 περ. γ’ ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων με τον τέταρτο λόγο της αναίρεσης, από τον αριθ. 11 περ. γ’ του άρθρου 559 του ΚΠολΔ προσάπτει στο Εφετείο την αιτίαση ότι δεν έλαβε υπόψη και δεν συνεκτίμησε μαζί με τις λοιπές αποδείξεις τη με ημερομηνία 08-01-2010 αναγγελία οικειοθελούς αποχώρησης που κατατέθηκε στον ΟΑΕΔ με αριθμό πρωτ. ......./01-2010 και δηλώνεται οικειοθελής αποχώρηση του ενάγοντα που προσκόμισε και επικαλέστηκε με τις προτάσεις του κατά τη συζήτηση της έφεσης. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος και εντεύθεν πρέπει να απορριφθεί, διότι από τη ρητή διαβεβαίωση της προσβαλλόμενης απόφασης ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του "όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν οι διάδικοι, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων μερικά εκ των οποίων αναφέρονται ειδικότερα κατωτέρω, χωρίς όμως να παραλείπεται κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς" σε συνδυασμό και με τις σκέψεις που περιέχει η προσβαλλόμενη για τη στήριξη του αποδεικτικού της πορίσματος, δεν γεννάται αμφιβολία ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη και το ως άνω έγγραφο και το συνεκτίμησε με τα υπόλοιπα έγγραφα και τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία προς στήριξη του προαναφερθέντος αποδεικτικού πορίσματος του. Ο ίδιος λόγος, όσον αφορά την προβαλλόμενη αιτίαση, ότι από τα εν λόγω έγγραφα συνάγεται αντίθετο πόρισμα από εκείνο που δέχθηκε το Εφετείο, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος διότι αναφέρεται στην εκτίμηση των αποδείξεων που δεν υπόκεινται σε αναιρετικό έλεγχο κατά το άρθρο 561 ΚΠολΔ. 4. Παραμόρφωση του περιεχομένου εγγράφου, που ιδρύει τον αναιρετικό λόγο από τον αριθ. 20 του άρθ. 559 ΚΠολΔ, υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας από εσφαλμένη ανάγνωση αποδεικτικού εγγράφου δέχθηκε ως περιεχόμενο του κάτι διαφορετικό από το πραγματικό, δηλαδή ότι περιέχει περιστατικά προφανώς διάφορα από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει, όχι δε και όταν από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο το δικαστήριο ορθώς ανέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό, αφού στην περίπτωση αυτή πρόκειται για παράπονο αναγόμενο στην εκτίμηση πραγματικών περιστατικών, που εκφεύγει από τον αναιρετικό έλεγχο. Ομως δεν συνιστούν έγγραφο κατά την έννοια του αρθρ. 559 αριθ. 20 ΚΠολΔ εκείνα που δεν χαρακτηρίζονται κατά τα άρθ. 339 και 432 - 449 του ΚΠολΔ ως αποδεικτικά έγγραφα και απλώς αποτυπώνουν στο περιεχόμενο τους άλλα αποδεικτικά μέσα, όπως είναι οι εκθέσεις με τις γνωμοδοτήσεις πραγματογνωμόνων (ΑΠ 861/1994, 674/1997) ή προσώπων με ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης (ΑΠ 792/1993), οι βεβαιώσεις τρίτων ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου ή τα πρακτικά των δικαστηρίων και οι εκθέσεις του εισηγητή δικαστή που περιέχουν τις καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης (ΑΠ 391/2001, 1425/2002, 1813/2005, 300/2006, 355/2008, 1289/2011), καθώς και οι εκθέσεις με τις καταθέσεις μαρτύρων στην Ποινική Διαδικασία. Αντίθετα συνιστούν έγγραφα κατά την παραπάνω έννοια οι αποφάσεις των ποινικών (ΑΠ 359/1993) ή Πολιτικών Δικαστηρίων (ΑΠ 185/1993) κατά το μέρος που έχουν αποδεικτική δύναμη ως προς τα βεβαιούμενα σ’ αυτές πραγματικά περιστατικά ή ως προς το περιεχόμενο των διατάξεων τους (ΑΠ 339/1996) και όχι βεβαία ως προς το περιεχόμενο των τυχόν διαλαμβανόμενων σ’ αυτές μαρτυρικών καταθέσεων. Παραμόρφωση εγγράφου συνιστά πάντως και η παράλειψη του δικαστηρίου να αναγνώσει μέρος του εγγράφου, όταν το μέρος αυτό είναι κρίσιμο για την ουσία της υπόθεσης (ΑΠ 1440/2002), δηλαδή για να θεμελιώνεται ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 20 του άρθ. 559 ΚΠολΔ θα πρέπει το δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό του πόρισμα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο που φέρεται ότι παραβιάσθηκε κατά το περιεχόμενο του. Δεν αρκεί έτσι ότι το συνεκτίμησε απλώς με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να εξάρει το περιεχόμενο του σε σχέση με το αποδεικτικό πόρισμα στο οποίο κατέληξε και το οποίο, εξ άλλου, θα πρέπει να είναι επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα αναφορικά με πράγματα που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (Ολ. ΑΠ 1/1999, ΑΠ 627/2003, 402/2004, 832/2009, 1627/2010). Ο ίδιος λόγος αναίρεσης για να είναι ορισμένος θα πρέπει στο αναιρετήριο να προσδιορίζεται α) το αληθινό περιεχόμενο του φερόμενου ως παραμορφωθέντος εγγράφου, β) το περιεχόμενο που προσέδωσε σ’ αυτό η προσβαλλόμενη απόφαση, ώστε από τη σύγκριση να καθίσταται εμφανές το διαγνωστικό σφάλμα της, γ) ο ουσιώδης πραγματικός ισχυρισμός για την απόδειξη ή την ανταπόδειξη του οποίου χρησιμοποιήθηκε το έγγραφο και δ) το επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα αποδεικτικό πόρισμα, στο οποίο κατέληξε το Δικαστήριο εξ αιτίας της παραμόρφωσης του εγγράφου (ΑΠ 1315/1993, 194/2005). Με τον πέμπτο λόγο της αίτησης αναίρεσης αιτιάται ο αναιρεσείων την προσβαλλόμενη απόφαση για πλημμέλεια από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ισχυριζόμενος ότι το Εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο του αναφερόμενου στο λόγο αυτό εγγράφου, ήτοι της από 08-01- 2010 εξώδικης δήλωσής του, του οποίου το αληθινό περιεχόμενο παρατίθεται στο αναιρετήριο. ενώ το διαφορετικό περιεχόμενο που κατά τον ίδιο τον αναιρεσείοντα προσέδωσε ειδικά σ’ αυτό η προσβαλλόμενη απόφαση δεν παρατίθεται, δηλαδή στοιχείο που είναι, κατά τα προεκτεθέντα, αναγκαίο για να μπορεί να θεωρηθεί ορισμένος ο αναιρετικός αυτός λόγος, ο οποίος επομένως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο του ως απαράδεκτος. Συνακόλουθα η αίτηση αναίρεσης, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αυτής προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο της. Τέλος ο αναιρεσείων που νικήθηκε στη δίκη, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, κατά το σχετικό νόμιμο αίτημα του τελευταίου (άρθ. 176, 183, 189 § 1, 191 § 2 ΚΠολΔ), όπως στο διατακτικό ειδικότερα. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 16-11-2016 αίτηση του ........... για αναίρεση της υπ’ αριθ. 83/2015 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Λαμίας. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει σε χίλια οκτακόσια (1.800,00) ευρώ. Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 18 Ιουλίου 2017. Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 31 Αυγούστου 2017. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ