Αγωγή καταβολής διαφοράς μηναίων μισθωμάτων λόγω αναπροσαρμογής και αποζημίωσης χρήσης λόγω λήξης εμπορικής μίσθωσης. Υποχρεωτική επέκταση της συμβατικής διάρκειας των εμπορικών μισθώσεων που συμφωνήθηκαν για βραχύτερο χρονικό διάστημα στα 12 έτη βάσει της προηγούμενης μορφής του άρθρου 5 παρ. 1 του Π.Δ. 34/1995 Αν εντός εννέα μηνών από την λήξη της 12 ετίας, ο εκμισθωτής δεν ασκήσει αγωγή απόδοσης μισθίου τότε αυτή παρατείνεται για ακόμα 4 έτη. Όροι παραδεκτού ασκήσεως έφεσης που εξετάζεται αυτεπαγγέλτως το δικαστήριο. Για το ορισμένο του λόγου έφεσης που συνίσταται σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το δικαστήριο αρκεί μόνο ο ισχυρισμός του εκκαλούντος ότι εξ αυτής της αιτίας το δικαστήριο ήχθη σε εσφαλμένο διατακτικό αφού στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης το εφετείο κρίνει εκ νέου την ουσία της υπόθεσης για να κρίνει την ορθότητα του διατακτικού. Συνέπειες μη νομότυπης παράστασης των διαδίκων στην αναιρετική δίκη. Όροι νομότυπης κλήτευσης διαδίκων διά της εγγραφής της υπόθεσης στο πινάκιο για την μετ΄ αναβολή δίκη βάσει του άρθρου 226§4 ΚΠολΔ. Σφάλμα του εφετείου που απέρριψε ως αόριστο τον λόγο εφέσεως του αναιρεσείοντος κατά της πρωτόδικης απόφασης για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων. Αναιρεί εν μέρει την 79/2014 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Λαμίας. Παραπέμπει.
Αριθμός 1620/2017 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Δ` Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ειρήνη Κιουρκτσόγλου - Πετρουλάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ελένη Διονυσοπούλου, Σοφία Ντάντου, Γεώργιο Χοϊμέ και Μαρία Τζανακάκη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 3 Φεβρουαρίου 2017, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: ... του .., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ευθύμιο Καραΐσκο, που δεν κατέθεσε προτάσεις. Του αναιρεσιβλήτου: ... του .., κατοίκου ..., ο οποίος δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 20-8-2010 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Λαμίας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 277/2012 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 79/2014 του Μονομελούς Εφετείου Λαμίας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 13-7- 2015 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκε μόνο ο αναιρεσείων όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Μαρία Τζανακάκη διάβασε την από 25-4-2016 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση του Δικαστηρίου αυτού Αρεοπαγίτη Χαράλαμπου Καλαματιανού, με την οποία εισηγήθηκε την αναίρεση της υπ` αριθμ. 79/2014 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Λαμίας, κατά παραδοχή του μοναδικού λόγου αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά την έννοια του άρθρου 576 παρ. 2 ΚΠολΔ, αν κατά τη συζήτηση της αναίρεσης δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί αλλά δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος κάποιος από τους διαδίκους, ο Άρειος Πάγος ερευνά αυτεπαγγέλτως αν ο απολειπόμενος διάδικος επέσπευσε εγκύρως τη συζήτηση, οπότε συζητεί την υπόθεση σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι, ή, αν τη συζήτηση επέσπευσε ο αντίδικος του απολειπομένου διαδίκου, οπότε εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα. Αν η κλήση για συζήτηση δεν επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα ο Άρειος Πάγος κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση και η υπόθεση επαναφέρεται για συζήτηση με νέα κλήτευση. Στην αντίθετη περίπτωση προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 226 παρ. 4 εδ. β` και γ` ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και στην αναιρετική δίκη, κατ` άρθρο 575 εδ. β` του ίδιου Κώδικα, αν η συζήτηση αναβληθεί ο γραμματέας είναι υποχρεωμένος αμέσως μετά το τέλος της συνεδρίασης να μεταφέρει την υπόθεση στη σειρά των υποθέσεων που πρέπει να συζητηθούν κατά τη δικάσιμο που ορίσθηκε. Κλήση του διαδίκου για εμφάνιση στη δικάσιμο αυτή δεν χρειάζεται και η αναγραφήν της υποθέσεως στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διάταξης η αναβολή της υποθέσεως και η εγγραφή αυτής στο πινάκιο του δικαστηρίου για την μετ` αναβολή δικάσιμο, ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων για τη δικάσιμο αυτή και, επομένως, δεν χρειάζεται νέα κλήτευση του διαδίκου, όταν ο απολειπόμενος κατά τη μετ` αναβολή δικάσιμο διάδικος είχε νομίμως κλητευθεί να παραστεί κατά τη δικάσιμο κατά την οποία αναβλήθηκε η υπόθεση ή είχε παραστεί νομίμως κατά τη δικάσιμο αυτή (ΑΠ242/2015). Στην προκειμένη περίπτωση από τα πρακτικά της δίκης και τα διαδικαστικά έγγραφα, μεταξύ των οποίων τα πρακτικά της αρχικής δικασίμου (13-5-2016), προκύπτει ότι η κρινόμενη από 13-7-2015 (αρ. κατ. …/2015) αίτηση αναίρεσης κατά της υπ` αρ. 79/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Λαμίας ,είχε προσδιοριστεί αρχικά για τη δικάσιμο της 13-5-2016, με αριθμό πινακίου … , σύμφωνα με την κάτω από αυτήν Πράξη της Προέδρου του Δ` Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου (αρ. 568 παρ. 2-4 ΚΠολΔ), κατά την οποία ο αναιρεσίβλητος δεν παραστάθηκε. Εξάλλου, από την υπ` αρ. ... /21-6-2016 έκθεση επίδοσης της αίτησης αναίρεσης του αρμόδιου δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Λαμίας, ..., με την συνημμένη σ` αυτήν από 10-6-2016 βεβαίωση του Γραμματέα της έδρας, περί αναβολής της συζήτησης της αίτησης αναίρεσης από το πινάκιο για τη σημερινή δικάσιμο της 3-2-2017 με αριθμό πινακίου …,την οποία προσκομίζει και επικαλείται νόμιμα ο αναιρεσείων, προκύπτει ότι μετά από έγγραφη παραγγελία του πληρεξουσίου δικηγόρου του αναιρεσείοντα, ο οποίος επισπεύδει τη συζήτηση της αναίρεσης, αυτή κοινοποιήθηκε με κλήση, νόμιμα και εμπρόθεσμα (άρ. 124 παρ.1 ΚΠολΔ), στον αναιρεσίβλητο , για να παραστεί κατά την σημερινή, μετ` αναβολή δικάσιμο. Ωστόσο, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την απόφαση αυτή πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο, δεν εμφανίστηκε και πάλι ο απολειπόμενος και στην προηγούμενη συνεδρίαση αναιρεσίβλητος, ούτε και κατέθεσε δήλωση μη παράστασης, κατ` αρ. 242 παρ.2 ΚΠολΔ, αλλά παραστάθηκε νομίμως και προσηκόντως μόνον ο επισπεύδων τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης αναιρεσείων. Επομένως, αφού ο αναιρεσίβλητος δεν εμφανίστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ,αν και αντίγραφο της αίτησης αναίρεσης, με κλήση για να παραστεί στη σημερινή δικάσιμο, επιδόθηκε σ` αυτόν νόμιμα και εμπρόθεσμα, πρέπει, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 576 παρ. 2 περ. α και γ ΚΠολΔ να προχωρήσει η συζήτηση της αίτησης αναίρεσης παρά την απουσία αυτού. Περαιτέρω, η κρινόμενη από 13-7- 2015 (αρ. κατ. …/2015) αίτηση αναίρεσης κατά της υπ` αρ. 79/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Λαμίας, που εκδόθηκε με την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών (αρ. 647 επ. ΚΠολΔ) έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα (αρ. 564 παρ. 1,577 παρ.1 ΚΠολΔ). Επομένως, πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των κατ` ιδίαν λόγων αυτής (αρ.577 παρ.2 ΚΠολΔ). Κατά το άρθρο 559 αρ. 14 ΚΠολΔ, υπάρχει λόγος αναιρέσεως αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως αναφέρεται σε ακυρότητες, δικαιώματα και απαράδεκτα από το δικονομικό δίκαιο (ΑΠ 67/2015, ΑΠ 902/2008).Μέσω του λόγου αυτού ελέγχεται και το παραδεκτό της άσκησης του ενδίκου μέσου της έφεσης (ΑΠ 371/2008). Περαιτέρω, από τα άρθρα 520 παρ. 1 και 522 του ΚΠολΔικ προκύπτει ότι το σφάλμα της απόφασης περί την εκτίμηση των αποδείξεων, που προβάλλεται ως λόγος εφέσεως δεν είναι αναγκαίο για το ορισμένο του λόγου της εφέσεως να εξειδικεύεται, αλλά αρκεί να μνημονεύεται ότι από το σφάλμα αυτό το δικαστήριο κατέληξε σε εσφαλμένο πόρισμα και διατακτικό. Τούτο δε γιατί το Εφετείο λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως, είναι υποχρεωμένο να κρίνει την ορθότητα του διατακτικού της πρωτόδικης απόφασης μετά από συνολική συνεκτίμηση της ουσίας της υποθέσεως και όχι μόνο βάσει των μερικότερων παραπόνων του εκκαλούντος που συνδέονται με αυτήν (ΑΠ 755/2016, ΑΠ 411/2007). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 του ΠΔ 34/1995,όπως τούτο ίσχυε κατά το χρόνο δημοσίευσης της προσβαλλόμενης απόφασης ορίζεται ότι : "1. Η μίσθωση ισχύει για δώδεκα (12) έτη ακόμη και, αν έχει συμφωνηθεί για βραχύτερο ή για αόριστο χρόνο, μπορεί όμως να λυθεί με νεότερη συμφωνία που αποδεικνύεται με έγγραφο βέβαιης χρονολογίας".......Επίσης κατά τη διάταξη του άρθρου 61 περ. δ του ίδιου ΠΔ/τος ορίζεται ότι."........δ. Στις περιπτώσεις που η αγωγή απόδοσης του μισθίου για λήξη της μίσθωσης, που έχει επέλθει.....λόγω συμπλήρωσης δωδεκαετίας, ασκηθεί μετά παρέλευση εννέα (9) μηνών από αυτή τη λήξη της μίσθωσης.....μετά την άπρακτη πάροδο του εννεάμηνου η μίσθωση θεωρείται ότι έχει παραταθεί για τέσσερα (4) χρόνια.......". Με τον μοναδικό λόγο της αίτησης αναίρεσης ο αναιρεσείων αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια εκ του άρθρου 559 αρ. 14 ΚΠολΔ (δικονομικό απαράδεκτο), με την αιτίαση ότι παρά το νόμο κήρυξε απαράδεκτη λόγω αοριστίας την από 4-1-2013 έφεση του κατά της εκκαλουμένης υπ` αρ. 277/2012 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας, ενώ αυτή ήταν πλήρως ορισμένη και θα έπρεπε να ερευνηθεί περαιτέρω. Στην προκειμένη περίπτωση από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της δίκης, που επιτρεπτά επισκοπούνται (αρ. 561 παρ.2 ΚΠολΔ) για τις ανάγκες του αναιρετικού λόγου προκύπτει, ότι ο αναιρεσείων άσκησε την από 20-8-2010 (αρ. κατ. …/2010) ένδικη αγωγή του στην οποία ισχυρίστηκε ότι στις 31-12-1993 ο πατέρας του, ... ως επικαρπωτής του μισθίου καταστήματος, επιφάνειας 38,80 Μ2 που βρίσκεται στην .., κατάρτισε σύμβαση μίσθωσης με τον εναγόμενο - μισθωτή και ήδη αναιρεσίβλητο .προκειμένου ο τελευταίος να λειτουργήσει σ` αυτό επιχείρηση φωτογραφείου ,ότι η μίσθωση συμφωνήθηκε 1 θετούς διάρκειας και μετά τη λήξη της παρατάθηκε αναγκαστικά για αόριστο χρόνο, ότι ο επικαρπωτής το έτος 2005 παραιτήθηκε από την επικαρπία και έκτοτε ο ενάγων-γιος του και ήδη αναιρεσείων, ψιλός κύριος, υπεισήλθε αυτοδικαίως στην μισθωτική σχέση, μετά την ένωση της επικαρπίας με την ψιλή κυριότητα, ότι επί της προγενέστερης από 14-3-2006 αγωγής του εκδόθηκε η υπ` αρ. 45/2009 απόφαση του Εφετείου Λαμίας που με ισχύ δεδικασμένου δέχθηκε ότι με νεώτερη συμφωνία οι διάδικοι συμφώνησαν να αναπροσαρμόζεται το μηνιαίο μίσθωμα από 1-1-1999 σε 6% ετησίως και ότι η 12ετής διάρκεια της σύμβασης που έληγε στις 31-12-2005, δηλαδή από 31-12-1993 έως 31-12-2005 (αρ. 5 παρ.1 ΠΔ 34/1995) παρατάθηκε αναγκαστικά για 4 ακόμη έτη, δηλαδή μέχρι 31-12-2009, οπότε συμπληρώθηκε 16ετία κατ` αρ. 61 παρ. δ του άνω ΠΔ/τος, διότι ο ενάγων δεν άσκησε αγωγή απόδοσης του μισθίου εντός εννέα μηνών από τη λήξη της σύμβασης, ότι στο μεταξύ, στις 11-5- 2009 δήλωσε στον μισθωτή ότι δεν επιθυμεί πλέον τη συνέχιση της μίσθωσης, η οποία συνεπώς έληξε στις 31-12-2009 με την συμπλήρωση της 16ετίας,πλην όμως ο μισθωτής -εναγόμενος του παρέδωσε το μίσθιο στις 30-4-2010.Με το ιστορικό αυτό ο ενάγων και ήδη αναιρεσείων ζητούσε α) 7102,80 ευρώ ως διαφορά μισθωμάτων για το διάστημα από 1-1-2007 έως 31-12-2009 με βάση την συμφωνημένη αύξηση 6% ,που δεν κατέβαλε ο μισθωτής και β) 601,99 ευρώ μηνιαία ως αποζημίωση χρήσης (αρ. 601ΑΚ) για το διάστημα από 1-1-2010 που έπρεπε να παραδοθεί το μίσθιο, δηλαδή από την επομένη ημέρα της λήξης της μίσθωσης ,στις 31-12-2009 έως στις 30-4- 2010, που ο μισθωτής παρέδωσε το μίσθιο, δηλαδή επί 4 μήνες και για την αιτία αυτή 2407,96 ευρώ. Δηλαδή, για αμφότερα τα αγωγικά κονδύλια ο ενάγων ζητούσε συνολικά το ποσό των 9510,76 ευρώ, έντοκα, κατά τις ειδικότερες στην αγωγή διακρίσεις. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ` αρ. 277/2012 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας, η οποία, για το ενδιαφέρον την παρούσα αναιρετική δίκη ζήτημα, δέχθηκε ότι η Σύμβαση μίσθωσης έληξε στις 31-12-2005 αναγκαστικά με την πάροδο της 12ετίας και ότι ο ενάγων εκμισθωτής αβάσιμα αξίωνε μισθώματα για μεταγενέστερο διάστημα (1-1-2007 έως 31-12-2009). Κατόπιν τούτου απέρριψε το κονδύλιο των 7102,80 ευρώ (διαφυγόντα μισθώματα), ενώ δέχθηκε το κονδύλιο της αποζημίωσης χρήσης εν μέρει κατά το ποσό των 1433,23 ευρώ, με την παραδοχή ότι ο μισθωτής παρέδωσε το μίσθιο νωρίτερα, δηλαδή περί τα μέσα Μαρτίου 2010. Κατά της ως άνω απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ο εκκαλών-ενάγων εκμισθωτής άσκησε την από 4-1-2013 (αρ. κατ. …/2013) έφεση του ,με την οποία ζητούσε την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και για κακή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού (βλ. σελ. 3 και 7 του εφετηρίου, που επιτρεπτά επισκοπείται για τις ανάγκες του ως άνω αναιρετικού λόγου). Ειδικότερα με τον μοναδικό λόγο της έφεσης, ο εκκαλών και ήδη αναιρεσείων επαναλάμβανε την άποψη του ότι η σύμβαση λύθηκε στις 31-12-2009 με τη συμπλήρωση 16ετίας λόγω της παράτασης κατά 4 έτη μετά τη συμπλήρωση της 12ετίας (κατά τις διατάξεις των άρθρων 5 παρ.1 και 61 παρ. δ του ΠΔ 34/1995, τις οποίες σημειωτέον ρητά μνημονεύει στη σελίδα 13 του εφετηρίου) Επίσης επισύναπτε το κείμενο της εκκαλουμένης απόφασης, τις παραδοχές της οποίας αμφισβητούσε ως προς την έκταση του δεδικασμένου που απορρέει από την υπ` αρ. 45/2009 απόφαση του Εφετείου Λαμίας αναφορικά με την λήξη της σύμβασης. Επίσης, ζητούσε να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, ώστε η αγωγή του να γίνει δεκτή για αμφότερα τα κονδύλια αυτής (διαφορά μισθωμάτων και αποζημίωση χρήσης). Η έφεση συζητήθηκε και συνεκδικάστηκε με αντίθετη έφεση του μισθωτή, που δεν αφορά την αναιρετική δίκη και εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση. Περαιτέρω και σύμφωνα με τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, που επίσης παραδεκτά επισκοπείται, κατ` αρ. 561 παρ.2 ΚΠολΔ, το Εφετείο, δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη περί των πραγμάτων κρίση του τα ακόλουθα:..... "Εν προκειμένω, η εκκαλούμενη δέχτηκε ότι η συνδέουσα τα μέρη σύμβαση εμπορικής μισθώσεως έχει ήδη λυθεί από 31.12.2005 λόγω παρόδου 12ετίας από τη σύναψή της και δεν παρατάθηκε γιατί ο ενάγων εκμισθωτής εναντιώθηκε στην περαιτέρω εκ του νόμου παράτασή της. Επομένως, έκτοτε ο εναγόμενος, έστω και παρέμεινε στη χρήση του μισθίου, δεν οφείλει μισθώματα, βάση την οποία έχει η ένδικη αγωγή, αλλά αποζημίωση χρήσεως. Για το λόγο αυτό απέρριψε το αίτημα της αγωγής για καταψήφιση διαφοράς μισθωμάτων 7.102 ευρώ για το διάστημα από 1.1.2007 έως 31.12.2009. Για δεν την παραδοχή της ότι η ένδικη σύμβαση εμπορικής μισθώσεως έχει ήδη λυθεί από 31.12.2005 λόγω παρόδου 12ετίας από τη σύναψή της και δεν παρατάθηκε γιατί ο ενάγων εκμισθωτής εναντιώθηκε στην περαιτέρω εκ του νόμου παράτασή της, θεώρησε ότι υπάρχει περί αυτού δεδικασμένο από την υπ` αριθμ. 45/2009 τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Λαμίας που έκρινε επί όμοιας προηγούμενη διαφοράς για την ίδια μίσθωση μεταξύ των ίδιων διαδίκων. Ο ενάγων με το μοναδικό λόγο της εφέσεώς του παραπονείται μεν για την παραδοχή της εκκαλούμενης ότι υπάρχει δεδικασμένο για το ανωτέρω ζήτημα, πλην όμως κανένα ειδικό παράπονο ή σφάλμα δεν αποδίδεται με ορισμένο τρόπο στην εκκαλούμενη απόφαση και συγκεκριμένα δεν προσδιορίζεται κάποια πλημμέλεια της παραβίασης κανόνα δικονομικού δικαίου που να παραβιάστηκε και τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία κατά τον εκκαλούντα συνιστούν την αποδιδόμενη νομική πλημμέλεια. Η βελτίωση του εφετηρίου με τις προτάσεις είναι απαράδεκτη. Πρέπει λοιπόν, σύμφωνα και με τις προαναφερόμενες αιτιολογίες, το δικόγραφο της εφέσεως να απορριφθεί ως αόριστο, πράγμα άλλωστε που ελέγχεται και αυτεπαγγέλτως. Τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας βαρύνουν τον εκκαλούντα, επειδή ηττάται (176, 183 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό". Με τις παραδοχές του αυτές το Εφετείο παρά το νόμο κήρυξε απαράδεκτο, και εσφαλμένα απέρριψε την έφεση ως αόριστη, διότι αυτή ήταν αρκούντως ορισμένη ,εφόσον ο εκκαλών ζητούσε την εξαφάνιση της πρωτόδικης -εκκαλουμένης απόφασης για σφάλματα περί την εκτίμηση των αποδείξεων, εξαιτίας των οποίων το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατέληξε σε εσφαλμένο πόρισμα και διατακτικό και λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, δεν χρειαζόταν επί πλέον εξειδίκευση του λόγου της έφεσης, αλλά το Εφετείο ήταν υποχρεωμένο να κρίνει την ορθότητα του διατακτικού της πρωτόδικης απόφασης μετά από συνολική επανεκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης. Επομένως ιδρύεται η αναιρετική πλημμέλεια της κήρυξης παρά το νόμο απαραδέκτου (δικονομικό απαράδεκτο), που προβλέπει η διάταξη του άρθρου 559 αρ. 14 ΚΠολΔ και συνακόλουθα ο μοναδικός λόγος αναίρεσης πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος. Κατόπιν αυτών πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το κεφάλαιο αυτής, που αφορά την από 4-1-2013 (αρ. κατ. …/2013) έφεση του αναιρεσείοντα και να παραπεμφθεί η υπόθεση, κατά το αναιρούμενο ως άνω μέρος αυτής ,στο Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση και του οποίου είναι δυνατή η συγκρότηση από άλλο Δικαστή (αρ. 580 παρ. 3 ΚΠολΔ). Επίσης, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου που έχει καταθέσει ο αναιρεσείων για την άσκηση της αίτησης αναίρεσης (αρ. 495 παρ.4 εδ. ε ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί ο αναιρεσίβλητος λόγω της ήττας του (αρ. 176,183 ΚΠολΔ) στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντα που παραστάθηκε ,αλλά δεν κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο αίτημα αυτού, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ` αρ. 79/2014 οριστική απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Λαμίας κατά το αναιρούμενο κεφάλαιο αυτής που αναφέρεται στο σκεπτικό της παρούσας απόφασης (έφεση του αναιρεσείοντα). Παραπέμπει την υπόθεση κατά το αναιρούμενο ως άνω μέρος προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο που θα συγκροτηθεί από άλλον Δικαστή. Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου στον αναιρεσείοντα που αυτός κατέθεσε για την άσκηση της αίτησης αναίρεσης. ΚΑΙ Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος που ορίζει σε χίλια πεντακόσια (1500) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 19 Ιουνίου 2017. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 22 Σεπτεμβρίου 2017. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Π.Β.