939/2017 ΑΠ

Αυτοκινητικό ατύχημα. Θανάσιμος τραυματισμός του οδηγού μοτοποδήλατου από τη σύγκρουσή του με ΙΧΕ όχημα. Αποκλειστική υπαιτιότητα της οδηγού του αυτοκινήτου. Αδικοπραξία. Η αξίωση αποζημίωσης εκείνου που είχε απέναντι στο θανατωθέντα απαίτηση για διατροφή, συνδέεται άμεσα με την αξίωση διατροφής, διότι τόσο η γέννηση του σχετικού δικαιώματος, όσο και το οφειλόμενο ποσό προσδιορίζονται από τις σχετικές διατάξεις του ΑΚ για τη διατροφή, που όφειλε το θύμα σε εκείνον που ζητά αποζημίωση από τον υπεύθυνο για τη θανάτωση του υπόχρεου διατροφής, για τον δε προσδιορισμό αυτής λαμβάνονται υπόψη η πιθανή διάρκεια της ζωής του θύματος και του δικαιούχου και η πιθανή εξέλιξη της οικονομικής κατάστασης. Επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης. Καθορίζοντας το εφετείο την χρηματική ικανοποίηση για κάθε ένα των αναιρεσιβλήτων στα ποσά των 100.000 ευρώ, 120.000 ευρώ και 40.000 ευρώ, αντιστοίχως, υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας και παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας, αφού τα εν λόγω ποσά, κατά την κοινή πείρα, τη δικαστηριακή πρακτική και την περί δικαίου συνείδηση, ήταν μεγαλύτερα και μάλιστα καταφανώς των συνήθως επιδικαζόμενων σε παρόμοιες περιπτώσεις, ποσών. Αναιρεί εν μέρει την 126/2015 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Ιωαννίνων κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό μέρος. Παραπέμπει.

  

Αριθμός 939/2017 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Δ’ Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ειρήνη Κιουρκτσόγλου - Πετρουλάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ελένη Διονυσοπούλου, Σοφία Ντάντου, Γεώργιο Χοϊμέ και Αλεξάνδρα Κακκαβά, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 2 Δεκεμβρίου 2016, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία "... ΑΕ" και το διακριτικό τίτλο "...", που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ευθύμιο Καραΐσκο με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ. Των αναιρεσιβλήτων: 1) Δ. χας Π. Τ., το γένος Α. Χ., ατομικά και ως ασκούσας τη γονική μέριμνα των ανηλίκων τέκνων της Χ. Τ. του Π. και Ε. - Ι. Τ. του Π., 2) Α. Χ. του Β. και 3) Ε. συζ. Α. Χ., το γένος Λ. Μ., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γρηγόριο Γερασίμου. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 24-1-2014 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πρέβεζας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 320/2014 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 126/2015 του Μονομελούς Εφετείου Ιωαννίνων. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 25-6-2015 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Σοφία Ντάντου διάβασε την από 11-3-2016 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή του τρίτου λόγου αναίρεσης και την απόρριψη των λοιπών. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 10 του Ν. ΓΠΝ/1911, 297 έως 300, 330 εδ. Β’ , 914 και 932 του ΑΚ, συνάγεται ότι, σε περίπτωση συγκρούσεως μεταξύ δύο ή περισσοτέρων αυτοκινήτων, η ευθύνη προς αποζημίωση προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση ζημίας και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του οδηγού και της ζημίας. Μορφή υπαιτιότητας είναι και η αμέλεια, η οποία υπάρχει, όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια, που απαιτείται στις συναλλαγές, δηλαδή αυτή που, αν είχε καταβληθεί, με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς οδηγού αυτοκινήτου, θα καθιστούσε δυνατή την αποτροπή της συγκρούσεως. Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει, όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του οδηγού ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει τη ζημία και την επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Η παράβαση των διατάξεων του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (ΚΟΚ) δεν θεμελιώνει αυτή καθ’ αυτή υπαιτιότητα στην επέλευση αυτοκινητικού ατυχήματος, αποτελεί όμως στοιχείο, η στάθμιση του οποίου από το Δικαστήριο της ουσίας θα κριθεί σε σχέση με την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συγκεκριμένης παραβάσεως και του ζημιογόνου αποτελέσματος. Εξάλλου, οι ανωτέρω έννοιες της υπαιτιότητας και του αιτιώδους συνδέσμου είναι νομικές κι επομένως η κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, ως προς τη συνδρομή ή όχι υπαιτιότητας του εμπλακέντος σε σύγκρουση οχημάτων οδηγού και του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του και του ζημιογόνου αποτελέσματος, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 559 αριθ. 1 και 19 του ΚΠολΔ για ευθεία και εκ πλαγίου παράβαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου, καθώς και για παραβίαση διδαγμάτων κοινής πείρας. Ειδικότερα, ελέγχεται αναιρετικώς η κρίση του Δικαστηρίου, περί του εάν τα πραγματικά περιστατικά, που το Δικαστήριο δέχεται, ανελέγκτως, ως αποδειχθέντα, καθ’ εαυτά, αντικειμενικώς και βάσει των διδαγμάτων της κοινής πείρας, συγκροτούν ή όχι την έννοια της υπαιτιότητας και θεμελιώνουν την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ αυτής και του ζημιογόνου αποτελέσματος. Έλλειψη δε νομίμου βάσεως, κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, υπάρχει, όταν στο αιτιολογικό της αποφάσεως, που αποτελεί την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται καθόλου ή δεν αναφέρονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το Δικαστήριο στήριξε την κρίση του, επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και έτσι δεν μπορεί να ελεγχθεί αν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που εφαρμόσθηκε, ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου, που δεν εφαρμόσθηκε (ΑΠ 1674/2009). Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, αναφορικά με την υπαιτιότητα των οδηγών των εμπλακέντων στο ένδικο ατύχημα οχημάτων δέχθηκε, ανελέγκτως, ως προκύψαντα από τις αποδείξεις τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "...Στις 2-10-2013 και περί ώρα 18.10’ ο Π. Ι. Τ., σύζυγος της 1ης ενάγουσας, πατέρας των 2 ανηλίκων τέκνων Χ. και Ε. - Ι., ηλικίας 4 και 2,5 ετών αντίστοιχα, των οποίων τη γονική μέριμνα ασκεί η μητέρα τους (1η ενάγουσα) και γαμπρός του 2ου και της 3ης των εναγόντων (σύζυγος της κόρης τους), οδηγούσε το με αρ. κυκλ. ... δίκυκλο μοτοποδήλατο, που ανήκε στην ιδιοκτησία του, επί της οδού ... με κατεύθυνση από την εθνική οδό ... στο δεξιό άκρο της πορείας του, φορώντας κράνος και με ταχύτητα 40 χιλ/ω περίπου. Η οδός ... είναι διπλής κατεύθυνσης με διπλή διαχωριστική γραμμή και με μία λωρίδα κυκλοφορίας ανά κατεύθυνση. Στο ύψος του ... της εν λόγω οδού το πλάτος του οδοστρώματος είναι 8,5 μ., η διπλή διαχωριστική γραμμή του οδοστρώματος είναι συνεχόμενη και εκατέρωθεν της οδού αυτής υπάρχουν παρόδιες ιδιοκτησίες, στις οποίες οδηγούν κάθετοι πάροδοι, που είναι αδιέξοδοι και εξυπηρετούν αποκλειστικά τις ιδιοκτησίες αυτές. Μία από τις παρόδιες αυτές ιδιοκτήτριες είναι και η Ι. Μ., ιδιοκτήτρια οικίας επί της συμβολής της οδού ... με την πάροδο της ..., το δε πάρκιγκ των οχημάτων της οικίας αυτής έχει είσοδο - έξοδο μόνο από την πλευρά της εν λόγω παρόδου. Όταν ο οδηγός του μοτ/του έφθασε στο ύψος του ... της οδού ... στο σημείο που η ανωτέρω οδός διασταυρώνεται κάθετα με την πάροδο ..., αντιλήφθηκε από απόσταση 15 μ. περίπου να παρεμβάλλεται κάθετα στην πορεία του, εξερχόμενο από την ως άνω πάροδο με σκοπό να διαβεί τη συνεχόμενη διπλή διαχωριστική γραμμή και να κατευθυνθεί στην εθνική οδό ..., το με αρ. κυκλ. ... ΙΧΕ αυτ/το, το οποίο οδηγούσε η Ι. Μ. (πρώτη εξαδέλφη της 1ης ενάγουσας, θεία και νονά της ανήλικης Ε. - Ι. και ανιψιά από αδελφή της 3ης ενάγουσας), ανήκε στην ιδιοκτησία της και είχε ασφαλίσει την αστική της ευθύνη για ζημίες που προξενούνται σε τρίτους από την κυκλοφορία του στην εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία. Ο οδηγός του μοτ/του τροχοπέδησε και κινήθηκε αριστερά εντός της λωρίδας κυκλοφορίας του για να αποφύγει τη σύγκρουση με το αυτ/το, η οδηγός του οποίου, αντιλαμβανόμενη καθυστερημένα τον κίνδυνο, ακινητοποίησε τούτο κι ενώ ο οδηγός του μοτ/του επιχειρούσε ενδεδειγμένο αποφευκτικό ελιγμό αριστερά για να εισέλθει στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας και να αποφύγει τη σύγκρουση, η οδηγός του αυτ/του εντελώς ξαφνικά συνέχισε την πορεία της φράσσοντας έτσι και το αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας, με αποτέλεσμα ο οδηγός του μοτ/του να τροχοπεδήσει εκ νέου και επιχειρώντας τώρα αποφευκτικό ελιγμό προς τα δεξιά να ανατραπεί εντός της λωρίδας κυκλοφορίας του και ένα μέτρο περίπου πριν από τη διαχωριστική γραμμή και συρόμενος με το μοτ/τό του να συγκρουσθεί στον εμπρόσθιο αριστερό τροχό και αριστερό φτερό του αυτ/του, το οποίο συνέχιζε να κινείται. Ο οδηγός του μοτ/του κτύπησε με την κοιλιά και τον θώρακα πάνω στο τιμόνι του μοτ/του και στο αυτ/το, μεταφέρθηκε αμέσως στο Γενικό Νοσοκομείο ...... όπου και απεβίωσε περί ώρα 21.50’ λόγω εσωτερικής αιμορραγίας που προήλθε από τις πολλαπλές κακώσεις στον θώρακα και στην κοιλία. Από τα πραγματικά αυτά γεγονότα αποδεικνύεται ότι αποκλειστική υπαίτιος του ατυχήματος είναι η οδηγός του αυτ/του, διότι δεν επέδειξε τη σύνεση και την προσοχή που οφείλει να καταβάλει κάθε μέσος συνετός οδηγός βρισκόμενος υπό τις αυτές συνθήκες οδήγησης, ήτοι εισήλθε απρόσεκτα από την πάροδο ... στην οδό ... χωρίς να ελέγξει αν η οδός αυτή, που είχε προτεραιότητα πορείας, ήταν ελεύθερη από αυτ/τα που κινούντο επ’ αυτής με κατεύθυνση προς Πρέβεζα, με αποτέλεσμα να παρεμβληθεί κάθετα στο οδόστρωμα, να ακινητοποιήσει το όχημά της και να εμποδίσει την ελεύθερη πορεία του οδηγού του μοτ/του (άρθρο 26 παρ. 5 περ. β’ ΚΟΚ), στη συνέχεια δε, όταν ο τελευταίος επιχείρησε ενδεδειγμένο ελιγμό αριστερά για να αποφύγει τη σύγκρουση, αυτή ξεκίνησε πάλι την πορεία της κάθετα για να διασχίσει τη συνεχόμενη διπλή διαχωριστική του οδοστρώματος γραμμή, κίνηση που απαγορεύεται (άρθρο 5 παρ. 8 περ. α’ ΚΟΚ), με αποτέλεσμα να αποκλείσει και πάλι την ελεύθερη πορεία του οδηγού του μοτ/του και να επέλθει το μοιραίο αποτέλεσμα από την αναπόφευκτη σύγκρουση των δύο οχημάτων. Επομένως, τα ίδια που δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο Δ/ριο ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και οι περί του αντιθέτου πρώτος και δεύτερος λόγοι της έφεσης πρέπει να απορριφθούν κατ’ ουσία...". Έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε με την προσβαλλόμενη απόφασή του ευθέως ή εκ πλαγίως τις προαναφερθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, καθόσον τα ανελέγκτως πιο πάνω δεκτά γενόμενα ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, όπως προαναφέρθηκαν, πληρούν το πραγματικό της νομικής έννοιας της αποκλειστικής υπαιτιότητας της οδηγού του ζημιογόνου αυτοκινήτου και επιπλέον διέλαβε στην απόφασή του πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο περί της ορθής ή μη εφαρμογής των εν λόγω διατάξεων, ενώ δεν ήταν αναγκαία η παράθεση και άλλων για να αιτιολογηθεί χωρίς αμφιβολία η αποκλειστική υπαιτιότητα της οδηγού του ζημιογόνου αυτοκινήτου και ο αιτιώδης σύνδεσμος της υπαίτιας αυτής συμπεριφοράς με το ζημιογόνο θανατηφόρο αποτέλεσμα, η οποία συνίσταται στην παραβίαση της προτεραιότητας του από παρόδιο ιδιοκτησία προερχόμενου ζημιογόνου οχήματος στην πορεία του κανονικά κινούμενου επί της οδού μοτοποδηλάτου του θανόντος και ακολούθως στην κάθετη κίνηση επί της συνεχιζόμενης διπλής διαχωριστικής γραμμής του οδοστρώματος με αποτέλεσμα τον αποκλεισμό της πορείας του μοτοποδηλάτου. Επομένως, τα όσα αντίθετα υποστηρίζει η αναιρεσείουσα με τους πρώτο και δεύτερο λόγους του αναιρετηρίου, με τους οποίους αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τους αριθ. 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ είναι αβάσιμα, όπως και οι αντίστοιχοι λόγοι αναίρεσης και πρέπει ν’ απορριφθούν. Από τη διάταξη του άρθρου 928 εδ. β’ ΑΚ, που παρέχει αξίωση αποζημίωσης και σε εκείνον που είχε απέναντι στο θανατωθέντα αξίωση διατροφής από το νόμο, συνάγεται ότι η αξίωση αυτή αποτελεί γνήσια αξίωση αποζημίωσης και αποσκοπεί να φέρει το δικαιούχο της διατροφής στη θέση που θα βρισκόταν αν δεν θανατωνόταν ο υπόχρεος να τον διατρέφει. Έτσι, από άποψη έκτασης η αποζημίωση αυτή, σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 1389 επ., 1442 επ., 1485 επ., και 1504 ΑΚ, περιλαμβάνει ό,τι και για όσο χρόνο θα όφειλε να καταβάλει ο θανατωθείς στο δικαιούχο της διατροφής. Η απορρέουσα από τη διάταξη του άρθρου 928 εδ. β’ Α.Κ. αξίωση αποζημίωσης έχει άμεση σχέση με την αξίωση διατροφής, διότι τόσο η γέννηση του σχετικού δικαιώματος, όσο και το οφειλόμενο ποσό (μέτρο) προσδιορίζονται από τις σχετικές διατάξεις του ΑΚ για τη διατροφή (ανιόντων - κατιόντων ή συζύγων), που όφειλε το θύμα σε εκείνον που ζητά αποζημίωση από τον υπεύθυνο για τη θανάτωση του υπόχρεου διατροφής, για τον δε προσδιορισμό αυτής λαμβάνονται υπόψη η πιθανή διάρκεια της ζωής του θύματος και του δικαιούχου και η πιθανή εξέλιξη της οικονομικής κατάστασης (ΑΠ 1361/2010, ΑΠ 925/2004). Εξάλλου οι γονείς έχουν κοινή υποχρέωση να διατρέφουν το ανήλικο τέκνο τους, ακόμα και αν τούτο έχει περιουσία, εφόσον όμως τα εισοδήματα από αυτήν ή το προϊόν της εργασίας του ή άλλα τυχόν εισοδήματά του δεν αρκούν για τη διατροφή του. Το μέτρο της διατροφής προσδιορίζεται με βάση τις ανάγκες του τέκνου, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες της ζωής του και περιλαμβάνει όλα όσα είναι αναγκαία για τη συντήρησή του έξοδα και επιπλέον έξοδα για την ανατροφή, καθώς και την επαγγελματική και την εν γένει εκπαίδευσή του. Ως συνθήκες ζωής νοούνται οι συγκεκριμένοι όροι διαβίωσης, που ποικίλουν ανάλογα με την ηλικία, τον τόπο κατοικίας, την ανάγκη εκπαίδευσης ή την κατάσταση της υγείας του δικαιούχου, σε συνδυασμό με την περιουσιακή κατάσταση του υπόχρεου. Η κατά τα άνω υποχρέωση των γονέων προς διατροφή του τέκνου τους, βαρύνει αυτούς, ανάλογα με τις δυνάμεις τους. Επίσης και το ανήλικο τέκνο έχει δικαίωμα διατροφής από τους γονείς του, εφόσον δεν μπορεί να διατρέφει τον εαυτό του από την περιουσία του ή από εργασία κατάλληλη για την ηλικία του, την κατάσταση της υγείας του και τις λοιπές βιοτικές συνθήκες, ενόψει και των τυχόν αναγκών της εκπαίδευσής του (ΑΠ 823/2000, ΑΠ 1322/2013). Στην κρινόμενη υπόθεση το Εφετείο αναφορικά με την αποζημίωση λόγω στέρησης της διατροφής των αναιρεσιβλήτων δέχθηκε, ανελέγκτως, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "...Το θύμα, ηλικίας 39 ετών κατά το χρόνο του ατυχήματος, ήταν κατά κύριο επάγγελμα ελαιοχρωματιστής, ασχολείτο όμως και με άλλες χειρονακτικές οικοδομικές εργασίες που του επέφεραν μηνιαίες αποδοχές 700 €, ήτοι 8.400 € ετησίως (700 χ 12 μην.), παράλληλα δε από το έτος 2006 καλλιεργούσε και 2 στρ. υπαίθρια ντομάτα από τον Απρίλιο μέχρι τον Οκτώβριο που του επέφερε ετήσιο καθαρό κέρδος 8.200 € (2 στρ. χ 3.000 φυτά/στρ. = 6.000 φυτά χ 3,5 κ/φ = 21.000 κ. Χ 0,5 €/κ. = 10.500 € - 2.300 € για έξοδα παραγωγής = 8.200 €). Με τα εισοδήματα αυτά (συνολ. 16.600 € ετησίως ή 1.383 € μηνιαίως) το θύμα συντηρούσε και διέτρεφε την οικογένειά του, δεδομένου ότι η σύζυγός του, ηλικίας 33,5 ετών τότε, δεν εργαζόταν ούτε είχε περιουσία ή εισοδήματα από οποιαδήποτε πηγή και γενικά δεν μπορούσε να αυτοδιατραφεί, αλλά παρείχε μόνον τις προσωπικές της υπηρεσίες στο συζυγικό τους οίκο, ενώ δεν είχε ιδιαίτερες γνώσεις ή δεξιότητες αλλά ούτε και οποιαδήποτε εμπειρία, τα δε ανήλικα τέκνα στερούντο οποιασδήποτε περιουσίας ή προσόδου. Το θύμα δεν αντιμετώπιζε κάποιο πρόβλημα υγείας και με βεβαιότητα κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων θα ζούσε μέχρι το 75ο έτος της ηλικίας του, ήτοι μέχρι τις 23-12-2049 (ημερομ. γένν. 23-12-1974), μέχρι τότε θα μπορούσε να διατρέφει τη σύζυγό του (ημερομ. γένν. 29-4-1980), τα δε δύο ανήλικα τέκνα του μέχρι την ενηλικίωσή τους στις 16-3-2028 την Χ. και στις 11-7-2029 την Ε. - Ι.. Η εργασία της 1ης ενάγουσας από τις προσωπικές της υπηρεσίες στο συζυγικό οίκο αποτιμάται σε 140 € μηνιαίως. Από το πιο πάνω εισόδημα του θανόντος συζύγου της η 1η ενάγουσα θα απολάμβανε το ποσό των 360 € μηνιαίως (400 € οι ανάγκες της μείον 10% το ποσό της δικής της συνεισφοράς = 40 € = 360 €), ποσό το οποίο θα εξακολουθούσε να απολαμβάνει με πιθανότητα και κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων υπό καθεστώς εγγάμου συμβιώσεως, εάν δεν συνέβαινε το ένδικο ατύχημα κατά το χρονικό διάστημα από 2-10-2013 έως 23-12-2049. Επίσης το θύμα από το εισόδημά του διέθετε για τη διατροφή καθενός των ανηλίκων τέκνων του ποσό 225 € μηνιαίως (250 € οι ανάγκες του μείον 10% το ποσό συνεισφοράς της 1ης ενάγουσας = 25 € = 225 €), ποσό το οποίο θα εξακολουθούσαν τα ανήλικα να απολαμβάνουν με πιθανότητα και κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, εάν δεν συνέβαινε το ένδικο ατύχημα κατά το χρονικό διάστημα από 2-10-2013 έως 16-3-2028 η Χ. και από 2-10-2013 έως 11-7-2029 η Ε. - Ι.. Η αξίωση αποζημίωσης των ανηλίκων τέκνων για 4 έτη μετά την ενηλικίωσή τους λόγω μελλοντικών εξόδων σπουδών ασκείται προώρως και είναι μη νόμιμη, διότι τα έξοδα αυτά είναι ενδεχόμενα και όχι πιθανά κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 298 ΑΚ (ΕφΘεσ 1253/2001 Αρμ 2002, 1471). Επομένως, τα ίδια που δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο Δ/ριο όσο αφορά την αποζημίωση για στέρηση διατροφής της 1ης ενάγουσας από 2-10-2013 έως 23-12- 2049 και των ανηλίκων τέκνων Χ. από 2-10-2013 έως 16-3-2028 και Ε. - Ι. από 2-10-2013 έως 11-7-2029 ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και ο περί του αντιθέτου τέταρτος λόγος της έφεσης κατά το πρώτο σκέλος του πρέπει να απορριφθεί κατ’ ουσία...". Έτσι που έκρινε το Εφετείο διέλαβε στην απόφασή του ανεπαρκείς, ασαφείς και με αντιφάσεις αιτιολογίες, οι οποίες καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την εφαρμογή των προαναφερθεισών ουσιαστικού δικαίου διατάξεων. Ειδικότερα αναφορικά με το ποσό της διατροφής της συζύγου και των ανηλίκων δεν προσδιορίζονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι ανάγκες αυτής και των ανηλίκων τέκνων, όπως αυτές προκύπτουν από τον τρόπο και το επίπεδο της διαβίωσής τους, δηλαδή την ηλικία, τις συνθήκες της οικογενειακής ζωής και επιπρόσθετα ως προς τα ανήλικα τέκνα αν ανταποκρίνονται τα απαραίτητα έξοδα για συντήρηση, ανατροφή και εκπαίδευση. Επιπρόσθετα αναφορικά με την συμμετοχή της συζύγου - μητέρας στην διατροφή της ίδιας και των ανήλικων τέκνων της υπάρχει αντίφαση και ασάφεια στον προσδιορισμό της και συγκεκριμένα ενώ αρχικά αυτή αποτιμάται σε 140 ευρώ μηνιαίως στην συνέχεια προσδιορίζεται σε ποσοστό 10% στην δική της διατροφή και των ανήλικων τέκνων της χωρίς να αιτιολογεί τον τρόπο και τους παράγοντες του προσδιορισμού της. Επομένως το Εφετείο υπέπεσε στην από τον αριθ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αποδιδόμενη πλημμέλεια με το πρώτο τμήμα του τρίτου λόγου αναίρεσης, ο οποίος είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός. Οι λοιπές αιτιάσεις που αναφέρονται στο πρώτο τμήμα του ως άνω λόγου πλήττουν την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, υπό την επίκληση της πλημμέλειας της έλλειψης επαρκούς αιτιολογίας και συνεπώς, είναι απαράδεκτες. Αντίθετα ο ίδιος λόγος ως προς το τμήμα με το οποίο αιτιάται και ευθεία παράβαση των προαναφερθέντων ουσιαστικών διατάξεων ως προς την αποζημίωση λόγω στέρησης διατροφής της συζύγου και των ανηλίκων τέκνων του θανόντος είναι απαράδεκτος λόγω αοριστίας, διότι δεν εκτίθεται στο αναιρετήριο το αποδιδόμενο στο Εφετείο νομικό σφάλμα και η επίδραση αυτού στο διατακτικό της απόφασης αλλά απλώς αναφέρεται η διάταξη του αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Περαιτέρω, από το άρθρο 932 ΑΚ προκύπτει ότι σκοπός της διάταξης είναι να επιτυγχάνεται μία υπό ευρεία έννοια αποκατάσταση του παθόντος για την ηθική του βλάβη, λόγω της αδικοπραξίας, ώστε αυτός να απολαύει μία δίκαιη και επαρκή ανακούφιση και παρηγοριά, χωρίς, από το άλλο μέρος, να εμπορευματοποιείται η προσβληθείσα ηθική αξία και να επεκτείνεται υπέρμετρα το ύψος της αποζημιώσεως για ηθική βλάβη, που δεν μπορεί να αποτιμηθεί επακριβώς σε χρήμα. Με βάση τον σκοπό αυτόν αντλούνται, στη συνέχεια, ως ουσιώδη χαρακτηριστικά της έννοιας του "ευλόγου" εκείνα τα στοιχεία που αποτελούν τα πλέον πρόσφορα μέσα για την εκπλήρωση του εν λόγω σκοπού της διάταξης. Τέτοια στοιχεία είναι κυρίως: το είδος και η βαρύτητα της ηθικής προσβολής, η περιουσιακή, κοινωνική και προσωπική κατάσταση των μερών και κυρίως του παθόντος, η βαρύτητα του πταίσματος του δράστη (στον βαθμό που επηρεάζει την ένταση της ηθικής βλάβης), η βαρύτητα του τυχόν συντρέχοντος πταίσματος του θύματος, οι όλες ειδικότερες συνθήκες πρόκλησης της ηθικής βλάβης. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να οδηγούν τον Δικαστή να σχηματίσει την κατά το άρθρο 932 ΑΚ εύλογη κρίση του (όχι κατά τις υποκειμενικές του ανέλεγκτες αντιλήψεις, αλλά) κατ’ εφαρμογή του αντικειμενικού μέτρου που θα εφάρμοζε και ο νομοθέτης, αν έθετε ο ίδιος τον κανόνα αποκατάστασης της ηθικής βλάβης στην ατομική περίπτωση. Συνάγεται δε το αντικειμενικό αυτό μέτρο από τον ανωτέρω σκοπό του άρθρου 932 ΑΚ και, μέσω αυτού, από την όλη κλίμακα των υπερκειμένων σκοπών του συστήματος αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας του ΑΚ. Η κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, όσον αφορά το ύψος της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποίησης αποφασίζεται (κατ’ αρχήν αναιρετικώς ανέλεγκτα), με βάση τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά στοιχεία που θέτουν στη διάθεσή του οι διάδικοι. Επιβάλλεται όμως, σε κάθε περίπτωση να τηρείται, κατά τον καθορισμό του επιδικαζόμενου ποσού, η αρχή της αναλογικότητας ως γενική νομική αρχή και δη αυξημένης τυπικής ισχύος [άρθρα 2 παρ. 1 και 25 του ισχύοντος Συντάγματος] με την έννοια ότι η σχετική κρίση του Δικαστηρίου, δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο, που αποτυπώνονται στη συνήθη πρακτική των Δικαστηρίων. Και τούτο, διότι μια απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο κατά την ελεύθερη κρίση του Δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση, (όσον αφορά τον παθόντα), το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου, και στην δεύτερη, (όσον αφορά τον υπόχρεο), το δικαίωμα της περιουσίας τους, αφού το Δικαστήριο επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών πρέπει, όπως προαναφέρθηκε, να τηρεί μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Στο σημείο αυτό σημειώνεται ότι η έννοια της αναλογικότητας είναι έννοια αυστηρότερη του "ευλόγου" και συνακόλουθα το "εύλογο" εμπεριέχεται αναγκαίως στο "ανάλογο". Άλλωστε την αρχή αυτή, υπό την προεκτεθείσα έννοια, εκφράζει και η υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη του άρθρου 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, υπό την έννοια ότι πρέπει να υπάρχει μια ανεκτή σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού που επιδιώκει κάθε μέτρο, το οποίο αποστερεί ένα άτομο από θεμελιακό δικαίωμά του, όπως από την ιδιοκτησία του. Ενόψει όλων αυτών η κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, ως προς το ύψος του ποσού της επιδικασθείσης χρηματικής ικανοποίησης, πρέπει να ελέγχεται αναιρετικά, για το αν παραβιάζεται ευθέως ή εκ πλαγίου (άρθρο 559 ΚΠολΔ αναλόγως από τους αρ. 1 ή 19), η αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 2 παρ. 1 και 25 του Συντάγματος) υπό την προεκτεθείσα έννοια, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση από το Δικαστήριο της ουσίας των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας (Ολ.ΑΠ 9/2015). Το Εφετείο αναφορικά με την αγωγική αξίωση της χρηματικής ικανοποιήσεως, λόγω ψυχικής οδύνης των αναιρεσιβλήτων, δέχθηκε, ανελέγκτως, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "...Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι όλους τους εφεσίβλητους ένωνε στενός δεσμός στοργής και αγάπης με τον θανόντα και ο θάνατός του τους προξένησε βαθύτατη θλίψη και ψυχικό πόνο και προς ψυχική τους παρηγοριά και ηθική ανακούφιση δικαιούνται εύλογης χρηματικής ικανοποίησης, στην δε προσβαλλόμενη απόφαση εκτίθεται ότι "το θύμα διατηρούσε στενότατους δεσμούς αμοιβαίας αγάπης με...τον πεθερό του και την πεθερά του". Ενόψει των ανωτέρω στοιχείων, των συνθηκών του ατυχήματος, του βαθμού υπαιτιότητας της υπαίτιας οδηγού, και της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των μερών, πλην της τοιαύτης της ασφαλιστικής εταιρίας, της οποίας η ευθύνη είναι εγγυητική, πρέπει να επιδικαστεί ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ψυχικής οδύνης που υπέστησαν στη σύζυγο του θανόντος 100.000 € για την ίδια ατομικά και 120.000 για καθένα από τα ανήλικα τέκνα της, των οποίων ασκεί τη γονική μέριμνα και από 40.000 € στον πεθερό του και 40.000 € στην πεθερά του, τα οποία ποσά, μετά τη στάθμιση των κατά νόμο στοιχείων, κρίνονται εύλογα (άρθρο 932 ΑΚ), η χρηματική δε αυτή ικανοποίηση σκοπό έχει να καταστεί δυνατή η ηθική παρηγοριά και ψυχική ανακούφιση, όσο αυτό γίνεται, των ανωτέρω μελών της οικογένειας του θανόντος, τα οποία έτσι υποβοηθούνται να εξισορροπήσουν τις δυσμενείς ψυχολογικές συνέπειες που τους δημιουργήθηκαν από την αδικοπραξία και να ξεπεράσουν ή έστω να νοιώσουν ελαφρότερη την ψυχική οδύνη που τους προκλήθηκε. Επομένως, τα ίδια που δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο Δ/ριο και επιδίκασε στην οικογένεια του θύματος... ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις... και ο περί του αντιθέτου τρίτος και έκτος λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθούν κατ’ ουσία...". Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας καθόρισε, όπως προαναφέρθηκε, ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστησαν οι αναιρεσίβλητοι στο ποσό των 100.000 ευρώ της πρώτης εξ αυτών, ατομικά για την ίδια, στο ποσό των 120.000 ευρώ για κάθε ένα από τα δύο (2) ανήλικα τέκνα, την γονική μέριμνα των οποίων ασκεί η πρώτη αναιρεσίβλητη, στο ποσό των 40.000 ευρώ για τον πεθερό και στο ποσό των 40.000 ευρώ για την πεθερά. Με τις κρίσεις και τις παραδοχές του αυτές το Εφετείο, καθορίζοντας την χρηματική ικανοποίηση για κάθε ένα των αναιρεσιβλήτων στα ποσά των 100.000 ευρώ, 120.000 ευρώ και 40.000 ευρώ, αντιστοίχως, υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας και παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας, αφού το εν λόγω ποσό, κατά την κοινή πείρα, την δικαστηριακή πρακτική και την περί δικαίου συνείδηση, είναι μεγαλύτερο (και μάλιστα καταφανώς) του συνήθως επιδικαζόμενου σε παρόμοιες περιπτώσεις. Επομένως ο από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ τρίτος κατά το δεύτερο τμήμα του λόγος αναίρεσης είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης πρέπει να γίνει δεκτή και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος, που αφορά τα αγωγικά κεφάλαια: α) της αποζημίωσης λόγω στέρησης διατροφής της πρώτης αναιρεσίβλητης Δ., χας Π. Τ. ατομικά για την ίδια και ως ασκούσας την γονική μέριμνα των ανηλίκων τέκνων της Χ. Τ. και Ε. - Ι. Τ. και β) της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης όλων των αναιρεσιβλήτων, να παραπεμφθεί για περαιτέρω εκδίκαση στο εκδώσαν αυτή Δικαστήριο, κατά τα ως άνω κεφάλαια, να καταδικασθούν οι αναιρεσίβλητοι στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, που κατέθεσε και προτάσεις (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ) όπως ορίζεται, ειδικότερα, στο διατακτικό και να διαταχθεί η απόδοση του παράβολου στην καταθέσασα αναιρεσείουσα (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. ε’ ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί εν μέρει την 126/2015 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Ιωαννίνων κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό μέρος. Παραπέμπει την υπόθεση κατά το αναιρούμενο μέρος για περαιτέρω εκδίκαση στο ανωτέρω Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλο Δικαστή. Καταδικάζει τους αναιρεσίβλητους στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει σε τρεις χιλιάδες (3.000,00) ευρώ. Και Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου στην καταθέσασα αναιρεσείουσα. ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Μαΐου 2017. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 6 Ιουνίου 2017. H ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Ρ.Κ.