633/2017 ΑΠ

Αίτηση διόρθωσης δικαστικής απόφασης. Επιδίκαση αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης από αυτοκινητικό ατύχημα στην αναιρεσίβλητη εξ’αδιαθέτου κληρονόμο του αποβιώσαντος αρχικού ενάγοντα. Ισχυρισμοί της αναιρεσείουσας ασφαλιστικής εταιρείας ότι αν και υπήρχε σαφής παραδοχή στο σκεπτικό της απόφασης ότι η αναιρεσίβλητη συμμετείχε σ’ εκείνη τη δίκη, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος του αρχικού ενάγοντα κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου στην κληρονομία του, υποχρεώθηκε η αναιρεσείουσα να της καταβάλλει το σύνολο της επιδικασθείσας αποζημίωσης στον αρχικώς ενάγοντα και με ρητή αναφορά της ίδιας ιδιότητας αυτής σε σχετική διάταξη του διατακτικού της, ενώ θα έπρεπε να της επιδικασθεί το αντίστοιχο στην κληρονομική της μερίδα ποσόν. Εσφαλμένη η κρίση του εφετείου ότι υπήρχε δεδικασμένο που απέκλειε τη διόρθωση, καθώς από τα διαδικαστικά έγγραφα ήταν προφανής η παραδρομή κατά τη σύνταξη της απόφασης, συνιστάμενη στην ασυμφωνία μεταξύ αυτών που ήθελε το δικαστήριο και εκείνων που διατυπώθηκαν στην απόφαση, ως προς το ποσό που έπρεπε να επιδικασθεί στην εκκαλούσα από τη συνολικώς προσδιορισθείσα αποζημίωση του ζημιωθέντος αρχικώς ενάγοντα. Αναιρεί την υπ΄ αριθ. 3684/2015 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Παραπέμπει.

Αριθμός 633/2017 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Δ’ Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ειρήνη Κιουρκτσόγλου - Πετρουλάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ελένη Διονυσοπούλου, Σοφία Ντάντου, Γεώργιο Χοϊμέ και Αλεξάνδρα Κακκαβά, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 17 Φεβρουαρίου 2017, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία "... ΑΕ" και το διακριτικό τίτλο "............", που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ευθύμιο Καραΐσκο με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ. Της αναιρεσίβλητης: Χ. θυγ. Γ. Π. και Σ. Κ., κατοίκου ...., υπό την ιδιότητά της ως εξ αδιαθέτου κληρονόμου κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου του αρχικού ενάγοντος αδελφού της Δ. Π. του Γ., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Κλεφτοδήμο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 31-10-2005 αγωγή της ήδη αποβιωσάσης Σ. Κ. (ατομικώς και ως δικαστικής συμπαραστάτριας του γιου της Δ. Π. του Γ.), που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2304/2006 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 5088/2012 του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε η ήδη αναιρεσίβλητη με την από 12-2-2013 αίτησή της. Εκδόθηκε η 1935/2013 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία απέρριψε την αίτηση για αναίρεση της 5088/2012 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Ακολούθως η ήδη αναιρεσείουσα κατέθεσε στο Εφετείο Αθηνών την από 7-1-2015 αίτησή της, με την οποία ζήτησε τη διόρθωση της ως άνω 5088/2012 απόφασης του ίδιου Δικαστηρίου. Εκδόθηκε η 3684/2015 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, την αναίρεση της οποίας ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 4-12-2015 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ελένη Διονυσοπούλου διάβασε την από 13-5-2016 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση του Δικαστηρίου αυτού Αρεοπαγίτη Χαράλαμπου Καλαματιανού, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη των λόγων της αίτησης για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 3684/2015 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ. 16 Κ.Πολ.Δ. αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο κατά παράβαση του νόμου δέχθηκε ότι υπάρχει ή ότι δεν υπάρχει δεδικασμένο. Στον έλεγχο του Αρείου Πάγου υπόκειται η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας τόσον για το αν τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά συνιστούν την έννοια του δεδικασμένου, και για το αν αυτό έχει την έκταση και τα αποτελέσματα, τα οποία προσέδωσε σ’ αυτό το δικαστήριο της ουσίας, όσον και η κρίση για τη συνδρομή ή μη των κατά το άρθρου 324 Κ.Πολ.Δ. προϋποθέσεων του δεδικασμένου, εφόσον η κρίση αυτή στηρίζεται σε διαδικαστικά έγγραφα, όπως είναι η αγωγή και οι δικαστικές αποφάσεις, η εκτίμηση του περιεχομένου των οποίων, κατ’ άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. ελέγχεται, από τον Άρειο Πάγο. Περαιτέρω κατά το άρθρο 315 Κ.Πολ.Δ. αν από παραδρομή κατά τη σύνταξη της απόφασης περιέχονται λάθη γραφικά ή λογιστικά ή το διατακτικό της διατυπώθηκε κατά τρόπο ελλιπή ή ανακριβώς, το δικαστήριο που την έχει εκδώσει μπορεί, αν το ζητήσει κάποιος διάδικος ή και αυτεπαγγέλτως να τη διορθώσει με νέα απόφασή του. Από τη διάταξη αυτή, η οποία ως εξαιρετική υπηρετεί στα πλαίσια της επιταγής για ασφάλεια του δικαίου τον κύριο σκοπό της δίκης, που είναι η δικαιοσύνη, συνάγεται ότι μπορεί να γίνει διόρθωση των σφαλμάτων της απόφασης, που οφείλονται σε ασυμφωνία αυτών που ήθελε το δικαστήριο και αυτών που έχουν διατυπωθεί στην απόφαση, έστω και αν από τη διόρθωση της ανακρίβειας της διατύπωσης επέρχεται μεταβολή στο διατακτικό, αφού η μεταβολή αυτή, η οποία δεν ανατρέπει, αλλά ορθώς διατυπώνει την αληθή δικαιοδοτική βούληση, κάτι που επιτρέπει ο νόμος, δεν αποτελεί παραβίαση του δεδικασμένου. Η παραδρομή στην οποία οφείλονται τα λάθη αρκεί να προκύπτει από την όλη διάρθρωση της απόφασης και των συμβάντων κατά την σύνταξη αυτής. Τούτο προϋποθέτει ότι για τη διαπίστωση του σφάλματος του δικαστηρίου δεν απαιτείται επανεξέταση της ουσίας της διαφοράς ή επανάληψη της ερμηνευτικής διαδικασίας, αλλά τούτο προκύπτει από την απλή επισκόπηση κυρίως των δικογράφων των διαδίκων. Στην προκειμένη περίπτωση από την παραδεκτή κατ’ άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της υπόθεσης προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την 2304/2006 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών απορρίφθηκε, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, αγωγή του αρχικώς ενάγοντος Δ. Π., αδελφού της αναιρεσίβλητης, ο οποίος εκπροσωπήθηκε στη δίκη εκείνη από την δικαστική συμπαραστάτρια μητέρα του, με την οποία ζήτησε αποζημίωση για την αποκατάσταση της θετικής ζημίας του, διαφυγόντος κέρδους καθώς και χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη, την οποία υπέστη από το αναφερόμενο σ’ αυτήν αυτοκινητικό ατύχημα, και την οποία έστρεφε και κατά της ήδη αναιρεσείουσας ασφαλιστικής εταιρείας. Κατά της αποφάσεως αυτής άσκησε έφεση η αναιρεσίβλητη, υπό την ιδιότητά της ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου στην κληρονομία του ήδη θανόντος ενάγοντος αδελφού της (η μητέρα τους είχε πριν από το θάνατο του τελευταίου αποβιώσει), η οποία έγινε δεκτή με την 5088/2012 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, ως κατά ένα μέρος ουσιαστικά βάσιμη. Ειδικότερα με την απόφαση αυτή, αφού κρίθηκε ο ενάγων και ήδη θανών συνυπαίτιος κατά ποσοστό 60% στην πρόκληση του ενδίκου ατυχήματος, έγιναν δεκτά τα ακόλουθα ως προς τις αγωγικές αξιώσεις: "Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι τα έξοδα νοσηλείας του στο ΠΓΔΑ "..." ανέρχονται σε 9.301,21 ευρώ, στο Κέντρο Αποθεραπείας Αποκατάστασης "... ΑΕ", με παροχή υπηρεσιών εντατικής παρακολούθησης, σε 2.341,90 ευρώ και στην .... "..." κατά το χρονικό διάστημα από 19/9/2005 έως τον χρόνο εγέρσεως της αγωγής (31/10/2005) σε 11.266 ευρώ. Εξάλλου, ο ενάγων δικαιούται για έξοδα νοσηλείας του κατά τον μελλοντικό της εγέρσεως της αγωγής χρόνο, ήτοι από 1/11/2005 έως τον χρόνο του θανάτου του (2/7/2008) το ποσό των 7.860 ευρώ μηνιαίος (262 ευρώ χ 30 ημέρες). Κατά το χρονικό διάστημα από 21/7/2004 έως 26/8/2005 που ο ενάγων αδυνατούσε να αυτοεξυπηρετηθεί είχε ανάγκη της προσωπικής φροντίδας της μητέρας του Σ. Κ. και της αδελφής του Χ. Π., οι υπηρεσίες των οποίων αποτιμώνται σε 500 ευρώ μηνιαίως και κατά το ως άνω χρονικό διάστημα σε 6.700 ευρώ... Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, ο οποίος ήταν απόφοιτος του .......................... , όπου σπούδασε Ευρωπαϊκές και Πολιτικές Επιστήμες, με υποτροφίες στο Παρίσι και την Αμερική και γνώριζε τρείς ξένες γλώσσες ήτοι γαλλικά, αγγλικά και ιταλικά, αν δεν συνέβαινε ο τραυματισμός του και η συνεπεία αυτού μόνιμη ολική ανικανότητά του προς εργασία, θα άρχιζε με πιθανότητα σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων και την ως άνω επαγγελματική του κατάρτιση να εργάζεται από 1/1/2006 ως υπάλληλος και να αποκομίζει με πιθανότητα το ποσό των 1.000 ευρώ μηνιαίως τουλάχιστον, πλέον επιδομάτων εορτών και επιδόματος της αδείας, το οποίο απώλεσε. Συνεπώς, δικαιούται από 1/1/2006 το ποσό των 1.000 ευρώ μηνιαίως ως αποζημίωση λόγω απώλειας εισοδημάτων του, υπέστη δε ηθική βλάβη για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούται χρηματική ικανοποίηση 100.000 ευρώ. Περαιτέρω δέχθηκε το Εφετείο ότι η εκκαλούσα, η οποία ασκεί την έφεση υπό την ιδιότητά της ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου του αρχικού ενάγοντος αδελφού της ως προς την κληρονομική ενοχική αξίωσή του αποζημιώσεως εξ αδικοπραξίας αλλά και την αξίωσή του περί χρηματικής ικανοποιήσεως, εφόσον είχε επιδοθεί γι’ αυτήν η αγωγή του, περιόρισε τα κονδύλια της αποζημιώσεως για μελλοντική θετική ζημία και μελλοντικό διαφυγόν κέρδος έως τον χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου, ήτοι έως τις 2/7/2008". Ακολούθως δέχθηκε το δικαστήριο ότι πρέπει να γίνει δεκτή η αγωγή κατά ένα μέρος ως βάσιμη κατ’ ουσίαν "και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν στην εκκαλούσα υπό την προαναφερόμενη ιδιότητά της, εις ολόκληρον ο καθένας, το ποσό των 11.843,60 ευρώ (9.301,21 + 2.341,90 + 11,266 + 6.700 = 29.609,11 ευρώ χ 40%), να αναγνωρισθεί ότι αυτοί οφείλουν να της καταβάλουν, εις ολόκληρον ο καθένας Α) σε περιοδικές παροχές α) το ποσό των 3.144 ευρώ (7.860 ευρώ χ 40%), μηνιαίως, καταβλητέο την 30ή ημέρα εκάστου μηνός κατά το χρονικό διάστημα από 1/11/2005 έως 2/7/2008 και β) το ποσό των 400 ευρώ (1.000 ευρώ χ 40%), μηνιαίως, καταβλητέο την 30ή ημέρα εκάστου μηνός, πλέον επιδομάτων (δώρων) εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και επιδόματος αδείας, καταβλητέων την 31η Δεκεμβρίου, την 30ή Απριλίου και την 1η Ιουλίου εκάστου έτους, κατά το χρονικό διάστημα από 1/1/2006 έως 2/7/2008 και Β) να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι είναι υποχρεωμένοι να της καταβάλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, το ποσό των 100.000 ευρώ". Περαιτέρω στο διατακτικό της ίδιας απόφασης περιλαμβάνεται η διάταξη "Υποχρεώνει τους εναγομένους να καταβάλουν στην αναιρεσίβλητη υπό την ιδιότητά της ως εξ αδιαθέτου κληρονόμου κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου του αρχικού ενάγοντος Δ. Π." όσα χρηματικά ποσά αναφέρονται αμέσως παραπάνω, στο σκεπτικό της απόφασης, Η εκκαλούσα και ήδη αναιρεσίβλητη άσκησε αναίρεση κατά της προαναφερόμενης εφετειακής απόφασης, η οποία απορρίφθηκε με την 1935/2013 απόφαση του δικαστηρίου τούτου. Ακολούθως η ήδη αναιρεσείουσα άσκησε ενώπιον του Εφετείου Αθηνών αίτηση για τη διόρθωση της παραπάνω 5088/2012 απόφασης του ίδιου δικαστηρίου, επικαλούμενη ότι αν και υπάρχει σαφής παραδοχή στο σκεπτικό της ότι η εκκαλούσα συμμετείχε σ’ εκείνη τη δίκη, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος του αρχικού ενάγοντος κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου στην κληρονομία του, όπως εξέθετε και στο δικόγραφο της έφεσής της και συνεπώς ήταν δικαιούχος των αγωγικών αξιώσεων του κληρονομηθέντος αδελφού της, κατά το ίδιο ποσοστό, υποχρεώθηκε η αναιρεσείουσα να της καταβάλλει το σύνολο της επιδικασθείσας αποζημίωσης στον τελευταίο (αρχικώς ενάγοντα) και με ρητή αναφορά της ίδιας ιδιότητας αυτής σε σχετική διάταξη του διατακτικού της, ενώ θα έπρεπε να της επιδικασθεί το αντίστοιχο στην κληρονομική της μερίδα ποσόν. Η αίτηση αυτή απορρίφθηκε με την 3684/2015 απόφαση του Εφετείου Αθηνών ως απαράδεκτη, κατ’ εκτίμηση των παραδοχών της, λόγω του δεδικασμένου που απορρέει από την παραπάνω 5088/2012 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, με συνέπεια να μην είναι αυτή δεκτική διόρθωσης, με την έννοια ότι η ένδικη αίτηση προσκρούει στο δεδικασμένο που απορρέει από την απόφαση αυτή. Έτσι που έκρινε το δικαστήριο της ουσίας υπέπεσε στην πλημμέλεια του αρ. 16 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., αφού δέχθηκε ότι υπάρχει δεδικασμένο που αποκλείει τη διόρθωση, παραδοχή στην οποία κατέληξε με βάση μόνο τα αναγραφόμενα στο διατακτικό της ίδιας απόφασης, ενώ παρείδε ότι τούτο ήταν αποτέλεσμα προφανούς παραδρομής του δικαστηρίου εκείνου, που προέκυπτε από την απλή επισκόπηση της έφεσης αλλά και του σκεπτικού και του διατακτικού της. Από τα διαδικαστικά αυτά έγγραφα είναι προφανής η παραδρομή κατά την σύνταξη της απόφασης και ειδικότερα η ασυμφωνία μεταξύ αυτών που ήθελε το δικαστήριο και εκείνων που διατυπώθηκαν στην απόφαση, ως προς το ποσόν που έπρεπε να επιδικασθεί στην εκκαλούσα από τη συνολικώς προσδιορισθείσα αποζημίωση του ζημιωθέντος αρχικώς ενάγοντος, καθ’ όσον η βούληση του δικαστηρίου ήταν να της επιδικασθεί η αποζημίωσή του κατά το ποσοστό της κληρονομικής της μερίδας στην κληρονομία του, δηλαδή να της επιδικασθεί το 1/2 της αποζημίωσης αυτής και όχι το συνολικό ποσόν, που δέχθηκε ότι έπρεπε να επιδικασθεί στον τελευταίο, (κληρονομούμενο), όπως ανακριβώς διατυπώθηκε στο σκεπτικό και το διατακτικό της. Έτσι εσφαλμένα η προσβαλλομένη απόφαση απέρριψε την ένδικη αίτηση ως απαράδεκτη, θεωρώντας ότι προέκυπτε δεδικασμένο από την παραπάνω τελεσίδικη εφετειακή απόφαση, που απέτρεπε τη διόρθωσή της, ενώ συνέτρεξε περίπτωση γραφικού λάθους κατά την έννοια του άρθρου 315 Κ.Πολ.Δ. κατά τη σύνταξή της, η δε παραδοχή της αιτούμενης μεταβολής στο διατακτικό της, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, δεν αποτελεί παραβίαση του δεδικασμένου, αλλά ορθή διατύπωση της αληθούς δικαιοδοτικής βούλησης του δικαστηρίου εκείνου και παρείχε τη δυνατότητα της διόρθωσης της απόφασης αυτής. Συνεπώς είναι βάσιμος ο πρώτος λόγος της αίτησης αναίρεσης με τον οποίο η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλομένη απόφαση την πλημμέλεια από τον αρ. 16 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., παρέλκει δε η έρευνα του δεύτερου λόγου αυτής. Κατ’ ακολουθίαν τούτων πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση στο Εφετείο Αθηνών για περαιτέρω έρευνα, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές πλην εκείνων που εξέδωσαν την αναιρουμένη απόφαση. Περαιτέρω πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου, σύμφωνα με το άρθρο 12 παρ. 2 εδ. ε’ του Ν. 4055/2012 στον καταθέσαντα και να καταδικασθεί η αναιρεσίβλητη στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσείουσας, ως ηττηθείσα διάδικος (άρθρα 176, 183 Κ.Πολ.Δ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 3684/2015 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο Εφετείο Αθηνών, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, πλην εκείνων, που εξέδωσαν την αναιρουμένη απόφαση. Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου στην καταθέσασα αναιρεσείουσα. Και Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσείουσας, την οποία ορίζει στο ποσόν των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Απριλίου 2017. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 25 Απριλίου 2017. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Ρ.Κ.