4544/2018 ΠΠΡ ΑΘ

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Λουκία Λάμπρου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Γεωργία Παλιανιώτη, Πρωτόδικη, Ευσταθία Δάφα, Πρωτόδικη - Εισηγήτρια και τη γραμματέα Όλγα Οικονόμου.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 10 Μαΐου 2018, για να δικάσει την υπόθεση:

ΤΟΥ ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ - ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ:, ο οποίος παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου του
Σοφίας Κανδάκη (ΔΣΑ).
ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ - ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1. Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με
την επωνυμία «……….» και ήδη τελούσας υπό ειδική εκκαθάριση με την επωνυμία «……..» που εδρεύει στην …………, νόμιμα εκπροσωπούμενης από την εταιρεία με την επωνυμία «……………» και τον διακριτικό τίτλο «……………………..», με ΑΦΜ …………….., η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της ……… 2. Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………..» που εδρεύει στην Αθήνα, ……… , νομίμως εκπροσωπούμενης, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου
δικηγόρου του Γεωργίου Λαμπρόπουλου (ΔΣΑ), 3. ……………, κατοίκου Ελάτειας Φθιώτιδος, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της
Αφροδίτης - Φανουριάς Καραΐσκου (ΔΣΛαμ), και 4, …….., κατοίκου Ελάτειας Φθιώτιδος, ο οποίος δεν εμφανίσθηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο
δικηγόρο.

Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από 14.04.2014 αγωγή του που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με γενικό αριθμό κατάθεσης 61200/2014 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου ……… η οποία προσδιορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο της ……….., οπότε και ματαιώθηκε και ήδη επαναφέρεται με την από 12.01.2017 κλήση που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με γενικό αριθμό κατάθεσης …….. και αριθμό κατάθεσης δικογράφου …….., προσδιορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 21.09.2017 και εγγράφηκε στο πινάκιο, οπότε και, κατόπιν διαδοχικών αναβολών, αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και εγγράφηκε εκ νέου στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως ανωτέρω και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις έγγραφες προτάσεις τους

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από την υπ' αριθμ. ……. έκθεση επίδοσης Της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Λαμίας ……………, την οποία νόμιμα προσκομίζει και επικαλείται ο ενάγων, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση κλήσης με πράξη κατάθεσης, ορισμού δικασίμου και κλήση για εμφάνιση κατά τη συζήτηση για την αρχική δικάσιμο της 21.09.2017, οπότε, κατόπιν διαδοχικών αναβολών, η συζήτηση αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επίδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, με την επιμέλεια του καλούντος - ενάγοντος, στον τέταρτο τω ν καθ' ων η κλήση - εναγόμενων (άρθρα 122 παρ.1, 123, 126 παρ.1 α', 127 παρ. 1, 228 ΚΠολΔ), Σημειώνεται δε ότι με την ως άνω κλήση επαναφέρθηκε προς συζήτηση η κρινόμενη αγωγή, ακριβές αντίγραφο της οποίας με πράξη κατάθεσης, ορισμού δικασίμου και κλήση για εμφάνιση κατά τη συζήτηση για την αρχική δικάσιμο της 24.11.2016, επίσης επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, με την επιμέλεια του ενάγοντος, στον τέταρτο των καθ’ ων η κλήση - εναγόμενων, όπως προκύπτει από την υπ' αριθμ, 3207Β’/27.09.2014 έκθεση επίδοσης της ίδιας ως άνω δικαστικής επιμελήτριας (άρθρα 122 παρ,Ι, 123,126 παρ.1 α’, 127 αρ. 1, 228 ΚΠολΔ). Ωστόσο, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, για την οποία δε χρειαζόταν νέα κλήτευσή του, καθώς η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο, στην τακτική διαδικασία, ισχύει ως κλήτευση (άρθρ. 226 παρ. 4 ΚΠολΔ), ο τέταρτος των καθ’ ων η κλήση - εναγόμενων δεν εμφανίστηκε στο Δικαστήριο, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από το οικείο πινάκιο και στη σχετική της σειρά, και συνεπώς πρέπει ο τελευταίος να δικασθεί ερήμην, πλην όμως, παρά την ερημοδικία του, θεωρείται ότι παρίσταται αντιπροσωπευόμενος από τους λοιπούς διαδίκους, με τους οποίους, ως προς το στρεφόμενο κατ' αυτού αγωγικό αίτημα, τελεί σε σχέση αναγκαστικής ομοδικίας, κατ’ άρθρο 76 παρ, 1 ΚΠολΔ.


I. Κατά τη διάταξη του άρθρου 145 ν,4261/2014 που ισχύει από 01.01.2014 (άρθρ. 190 ίδιου νόμου) «1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων τον ν. 3458/2006 και του άρθρου 142 τον παρόντος νόμου: α) Πιστωτικό ίδρυμα δεν δύναται να κηρυχθεί σε πτώχευση ούτε είναι δυνατόν να ανοίξει επ' αυτού προπτωχευτική διαδικασία εξυγίανσης, β) Στην περίπτωση που ανακαλείται η άδεια λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος σύμφωνα με το άρθρο 8, αυτό τίθεται υποχρεωτικώς υπό ειδική εκκαθάριση με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος. (...) δ) 0 ειδικός εκκαθαριστής υπόκειται στον έλεγχο και την εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία δύναται να τον αντικαθιστά κατά πάντα χρόνο. Ο έλεγχος και η εποπτεία αποσκοπούν ενδεικτικά: α) Στην αποτελεσματική διαχείριση και ρευστοποίηση των περιουσιακών στοιχείων της εκκαθάρισης στο πλαίσιο της στρατηγικής που έχει καταρτισθεί από τον ειδικό εκκαθαριστή και έχει εγκριθεί από την Τράπεζα τη Ελλάδος, (...). 2. Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος μπορεί να εξειδικεύονται οι όροι εφαρμογής τον παρόντος άρθρου. Στην ειδική εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος εφαρμόζονται συμπληρωματικός καί στο μέτρο που δεν αντίκείνται στο παρόν άρθρο, όπως αυτό εξειδικεύεται με την ανωτέρω απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος, οι διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα». Εξάλλου, με το προοίμιο του ρθρου 1 της ΠΔΤΕ 180//2016 (ΠΔΤΕ 180/3 ΦΕΚ Β 717 2016) ορίστηκε ότι «Με την παρούσα ασκείται η κανονιστική αρμοδιότητα της Τράπεζας της Ελλάδος εκ ταυ άρ. 145 παρ. 2 Ν. 4261/2014. Δεν καταστρώνεται αυτοδύναμη ρύθμιση για την ειδική εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος ή εποπτευόμενου από την Τράπεζα της Ελλάδος χρηματοδοτικού ιδρύματος. Αντίθετα, εισάγονται ειδικότεροι κανόνες εκεί όπου απαιτείται, ενώ κατά τα λοιπά ισχύει η συμπληρωματική εφαρμογή του Πτωχευτικού Κώδικα. Η ειδική εκκαθάριση γίνεται αντιληπτή διαφορετικά από ό,τι η πτώχευση, αποκλειστικά ως διαδικασία ρευστοποίησης της περιουσίας. Σχέδιο αναδιοργάνωσης με την έννοια των άρ. 107 επ. ΠτΚ δεν χωρεί, όπως δενχωρεί άλλωστε ήδη κατά το άρ, 145 παρ. 1 στοιχ. α Ν. 4261/2014 και η διαδικασία εξυγίανσης των άρ. 99 επ. ΠτΚ». Τέλος, κατά τη διάταξη 25 του Πτωχευτικού Κώδικα (ΠτΚ) "1. Με επιφύλαξη της διάταξης του άρθρου 26, από την κήρυξη της πτώχευσης αναστέλλονται αυτοδικαίως όλα τα ατομικά καταδιωκτικά μέτρα των πιστωτών κατά του οφειλέτη προς ικανοποίηση ή εκπλήρωση πτωχευτικών απαιτήσεών τους. Ιδίως απαγορεύεται η έναρξη ή συνέχιση της αναγκαστικής εκτέλεσης, η άσκηση αναγνωριστικών ή καταψηφιστικών αγωγών, η συνέχιση των δικών επ' αυτών, η άσκηση ή εκδίκαση ένδικων μέσων, η έκδοση πράξεων διοικητικής ή φορολογικής φύσεως, ή η εκτέλεσή τους σε στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας. 2. Πράξεις κατά παράβαση της κατά την παράγραφο 1 αναστολής είναι απολύτως άκυρες". Από το συνδυασμό, .των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι, τα πιστωτικά ιδρύματα δεν κηρύσσονται σε πτώχευση αλλά μπορεί να τεθούν σε κατάσταση ειδικής εκκαθάρισης η οποία, αντιθέτως με ότι συμβαίνει στην πτώχευση, γίνεται αντιληπτή αποκλειστικά ως συλλογική διαδικασία διοικητικής φύσεως, που κινείται από την εποπτευουσα αρχή και όχι με πρωτοβουλία των πιστωτών και οδηγεί στη ρευστοποίηση της περιουσίας του πιστωτικού ιδρύματος. Λόγω δε του διαφορετικού σκοπού ο οποίος επιδιώκεται με καθένα από τους παραπάνω θεσμούς της ειδικής εκκαθαρίσεως και της πτωχεύσεως συνισταμένου, επί μεν της πρώτης στην, με επίσπευση της εποπτεύουσας αρχής, ικανοποίηση, αποκλειστικώς δια της ρευστοποίησης της περιουσίας του πιστωτικού ιδρύματος, των πιστωτών ανάλογα με το ύψος τω ν κατά του τελευταίου υφισταμένων απαιτήσεών τους, επί δε της δεύτερης στην, με πρωτοβουλία των πιστωτών, ικανοποίηση, όχι μόνο με τη ρευστοποίηση της περιουσίας του πτωχού αλλά και με άλλα μέσα (σχέδιο αναδιοργάνωσης, σχέδιο εξυγίανσης αρ. 107 και 99 ΠτΚ) ικανοποίηση αυτών, είναι δυνατή η συμπληρωματική, ευθεία και όχι αναλογική εφαρμογή επί της ειδικής εκκαθαρίσεως μόνο των διατάξεων εκείνων του πτωχευτικού κώδικα οι οποίες δεν αντίκεινται στον επιδιωκόμενο με αυτή (ειδική εκκαθάριση) σκοπό, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η διάταξη του άρθρου 25 ΠτΚ, η οποία προβλέπει την αυτοδίκαιη αναστολή, από την κήρυξη της πτωχεύσεως, όλων τω ν ατομικών καταδιωκτικών μέτρων τω ν πιστωτών κατά του οφειλέτη προς εκπλήρωση ή ικανοποίηση τω ν πτωχευτικών απαιτήσεών τους (έναρξη, συνέχιση αναγκαστικής εκτέλεσης, άσκηση εκδίκαση ενδίκων μέσων κλπ), απαγγελλομένης της απολύτου ακυρότητας τω ν κατά παράβαση της παραπάνω
αναστολής επιχειρηθεισών πράξεων (ΑΠ 822/2015, ΔΕΕ 2015/1124). Στην παραπάνω έννοια της αναστολής των ατομικών διώξεων εμπίπτει η έγερση τόσο καταψηφιστικής όσο και αναγνωριστικής αγωγής προς ικανοποίηση χρηματικής απαίτησης, ενώ δεν εμπίπτουν οι αγωγές που τείνουν στην αναγνώριση ακυρότητας σύμβασης (βλ. Α. Κοτσίρη, Πτωχευτικό Δίκαιο, έκδ. ΣΤ', σελ. 304, 305, Κ. Ρόκα, Πτωχευτικό Δίκαιο έκδ. Ε1 παρ. 36, σελ. 126, 127, σχετ. και ΕφΑΘ 4679/1993 ΕλλΔνη 37,1669), ούτε τα διαπλαστικά δικαιώματα (βλ. ΑΠ 1491/02 ΔΕΕ 2003. 542), όπως το δικαίωμα για εξάλειψη υποθήκης (ΕφΛαρ 458/2013, Δικογ. 2014/109).

II. Δυνάμει της απόφασης της Επιτροπής πιστωτικών και ασφαλιστικών θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος, κατά τη συνεδρίαση …… (ΦΕΚ ……../27.7.2012) ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας του πιστωτικού ιδρύματος με την επωνυμία «……. ΑΤΕ.» και τέθηκε αυτό σε ειδική Εκκαθάριση σύμφωνα με το άρθρο 68 του ν. 3601/2007. Περαιτέρω, με την απόφαση της Επιτροπής μέτρων εξυγίανσης της Τράπεζας της Ελλάδος, κατά τη συνεδρίαση 4/27.7.2012 (ΦΕΚ Β 2209 27.7.2012), υποχρεώθηκε ο ειδικός εκκαθαριστής του ως άνω σε ειδική εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος με την επωνυμία «…….. Α.Ε.» στην παραχρήμα μεταβίβαση των αναφερόμενων στο Παράρτημα αυτής περιουσιακών στοιχείων του στο πιστωτικό ίδρυμα με την επωνυμία «……….Α.Ε.». Ειδικότερα, σύμφωνα με την παρ, 1 του παραρτήματος της τελευταίας απόφασης «Στο πιστωτικό ίδρυμα με την επωνυμία «…………..Α.Ε.» (εφεξής: «η ……») μεταβιβάζονται όλες οι συμβατικές σχέσεις του υπό ειδική εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος με την επωνυμία «……….. Α.Ε.» (εφεξής: «η …….») με τρίτους, στις οποίες υποκαθίσταται πλέον πλήρως «……», καθώς και το σύνολο του ενεργητικού και παθητικού της «……»(δικαιώματα, αξιώσεις, υποχρεώσεις και βάρη κάθε είδους), εκτός από τις συμβατικές σχέσεις και τα περιουσιακά στοιχεία που περιγράφονται στη συνέχεια στον αριθμό 2 υπό στοιχεία α' έως και ιστ), που αναφέρονται εφεξής συνολικά ως «μη μεταβιβαζόμενα στοιχεία». Στα περιουσιακά στοιχεία (συμβατικές σχέσεις, ενεργητικό και παθητικό) που θα μεταβιβασθούν στην «……» συγκαταλέγονται, εκτός αν περιλαμβάνονται στα μη μεταβιβαζόμενα στοιχεία, ιδίως τα ακόλουθα: (...) ιβ) Όλες οι απαιτήσεις και οι υποχρεώσεις της «……» κατά του Ελληνικού Δημοσίου και Νομικών προσώπων Δημοσίου Δίκαιον, εκτός από αυτές που περιλαμβάνονται στα μη μεταβιβαζόμενα στοιχεία·». Σύμφωνα δε με την παρ. 2 του ως άνω παραρτήματος «Δεν μεταβιβάζονται στην «Πειραιώς» τα περιουσιακά στοιχεία (ενεργητικό, παθητικό και έννομες σχέσεις από συμβάσεις] που περιγράφονται αμέσως παρακάτω υπό τα στοιχεία α' έως και ιστ' (μη μεταβιβαζόμενα στοιχεία). Τα μη μεταβιβαζόμενα στοιχεία ‘διατηρούνται υπό τη δικαιοκτησία (ενεργητικό) της «……» ή συνεχίζουν να βαρύνουν (παθητικό) την «……» Εφόσον στα μη μεταβιβαζόμενα στοιχεία περιλαμβάνονται συμβατικές σχέσεις, σ ’ αυτές συμβαλλόμενη παραμένει η «……». Τα μη μεταβιβαζόμενα στοιχεία είναι τα ακόλουθα: (...) ιδ) Οι έννομες σχέσεις της «…..» έναντι πελατών της από δανειακές ή άλλου είδους πιστοδοτικές συμβάσεις της «……», συμπεριλαμβανομένων και αναγωγικών δικαιωμάτων της από την έκδοση εγγυητικών επιστολών ή από άλλου είδους εγγυοδοτικές συμβάσεις της «……» με τρίτους, οι οποίες αφορούν: ί) οφειλές που αφορούν την αγορά ή την επισκευή ακινήτου που χρησιμοποιείται ή πρόκειται να χρησιμοποιηθεί ως κατοικία, οι οποίες ασφαλίζονται με εμπράγματη ασφάλεια επί του εν λόγω ακινήτου, εφόσον ο πιστούχος βρίσκεται σε υπερημερία άνω των εκατόν ογδόντα (180) ημερών όσον αφορά την καταβολή οποιουδήποτε χρηματικού ποσού, (...) ίν) οφειλές που δεν εμπίπτουν στις ανωτέρω κατηγορίες, εφόσον ο πιστούχος βρίσκεται σε υπερημερία άνω των ενενήντα (90) ημερών όσον αφορά την καταβολή οποιουδήποτε χρηματικού ποσού». Εξάλλου, κατά το άρθρο 216 §1α ΚΠολΔ, μεταξύ των απαραίτητων στοιχείων της αγωγής, είναι η σαφής έκθεση των γεγονότων, που τη θεμελιώνουν, σύμφωνα με το νόμο, έτσι ώστε να δικαιολογείται η άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, Από την ανωτέρω διάταξη προκύπτει ότι η νομιμοποίηση, ως εξουσία διεξαγωγής συγκεκριμένης δίκης, για συγκεκριμένη έννομη σχέση, η οποία καθορίζεται κατά κανόνα, ως προς το αντικείμενό της και τους φορείς της, από το ουσιαστικό δίκαιο, είναι απαραίτητο στοιχείο της αγωγής [βλ, ΟλΑΠ 18/2005 ΝοΒ 53 (2005). 1075], Για τη νομιμοποίηση, προς διεξαγωγή συγκεκριμένης δίκης, αρκεί καταρχήν ο ισχυρισμός του ενάγοντος, ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι υποκείμενα της επίδικης έννομης σχέσης (ΑΠ 628/2010, ΤΝΠ Ισοκράτης, ΑΠ 871/2003, ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 1221/2017, ΝΟΜΟΣ, ΕφΙωαν 21/2005, ΕΕΝ 2005.574), Αντίθετα, όταν έχει μεσολαβήσει μεταβολή στα υποκείμενα της ουσιαστικής έννομης σχέσης, απαιτείται, τόσο να αναφέρονται στο δικόγραφο της αγωγής τα θεμελιωτικά στοιχεία της νομιμοποίησης, όσο και να αποδεικνύεται η τελευταία (βλ. Νίκα σε Κεραμέα/Κονδύλη Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, I, άρθρ. 68, αρ.5). Έτσι αν στην αίτηση δικαστικής προστασίας δεν εκτίθενται στοιχεία ενεργητικής και παθητικής νομιμοποιήσεως, πράγμα που εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, τότε αυτή απορρίπτεται, ως απαράδεκτη, για έλλειψη διαδικαστικής προϋποθέσεως της δίκης, πλην όμως στην περίπτωση που εκτίθενται και δεν αποδεικνύονται τα θεμελιωτικά της νομιμοποιήσεως περιστατικά, η αίτηση δικαστικής προστασίας απορρίπτεται ως κατ’ ουσία αβάσιμη (βλ, ΕφΘ.εσ 1221/2017, ό.π., ΕφΠειρ 267/2015, ΝΟΜΟΣ).

Εν προκειμένω, με την υπό κρίση αγωγή, ο ενάγων ισχυρίζεται ότι στις 15.04.2002, εν αγνοία του, ο αδελφός του τέταρτος των εναγόμενων, σε συνεργασία με την τρίτη των εναγόμενων, η οποία τυγχάνει εκπρόσωπος της πρώτης εναγομένης, κατήρτισαν από κοινού πλαστό έγγραφο και ειδικότερα την υπ' αριθμ, «……» σύμβαση στεγαστικού δανείου, ποσού 132.000 ευρώ, με συμβαλλόμενα μέρη την πρώτη των εναγομένων, ως δανείστρια, τον τέταρτο των εναγομένων, ως εγγυητή, και τον ίδιο έφεραν ως πρωτοφειλέτη, αφού έθεσαν κατ' απομίμηση, σε κάθε σελίδα της σύμβασης και στο τέλος αυτής, την υπογραφή του. Ότι προέβησαν από κοινού στην ανωτέρω πράξη και την κατ’ εξακολούθηση χρήση του ως άνω πλαστού εγγράφου, με σκοπό να προσπορίσουν παράνομο περιουσιακό όφελος, Ότι με τον τρόπο αυτό ο τέταρτος των εναγομένων έλαβε το ποσό των 132,000 ευρώ, η δε τρίτη εναγομένη, προϊσταμένη της πρώτης στο κατάστημα της «……», επισύναψε την ανωτέρω πλαστή σύμβαση στην με αριθμό πρωτ. «……» αίτηση και περίληψη σε εγγραφή υποθήκης, εγγράφοντας υποθήκη στο περιγραφόμενο ακίνητό του, ποσού 158.400 ευρώ. Ότι ο ίδως έλαβε γνώση της κατάστασης τον Μάρτιο του 2009, όταν άρχισε να λαμβάνει κάποιες ειδοποιήσεις από την πρώτη εναγόμενη καί πληροφορήθηκε την κατάρτιση του ως άνω πλαστού εγγράφου στις 27.03.2009 και την εγγραφή της υποθήκης στο ακίνητό του στο τέλος Απριλίου 2009. Ό τι με την κατάρτιση της ανωτέρω πλαστής σύμβασης, οι εναγόμενοι επεδίωξαν να πετύχουν περιουσιακά ωφελήματα σε βάρος του, άλλως, η πρώτη και τρίτη εξ' αυτών ενέχονται για βαρύτατη αμέλεια διότι δεν έλαβαν κανένα μέτρο για να αποτρέψουν τη σε βάρος του ζημία. Ότι εξαιτίας της ανωτέρω συμπεριφοράς των εναγομένων, ο ίδιος υπέστη ηθική βλάβη, δικαιούμενος ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 500.000 ευρώ. Με βάση το ιστορικό αυτό και κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του καταψηφιστικού αγωγικού αιτήματος σε εν όλω αναγνωριστικό, με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου του που καταχωρίσθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, κατ' άρθρ, 223 εδ. β' ΚΠολΔ (για το παραδεκτό του εν λόγω περιορισμού βλ. ΑΠ 204/2014, ΕΠολΔ 2014/542), ζητεί, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή και με απαγγελία προσωπικής κράτησης ενός έτους κατά των εναγομένων: α) να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της υπ’ αριθμ. «……»σύμβασης στεγαστικού δανείου, κατά το μέρος που αφορά τον ίδιο, και η ακυρότητα της εγγραφής υποθήκης και β) να αναγνωρισθεί, ως το εν λόγω αίτημα προκύπτει, κατ' ορθή εκτίμηση του αιτητικσύ της αγωγής και συγκεκριμένα από τη συνδυασμένη εκτίμηση του ιστορικού και αιτητικού του δικογράφου της (βλ. ΑΠ 1786/2002, ΝοΒ 2003.1235, Μακρίδου σε Κεραμεύ/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, 2000, τ. I, σελ. 462), ότι η …..., ήτοι η πρώτη εναγόμενη, υποχρεούται να του καταβάλει το ποσό των 500.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω της ηθικής του βλάβης. Με αυτό το περιεχόμενο, η αγωγή, για το αντικείμενο της οποίας δεν απαιτείται η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου, μετά την τροπή του καταψηφιστικού της αιτήματος σε εν όλω αναγνωριστικό αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπο φέρεται, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (αρ. 18, 25 παρ, 2, 37 παρ. 1 ΚΠολΔ), κατά την τακτική διαδικασία. Ωστόσο, ενόψει και του γεγονότος ότι η δεύτερη εναγόμενη, η οποία ενάγεται, με την ιδιότητα της διαδόχου της πρώτης εξ' αυτών, αμφισβητεί, με τις προτάσεις της, την παθητική της νομιμοποίηση, ισχυριζόμενη ότι η επίδικη σύμβαση δανείου παρέμεινε στην … υπό ειδική εκκαθάριση, απαιτείτο, κατά τα αναφερόμενα στη σχετική νομική σκέψη, να αναφέρονται στο δικόγραφο της αγωγής τα θεμελιωτικά στοιχεία της νομιμοποίησης, καθώς, εν προκειμένω, έχει μεσολαβήσει μεταβολή στα υποκείμενα της ουσιαστικής έννομης σχέσης, άλλως η αγωγή τυγχάνει απαράδεκτη, για έλλειψη διαδικαστικής προϋποθέσεως της δίκης. Εξάλλου, ως αναφέρθηκε στην ίδια υπό στοιχ. II νομική σκέψη στην δεύτερη εναγομένη δεν μεταβιβάστηκε το σύνολο των συμβατικών σχέσεων της πρώτης εναγόμενης, υπό ειδική εκκαθάριση, αλλά ρητά εξαιρέθηκαν ορισμένες εξ' αυτών. Ωστόσο, ο ενάγων ουδέν αναφέρει στο υπό κρίση δικόγραφο, ούτε στις προτάσεις του περί των θεμελιωτικών στοιχείων της νομιμοποίησης της δεύτερης εναγομένης, για την οποία στο υπό κρίση δικόγραφο αναφέρεταί μόνο ότι τυγχάνει διάδοχος της πρώτης εναγομένης. Πρέπει, επομένως, η αγωγή, για το λόγο αυτό να απορριφθεί, κατά το μέρος που στρέφεται κατά της δεύτερης εναγομένης, τα δε δικαστικά έξοδα των, διαδίκων πρέπει να συμψηφιστούν, στο σύνολό τους, κατ’ άρθρο 179 ΚΠολΔ, καθώς η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής. Κατά τα λοιπά, κατά το μέρος που η αγωγή στρέφεται κατά της πρώτης εναγομένης, και ειδικότερα κατά το αίτημα αυτής περί αναγνώρισης της υποχρέωσής της προς καταβολή της αιτούμενης χρηματικής ικανοποίησης, λόγω της ηθικής βλάβης του ενάγοντος, αίτημα το οποίο σημειώνεται ότι στρέφεται μόνο κατ’ αυτής, σημειώνονται τα ακόλουθα. Ειδικότερα, οι αξιώσεις του ενάγοντος προέρχονται από τη σύναψη της αναφερόμενης δανειακής σύμβασης, οι απαιτήσεις από την οποία παρέμειναν στην πρώτη εναγομένη, ως τούτο δεν αμφισβητείται από την τελευταία, η οποία, κατά τα εκτιθέμενα στη σχετική νομική σκέψη, τέθηκε σε ειδική εκκαθάριση, δυνάμει της απόφασης της Επιτροπής πιστωτικών και ασφαλιστικών θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος, κατά τη συνεδρίαση ……, με αποτέλεσμα την αναστολή των εναντίον της καταδιωκτικών μέτρων με βάση το, συμπληρωματικά εφαρμοζόμενο στην ειδική εκκαθάριση των πιστωτικών ιδρυμάτων, άρθρο 25 του Πτωχευτικού Κώδικα.

Επομένως, ενόψει του χρόνου κατάθεσης της υπό κρίση αγωγής, στις 30.05.14, πρέπει, κατά τα ανωτέρω, και σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην προηγηθείσα νομική σκέψη, να απορριφθεί ως απαράδεκτη ως προς αυτή, κατά το ως άνω αίτημά της. Κατά τα λοιπά, ως προς το αίτημα περί αναγνώρισης της ακυρότητας της αναφερόμενης
σύμβασης στεγαστικού δανείου καί της εγγραφής υποθήκης, η αγωγή είναι παραδεκτή, κατά το μέρος που στρέφεται κατά της πρώτης εναγομένης, καθώς τα ως άνω αιτήματα, κατά τα αναφερόμενα στην υπό στοιχ. I νομική σκέψη, δεν εμπίπτουν στην ανωτέρω αναστολή των ατομικών διώξεων, πλην όμως, κατά το μέρος που στρέφεται
κατά της τρίτης εναγομένης, η οποία ενάγεται με την ιδιότητα της πλαστογράφου της ως άνω σύμβασης, από κοινού με τον τέταρτο εναγόμενο, χωρίς όμως να διαλαμβάνεται κατ’ αυτής αίτημα περί χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, η αγωγή είναι απορριπτέα, ως απαράδεκτη, ελλείψει εννόμου συμφέροντος του ενάγοντος, το οποίο (έννομο συμφέρον], εξεταζόμενο και αυχεπαγγέλτως, αποτελεί ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού της αναγνωριστικής αγωγής που επιτελεί νομιμοποιητική λειτουργία (βλ. Νίκα σε Κεραμεύ/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, I, 2000, σελ. 155, 156), Ειδικότερα, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, η τρίτη εναγόμενη, υπάλληλος της πρώτης εξ’ αυτών, πλαστογράφησε μεν την υπογραφή του στην επίδικη σύμβαση, πλην όμως η τελευταία συνήφθη μεταξύ της πρώτης εναγόμενης, ως δανείστριας, του τέταρτου εναγομένου, ως εγγυητή και αδελφού του ενάγοντος, ως πρωτοφειλέτη. Ως εκ τούτου, η τρίτη εναγόμενη δεν συμβλήθηκε ατομικά στην επίδικη σύμβαση με οποιοδήποτε τρόπο, κι, επομένως, δε δύναται, στηριζόμενη στη σύμβαση αυτή, να εγείρει αξιώσεις κατά του ενάγοντος, ούτε ο ενάγων επικαλείται έννομο συμφέρον προς αναγνώριση της ακυρότητας της επίδικης σύμβασης και της εγγραφής υποθήκης, ως προς την ανωτέρω εναγόμενη. Πρέπει, επομένως, να απορριφθεί η αγωγή, ως προς αυτή και να συμψηφιστούν τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων στο σύνολό τους, κατ’ άρθρο 179 ΚΠολΔ, καθώς η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής. Κατά τα λοιπά, η αγωγή είναι ορισμένη, καθώς αναφέρεται ο λόγος της ακυρότητας της επίδικης σύμβασης, βάσει της οποίας εγγράφηκε και η αναφερόμενη υποθήκη, με τη σημείωση ότι, παρά τα περί του αντιθέτου από την πρώτη εναγόμενη υποστηριζόμενα, αναφέρονται τα πρόσωπα που τέλεσαν την σε βάρος του ενάγοντος πλαστογραφία, ενώ δεν απαιτείται για το ορισμένο αυτής να αναφέρεται η πορεία της ποινικής υπόθεσης, ως προς την επικαλούμενη πλαστογραφία. Περαιτέρω, η αγωγή, ως προς τα ανωτέρω αιτήματα, είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις τω ν άρθρων 174, 180 ΑΚ, 70 ΚΠολΔ, πλην των κάτωθι παρεπομένων αιτημάτων περί κήρυξης της απόφασης που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστής και περί απαγγελίας προσωπικής κράτησης σε βάρος των εναγομένων, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης, καθόσον εκτελεστότητα προσδίδεται μόνο σε αιτήματα που περιέχουν καταδίκη, δηλαδή στα καταψηφιστικά και όχι σε αναγνωριστικά ή διαπλαστικά (ΕφΑθ 312/2014, ΤΝΠ ΔΣΑ, Εφ. Αθ. 628/2003, ΕλλΔνη 2004, 1470), η δε απαγγελία προσωπικής κράτησης εξαιτίας αδικοπραξίας διατάσσεται μόνο μετά την παραδοχή αντίστοιχης καταψηφιστικής αγωγής, όχι όμως και μετά την παραδοχή αντίστοιχης αναγνωριστικής αγωγής περί ακυρότητας της σύμβασης, αφού σε αναγκαστική εκτέλεση υπόκεινται μόνο οι καταψηφιστικές αποφάσεις (βλ, ΕφΑαρ 312/2014, ό.π.).

Πρέπει, επομένως, η αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε παραδεκτή και νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα. Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα που με επιμέλεια του ενάγοντος εξετάσθηκε στο ακροατήριο και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και τα έγγραφα που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, για να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 15.04.2002 φέρεται ότι συνήφθη μεταξύ του ενάγοντος, ως οφειλέτη και της πρώτης εναγομένης, ως δανείστριας, η οποία, για την υπογραφή της εν λόγω σύμβασης, εκπροσωπήθηκε από την τρίτη εναγομένη, διευθύντριας του καταστήματος …… η υπ' αριθμ. 55 σύμβαση τοκοχρεολυτικού στεγαστικού δανείου, ποσού 132.000 ευρώ, για αποπεράτωση κατοικίας. Στην ανωτέρω σύμβαση συμβλήθηκε επίσης, ως εγγυητής, ο τέταρτος των εναγομένων. -Με βάση δε την ανωτέρω σύμβαση εγγράφηκε στις 23.05,2002, στα βιβλία υποθηκών του Υποθηκοφυλακείου ……., στον τόμο … και με αριθμό …, υποθήκη, ποσού 158.400 ευρώ, υπέρ της πρώτης εναγομένης και κατά του ενάγοντα, επί του πρώτου πάνω από το ισόγειο μελλοντικού ορόφου, με τις λέξεις «μελλοντικός όροφος» του Δήμου …….., έκτασης 90,11 τ.μ., που συνορεύει ανατολικά σε πλευρά ΓΔ με ιδιοκτησία ………., δυτικά σε πλευρά ΑΒ με δημοτικό δρόμο, βόρεια σε πλευρά ΒΓ με δημοτικό δρόμο και νότια σε πλευρά ΑΔ με ιδιοκτησία …………………, το οποίο περιήλθε στον ενάγοντα με το υπ' αριθμ. …συμβόλαιο γονικής παροχής και πράξης σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας κατ’ επιφάνεια και κατ' ορόφους της συμβολαιογράφου Ελάτειας Καλομοίρας Λιγνού - Πόγκα. Ωστόσο, αποδείχθηκε ότι η υπογραφή του ενάγοντος στην ανωτέρω δανειακή σύμβαση, βάσει της οποίας ενεγράφη, μετά από αίτηση της τρίτης εναγομένης, με την αναφερθείσα ιδιότητά της, ήταν πλαστογραφημένη και ειδικότερα ότι αυτή τέθηκε από τον τέταρτο των εναγομένων, αδελφό του ενάγοντα, κατ' απομίμηση, χωρίς γνώση, εντολή ή έγκριση του τελευταίου. Στην παράνομη δε και υπαίτια ανωτέρω πράξη προέβη ο τέταρτος εναγόμενος, πιεζόμενος αϊτό τις οικονομικές του ανάγκες, κι ενόψει του ότι δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις λήψης δανείου στο όνομά του, μόνος κι όχι από κοινού με την τρίτη των εναγομένων, χωρίς δε να τεθεί η εν λόγω υπογραφή ενώπιον της τελευταίας. Ωστόσο, η τρίτη εναγομένη, προστηθείσα της πρώτης εναγομένης, αρκέστηκε στη δήλωση του τέταρτου εναγομένου ότι την ανωτέρω σύμβαση υπέγραψε ο ενάγων, παραβιάζοντας με τον τρόπο αυτό τη διαδικασία χορήγησης δανείου που απαιτεί την αυτοπρόσωπη εμφάνιση του δανειολήπτη, άλλως την ύπαρξη εξουσιοδότησης. Ακολούθως δε, ο τέταρτος εναγόμενος εμφανίσθηκε ενώπιον του προστηθέντος της πρώτης εναγομένης ταμία του υποκαταστήματος ………. της πρώτης εναγομένης, αποκρύπτοντας του ότι ο ενάγων δεν είχε συμπράξει στην κατάρτιση της ανωτέρω σύμβασης και δεν είχε υπογράψει αυτή, και έλαβε από αυτόν τμηματικά το ποσό του
χορηγηθέντος δανείου, χωρίς να αξιωθεί από τον εν λόγω ταμία εξουσιοδότηση του ενάγοντα, ήτοι κατά παραβίαση των τραπεζικών οδηγιών, ο ενάγων δε αγνοούσε τόσο την ύπαρξη της ως άνω σύμβασης όσο και την στηριζόμενη σε αυτή εγγραφή υποθήκης στο ανωτέρω ακίνητό του. Εξάλλου, ο τέταρτος εναγόμενος δεν επέστρεψε το δάνειο, το οποίο, επομένως, οφείλει, κατά τη σύμβαση, ο ενάγων, ενώ η πρώτη εναγόμενη συνομολογεί με τις προτάσεις της ότι δεν έχει προβεί σε απαλλαγή του ενάγοντα από την οφειλή του από την επίδικη σύμβαση, μέχρι την ασφαλή δικανική κρίση ότι η τελευταία τυγχάνει άκυρη, Για την ανωτέρω δε πράξη της πλαστογραφίας και της
απάτης ο τέταρτος των εναγομένων καταδικάστηκε σε συνολική ποινή φυλάκισης 3 ετών για τις πράξεις της πλαστογραφίας και της απάτης, δυνάμει της υπ’ αριθμ, …./2017 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Λαμίας, εκδοθείσας κατόπιν άσκησης έφεσης του τέταρτου εναγομένου κατά της υπ' αριθμ. 1…2014 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Λαμίας, με την οποία η τρίτη εναγόμενη κηρύχθηκε αθώα των ίδιων πράξεων. Κατ' ακολουθία όλων των ανωτέρω, η υπογραφή του ενάγοντος στην ανωτέρω δανειακή σύμβαση είναι πλαστογραφημένη από τον τέταρτο των εναγομένων, ενώ οι ανωτέρω υπάλληλοι της πρώτης εναγόμενης παρέλειψαν να απαιτήσουν την αυτοπρόσωπη παρουσία του ενάγοντα για την κατάρτιση της επίδικης σύμβασης, άλλως να προβούν στον απαιτούμενο έλεγχο και να αξιώσουν εξουσιοδότηση του ενάγοντα για την υπογραφή της εν λόγω σύμβασης και την εκταμίευση και λήψη του δανείου από τον τέταρτο εναγόμενο. Εξάλλου, απορριπτέοι τυγχάνουν οι ισχυρισμοί της πρώτης των εναγομένων: α) περί απόσβεσης του τυχόν δικαιώματος ακυρωσίας της σύμβασης, κατ’ άρθρ. 157 ΑΚ, ως αλυσιτελώς προβαλλόμενου, καθώς η προκείμενη είναι αναγνωριστική της ακυρότητας αγωγή κι όχι αγωγή ακύρωσης δικαιοπραξίας, λόγω πλάνης, απάτης ή απειλής, β] αναβολής της
συζήτησης της αγωγής, κατ' άρθρ. 250 ΚΠολΔ, μέχρι το αμετάκλητο πέρας της ποινικής διαδικασίας, καθώς πέραν του γεγονότος ότι η αναβολή συνιστά δυνατότητα του Δικαστηρίου που απόκειται στη διακριτική του ευχέρεια, το οποίο δεν έχει υποχρέωση να αιτιολογήσει την προς τούτο απόφασή του (βλ, ΑΠ 609/2014, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 505/1997 Δ 28, 1120, ΑΠ 680/1994· ΕλΔ 1995, 1104), οι δε αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων, ακόμα κι αν είναι αμετάκλητες, δεν αποτελούν δεδικασμένο για την πολιτική δίκη, αλλά συνεκτιμώνται ελεύθερα από το Δικαστήριο, ως δικαστικά τεκμήρια (Εφ Αθ. 2111/1981, Αρμ. 1981, 847), σε κάθε περίπτωση εν προκειμένω, ήδη, κατά το χρόνο συζήτησης της υπό κρίση αγωγής, η ποινική διαδικασία έχει περατωθεί αμετάκλητα, ενώ, κατά τα λοιπά, παρέλκει η εξέταση του ισχυρισμού της πρώτης εναγόμενης περί παραγραφής της αξίωσης του ενάγοντος περί χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ηθικής βλάβης του, ενόψει του ότι ως προς το αίτημα αυτό, η αγωγή κρίθηκε, κατά τα αναφερόμενα ειδικότερα στο οικείο μέρος, απαράδεκτη. Κατ' ακολουθία όλων των ανωτέρω, πρέπει, η αγωγή, κατά το μέρος ττου κρίθηκε παραδεκτή και νόμιμη, να γίνει δεκτή και ως κατ' ουσία βάσιμη και να αναγνωρισθεί η ακυρότητα τής με αριθμό ……. σύμβασης στεγαστικού δανείου, κατά το μέρος αυτής που αφορά στον ενάγοντα, και η στηριζόμενη σε αυτή εγγραφή υποθήκης σε βάρος του τελευταίου και επί του ανωτέρω ακινήτου, η οποία έλαβε χώρα στις 23.05.2002, στα βιβλία υποθηκών του Υποθηκοφυλακείου …. στον τόμο … και με αριθμό ….. Τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος, κατόπιν σχετικού του αιτήματος, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της πρώτης και τέταρτου τω ν εναγομένων, λόγω της ήττας τους (άρθρο 176,182,191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας. Τέλος, πρέπει να οριστεί το προβλεπόμενο παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας απόφασης εκ μέρους του τέταρτου των εναγομένων, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό, δεδομένου ότι αφενός δικαίωμα άσκησης ανακοπής ερημοδικίας έχει καί ο απολειπόμενος αναγκαίος ομόδικος, έστω και αν θεωρείται ότι αντιπροσωπεύεται στη δίκη από τον παρίστάμενο αναγκαίο ομόδικό του (ΑΠ 367/2014,709/2012,658/2012,ΝΟΜΟΣ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ


ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ ερήμην του τέταρτου των εναγομένων και κατ’ αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.
ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ερημοδικίας στοττοσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή κατά το μέρος που στρέφεται κατά της δεύτερης και τρίτης των εναγομένων.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ του ενάγοντος και της δεύτερης και τρίτης των εναγομένων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή, κατά το περί χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ηθικής βλάβης, αίτημα αυτής.
ΔΕΧΕΤΑΙ, κατά τα λοιπά, την αγωγή.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι η υπ' αριθμ. …/…….2002 σύμβαση στεγαστικού δανείου, κατά το μέρος αυτής που αφορά στον ενάγοντα, και η στηριζόμενη σε αυτή εγγραφή υποθήκης σε βάρος του τελευταίου και επί του περιγραφόμενου στο σκεπτικό ακινήτου, η οποία έλαβε χώρα στις ……..2002, στα βιβλία υποθηκών του Υποθηκοφυλακείου ….., στον τόμο … και με αριθμό … είναι άκυρες.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την πρώτη και τον τέταρτο των εναγομένων στα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος, τα οποία ορίζει στο ποσό τω ν τετρακοσίων ευρώ (400 €),
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα την 8η.10.2018.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ