Αγωγή αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης επί θανατηφόρου τροχαίου ατυχήματος. Αντίθετες αγωγές συγγενών του θανόντος στο ίδιο ατύχημα για αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης. Όροι τέλεσης αδικοπραξίας κατ΄ άρθρο 914 ΑΚ. Συνέπειες συνδρομής συντρέχοντος πταίσματος του παθόντος εξ αδικοπραξίας στην πρόκληση ή την έκταση της ζημίας του. Η παραβίαση των διατάξεων του ΚΟΚ δεν θεμελιώνει αυτοδικαίως υπαιτιότητα στην πρόκληση τροχαίου ατυχήματος αλλά συνεκτιμάται για την κατάφαση αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ παράνομης πράξης και ζημίας. Κριτήρια που συνεκτιμώνται από το δικαστήριο για την επιδίκαση εύλογης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης κατ΄ άρθρο 932 ΑΚ. Το ποσό αυτών δεν πρέπει να αντίκειται στην συνταγματική αρχή της αναλογικότητας. Έννοια της ως άνω συνταγματικής αρχής που απορρέει από την βασική αρχή του κράτους δικαίου. Σφάλμα του εφετείου κατά το σκέλος που επιδίκασε υπέρ των συγγενών του θανόντος υπέρογκα κονδύλια χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης καθ’ υπέρβαση της αρχής της αναλογικότητας. Αναιρεί εν μέρει την 1633/2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Παραπέμπει.
Αριθμός 1339/2019 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Δ` Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ειρήνη Καλού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Τζανακάκη, Αντώνιο Τσαλαπόρτα, Ελένη Φραγκάκη και Ζαμπέτα Στράτα, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 10 Μαΐου 2019, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1) Ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία "... ." και το διακριτικό τίτλο "...", που εδρεύει στην ..... και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) ... του .., κατοίκου ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ευθύμιο Καραΐσκο με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ. Των αναιρεσιβλήτων: 1) ... του .., κατοίκου ..., 2)..., το γένος..., κατοίκου ..., ατομικά και ως εξ αδιαθέτου κληρονόμου του αποβιώσαντος στις 12-8-2014 αρχικώς ενάγοντος ... του .., 3) ... του .., κατοίκου ..., ως εξ αδιαθέτου κληρονόμου του αποβιώσαντος στις 12-8-2014 αρχικώς ενάγοντος ... του .., 4)..6).., κατοίκων ... και 8) ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία "... ..", που εδρεύει στην ..... και εκπροσωπείται νόμιμα, εκ των οποίων οι 2η έως και 7η παραστάθηκαν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Τζοβάρα, η 8η εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Μαρία Δημητρουλάκη, ενώ η 1η δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 15-2-2014 αγωγή των ήδη 4ης, 6ου και 7ης των αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάστηκε με την από 15-2-2014 αγωγή των ήδη 2ης και 5ης των αναιρεσιβλήτων και του ήδη αποβιώσαντος .. του .., την από 30-6-2014 αγωγή της ήδη 1ης αναιρεσίβλητης, καθώς και με την από 29-10-2014 αγωγή του ήδη 2ου των αναιρεσειόντων. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2840/2015 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 1633/2018 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 18-7-2018 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, με Εισηγητή τον Αρεοπαγίτη Αντώνιο Τσαλαπόρτα, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Οι πληρεξούσιοι των παραστάντων αναιρεσιβλήτων ζήτησαν την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 576 παρ. 2 Κ.Πολ.Δικ, αν ο αντίδικος εκείνου που επισπεύδει τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί, αλλά δεν λάβει μέρος σ` αυτήν με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν ο απολειπόμενος διάδικος κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα. Αν η κλήση επιδόθηκε νομότυπα προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί. Στην προκειμένη περίπτωση από την προσκομιζόμενη υπ` αριθμ. ...../9-4-2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή, του Εφετείου Πειραιά .., προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την παρούσα δικάσιμο της 10-5-2019, επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως, με επιμέλεια των αναιρεσειόντων στην πρώτη των αναιρεσιβλήτων, ... Επομένως, εφ` όσον αυτή δεν εμφανίσθηκε κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά της στο πινάκιο, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση παρά την απουσία της σύμφωνα με την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 576 παρ. 2 Κ.Πολ.Δικ. Με την από 18-7-2018 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η εκδοθείσα κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητο και τη σύμβαση ασφαλίσεως αυτού, υπ` αριθμ. 1633/2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Η εν λόγω αίτηση αναίρεσης έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα. Επομένως είναι παραδεκτή (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 1, 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των κατ` ιδίαν λόγων αυτής (άρθρ. 577 παρ. 3 ΚΠολΔ). Από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης με αριθμ 1633/2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, είναι αποτέλεσμα της ακόλουθης διαδικαστικής διαδρομής. Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ασκήθηκαν τέσσερις αγωγές αποζημιώσεως που αφορούν το τροχαίο ατύχημα που συνέβη στις 27/06/2013 και ώρα 00.40`, επί της ..., ήτοι: (α) η από 30/06/2014 [αρ. καταθ....../4121/06.08.2014] αγωγή της ..., (β) η από 15/02/2014 [αρ. καταθ. ...../1413/13.03.2014] αγωγή, των ... συζ. ... και .., (γ) η από 15/02/2014 [αρ. καταθ. ...../1411/13.03.2014] αγωγή των... και.., στρεφόμενες και οι τρεις κατά των αναιρεσειόντων και (δ) η από 29/10/2014 [αρ. καταθ. ...../5351/03.11.2014] αγωγή του δευτέρου των αναιρεσειόντων, κατά των .. και .. και της ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία "... ..". 1.1.- Με την άνω πρώτη αγωγή η ενάγουσα αξιώνει από την πρώτη αναιρεσείουσα (δοθέντος ότι παραιτήθηκε του δικογράφου της ως προς το δεύτερο αναιρεσείοντα), αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από τον τραυματισμό της ο οποίος επήλθε κατά την ως άνω ημερομηνία, κατά την οποία και ως ισχυρίζεται, ο δεύτερος αναιρεσείων [.. ..] οδηγώντας την μεγάλου κυβισμού μοτοσικλέτα του, που ήταν ασφαλισμένη για ζημιές προς τρίτους στην πρώτη αναιρεσείουσα, ασφαλιστική εταιρεία, προσέκρουσε στο δίκυκλο που οδηγούσε επί της ιδίας Λεωφόρου ο ..., στο οποίο αυτή επέβαινε, ως συνεπιβάτης. 1.1.1.- Με την ως άνω δεύτερη αγωγή οι ενάγοντες αξιώνουν χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης από τη θανάτωση, συνεπεία του ατυχήματος του ... που ήταν εγγονός τους. 1.1.2.- Με την τρίτη ως άνω αγωγή οι ενάγοντες, εκ των οποίων οι δύο πρώτοι είναι γονείς του θανασίμως τραυματισθέντος ... και η τρίτη αμφιθαλής αδελφή του, αξιώνουν χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης και επί πλέον ο πρώτος εξ` αυτών, αξιώνει με την αγωγή, το ποσό των 4.967 € για έξοδα κηδείας, μνημόσυνου και κατασκευής τάφου του .. και αποζημίωση ποσού 2.250 €, της καταστραφείσας συνεπεία του ατυχήματος, μοτοσικλέτας ιδιοκτησίας του. 1.1.3.- Και με την τετάρτη αγωγή ο δεύτερος αναιρεσείων, αξιώνει χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης συνέπεια του τραυματισμού του, αποζημίωση λόγω αναπηρίας μόνιμης και αποζημίωση, για την περιουσιακή ζημία την οποία υπέστη λόγω του τραυματισμού του, κατά το περιγραφέν ατύχημα. 1.2.- Οι ανωτέρω τέσσερις αγωγές λόγω της μεταξύ τους πρόδηλης συνάφειας, συνεκδικάσθηκαν κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών για ζημιές από αυτοκίνητο και από την σύμβαση ασφαλίσεως αυτού [άρθρο 681 Κ.Πολ.Δ.] από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο εξέδωκε την υπ` αριθμ. 2840/2015 απόφασή του. Ειδικότερα με την απόφαση αυτή, κρίθηκε, ότι αποκλειστικός υπαίτιος του ατυχήματος υπήρξε ο οδηγός της υπ` αριθ. κυκλοφ. ..... μοτοσικλέτας και δεύτερος αναιρεσείων ..., χωρίς να βαρύνει καμία συνυπαιτιότητα τον θανατωθέντα οδηγό του άλλου δικύκλου .... Ακολούθως, επί τη βάσει της ως άνω παραδοχής, η απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου απέρριψε κατ` ουσίαν αβάσιμη την τετάρτη ως άνω αγωγή του δευτέρου αναιρεσείοντα και δέχθηκε μερικώς κατ` ουσίαν την πρώτη ως άνω αγωγή της ..., υποχρεώνοντας την πρώτη αναιρεσείουσα, να καταβάλει στην ως άνω ενάγουσα το ποσό των 25.789,30 ευρώ με τον νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, δέχθηκε μερικώς ως βάσιμη κατ` ουσίαν την ανωτέρω δεύτερη αγωγή αναγνωρίζοντας την εις ολόκληρον υποχρέωση των αναιρεσειόντων, να καταβάλουν σε έκαστον εκ των τριών εναγόντων το ποσόν των 30.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης για την θανάτωση του εγγονού τους ..., καθώς επίσης, δέχθηκε μερικώς ως βάσιμη κατ` ουσίαν την ανωτέρω τρίτη αγωγή και μετά τη μερική μετατροπή του αιτήματος αυτής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, υποχρέωσε τους αναιρεσείοντες να καταβάλουν στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 52.250 ευρώ, από το οποίο ποσό 50.000 ευρώ αφορά χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης για το θάνατο του υιού του ... και ποσό 2.250 ευρώ για την αξία της κατά το ατύχημα καταστραφείσας δίκυκλης μοτοσικλέτας ιδιοκτησίας του, στη δεύτερη ενάγουσα το ποσό των 50.000 ευρώ για την ίδια ανωτέρω αιτία και στην τρίτη ενάγουσα αδελφή του το ποσό των 40.000 ευρώ. Προσθέτως, η ίδια απόφαση αναγνώρισε την εις ολόκληρον υποχρέωση των αναιρεσειόντων, να καταβάλουν στον πρώτο ενάγοντα επί πλέον 70.000 ευρώ, στη δεύτερη ενάγουσα επί πλέον 70.000 ευρώ και στην τρίτη ενάγουσα επί πλέον ποσό 20.000 ευρώ. Επί πλέον η ίδια απόφαση καθ` όσον αφορά τον πρώτο των εναγόντων της τρίτης αγωγής .. ανέβαλε την έκδοση οριστικής αποφάσεως, αναφορικώς προς το κεφάλαιο της αγωγής το οποίο αφορά την θετική ζημία του ως άνω ενάγοντος για δαπάνες κηδείας και κατασκευής τάφου του θανατωθέντος υιού του, μέχρι να προσκομισθεί, επιμέλεια οιουδήποτε εκ των διαδίκων, βεβαίωση της αρμοδίας υπηρεσίας του ασφαλιστικού του φορέα, από την οποία να προκύπτει, εάν ο ανωτέρω ενάγων εξαιτίας του ατυχήματος, έλαβε ή δικαιούται να απαιτήσει για την ανωτέρω αιτία, παροχές από αυτόν και ποιες - κατ` είδος και ποσό. 1.3. Εναντίον της ανωτέρω αποφάσεως ασκήθηκαν εφέσεις: (α) η από 21/10/2016 και με αριθμό καταθέσεως ../2016 έφεση της ... κατά της πρώτης αναιρεσείουσας, (β) η από 28/03/2016 και με αριθμό καταθέσεως ../2016 έφεση των ..., ... και ... κατά των αναιρεσειόντων, (γ) η από 29/03/2016 και με αριθμό καταθέσεως ../2016 έφεση της πρώτης αναιρεσείουσας κατά των ..., ... ατομικά και ως εξ αδιαθέτου κληρονόμου του αποβιώσαντος στις 12/08/2014 αρχικώς ενάγοντος .. του .., ..., ως εξ αδιαθέτου κληρονόμου του αποβιώσαντος στις 12/08/2014 αρχικώς ενάγοντος ... του...,... και ..και (δ) η από 28.03.2016 και με αριθμό καταθέσεως ../2016 έφεση του δευτέρου αναιρεσείοντος.. κατά των..., της ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία "... ... χήρας ... ατομικά και ως εξ αδιαθέτου κληρονόμου του αποβιώσαντος στις 12/08/2014 αρχικώς ενάγοντος... ως εξ αδιαθέτου κληρονόμου του αποβιώσαντος στις 12/08/2014 αρχικώς ενάγοντος .. του .. και .... 1.4.- Οι εφέσεις αυτές συνεκδικάστηκαν στο Μονομελές Εφετείο Αθηνών, στη συνεδρίασή του της 16/02/2017 και εκδόθηκε η υπ` αριθμ. 1633/2018 απόφασή του, η οποία: (α) απορρίπτει ως απαράδεκτη την έφεση του ... καθόσον στρέφεται κατά των αναιρεσειόντων, (β) απορρίπτει ως αβάσιμη την έφεση των συνεκκαλούντων... συζύγου ... και ..., (γ) απορρίπτει ως αβάσιμη την έφεση του δευτέρου αναιρεσείοντος ..., (δ) απορρίπτει ως αβάσιμη την έφεση της πρώτης αναιρεσείουσας ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία "... .. - ..." και (ε) δέχεται την έφεση της .. .. κατά της πρώτης αναιρεσείουσας. Εξαφανίζει την 2840/2015 εκκαλουμένη οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Κρατεί την υπόθεση στο δικαστήριο τούτο και δικάζει την από 30.06.2014 αγωγή της κατά της πρώτης αναιρεσείουσας και την υποχρεώνει να καταβάλει στην ενάγουσα ... το ποσό των είκοσι πέντε χιλιάδων εννιακοσίων τριάντα εννέα ευρώ [25.939,30] και τριάντα λεπτών με τον νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Κατά αυτής της απόφασης ασκήθηκε από τους αναιρεσείοντες η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης. Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 300, 330 εδ. β` και 914 του Α.Κ., προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση ζημίας και αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε επιτακτικό ή απαγορευτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Μορφή υπαιτιότητας είναι και η αμέλεια, η οποία υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, δηλαδή αυτή που αν καταβαλλόταν, με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς ανθρώπου του κύκλου δραστηριότητας του ζημιώσαντος, θα καθιστούσε δυνατή την αποτροπή του παράνομου και ζημιογόνου αποτελέσματος. Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του δράστη ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή, κατά την συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει τη ζημία και την επέφερε στην συγκεκριμένη περίπτωση. Η ύπαρξη του αιτιώδους συνδέσμου σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση είναι ζήτημα καθαρά πραγματικό και κρίνεται από το δικαστήριο της ουσίας. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε κυριαρχικώς ως αποδειχθέντα, επιτρέπουν το συμπέρασμα να θεωρηθεί κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ορισμένο γεγονός ως πρόσφορη αιτία της ζημίας, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, γιατί είναι κρίση νομική, αναγόμενη στην ορθή ή μη υπαγωγή από το δικαστήριο της ουσίας των διδαγμάτων της κοινής πείρας στην αόριστη νομική έννοια της αιτιώδους συνάφειας. Η ύπαρξη της υπαιτιότητας δεν αποκλείεται κατ` αρχήν από το γεγονός, ότι στο αποτέλεσμα του ατυχήματος συνετέλεσε και συντρέχον πταίσμα του ζημιωθέντος, εφόσον δεν διακόπτεται ο αιτιώδης σύνδεσμος, αλλά η ύπαρξη αυτού, προβαλλόμενη από τον υπαίτιο κατ` ένσταση, συνεπάγεται την μη επιδίκαση από το δικαστήριο αποζημιώσεως ή την μείωση του ποσού της (άρθρ. 300 ΑΚ). Ακόμη από τις προαναφερόμενες διατάξεις συνάγεται ότι οι έννοιες της αμέλειας και της συνυπαιτιότητας είναι νομικές και επομένως η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς την συνδρομή ή μη συντρέχοντος πταίσματος του ζημιωθέντος κατά την επέλευση της ζημίας υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου ως προς το εάν τα περιστατικά που το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ανελέγκτως ως αποδειχθέντα, συγκροτούν την έννοια του προαναφερόμενου πταίσματος. Αντιθέτως ο καθορισμός της βαρύτητας του πταίσματος και του ποσοστού κατά το οποίο εξ αυτού του λόγου πρέπει να μειωθεί η αποζημίωση, αφορά εκτίμηση πραγμάτων που δεν ελέγχεται ακυρωτικώς. Περαιτέρω, η παράβαση των διατάξεων του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (ΚΟΚ) δεν θεμελιώνει αυτή καθ` εαυτή υπαιτιότητα στην επέλευση αυτοκινητικού ατυχήματος, αποτελεί όμως στοιχείο, η στάθμιση του οποίου από το δικαστήριο της ουσίας θα κριθεί σε σχέση με την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συγκεκριμένης παραβάσεως και του επελθόντος αποτελέσματος (ΑΠ 520/2011, ΑΠ 331/2011, ΑΠ 239/2011, ΑΠ 147/2011). Με το άρθρο 559 αριθ. 1 του Κ.Πολ.Δ., ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται, είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ.ΑΠ 7/2006, 4/2005). Με τον συγκεκριμένο λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κ.λπ. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνος δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ` ουσίαν (Ολ.ΑΠ 27 και 28/1998, ΑΠ 466/2013, ΑΠ 349/2014). Κατά την έννοια του άρθρ. 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και υφίσταται συνεπώς εκ πλαγίου παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου και ιδρύεται ο αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα, να μην μπορεί να ελεγχθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου, που δεν εφαρμόσθηκε (Ολ.ΑΠ 1/1999). Ειδικότερα, αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά, που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων, που τείνει στη θεμελίωση ή στην κατάλυση του επίδικου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει, όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά, που, είτε είναι κατά το νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση, στη συγκεκριμένη περίπτωση, της διάταξης ουσιαστικού δικαίου, που εφαρμόσθηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι δε και όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (Ολ.ΑΠ 15/2006). Δηλαδή, δεν υπάρχει ανεπάρκεια αιτιολογίας, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτική, αλλά πλήρη αιτιολογία, αφού, αναγκαίο να εκτίθεται σαφώς στην απόφαση είναι μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε και όχι ο λόγος για τον οποίο αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Συνακόλουθα, τα επιχειρήματα του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση απλώς των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές διαμορφωτικές του αποδεικτικού πορίσματός του και, επομένως, δεν συνιστούν αιτιολογία της απόφασης, ικανή να ελεγχθεί αναιρετικά με τον παραπάνω λόγο για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα, ούτε ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης από το άρθρ. 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, αν το δικαστήριο της ουσίας δεν ανέλυσε ιδιαιτέρως ή διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων, που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς τους (ΑΠ 174/2015, ΑΠ 198/2015, ΑΠ 845/2012, ΑΠ 1351/2011). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά περί πραγμάτων κρίση του, κατά το ενδιαφέρον την αναιρετική διαδικασία μέρος, και ειδικότερα ως προς το ζήτημα των συνθηκών, υπό τις οποίες έλαβε χώρα το ένδικο τροχαίο ατύχημα, ως προς την υπαιτιότητα του οδηγού της ζημιογόνου μοτοσυκλέττας στην επέλευση του εν λόγω ατυχήματος και ως προς την ύπαρξη ή μη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της υπό του οδηγού παραβάσεως διατάξεων του ΚΟΚ και του επελθόντος αποτελέσματος τα ακόλουθα: "...Στις 27-8-2013 και ώρα 00.40` ο .. οδηγώντας την υπ` αριθμ. κυκλ. …. δίκυκλη μοτοσικλέτα εργοστασίου κατασκευής .. . ιδιοκτησίας του πατέρα του, στην οποία επέβαινε και η ενάγουσα της υπό στοιχείο Α` αγωγής ... και η οποία ήτο ασφαλισμένη στην τετάρτη εναγομένη της υπό στοιχείο Δ` αγωγής ασφαλιστική εταιρεία εκινείτο στην μεσαία λωρίδα κυκλοφορίας της ..., στην οποία είχε εισέλθει από την ..., με κατεύθυνση από .... προς ..... Κατά τον ίδιο χρόνο στην άνω Λεωφόρο όπισθεν και αριστερά εν σχέσει προς την πορεία της ανωτέρω μοτοσικλέτας προς την ίδια κατεύθυνση εκινείτο ο ... έχοντας εκκινήσει από ερυθρό σηματοδότη και οδηγώντας την υπ` αριθμ. κυκλοφ. .... δίκυκλη μοτοσικλέτα εργοστασίου κατασκευής .. ..., η οποία ήτο ασφαλισμένη για ζημίες προς τρίτους στην ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία "... .. - ...". Ενταύθα σημειώνεται ότι στο ανωτέρω σημείο η Λεωφόρος ..... είναι διπλής κατευθύνσεως με τρεις λωρίδες κυκλοφορίας ανά κατεύθυνση οριζόμενες μεταξύ τους με απλή διακεκομμένη κατά μήκος διαγράμμιση και με νησίδα ασφαλείας διαχωριστική των αντιθέτων κατευθύνσεων. Κατά τον κρίσιμο χρόνο σύμφωνα με την από 27.6.2013 έκθεση αυτοψίας του Τμήματος Τροχαίας Ελληνικού ο καιρός ήτο αίθριος, η κατάσταση της ασφάλτου ήτο ξηρά, υπήρχε επαρκής ηλεκτροφωτισμός και η κυκλοφορία των οχημάτων ήτο αραιή. Στο ύψος της .. που ευρίσκεται πλησίον της γέφυρας ...... ο ανωτέρω οδηγός της μεγάλου κυβισμού μοτοσικλέτας ..., ο οποίος σημειωτέον εστερείτο αδείας ικανότητος οδηγού μοτοσικλέτας της συγκεκριμένης κατηγορίας [άνω των 125 c.c.] στην προσπάθειά του να προσπεράσει την ομορρόπως προπορευόμενη μοτοσικλέτα που οδηγούσε ο... ανέπτυξε υπερβολική για τις περιστάσεις ταχύτητα, με αποτέλεσμα να απολέσει τον έλεγχο του οχήματος που οδηγούσε και να επιπέσει με σφοδρότητα με το εμπρόσθιο και δεξιό τμήμα αυτής στο οπίσθιο και αριστερό τμήμα της μοτοσικλέτας που οδηγούσε ο.... Ακολούθως, η τελευταία, λόγω της μεγάλης ωθήσεως που δέχθηκε, εξετράπη δεξιά της πορείας της, σύρθηκε σε απόσταση 31 μέτρων, ανήλθε στο παρακείμενο πεζοδρόμιο πλάτους 3,5 μέτρων, όπου ευρέθησαν τόσον ο ανωτέρω οδηγός της όσο και η συνεπιβαίνουσα... [σε απόσταση δέκα μέτρων από αυτόν], η δε μοτοσικλέτα συνέχισε την πορεία της συρομένη για άλλα είκοσι μέτρα, όπου και ακινητοποιήθηκε στην τελική της θέση σύμφωνα με το σχεδιάγραμμα της Τροχαίας. Αντιστοίχως και η μοτοσικλέτα του ... μετά την περιγραφείσα σύγκρουση εξετράπη αριστερά αφήνοντας αποξέσεις επί του οδοστρώματος, εκτίναξε τον οδηγό της προς την ίδια κατεύθυνση ενώ η ίδια κατέληξε προς το μέσο του οδοστρώματος σε απόσταση 124,30 μέτρων από το σημείο του ίχνους της τροχοπεδήσεως [βλ. την από 2-9-2013 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του διορισθέντος από το τμήμα Τροχαίας Ελληνικού πραγματογνώμονος ... καθώς και το συνημμένο στην έκθεση αυτοψίας σχεδιάγραμμα της Τροχαίας]. Υπό τα ανωτέρω αποδειχθέντα, αποκλειστικός υπαίτιος του ενδίκου ατυχήματος κρίνεται ο οδηγός της μεγάλου κυβισμού δίκυκλης μοτοσικλέτας με αριθμό κυκλοφορίας ......, ο οποίος, χωρίς να διαθέτει την προσήκουσα άδεια οδηγήσεως για την μοτοσικλέτα που οδηγούσε, δεν οδηγούσε με σύνεση και διαρκώς τεταμένη την προσοχή του, παρενέβαλε εμπόδια στην κυκλοφορία της οδού, και δεν αντελήφθη εγκαίρως την κινούμενη εκ δεξιών εν σχέσει προς την πορεία του δίκυκλη μοτοσικλέτα την οποία οδηγούσε ο .. ούτε παραχώρησε αρκετό χώρο παραπλεύρως κατά την προσπέρασή της με αποτέλεσμα να προσκρούσει σ` αυτήν. Επί πλέον δεν ρύθμισε, όπως όφειλε κατά νόμο, την ταχύτητα του οχήματός του εντός του ορίου των 80 km/h, αλλά εκινείτο με υπερβολική ταχύτητα άνω των 100 km/h και δη με ταχύτητα 130-150 km/h μη λαμβάνοντας υπ` όψιν τις επικρατούσες συνθήκες κυκλοφορίας και ιδίως το γεγονός ότι ήτο νύκτα, με αποτέλεσμα να μην ασκεί τον έλεγχο και την εποπτεία του οχήματος που οδηγούσε ούτως ώστε να είναι σε θέση κάθε στιγμή να εκτελέσει τους απαιτουμένους χειρισμούς. Ειδικότερα ο οδηγός .. ... με την περιγραφείσα οδηγική συμπεριφορά του παραβίασε τα άρθρα 94 παρ. 3 στοιχ. Α, 17 παρ. 5, 19 παρ. 1 και 2, και 20 παρ. 1 του ΚΟΚ. Αντιθέτως καμία υπαιτιότητα δεν βαρύνει τον θανατωθέντα οδηγό της μικρού κυβισμού μοτοσικλέτας ….. Και τούτο διότι αυτός εκινείτο κανονικώς στην πορεία του με ταχύτητα που δεν υπερέβαινε το εκεί όριο ταχύτητος των 80 km/h και δεν μπορούσε να αποφύγει το ατύχημα λόγω της εντελώς αιφνίδιας προσκρούσεως στην μοτοσικλέτα του της οδηγούμενης από τον... άλλης μοτοσικλέτας.... Είναι περαιτέρω αληθές ότι ο μεγάλου κυβισμού οδηγός της μοτοσικλέτας .. υποστηρίζει στο απολογητικό του υπόμνημα από 19.12.2013 ότι ουδεμία ευθύνη τον βαρύνει στην πρόκληση του ενδίκου ατυχήματος, και τούτο διότι αυτός εκινείτο κανονικώς στην μεσαία λωρίδα κυκλοφορίας της ... όταν ο οδηγός της άλλης μοτοσικλέτας .. αιφνιδίως και ανελέγκτως ανέπτυξε ταχύτητα και επιχείρησε αλλαγή κατευθύνσεως προς τα αριστερά εκτελώντας απροειδοποίητο ελιγμό με αποτέλεσμα να παρεμβληθεί στην πορεία του και εντεύθεν να συγκρουσθούν οι δύο μοτοσικλέτες. Ωστόσο ο ισχυρισμός αυτός δεν μπορεί να γίνει δεκτός εν όψει των επιφανειών των οχημάτων που συγκρούσθηκαν, των βλαβών που προκλήθηκαν συνεπεία της συγκρούσεως και της τελικής θέσεως, στην οποία ευρέθησαν οι μοτοσικλέτες. Πράγματι στην περίπτωση που η διάταξη των οχημάτων ήτο σε διαγώνια πορεία τότε αφ` ενός μεν οι βλάβες θα ήσαν επικεντρωμένες σε ένα σημείο της αριστερής πλευράς της πλευράς της μοτοσικλέτας του θανατωθέντος και όχι κατά μήκος της αριστερής, αφ` ετέρου δε αμφότερα τα οχήματα θα είχαν εκτραπεί προς τα αριστερά και όχι σε εκ διαμέτρου αντίθετη κατεύθυνση όπως και πράγματι συνέβη. Εξάλλου προς διαπίστωση της ταχύτητος, με την οποία οι μοτοσικλέτες εκινούντο αμέσως προ της συγκρούσεως, κρίσιμο στοιχείο είναι ο προσδιορισμός της αποστάσεως στην οποία κατέληξαν μετά την σύγκρουση. Πράγματι η μεν μοτοσικλέτα του θανατωθέντος κατέληξε σε απόσταση 66 m από το σημείο της συγκρούσεως, όπως το τελευταίο προσδιορίζεται από το ίχνος του ελαστικού που αποτυπώνεται στο μέσο περίπου της μεσαίας λωρίδας κυκλοφορίας, η δε μοτοσικλέτα του .. κατέληξε σε απόσταση 125 m, ήτοι σε διπλάσια απόσταση, από το άνω σημείο. Από τις ανωτέρω μετρήσεις εν συνδυασμώ προς την μάζα εκάστης μοτοσικλέτας μαζί με τον οδηγό εκάστης [και την επιβάτιδα .. στην οδηγούμενη από τον ... μοτοσικλέτα] αποδεικνύεται ότι η μοτοσικλέτα του... προσέκρουσε επί της προπορευόμενης μοτοσικλέτας που οδηγούσε ο ... με ταχύτητα περίπου 130-150 Km/h, ενώ, αν εκινείτο, όπως ο ίδιος ισχυρίζεται, με ταχύτητα 80-100 Km/h, θα είχε ακινητοποιηθεί σε πολύ μικρότερη απόσταση της τάξεως των 80 m [βλ. την από 15.5.2015 τεχνική έκθεση του πραγματογνώμονος ... καθώς και την ένορκη κατάθεσή του στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στην οποία αναφέρει ότι το δίκυκλο με το μεγαλύτερο βάρος θα είχε ακινητοποιηθεί σε μεγαλύτερη απόσταση]. Σημειώνεται εν προκειμένω προσθέτως ότι το ανωτέρω συμπέρασμα είναι συμβατό τόσον με τις προκύψασες από την σύγκρουση παραμορφώσεις των δύο οχημάτων και τον θανάσιμο τραυματισμό του οδηγού του μικρότερου εξ αυτών.. όσον και με την, επικαλούμενη από τον ίδιο τον μάρτυρα του ..., ήτοι τον πατέρα του ..., απόσταση του σημείου της συγκρούσεως από τον σηματοδότη που αποτέλεσε το σημείο εκκινήσεως της μοτοσικλέτας του τελευταίου. Ειδικότερα όπως ο ως άνω μάρτυς κατέθεσε ενόρκως στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου το σημείο του ατυχήματος ευρίσκεται σε απόσταση 310 m από τον ανωτέρω σηματοδότη, ενώ από τον άλλο μάρτυρα η απόσταση αυτή προσδιορίσθηκε στα 420 m, δηλαδή απόσταση η οποία επιτρέπει την ανάπτυξη ταχύτητος της τάξεως των 150 Km/h, ιδίως όταν πρόκειται περί μοτοσικλέτας μεγάλης ιπποδυνάμεως όπως αυτή του .., της οποίας η μεγίστη ταχύτητα ορίζεται στα 171 Km/h, η δε επιτάχυνσή της από μηδενική ταχύτητα σε 150 Km/h πραγματοποιείται σε χρόνο 14,05 δευτερολέπτων σύμφωνα με τα προσκομιζόμενα από τον... τεχνικά χαρακτηριστικά της μοτοσικλέτας από το διαδίκτυο. Σημειωτέον ότι τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από την κατάθεση του αναφερομένου ως αυτόπτη μάρτυρα στην έκθεση αυτοψίας ..., ο οποίος στην προανακριτική του από 27.6.2013 κατάθεση καταθέτει τα ακόλουθα: "Περί ώρα 00.40 της 27.6.2013 εκινούμην με το υπ` αριθμό …. .. αυτοκίνητο στη λεωφόρο ....με κατεύθυνση από .... προς .... Περνώντας τη διασταύρωση με τη ... βλέπω μπροστά μου σε απόσταση 200 μέτρων περίπου δύο μηχανές να κινούνται με μεγάλη ταχύτητα και να κινούνται παράλληλα μεταξύ τους και στο μέσο περίπου της λεωφόρου. Σε κλάσματα δευτερολέπτου οι δύο μηχανές ανετράπησαν της πορείας τους και έπεσαν στο οδόστρωμα...". Περαιτέρω, από τα ίδια αποδεικτικά μέσα απεδείχθη ότι μετά το ένδικο ατύχημα ο οδηγός της υπ` αριθμ. κυκλοφ. ..... μοτοσυκλέτας ... διακομίσθηκε με ασθενοφόρο αυτοκίνητο του ΕΚΑΒ στο ....."..." όπου στις 03.04 ώρα επήλθε ο θάνατός του. Σημειώνεται ότι η διενεργηθείσα νεκροψία - νεκροτομή κατέδειξε εκτεταμένη αιμορραγική διήθηση στα μαλακά μόρια του κρανίου, στην αριστερή μετωπιαία χώρα, την αριστερή βρεγματική χώρα, την αριστερή κροταφική χώρα και το σύστοιχο κροταφίτη μυ, καθώς και αιμορραγική διήθηση στη δεξιά μετωπιαία χώρα και υπαραχνοειδή αιμορραγία στους ινιακούς λοβούς. Από τα οστά του κρανίου ουδεμία κάκωση ή παθολογοανατομική αλλοίωση διαπιστώθηκε, ενώ τα αγγεία της βάσεως του εγκεφάλου εκφύονταν και πορεύονταν κανονικά. Πέραν της περιοχής της κεφαλής, κακώσεις διαπιστώθηκαν και στα κατωτέρω σημεία του σώματος του ως άνω θανόντος, ήτοι: θώρακα (κάκωση στέρνου, αιμορραγική διήθηση διαφράγματος), θωρακική μοίρα της σπονδυλικής στήλης (κάταγμα θωρακικού σπονδύλου), πνεύμονες (πολλαπλές θλάσεις, έντονος βαθμός πνευμονορραγίας), περικάρδιο (αιμορραγική διήθηση), κοιλία (μεγάλη ποσότητα ελευθέρου αίματος, εκτεταμένο οπισθοπεριτοναϊκό αιμάτωμα), ήπαρ (πολλαπλές ρήξεις σε όλη τη διαφραγματική επιφάνεια, ρήξη στη σπλαχνική επιφάνεια του δεξιού λοβού), νεφρούς (αιμορραγική διήθηση στο περινεφρικό λίπος του αριστερού νεφρού, έξαιμοι αμφότεροι οι νεφροί), οσφυϊκή μοίρα σπονδυλικής στήλης (κατάγματα σε αμφότερα τα τόξα των σπονδύλων), ουροδόχο κύστη, πύελο, ενώ υπό την ένδειξη "αιτία θανάτου" αναφέρεται ότι "ο θάνατος επήλθε συνεπεία πολλαπλών κακώσεων σώματος, αναφερόμενο οδικό τροχαίο ατύχημα, οδηγός δικύκλου μοτοσικλέτας" [βλ. την με αριθμό πρωτοκόλλου ....../19.8.2013 ιατροδικαστική έκθεση νεκροψίας - νεκροτομής του εργαστηρίου ιατροδικαστικής και τοξικολογίας της ιατρικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών υπογραφόμενη από την ιατροδικαστή ..]. Ως προς την προβληθείσα από τους εναγόμενους των υπό στοιχείο Β` και Γ` αγωγών ένσταση συνυπαιτιότητος στην έκταση της ζημίας του θανατωθέντος οδηγού της μοτοσικλέτας ... συνεπεία της μη χρήσεως προστατευτικού κράνους η ένσταση αυτή είναι απορριπτέα ως αβάσιμη κατ` ουσίαν διότι ελλείπει η απαιτουμένη αναγκαία αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παραλείψεως χρήσεως προστατευτικού κράνους και της θανατώσεως καθόσον δεν απεδείχθη ότι η εν λόγω παράλειψη συνδέεται αιτιωδώς με τις σωματικές κακώσεις από τις οποίες επήλθε ο θάνατος του ανωτέρω αφού, πλην της κεφαλής υπέστησαν σοβαρές σωματικές κακώσεις και άλλα ζωτικά όργανα του σώματος του θανατωθέντος. Πράγματι, από το είδος και την πολλαπλότητα των σωματικών κακώσεων που υπέστη ο θανατωθείς και σε άλλα ζωτικά όργανα του σώματός του προκύπτει ότι η θανάτωση δεν θα είχε αποφευχθεί και αν ακόμη ο θανατωθείς φορούσε προστατευτικό κράνος. Επομένως το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απορρίπτοντας με την οριστική του διάταξη την τετάρτη ως άνω αγωγή του... ως ουσία αβάσιμη και καταδικάζοντας αυτόν στην δικαστική δαπάνη των εναγομένων με την άνω αγωγή του ορθώς το νόμο εφήρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε. Επομένως είναι απορριπτέος ο αντίθετος λόγος της εφέσεως του εκκαλούντος ......". Με το να δεχθεί τα παραπάνω το Εφετείο, σχετικά με τις συνθήκες του ατυχήματος, την οδηγική συμπεριφορά των εμπλακέντων στο ατύχημα, την αμελή οδηγική συμπεριφορά του αναιρεσείοντος, τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της συμπεριφοράς του και της πρόκλησης του ατυχήματος, την έλλειψη αμελούς συμπεριφοράς στον ... τελούσας σε πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια με το ατύχημα, την αποκλειστική υπαιτιότητα για το ατύχημα του αναιρεσείοντος ..., ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως τις εφαρμοσθείσες διατάξεις των άρθρων 297, 298, 300, 330, 914 ΑΚ και των άρθρων 94 παρ. 3 στοιχ. Α, 17 παρ. 5, 19 παρ. 1 και 2 και 20 παρ. 1 του ΚΟΚ, καθόσον τα ανελέγκτως πιο πάνω δεκτά γενόμενα ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά ότι "...αποκλειστικός υπαίτιος του ενδίκου ατυχήματος κρίνεται ο οδηγός της μεγάλου κυβισμού δίκυκλης μοτοσικλέτας με αριθμό κυκλοφορίας ......, ο οποίος, χωρίς να διαθέτει την προσήκουσα άδεια οδηγήσεως για την μοτοσικλέτα που οδηγούσε, δεν οδηγούσε με σύνεση και διαρκώς τεταμένη την προσοχή του, παρενέβαλε εμπόδια στην κυκλοφορία της οδού, και δεν αντελήφθη εγκαίρως την κινούμενη εκ δεξιών εν σχέσει προς την πορεία του δίκυκλη μοτοσικλέτα την οποία οδηγούσε ο ..., ούτε παραχώρησε αρκετό χώρο παραπλεύρως κατά την προσπέρασή της με αποτέλεσμα να προσκρούσει σ` αυτήν. Επί πλέον δεν ρύθμισε, όπως όφειλε κατά νόμο, την ταχύτητα του οχήματός του εντός του ορίου των 80 km/h, αλλά εκινείτο με υπερβολική ταχύτητα άνω των 100 km/h και δη με ταχύτητα 130-150 km/h μη λαμβάνοντας υπ` όψιν τις επικρατούσες συνθήκες κυκλοφορίας και ιδίως το γεγονός ότι ήτο νύκτα, με αποτέλεσμα να μην ασκεί τον έλεγχο και την εποπτεία του οχήματος που οδηγούσε ούτως ώστε να είναι σε θέση κάθε στιγμή να εκτελέσει τους απαιτουμένους χειρισμούς" πληρούν το πραγματικό των νομικών εννοιών της αμελούς συμπεριφοράς του αναιρεσείοντος οδηγού της δίκυκλης μοτοσικλέτας και δικαιολογούν την απόρριψη του ισχυρισμού του για αποκλειστική υπαιτιότητα, άλλως συνυπαιτιότητα του οδηγού της μικρού κυβισμού μοτοσυκλέτας ... στην πρόκληση του ενδίκου ατυχήματος. Συνεπώς ο εκτιμώμενος ως θεμελιούμενος επί του αριθμού 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. πρώτος κατά σειρά λόγος της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης κατά το πρώτο σκέλος του, με τον οποίο προσάπτεται στο Εφετείο η από τον αριθμό αυτό καθιερούμενη αναιρετική πλημμέλεια της ελλειπούς αιτιολογίας, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Περαιτέρω προκύπτει ότι έχει νόμιμη βάση και μάλιστα την απαιτούμενη αιτιολογία, γιατί καλύπτεται χωρίς λογικά κενά και αντιφάσεις και με πληρότητα και σαφήνεια το πραγματικό των εφαρμοστέων εδώ κανόνων ουσιαστικού δικαίου των άρθρων 297, 298, 300, 330, 914 ΑΚ και των άρθρων 94 παρ. 3 στοιχ. Α, 17 παρ. 5, 19 παρ. 1 και 2 και 20 παρ. 1 του ΚΟΚ, τους οποίους η προσβαλλόμενη απόφαση δεν παραβίασε εκ πλαγίου με ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες, ενώ δεν ήταν αναγκαία η παράθεση και άλλων για να αιτιολογηθεί χωρίς αμφιβολία η αποκλειστική υπαιτιότητα του δεύτερου αναιρεσείοντος και ο αιτιώδης σύνδεσμος της υπαίτιας αυτής συμπεριφοράς αντίστοιχα με το ζημιογόνο αποτέλεσμα που δεν διακόπηκε με οποιαδήποτε ανύπαρκτη συνυπαιτιότητα του επίσης εμπλακέντος στο ατύχημα οδηγού της μικρού κυβισμού μοτοσυκλέτας .. ... Επομένως, τα όσα αντίθετα υποστηρίζει ο αναιρεσείων στο δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου του αναιρετηρίου, με το οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμα και πρέπει να απορριφθεί και κατά το σκέλος του αυτό ο πρώτος λόγος αναιρέσεως ως αβάσιμος. Επίσης απορριπτέος ως αβάσιμος κατ` ουσία κρίνεται κατά το πρώτο σκέλος του ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από το άρθρο 559 αριθμ. 1 ΚΠολΔ με την έννοια ότι παραβιάσθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 297, 300, 330 και 914 ΑΚ γιατί προσδόθηκε σε αυτές έννοια διαφορετική από αυτή που πράγματι έχουν, γιατί όπως αναφέρθηκε παραπάνω, με το να δεχθεί το Εφετείο, σχετικά με τις συνθήκες του ατυχήματος, την οδηγική συμπεριφορά των εμπλακέντων στο ατύχημα, την αμελή οδηγική συμπεριφορά του αναιρεσείοντος, τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της συμπεριφοράς του και της πρόκλησης του ατυχήματος, την έλλειψη αμελούς συμπεριφοράς στον .. τελούσας σε πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια με το ατύχημα, την αποκλειστική υπαιτιότητα για το ατύχημα του αναιρεσείοντος ..., ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως τις εφαρμοσθείσες διατάξεις των άρθρων 297, 298, 300, 330, 914 ΑΚ, καθόσον τα ανελέγκτως πιο πάνω δεκτά γενόμενα ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, πληρούν το πραγματικό των νομικών εννοιών της αμελούς συμπεριφοράς του αναιρεσείοντος οδηγού της δίκυκλης μοτοσικλέτας και δικαιολογούν την απόρριψη του ισχυρισμού του για αποκλειστική υπαιτιότητα, άλλως συνυπαιτιότητα του οδηγού της μικρού κυβισμού μοτοσυκλέτας ... στην πρόκληση του ενδίκου ατυχήματος. Αλλά και κατά το δεύτερο σκέλος του ο δεύτερος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από το άρθρο 559 αριθμ. 1 ΚΠολΔ με την έννοια ότι το Εφετείο Αθηνών, εφάρμοσε εσφαλμένα κανόνα δικαίου, [με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή, προσδίδοντας σ` αυτόν έννοια διαφορετική απ` αυτή που πράγματι έχει] και συγκεκριμένα την διάταξη του άρθρ. 300 του Α.Κ., καθόσον έπρεπε, κατ` ορθή ερμηνεία και εφαρμογή της διάταξης αυτής, να κρίνει ότι τον ..., βαρύνει για το θανάσιμο τραυματισμό του και συντρέχουσα υπαιτιότητα, λόγω της από μέρους του μη χρήσης προστατευτικού κράνους, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί και κατά το σκέλος του αυτό, καθόσον τα ανελέγκτως πιο πάνω δεκτά γενόμενα ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά ότι "Ως προς την προβληθείσα από τους εναγόμενους... ένσταση συνυπαιτιότητος στην έκταση της ζημίας του θανατωθέντος οδηγού της μοτοσικλέτας ... συνεπεία της μη χρήσεως προστατευτικού κράνους η ένσταση αυτή είναι απορριπτέα ως αβάσιμη κατ` ουσίαν διότι ελλείπει η απαιτουμένη αναγκαία αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παραλείψεως χρήσεως προστατευτικού κράνους και της θανατώσεως καθόσον δεν απεδείχθη ότι η εν λόγω παράλειψη συνδέεται αιτιωδώς με τις σωματικές κακώσεις από τις οποίες επήλθε ο θάνατος του ανωτέρω αφού, πλην της κεφαλής υπέστησαν σοβαρές σωματικές κακώσεις και άλλα ζωτικά όργανα του σώματος του θανατωθέντος. Πράγματι, από το είδος και την πολλαπλότητα των σωματικών κακώσεων που υπέστη ο θανατωθείς και σε άλλα ζωτικά όργανα του σώματός του προκύπτει ότι η θανάτωση δεν θα είχε αποφευχθεί και αν ακόμη ο θανατωθείς φορούσε προστατευτικό κράνος" πληρούν το πραγματικό των νομικών εννοιών της αμελούς συμπεριφοράς του αναιρεσείοντος οδηγού της δίκυκλης μοτοσικλέτας και δικαιολογούν την απόρριψη του ισχυρισμού του για συνυπαιτιότητα του οδηγού της μικρού κυβισμού μοτοσυκλέτας ... στην πρόκληση του ενδίκου ατυχήματος. Κατά την έννοια του άρθρου 932 ΑΚ, το δικαστήριο της ουσίας, αφού δεχθεί ότι, εξαιτίας αδικοπραξίας, προκλήθηκε σε κάποιο πρόσωπο ηθική βλάβη ή, σε περίπτωση θανάτου, ψυχική οδύνη, καθορίζει στη συνέχεια το ύψος της οφειλόμενης γι` αυτήν χρηματικής ικανοποίησης, με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής, λαμβάνοντας, ιδίως, υπόψη, ως κριτήρια, το είδος της προσβολής, την έκταση της βλάβης, τις συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, τη βαρύτητα του πταίσματος του υπόχρεου, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του παθόντος ή του θύματος, αντίστοιχα και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των διάδικων μερών. Συνεπώς, εφόσον ο προσδιορισμός του ποσού της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης επαφίεται στην ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, που σχηματίζεται ύστερα από την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων χωρίς υπαγωγή σε νομική έννοια, το "εύλογο" του επιδικαζόμενου ποσού δεν αποτελεί αόριστη νομική έννοια και, συνακόλουθα, η σχετική κρίση δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, οπότε και δεν μπορεί να νοηθεί εσφαλμένη, κατά τούτο, εφαρμογή του νόμου. Περαιτέρω, με το άρθρο 25 παρ. 1 (εδάφ. δ`) του Συντάγματος, όπως αυτό ισχύει μετά την αναθεώρησή του με το από 6/17-4-2001 Ψήφισμα της Ζ` Αναθεωρητικής Βουλής, ορίζεται ότι οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας. Με τη νέα αυτή διάταξη ο αναθεωρητικός νομοθέτης επέλεξε να κατοχυρώσει ρητά, από το όλο σύστημα των εγγυήσεων για τα επιτρεπτά όρια των επιβαλλόμενων στα ατομικά δικαιώματα νομοθετικών περιορισμών, την εγγύηση εκείνη που είναι γνωστή ως αρχή της αναλογικότητας. Απέκτησε έτσι ρητή συνταγματική υφή η αρχή αυτή, η οποία, ωστόσο, και προηγουμένως αναγνωριζόταν ως αρχή συνταγματικής ισχύος, που απορρέει από την ίδια την έννοια του κράτους δικαίου, αλλά και από την ουσία των θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων, τα οποία, ως έκφραση της γενικότερης ελευθερίας του προσώπου, δεν πρέπει να περιορίζονται από την κρατική εξουσία περισσότερο από όσο είναι αναγκαίο για την προστασία των δημόσιων συμφερόντων. Η αρχή αυτή, υπό την έννοια του τηρητέου μέτρου της εύλογης αντιστάθμισης προσφοράς και οφέλους, που αποτελεί, όπως προαναφέρθηκε, κανόνα συνταγματικής βαθμίδας, επενεργεί σε κάθε είδους κρατική δραστηριότητα, καθώς και όταν πρόκειται για αντικρουόμενα συμφέροντα στο πεδίο του ιδιωτικού δικαίου, αφού η έκταση της αρχής αυτής δεν περιορίζεται μόνο σε ορισμένες περιοχές του δικαίου, αλλά, όπως προεκτέθηκε, και πριν από τη ρητή συνταγματική της κατοχύρωση, διέτρεχε το σύνολο της έννομης τάξης και, συνεπώς, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την ερμηνεία και εφαρμογή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου. Άλλωστε, με ρητή διατύπωση στο άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, τα εν λόγω δικαιώματα του ανθρώπου, κατά τη θεσπιζόμενη από τη διάταξη αυτή προστασία, "ισχύουν και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζουν" και οριοθετείται έτσι η υποχρέωση και των αρμόδιων δικαιοδοτικών οργάνων, όταν επιλαμβάνονται της επίλυσης ιδιωτικών διαφορών, να τις επιλύουν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να υπάρχει μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Συγκεκριμένα, πρέπει τα λαμβανόμενα μέτρα και οι έννομες συνέπειες να είναι πρόσφορα (κατάλληλα) για την πραγμάτωση του επιδιωκόμενου σκοπού, αναγκαία, υπό την έννοια να συνιστούν μέτρο, το οποίο, σε σχέση με άλλα μέτρα που μπορούν να ληφθούν, να επάγεται τον ελάχιστο δυνατό περιορισμό για τον διάδικο σε βάρος του οποίου απαγγέλλονται και αναλογικά υπό στενή έννοια, δηλαδή να τελούν σε ανεκτή σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, προκειμένου η αναμενόμενη ωφέλεια να μην υπολείπεται της βλάβης που προκαλούν. Με βάση αυτά, δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι η πιο πάνω συνταγματική διάταξη, έστω και αν ρητά δεν αναφέρεται σ` αυτήν, απευθύνεται και στο δικαστή, όσον αφορά τις σχέσεις των διαδίκων, καθιερώνοντας αυτήν ως δεσμευτική δικαιική αρχή, όπως και άλλες τέτοιες αρχές που διατρέχουν το δίκαιο και είναι δεσμευτικές (αρχή του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου, αρχή της δίκαιης δίκης κ.λπ.). Εξάλλου, η αρχή αυτή, ως διάχυτη στην έννομη τάξη, υπερβαίνει τα όρια της ρητής συνταγματικής κατοχύρωσής της, με την οποία, πάντως, αναδείχθηκε η σημασία της ως βασικής εγγύησης για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ο δικαστής οφείλει, κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή των διατάξεων της κοινής νομοθεσίας, που άπτονται των δικαιωμάτων αυτών, να προστρέχει στο κρίσιμο για την όλη έννομη τάξη περιεχόμενο της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας που, όπως αναφέρθηκε, απορρέει από την αρχή της ισότητας και την αρχή του κράτους δικαίου. Αποτελεί την αντίστροφη μορφή της απαγόρευσης της κατάχρησης δικαιώματος, όταν το ασκούμενο δικαίωμα υπερβαίνει, προφανώς, τα ακραία όρια που θέτουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη, καθώς και ο οικονομικός και κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος. Στην περίπτωση υπέρβασης της αρχής της αναλογικότητας, πρόκειται για δυσαναλογία μέσου προς το σκοπό, δηλαδή το ασκούμενο δικαίωμα έχει απολέσει την αναλογία του προς τον επιδιωκόμενο σκοπό και, συνακόλουθα, η άσκησή του είναι απαγορευμένη. Επομένως, όπως και η κατάχρηση δικαιώματος, που αποτελεί απαγορευτικό κανόνα και οριοθετεί αρνητικά την άσκηση των δικαιωμάτων, έτσι και η αρχή της αναλογικότητας αποτελεί κανόνα δικαίου (γενική νομική αρχή), η οποία προσδιορίζει την τελολογική λειτουργία των πάσης φύσεως δικαιωμάτων και του ιδιωτικού δικαίου. Από όσα προαναφέρθηκαν συνάγεται, ως γενική νομική αρχή, ότι η έννομη συνέπεια που είτε προβλέπεται από κανόνες δικαίου κατώτερης τυπικής ισχύος από εκείνους του Συντάγματος, είτε απαγγέλλεται από δικαστικό ή διοικητικό όργανο, πρέπει να τελεί σε σχέση ανεκτής αναλογίας προς το αντίστοιχο πραγματικό, ήτοι να μην υπερβαίνει τα όρια όπως διαγράφονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και της κοινής για το δίκαιο συνείδησης σε ορισμένο τόπο και χρόνο, όπως αποτυπώνονται με τη συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Η κρίση δηλαδή του ουσιαστικού δικαστηρίου πρέπει να μην παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, ούτε να υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, που αποτελεί γενική αρχή του δικαίου και μέσο ελέγχου της κρίσης του δικαστηρίου, χωρίς να υπάγεται στην έννοια της αναλογικότητας. Κατόπιν τούτων, αν διαπιστώνεται παραβίαση της προβλεπόμενης από το άρθρο 25 παρ. 1 αρχής της αναλογικότητας, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση, από το δικαστήριο της ουσίας, των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας, αυτά ελέγχονται ως πλημμέλειες του άρθρου 559 αριθμ. 1 και 19 του ΚΠολΔ (ΑΠ Ολομ. 9/2015, ΑΠ 469/2017). Στην προκείμενη περίπτωση, το Μονομελές Εφετείο Αθηνών, με την πληττόμενη απόφασή του, σχετικά με το κεφάλαιο επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης που προσβάλλεται εν προκειμένω, λόγω τραυματισμού στην αναιρεσίβλητη . στην οποία επιδικάσθηκε το πόσο των 25.000 ευρώ και λόγω ψυχικής οδύνης, στους αναιρεσίβλητους από τον θανάσιμο τραυματισμό του ... εγγονού της δεύτερης και τρίτης ενάγουσας από την πατρική και μητρική γραμμή αντίστοιχα με την δεύτερη από τις συνεκδικασθείσες αγωγές στις οποίες επιδικάσθηκε αντίστοιχα σε κάθε μία το ποσό των 30.000 ευρώ, γιού της δεύτερης ενάγουσας με την τρίτη συνεκδικασθείσα αγωγή στην οποία επιδικάσθηκε το ποσό των 120.000 ευρώ και αδελφού της τρίτης ενάγουσας με την τρίτη συνεκδικασθείσα αγωγή στην οποία επιδικάσθηκε το ποσό των 60.000 ευρώ, όπως προκύπτει από την παραδεκτή, κατ` άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπησή της, δέχθηκε τα εξής: I. Ως προς την αγωγή της ...: "...Εξάλλου λαμβανομένων υπ` όψη των συνθηκών υπό τις οποίες έλαβε χώρα το ένδικο ατύχημα, της αποκλειστικής υπαιτιότητος του εναγομένου ... στην πρόκλησή του, της βαρύτητος του τραυματισμού της ενάγουσας, αλλά και του βαθμού της συνυπαιτιότητός της στην έκταση αυτού, της σωματικής και ψυχικής ταλαιπωρίας την οποία υπέστη προς αποκατάσταση της υγείας της [ιατρικές εξετάσεις, νοσηλεία φαρμακευτική αγωγή] η οποία μέχρι σήμερα δεν έχει ολοκληρωθεί πλήρως, της ηλικίας της και της κοινωνικής και οικονομικής καταστάσεώς της, χωρίς να συνεκτιμάται η περιουσιακή κατάσταση της δεύτερης εναγομένης ασφαλιστικής εταιρείας, η ευθύνη της οποίας είναι εγγυητική, η ενάγουσα υπέστη ηθική βλάβη για την οποία δικαιούται ως χρηματική ικανοποίηση το εύλογο ποσό των 25.000 ευρώ". II. Ως προς τις β` και γ` αγωγές [των συγγενών του .. ..]: "...επί τη βάσει των τρεχουσών περιστάσεων και ειδικότερα τον βαθμό πταίσματος του εναγομένου οδηγού .., τον βαθμό συγγένειας και τις σχέσεις αγάπης και στοργής που συνέδεαν τους ενάγοντες με τον θανατωθέντα, την ηλικία του θύματος και των άνω εναγόντων, την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των μερών χωρίς να συνεκτιμάται η περιουσιακή κατάσταση της δεύτερης εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρείας, η ευθύνη της οποίας είναι εγγυητική πρέπει να ορισθούν για έκαστον ενάγοντα τα κατωτέρω ποσά ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση για ψυχική οδύνη: α) για τον αρχικώς πρώτο ενάγοντα που απεβίωσε την 12.8.2014 και κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από την σύζυγο και τις θυγατέρες του που υπεισήλθαν στη θέση του κατά ποσοστό 2/8, 3/8 και 3/8 εξ αδιαιρέτου, αντιστοίχως, το ποσό των 30.000 ευρώ. [Πρέπει να σημειωθεί ότι ως προς το ποσό που επιδικάσθηκε στον θανόντα - ενάγοντα και ο οποίος κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από την σύζυγο και τις θυγατέρες του που υπεισήλθαν στη θέση του κατά ποσοστό 2/8, 3/8 και 3/8 εξ αδιαιρέτου δεν προσβάλλεται με το λόγο αναίρεσης η απόφαση]. Το ποσό αυτό θα καταβληθεί στις ανωτέρω κατά τον λόγο της κληρονομικής μερίδος εκάστης επί της ανωτέρω συνολικής αξιώσεως του αρχικώς ενάγοντος συζύγου και πατέρα τους και συγκεκριμένως στην πρώτη ποσό 7.500 ευρώ [30.000 χ 2/8] και σε εκάστη εκ των λοιπών ποσό 11.250 ευρώ [30.000 χ 3/8], β) για την δεύτερη ενάγουσα γιαγιά του θανατωθέντος από την μητρική γραμμή το ποσό των 30.000 ευρώ και γ) για την τρίτη ενάγουσα γιαγιά του θανατωθέντος από την πατρική γραμμή το ποσό των 30.000 ευρώ... Περαιτέρω καθόσον αφορά την εκκαλουμένη απόφαση που αναφέρεται στην υπό στοιχείο Γ` αγωγή των ..και ...... καθόσον αφορά την χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης των ανωτέρω εναγόντων [δεύτερης και τρίτης] το δικαστήριο επί τη βάσει της ηλικίας του θανατωθέντος ... [26 ετών], της καλής καταστάσεως της υγείας του προ του τραυματισμού του, της οικογενειακής του καταστάσεως [άγαμος], του βαθμού: συναισθηματικής συνδέσεως των ως άνω εναγουσών με το θύμα, της εντάσεως και της διαρκείας του ψυχικού τους άλγους, του βαθμού της αμελείας του εναγομένου ..., της ελλείψεως οιασδήποτε υπαιτιότητος του ... στην πρόκληση του ατυχήματος, το Εφετείο κρίνει ότι η δεύτερη ενάγουσα και μητέρα του θανατωθέντος δικαιούται το εύλογο ποσό των 120.000 ευρώ, από το οποίο το ποσό των 50.000 ευρώ καταψηφιστικώς και το ποσό των 70.000 ευρώ αναγνωριστικώς [50.000 + 70.000] και η τρίτη ενάγουσα αδελφή του το συνολικό ποσό των 60.000 ευρώ, από το οποίο το ποσό των 40.000 ευρώ καταψηφιστικώς και το υπόλοιπο ποσό των 20.000 ευρώ αναγνωριστικώς [40.000 + 20.000], όλα δε τα ανωτέρω ποσά με τον νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι την εξόφληση". Με τις κρίσεις και τις παραδοχές του αυτές το Εφετείο, καθορίζοντας τη χρηματική ικανοποίηση για τους προαναφερόμενους στα ποσά που αναφέρθηκαν πιο πάνω, παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας και υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, αφού τα εν λόγω ποσά, κατά την κοινή πείρα, την δικαστηριακή πρακτική και την περί δικαίου συνείδηση, υπερτερούν, (και μάλιστα καταφανώς) των συνήθως επιδικαζομένων σε παρόμοιες περιπτώσεις. Επομένως το δικαστήριο της ουσίας παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας και υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας και ως εκ τούτου είναι δεκτός ως βάσιμος ο τρίτος λόγος της κρινόμενης αναίρεσης, με τον οποίο αποδίδεται η πλημμέλεια από το άρθρο 559 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ., με την αιτίαση ότι παραβιάσθηκε εν προκειμένω η προβλεπόμενη από το άρθρο 25 παρ. 1 αρχή της αναλογικότητας, καθώς και οι διατάξεις του άρθρου 932 παρ. 1 του ΑΚ. Κατ` ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών ως προς το επιδικασθέν ποσό των 25.000 ευρώ στην ενάγουσα ... ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη, ως προς το επιδικασθέν ποσό των 30.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης στην ενάγουσα γιαγιά του θανατωθέντος από την μητρική γραμμή και ως προς το επιδικασθέν ποσό των 30.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης στην ενάγουσα γιαγιά του θανατωθέντος από την πατρική γραμμή. Επίσης πρέπει να αναιρεθεί ως προς το επιδικασθέν ποσό των 120.000 ευρώ, από το οποίο το ποσό των 50.000 ευρώ καταψηφιστικώς και το ποσό των 70.000 ευρώ αναγνωριστικώς [50.000 + 70.000] ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης στην ενάγουσα μητέρα του θανατωθέντος, και ως προς το επιδικασθέν ποσό των 60.000 ευρώ, από το οποίο το ποσό των 40.000 ευρώ καταψηφιστικώς και το υπόλοιπο ποσό των 20.000 ευρώ αναγνωριστικώς [40.000 + 20.000], στην ενάγουσα αδελφή του θανατωθέντος. Τέλος πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στους αναιρεσείοντες του παραβόλου που κατέβαλαν (άρθρ. 495 παρ. 4 ΚΠολΔ) και να καταδικαστούν οι αναιρεσίβλητοι, που ηττήθηκαν, στα δικαστικά τους έξοδα (άρθρ. 176, 183 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ` αριθμ. 1633/2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, ως προς τα επιδικασθέντα ποσά, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και λόγω ψυχικής οδύνης που αναφέρονται λεπτομερώς παραπάνω. Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, συντιθέμενο από άλλο δικαστή. Διατάσσει την επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου στους αναιρεσείοντες. Και Καταδικάζει τους αναιρεσιβλήτους στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειόντων, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Οκτωβρίου 2019. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 8 Νοεμβρίου 2019. H ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Π.Β.