44/2019 ΕΦ ΛΑΜ

Δεδικασμένο. Αντιφάσκουσες δικαστικές αποφάσεις που παράγουν δεδικασμένο μεταξύ των ιδίων προσώπων και κατά των οποίων δεν χωρά αναίρεση ή αναψηλάφηση. Υπερισχύει το δεδικασμένο της νεότερης απόφασης. Επαγγελματική μίσθωση. Κρίση Μονομελούς Πρωτοδικείου, στα πλαίσια προγενέστερης αντιδικίας, περί λήξεώς της, λόγω ασκήσεως αγωγής απόδοσης εντός εννέα μηνών από τη λήξη της δωδεκαετίας. Τελεσιδικία σχετικού κεφαλαίου της απόφασης. Αντίθετη παρεμπίπτουσα κρίση του Εφετείου περί παρατάσεως της μίσθωσης, επιδικάζοντας διαφορά μισθωμάτων. Εσφαλμένα το Πρωτοδικείο δέχθηκε, επί της προκειμένης υποθέσεως, ότι δεσμευόταν από το δεδικασμένο της προηγούμενης πρωτόδικης και όχι της Εφετειακής απόφασης παρότι ήταν νεότερη, απορρίπτοτας αγωγή διαφορών μισθωμάτων μεταγενέστερης περιόδου. Εξαφανίζει εν μέρει την υπ’ αριθ. 277/2012 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας.

Αριθμός απόφασης: 44/2019 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΛΑΜΙΑΣ Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Παναγιώτη Μπολτέτσο, Εφέτη, τον οποίο όρισε η Πρόεδρος Εφετών και τη Γραμματέα Καλυψώ Πολυχρονάκη. Συνεδρίασε δημόσια, στο ακροατήριό του, στις 8 Μαΐου 2018 για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αιτούντος - καλούντος - εκκαλούντος: ........ κατοίκου Λαμίας, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ευθύμιο Καραΐσκο (Δ.Σ. Λαμίας), σύμφωνα με την από 7-5-2018 δήλωσή του. Του καθ`ού η αίτηση - κλήση - εφεσιβλήτου: ....... κατοίκου Λαμίας, ο οποίος παραστάθηκε διά της παρέχουσας, σύμφωνα με το Ν.3226/04 και δυνάμει της υπ`αριθμ. 24/2018 Πράξης Προέδρου Εφετών Λαμίας, νομική βοήθεια δικηγόρου Ελένης Φίλου (Δ.Σ. Λαμίας). Ο αιτών - καλών - εκκαλών με την υπ’ αριθμό έκθεση κατάθεσης ../../20-8-2010 αγωγή του, που απηύθυνε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας, ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σ’ αυτή. Το Δικαστήριο δικάζοντας την υπόθεση, έκανε δεκτή εν μέρει την αγωγή αυτή, με την υπ`αριθμ. 277/2012 απόφασή του. Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ο αιτών - καλών - εκκαλών με την υπ`αριθμ. έκθ. καταθ. ../4-1-2013 έφεσή του και ο καθ`ού η αίτηση - κλήση - εφεσίβλητος με την υπ`αριθμ. έκθ. καταθ. ../11-11-2013 έφεσή του, η συζήτηση των οποίων προσδιορίστηκε για την δικάσιμο της 8-4-2014, όταν και συζητήθηκε και εκδόθηκε η υπ`αριθμ.79/2014 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Λαμίας. Εν συνεχεία, κατόπιν αναίρεσης, της ως άνω απόφασης, ο αιτών - καλών - εκκαλών με την υπ’ αριθ. έκθεση κατάθεσης ../3-11­2017 αίτηση - κλήση του επανέφερε προς συζήτηση την υπόθεση, η οποία προσδιορίστηκε για την στην αρχή της παρούσης αναφερόμενη δικάσιμο. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτές. ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1 .-Ο ενάγων-εκμισθωτής και ήδη εκκαλών άσκησε κατά του εφεσιβλήτου- μισθωτή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας την από 20-8-2010 αγωγή περί επιδίκασης διαφοράς μισθωμάτων και αποζημίωσης χρήσης. Εκδόθηκε η αριθμ. 277/2012 απόφαση του ανωτέρω που έκανε δεκτή εν μέρει την αγωγή και δη κατά ένα μέρος το αίτημα περί καταψήφισης αποζημίωσης χρήσης (για το ποσό των 1.433,23 ευρώ). Κατά της απόφασης αυτής οι διάδικοι άσκησαν ενώπιον του Εφετείου Λαμίας αντίθετες εφέσεις, οι οποίες συνεκδικάσθηκαν αντιμωλία των διαδίκων. Εκδόθηκε η αριθμ. 79/2014 απόφαση του Εφετείου, με την οποία, η μεν έφεση του ενάγοντος απορρίφθηκε ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, η δε έφεση του εναγομένου έγινε δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη, εξαφανίσθηκε η εκκαλούμενη κατά το κεφάλαιο που έγινε δεκτή η αγωγή και αφού κρατήθηκε και δικάσθηκε η υπόθεση στην ουσία, έγινε δεκτή εν μέρει η αγωγή κατά το κεφάλαιο αυτό. Κατά της απόφασης αυτής ο ενάγων άσκησε ενώπιον του Αρείου Πάγου αναίρεση, η οποία έγινε δεκτή και αναιρέθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το κεφάλαιο αυτής, που αφορά την έφεση του ενάγοντα και παραπέμφθηκε η υπόθεση, κατά το μέρος της που αναιρέθηκε, προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο που θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή. Μετά από αυτά νόμιμα ο ενάγων με την από 3-11-2017 (αριθμ. εκθ. καταθ. ../2017) κλήση του επισπεύδει τη νέα συζήτηση της υπόθεσης σύμφωνα με το άρθρο 581 ΚΠολΔ και η υπόθεση πρέπει να συζητηθεί, αλλά μέσα τα όρια που διαγράφει η αναιρετική απόφαση.- 2.-Η κρινόμενη από 4-1-2013 (αριθμ. εκθ. καταθ. ../2013) έφεσή του εν μέρει ηττηθέντος πρωτόδικα ενάγοντος, η οποία στρέφεται κατά αριθμ. 277/2012 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών (ΚΠολΔ 648 έως 661), αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, στην περιφέρεια του οποίου ανήκει το εκδόσαν την εκκαλουμένη απόφαση Πρωτοδικείο (ΚΠολΔ 19). Ασκήθηκε δε νομότυπα (ΚΠολΔ 495, 511, 513 παρ. 1, 516 παρ. 1, 517) και εμπρόθεσμα (ΚΠολΔ 518 παρ.2). Συνεπώς πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ίδια διαδικασία (ΚΠολΔ 524 παρ. 1, 654 παρ. 2, 649 παρ. 1, 650 επομ.) το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (ΚΠολΔ 533 παρ. 1).- 3.-Ο εκκαλών με την 20-8-2010 (αριθμ. εκθ. καταθ. ../../2010) αγωγή την οποία απηύθυνε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας κατά του εναγομένου και ήδη εφεσιβλήτου, ισχυρίστηκε ότι στις 31-12-1993 ο πατέρας του ..... ας επικαρπωτής μισθίου καταστήματος, που βρίσκεται στην Λαμία, το εκμίσθωσε στον εναγόμενο ως επαγγελματική στέγη για χρονικό διάστημα δέκα ετών, ήτοι από 1-1- 1994 μέχρι 31-12-2003, αντί μηνιαίου μισθώματος ύψους 65.000 δραχμών, αναπροσαρμοζόμενου κατ` έτος κατά 10% επί του καταβαλλομένου μισθώματος και μετά τη λήξη του συμφωνημένου χρόνου μισθώσεως. Ότι ο επικαρπωτής το έτος 2005 παραιτήθηκε από την επικαρπία και έκτοτε ο ενάγων, ψιλός κύριος, υπεισήλθε αυτοδίκαια στην μισθωτική σχέση, μετά την ένωση της επικαρπίας με την ψιλή κυριότητα. Ότι επί της προγενέστερης από 14-3-2006 αγωγής του κατά του εναγομένου, με την οποία ο ενάγων κατήγγειλε την επίδικη μίσθωση λόγω μη καταβολής των μισθωμάτων και ζητούσε την απόδοση του επίδικου μισθίου και την καταβολή σ` αυτόν οφειλόμενων μισθωμάτων, εκδόθηκαν, αρχικά η αριθμ. 86/2007 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας και εν συνεχεία η αριθμ. 45/2009 απόφαση του Εφετείου Λαμίας που με ισχύ δεδικασμένου δέχθηκε ότι με νεώτερη συμφωνία οι διάδικοι συμφώνησαν να αναπροσαρμόζεται το μηνιαίο μίσθωμα από 1-1-1999 σε 6% ετησίως και ότι μετά τη λήξη του συμβατικού χρόνου της μίσθωσης, αυτή παρατάθηκε αναγκαστικά, αρχικά, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 πδ 34/1995, έως την 31-12-2005, οπότε συμπληρώθηκε η ελάχιστη νόμιμη διάρκεια των 12 ετών και εν συνεχεία, κατ` άρθρο 61 περ. δ` του άνω πδ, για 4 ακόμη έτη, δηλαδή μέχρι 31-12-2009, διότι ο ενάγων δεν άσκησε αγωγή α,τίόδοσης του μισθίου εντός εννέα μηνών από τη λήξη της σύμβασης. Ότι, ήδη στις 11-5-2009, ο ενάγων δήλωσε στον εναγόμενο ότι δεν επιθυμεί και δεν συναινεί στη συνέχιση της μισθώσεως μετά την 31-12-­2009 (πέρας της 16ετίας). Ότι η μίσθωση λύθηκε στις 31-12-2009, ο εναγόμενος όμως παρέδωσε το μίσθιο στις 30-4-2010. Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει: α) 7.102,806 ευρώ ως οφειλόμενη διαφορά μεταξύ του καταβαλλόμενου μισθώματος και αυτού που έπρεπε να καταβληθεί κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2007 έως τον δωδέκατο του έτους 2009 και β) 601,996 ευρώ στα οποία συμπεριλαμβάνεται το τέλος χαρτοσήμου 3,6% ως αποζημίωση χρήσης για κάθε μήνα και για το χρονικό διάστημα από την 1-1-2010 έως και 30-4-2010, με το νόμιμο τόκο από τη 2η ημέρα κάθε μισθωτικού μήνα άλλως από 7-7-2009, όταν για την ίδια αξίωση ο ενάγων άσκησε την υπ` αρίθμ. ../../15-6-2009 αγωγή του, που επιδόθηκε στον , εναγόμενο- στις 6-7-2009, άλλως από την επίδοση της υπό κρίση αγωγής. Η υπόθεση εκδικάσθηκε αντιμωλία των διαδίκων και εκδόθηκε η εκκαλουμένη, η οποία, αφού απέρριψε: 1) τα αιτήματα: α) περί επιδίκασης τέλους χαρτοσήμου επί της αποζημίωσης χρήσης και β) περί καταβολής τόκων επί της αποζημίωσης χρήσης για το προ της επίδοσης της ένδικης αγωγής διάστημα, ως μη νόμιμα 2) το αίτημα για καταψήφιση διαφοράς μισθωμάτων 7.102 ευρώ για το διάστημα από 1-1- 2007 έως 31-12-2009, γιατί δέχτηκε ότι υπάρχει δεδικασμένο που απορρέει από το μη εξαφανισθέν κεφάλαιο της αριθμ. 45/2009 τελεσίδικης απόφασης του Εφετείου Λαμίας που δεσμεύει το δικαστήριο ως προς το ζήτημα ότι η συνδέουσα τα μέρη σύμβαση εμπορικής μίσθωσης έχει ήδη λυθεί από 31­-12- 2005, λόγω παρόδου 12ετίας από τη σύναψή της και δεν παρατάθηκε, αφού ο ενάγων εκμισθωτής εναντιώθηκε στην περαιτέρω εκ του νόμου παράτασή της και - επομένως έκτοτε ο εναγόμενος, έστω και να παρέμεινε στη χρήση του μισθίου, δεν οφείλει μισθώματα, αλλά αποζημίωση χρήσης, τελικά έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή κατά το αίτημα καταψήφισης αποζημίωσης χρήσης και δη κατά το ποσό των 1.433,23 ευρώ. Ήδη ο ενάγων με την κρινόμενη έφεσή του προσβάλλει την απόφαση αυτή και προβάλλοντας λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της, ώστε να γίνει αντίστοιχα δεκτή η αγωγή. Πρέπει λοιπόν να ακολουθήσει η ουσιαστική έρευνα των λόγων της έφεσης.- 4.-Από τα άρθρα 321, 322 παρ. 1, 330 και 331 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι το δεδικασμένο καλύπτει, ως ενιαίο όλο, ολόκληρο το δικονομικό συλλογισμό με βάση τον οποίο το δικαστήριο κατέληξε στην αναγνώριση της επίδικης έννομης σχέσης. Συγκεκριμένα, καλύπτει όχι μόνο το δικαίωμα που κρίθηκε, δηλαδή την έννομη σχέση που διαγνώστηκε, αλλά και την ιστορική αιτία που έγινε δεκτή από την απόφαση, υπό την έννοια των περιστατικών τα οποία ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της έννομης σχέσης καθώς και τη νομική αιτία, ήτοι το νομικό χαρακτηρισμό που το δικαστήριο προσέδωσε στα πραγματικά περιστατικά κατά την υπαγωγή τους στη σχετική διάταξη νόμου. Επίσης καλύπτει και τα ζητήματα για τα οποία ήταν αναγκαία η κρίση του δικαστηρίου προς διάγνωση της διαφοράς και τα οποία έτσι στηρίζουν το διατακτικό της απόφασης. Περαιτέρω, η ύπαρξη και η έκταση του δεδικασμένου προκύπτει από το περιεχόμενο της απόφασης και όχι από αυτό της αγωγής που κρίθηκε, έστω και αν το δικαστήριο δεν εξάντλησε το αντικείμενο της ή το υπερέβη ή απομακρύνθηκε από αυτό, αφού δεδικασμένο παράγεται και από εσφαλμένη απόφαση (βλ. Δ. Κονδύλη: Το Δεδικασμένο, σ. 314 επ, ΟλΑΠ 1/2005 Δικη 2ρ05.710, ΑΠ1069/2006 ΕλΔ 2006.1365). Τα προαναφερόμενα ισχύουν και όταν η έννομη σχέση, που έχει διαγνωστεί, αποτελεί προδικαστικό ζήτημα άλλης μεταγενέστερης επίδικης αξίωσης. Επομένως, δεδικασμένο από τελεσίδικη απόφαση δημιουργείται και όταν το αντικείμενο της δίκης που διεξάγεται μεταξύ των ίδιων προσώπων είναι διαφορετικό από εκείνο που ζητήθηκε στη δίκη που προηγήθηκε, έχει, όμως, ως αναγκαία προϋπόθεση την ύπαρξη του δικαιώματος που κρίθηκε στη δίκη εκείνη. Τούτο συμβαίνει, όταν στη νέα δίκη πρόκειται να κριθεί η ίδια έννομη σχέση και το ίδιο ζήτημα, το οποίο κρίθηκε με την προηγούμενη απόφαση όπως συμβαίνει και όταν ζητείται η καταβολή μισθωμάτων ή αποζημίωσης για καταγγελία της σύμβασης μίσθωσης για μεταγενέστερο χρονικό διάστημα από εκείνο που ζητήθηκε με προηγούμενη αγωγή και για το οποίο έχει κριθεί με τελεσίδικη απόφαση το ίδιο δικαίωμα για την καταβολή μισθωμάτων η αποζημίωσης (βλ. ΟλΑΠ 20/2002, ΑΠ 580/2010 ΤΝΠλ Νόμος). Εξάλλου από τη διάταξη του άρθρου 651 εδ. β` ΚΠολΔ, που ορίζει ότι οι αποφάσεις για την παράδοση ή απόδοση της χρήσης του μισθίου αποτελούν δεδικασμένο· μόνο ως προς το ζήτημα της παράδοσης ή απόδοσης της χρήσης του μισθίου, που έχει κριθεί και όχι ως προς τα ζητήματα που κρίθηκαν παρεμπιπτόντως, προκύπτει ότι το από τις προαναφερθείσες αποφάσεις (παράδοσης ή απόδοσης μισθίου) δεδικασμένον εκτείνεται μόνον ως προς το κύριο ζήτημα της παράδοσης ή απόδοσης του μισθίου, τέτοιο δε κύριο ζήτημα είναι, ο λόγος της απόδοσης του μισθίου, όπως τον διαγράφει ο νόμος (βλ. X. Παπαδάκη: Αγωγές Απόδοσης Μισθίου τομ. 2ος , No 3872-3886, ιδίου: Το δεδικασμένο στις μισθωτικές διαφορές, Αρμενόπουλος 1983, σ. 556 επ, ΕφΑΘ 1066/1995 ΕπΔΠολΙ 997.348, ΕφΠειρ 263/1994 ΕπΔΠολ 1994.275, ΕφΠατρ 790/1996 ΕλΔ 1998.186), όπως οι περιπτώσεις λήξης της εμπορικής μίσθωσης του άρθρου 61 του πδ 34/1995 και όχι ως προς τα ζητήματα που κρίθηκαν παρεμπιπτόντως. Η ως άνω διάταξη, αφορά μόνο τις αποφάσεις για την παράδοση ή απόδοση του μισθίου και όχι αποφάσεις για το μίσθιο με άλλο αντικείμενο, όπως την καταβολή μισθωμάτων των συμβληθέντων για τον οποιοδήποτε λόγο. Το τελευταίο αυτό ισχύει και στην περίπτωση που. σωρεύονται στο ίδιο δικόγραφο αγωγή για απόδοση της χρήσης του μισθίου και αγωγή για καταβολή μισθωμάτων (βλ. ΑΠ 1673/2009 ΝοΒ 2010.1997). Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 321, 322, 324 και 544 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι, αν για την αυτή έννομη σχέση εκδόθηκαν δύο. ή περισσότερες αντιφάσκουσες μεταξύ τους δικαστικές αποφάσεις που παράγουν δεδικασμένο μεταξύ των ιδίων προσώπων, αν δεν χωρεί κατ` αυτών αναίρεση ή αναψηλάφηση, δεν καθίστανται ανενεργείς, αλλά κατά την κρατούσα γνώμη ισχύει το δεδικασμένο εκείνο που προέρχεται από τη νεότερη ως προς το χρόνο έκδοσης απόφαση (βλ. Δ. Κονδύλη οπ. σ. 693, Ν. Νίκα: Πολιτική Δικονομία, τ. IΙΙ, 313, ίδιου: Σύγκρουση Δεδικασμένων, Δίκη 1992, 608 επ, X. Απαλαγάκη: Εφαρμογές Πολιτικής Δικονομίας 2Α · σελ. 459, Β. Βαθρακοκοίλη: ΚΠολΔ Ερμηνευτική Νομολογιακή Ανάλυση, 1994, σελ. 462, ΑΠ 493/2011 ΤΝΠλ ΔΣΑ, ΑΠ 125/2007 ΝοΒ 2007.1391, ΑΠ 1845/2005 ΤΝΠλ ΔΣΑ, ΑΠ 659/2003 ΤΝΠλ Νόμος).- 5.-Στην προκείμενη περίπτωση από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, ακόμη και αν δεν πληρούν τους όρους του νόμου (ΚΠολΔ 650 παρ. 1α, 654 παρ. 2, βλ. ολΑπ 13/1998 ΝοΒ 1998.993) και που οι διάδικοι επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν, έστω και για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (ΚΠολΔ 529 παρ. 1α, 591 παρ. 1, 654 παρ. 2, βλ. ΑΠ 771/2010 ΤΝΠλΝόμος), και τα οποία το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Ο ενάγων με την προγενέστερη αριθμ. εκθεσ. καταθ ../../2006 αγωγή, την οποία απηύθυνε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας κατά του εναγομένου και ήδη εφεσιβλήτου, ζήτησε ο τελευταίος να του αποδώσει το μίσθιο κατάστημα, επί των οδών .... και .... στη Λαμία, το οποίο ο εναγόμενος χρησιμόποιούσε για τις επαγγελματικές του ανάγκες, επειδή έληξε η μίσθωση μετά από καταγγελία που ασκήθηκε με την αγωγή, λόγω καθυστέρησης μισθωμάτων (ΑΚ 597),και να υποχρεωθεί να του καταβάλλει νομιμοτόκως το συνολικό ποσό των 5.432,896 ευρώ, που αντιστοιχεί αφενός σε διαφορές μεταξύ των καταβληθέντων μισθωμάτων και αυτών που έπρεπε να καταβληθούν για τα έτη 1999 έως 2005 και αφετέρου σε μη καταβληθέντα μισθώματα των μηνών Ιανουαρίου, Φεβρουάριου και Μαρτίου 2006. Επί της αγωγής εκείνης καθώς και της ασκηθείσας κατά την προφορική συζήτηση της υπόθεσης ανταγωγής του εναγομένου, με την οποία ζητούσε απ` τον ενάγοντα το χρηματικό ποσό των 10.6326, ως άυλη εμπορική αξία σε περίπτωση απόδοσης του μισθίου, λόγω λήξης της μίσθωσης μετά τη συμπλήρωση της αναγκαστικής δωδεκαετούς διάρκειας της, εκδόθηκε η αριθμ. 86/2007 οριστική απόφαση του ως άνω δικαστηρίου, η οποία δέχθηκε εν μέρει την αγωγή και υποχρέωσε τον εναγόμενο να αποδώσει την χρήση του μισθίου, λόγω λήξης του ελάχιστου νόμιμου χρόνου της μίσθωσης (12ετία), επίσης δέχθηκε την ανταγωγή, υποχρεώνοντας τον αντεναγόμενο να καταβάλει στον αντενάγοντα ως άυλη εμπορική αξία το ποσό των 10.6326 ευρώ, ενώ απέρριψε την αγωγή κατά το αίτημα καταψήφισης διαφορών μισθωμάτων και καθυστερούμενων μισθωμάτων. Στην συνέχεια, η παραπάνω απόφαση εφεσιβλήθηκε από τον ενάγοντα και εκδόθηκε η αριθμ. 45/2009 απόφαση του Εφετείου Λαμίας, η οποία έκρινε τα εξής: Με το από 14-1-1994 ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης ο πατέρας του ενάγοντος, ..... επικαρπωτής ως άνω ισόγειου καταστήματος, επιφάνειας 38,80τμ, το εκμίσθωσε στον εναγόμενο, προκειμένου ο τελευταίος να το χρησιμοποιήσει ως κατάστημα ... Η διάρκεια της μίσθωσης ορίστηκε για χρονικό διάστημα δέκα (10) ετών, ήτοι από 1-1- 1994 έως 31-12-2003, ενώ μετά τη συμβατική λήξη της παρατάθηκε αναγκαστικά σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 π.δ 34/1995, έως την 31-12-2005, οπότε συμπληρώθηκε η ελάχιστη νόμιμη διάρκεια των 12 ετών. Το μηνιαίο μίσθωμα, καταβαλλόμενο την 1η ημέρα εκάστου μισθωτικού μηνός, ορίστηκε στο ποσό των 65.000 δρχ (190,756 ευρώ), πλέον τέλους χαρτοσήμου 3,6% για το πρώτο· μισθωτικό έτος, ενώ για κάθε επόμενο μισθωτικό έτος ορίστηκε ότι θα αναπροσαρμόζεται κατά ποσοστό 10% . ετησίως επί του καταβαλλόμενου μισθώματος. Δυνάμει της αριθμ. .../30-7-2005 πράξης της συμβ/φου Λαμίας ......., που μεταγράφηκε νόμιμα, ο αρχικός εκμισθωτής παραιτήθηκε από το δικαίωμα της επικαρπίας και στη θέση του στην ενοχική σχέση της μίσθωσης υπεισήλθε έκτοτε (30-7- 2005) αυτοδίκαια ο ενάγων και μέχρι τότε ψιλός κύριος του ακινήτου. Με νεότερη συμφωνία που συνήφθη σιωπηρά μεταξύ του εναγομένου μισθωτή και του αρχικού εκμισθωτή από 1-1­1999, τροποποιήθηκε ο κατά τα άνω όρος περί αύξησης κατ` έτος του μισθώματος κατά 10% και καθορίσθηκε το ποσοστό αυτό σε 6% έτησίως. Ο εναγόμενος κατέβαλε στον αρχικό εκμισθωτή το μίσθωμα, το οποίο προσέφερε υπολογίζοντας την αναπροσαρμογή του ύψους του σε 6% ετησίως επί του καταβαλλομένου μισθώματος του προηγουμένου έτους, το οποίο ο τελευταίος εισέπραττε αδιαμαρτύρητα. Το ίδιο έπραττε και ο ενάγων, από της υπεισέλευσής του στην μισθωτική σχέση στις 30-7-2005 έως το μήνα Δεκέμβριο 2005, το ως, άνω μηνιαίο μίσθωμα των 443,82 ευρώ και συνεπώς εναγόμενος δεν οφείλει τις αναφερόμενες στην αγωγή διαφορές μισθωμάτων από 1-1-1999 έως και τις 31­-12-2005. Περαιτέρω έκρινε ότι: Μετά τη συμπλήρωση της ελάχιστης νόμιμης διάρκειας της μίσθωσης των δώδεκα ετών, την 31-12-2005, ο εναγόμενος παρέμεινε στο μίσθιο χωρίς ο ενάγων να εναντιωθεί, δείχνοντας ότι επιθυμεί τη συνέχιση της μίσθωσης. Ο εναγόμενος κατέβαλε ως μηνιαίο μίσθωμα για τους μήνες Ιανουάριο, Φεβρουάριο και Μάρτιο 2006 αυτό που κατέβαλε κατά το έτος 2005 αυξημένο κατά ποσοστό 6%, πλέον τέλους χαρτοσήμου 3,6%, ήτοι 470 ευρώ (=428 ευρώ καταβαλλόμενο μίσθωμα κατά το έτος 2005 X 6% = 454 ευρώ μηνιαίως +τέλος χαρτοσήμου από 16 ευρώ). Επίσης, έκρινε ότι δεν συντρέχει υπερημερία του εναγομένου ως προς την καταβολή· του μισθώματος και ότι συνεπώς δε δικαιολογείται απόδοση του μισθίου λόγω καταγγελίας της μίσθωσης για καθυστέρηση μισθωμάτων και ότι η αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως, ουσιαστικά αβάσιμη κατά το κεφάλαιο της περί απόδοσης της χρήσης του μισθίου, λόγω καταγγελίας της μίσθωσης για καθυστέρηση μισθωμάτων. Όμως, επειδή η πρωτοβάθμια απόφαση, μεταβάλλοντας απαράδεκτα τη βάση της αγωγής για απόδοση του μισθίου, λόγω καταγγελίας εξαιτίας καθυστέρησης μισθωμάτων, έκανε δεκτή την αγωγή ως προς το αίτημα απόδοσης του μισθίου· με το σκεπτικό ότι επήλθε η λύση της μίσθωσης, στις 31-12-2005, λόγω παρόδου δωδεκαετίας από τη σύναψή της και ότι δεν παρατάθηκε περαιτέρω για τέσσερα έτη, γιατί ο ενάγων εναντιώθηκε στην ανανέωση της μίσθωσης, το Εφετείο έκρινε ότι δεν μπορούσε στην προκειμένη περίπτωση, εξαφανίζοντας προηγούμενα την εκκαλούμενη πρωτοβάθμια απόφαση, να δικάσει την αγωγή και ως προς το αίτημα της απόδοσης και να την απορρίψει, διότι, έτσι θα καθιστούσε τη θέση του εκκαλούντος - ενάγοντος δυσμενέστερη, χωρίς μάλιστα ο εφεσίβλητος να έχει ασκήσει έφεση ή αντέφεση. Επίσης έκρινε ως μη νόμιμη την ανταγωγή, που άσκησε ο εναγόμενος ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, περί υποχρέωσης του αντεναγομένου-ενάγοντος στην καταβολή 10.632 ευρώ, ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της άυλης εμπορικής αξίας του μίσθιου, σε περίπτωση απόδοσης της χρήσεως του μισθίου λόγω λήξης της μίσθωσης, αφού δεν καθιερώνεται γενική υποχρέωση του εκμισθωτή καταβολής της αποζημίωσης αυτής σε κάθε περίπτωση λύσης της εμπορικής μίσθωσης, δηλαδή για κάθε λόγο που προβλέπεται στο πδ 34/1995 ή τον ΑΚ, αλλά η πιο πάνω αποζημίωση οφείλεται μόνο στις προπαρατιθέμενες περιπτώσεις, που περιοριστικά αναφέρει ο νόμος. Εν συνεχεία το Εφετείο έκανε δεκτή την έφεση κατά το κεφάλαιο της εκκαλουμένης, με το οποίο έγινε δεκτή η ανταγωγή, εξαφάνισε την προβαλλόμενη απόφαση κατά τούτο και δικάζοντας επί της ανταγωγής απέρριψε αυτή.- 6.-Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το Μονομελές Πρωτοδικείο Λαμίας και Εφετείο Λαμίας, που δίκασαν την προγενέστερη αριθμ. εκθεσ. καταθ ../../2006 αγωγή, ερεύνησαν την ύπαρξη ενεργούς μίσθωσης μετά την 31-12-2005. Το μεν Μονομελές Πρωτοδικείο, κρίνοντας επί του λόγου αυτού απόδοσης του μισθίου (έστω και εσφαλμένα, αφού δεν το αίτημα δεν εδραζόταν στο λόγο αυτό, αλλά στην καταγγελία εξαιτίας καθυστέρησης μισθωμάτων), δέχθηκε ότι η σύμβαση μίσθωσης έληξε στις 31- 12- 2005, επειδή συμπληρώθηκε η αναγκαστική δωδεκαετής διάρκεια της μίσθωσης και ασκήθηκε αγωγή απόδοσης του μισθίου (εναντίωση εκμισθωτή) εντός εννέα μηνών από τη παραπάνω αναγκαστική διάρκεια. Να σημειωθεί ότι κατά το ως άνω κεφάλαιο η αριθμ. 86/2007 οριστική απόφαση του παραπάνω δικαστηρίου δεν εξαφανίστηκε από την αριθμ. 45/2009 απόφαση του Εφετείου Λαμίας και συνεπώς τελεσιδίκησε, παράγοντας δεδικασμένο. Το δε Εφετείο Λαμίας, με την παραπάνω απόφασή του, κρίνοντας παρεμπιπτόντως και ως αναγκαία προϋπόθεση της κύριας απαίτησης του ενάγοντος για καταψήφιση μη καταβληθέντων μισθωμάτων των μηνών Ιανουαρίου, Φεβρουάριου και Μαρτίου 2006, δέχθηκε αντίθετα, δηλαδή, ότι η επίδικη μίσθωση μετά τη λήξη της δωδεκαετούς διάρκειας στις 31-12- 2005, παρατάθηκε, αφού ο εναγόμενος παρέμεινε στο μίσθιο χωρίς ο ενάγων να εναντιωθεί και να ασκήσει αγωγή απόδοσης του μισθίου εντός εννέα μηνών, παράγοντας έτσι δεδικασμένο σύμφωνα με το άρθρο 331 ΚΠολΔ. Οι παραπάνω όμως αποφάσεις αντιφάσκουν μεταξύ τους, με αποτέλεσμα να δημιουργείται κατά τον τρόπο αυτό σύγκρουση δεδικασμένων σχετικά με το ζήτημα της λύσης ή μη της μίσθωσης μετά την 31­-12-2005. Στην περίπτωση αυτή το Δικαστήριο τούτο, ακολουθώντας την κρατούσα γνώμη, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη νομική σκέψη, θεωρεί ότι δεδικασμένο που δεσμεύει το Δικαστήριο ως προς το παραπάνω ζήτημα δημιουργείται από τη νεότερη απόφαση, δηλαδή την με αριθμ. 45/2009 απόφαση του Εφετείου Λαμίας, κατά της οποίας δεν χωρεί αναψηλάφηση, αφού παρήλθε η, κατ` άρθρο 545 παρ. 5 ΚΠολΔ, καταχρηστική προθεσμία των τριών (3) ετών από τη δημοσίευση της (31-3-2009), εφόσον από τα προσκομιζόμενα έγγραφα δεν προκύπτει ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση αυτής. Το πρωτοβάθμιο- δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του, αφού δέχθηκε ότι ως προς το παραπάνω ζήτημα, δηλαδή ότι σύμβαση εμπορικής μίσθωσης έχει ήδη λυθεί από 31-12-2005 λόγω παρόδου 12ετίας, υπάρχει δεδικασμένο που απορρέει από την αριθμ. 86/2007 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμία και επομένως ότι από τις 31-12-2005 και εφεξής, ο ενάγων για όσο χρόνο ο εναγόμενος παράνομα παρακρατούσε το μίσθιο δικαιούνταν να ζητήσει μόνο αποζημίωση χρήσης και όχι μίσθωμα, βάσει ενεργούς μίσθωσης και εν συνεχεία απέρριψε την αγωγή κατά το μέρος που ζητούνταν μισθώματα για το χρονικό διάστημα από 1-1-2007 έως 31-12- 2009, έσφαλε και δεν εκτίμησε σωστά τις αποδείξεις. Γι` αυτό και ο λόγος της έφεσης, με τον οποίο ο ενάγων παραπονείται για την παραδοχή της εκκαλούμενης ότι υπάρχει δεδικασμένο για το ανωτέρω ζήτημα, πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος. Στη συνέχεια, πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση κατά το σχετικό της κεφάλαιο (μέσα στα όρια που διαγράφει η αναιρετική απόφαση),να κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο τούτο- (ΚΠολΔ 535 παρ. 1) και να ερευνηθεί η αγωγή κατά το σχετικό της αίτημα.- 7.-Περαιτέρω από τα ως άνω αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκε ότι: Μετά τη, λήξη της 12ετούς διάρκειας της η επίδικη μίσθωση παρατάθηκε για μία τετραετία μέχρι την 31-12-2009, δυνάμει του άρθρου 61 περ. δ` του πδ 34/1995, αφού ο μεν εναγόμενος παρέμεινε στο μίσθιο, ο δε ενάγων δεν άσκησε αγωγή απόδοσης του μισθίου εντός 9μήνου από τη λήξη της. Η μίσθωση τελικά λύθηκε στις 31-12-2009, καθόσον στις 11 -5-2009 ο ενάγων δήλωσε στον εναγόμενο ότι δεν συναινεί στη συνέχισή της μετά την 31-12-2009 (πέρας της 16ετίας). Το ύψος του μηνιαίου μισθώματος με βάση τη νεότερη συμφωνία που συνήφθη σιωπηρά μεταξύ του εναγομένου μισθωτή και του αρχικού εκμισθωτή περί τροποποίησης του όρου περί αύξησης κατ` έτος του μισθώματος από 10% σε 6% ετησίως, διαμορφώθηκε: α) για το μισθωτικό έτος 2007 στο ποσό των 498,20 ευρώ (=470 ευρώΧ6%), πλέον των τελών χαρτοσήμου από 3,6% (=17,93 ευρώ) και συνολικά σε 516,13 ευρώ, β) για το μισθωτικό έτος 2008 στο ποσό των 528,09 ευρώ (=498,20 ευρώΧ6%), πλέον των τελών χαρτοσήμου από 3,6% (=19,01 ευρώ) και συνολικά σε 547,10 ευρώ και γ) για το μισθωτικό έτος 2009 στο ποσό των 579,92 ευρώ (=528,09 ευρώΧ6%), πλέον των τελών χαρτοσήμου από 3,6% (=20,87ευρώ) και συνολικά σε 600,79 ευρώ. Έναντι του ως άνω διαμορφωθέντος μηνιαίου μισθώματος ο εναγόμενος κατέβαλε για όλο το ως άνω χρονικό διάστημα (1-1-2007 έως 31-12-2009) το ποσό των 470 ευρώ κατά μήνα. Έτσι, η διαφορά μεταξύ του καταβληθέντος μισθώματος και αυτού που έπρεπε να καταβληθεί για το ως χρονικό διάστημα, κατά μισθωτικό έτος, ανέρχεται σε: α) για το μισθωτικό έτος 2007 στο ποσό των 553.56 ευρώ (=46,13 ευρώ κατά μήνα X 12 μήνες), β) για το μισθωτικό έτος 2008 στο ποσό των 925,2 ευρώ (=77,10 ευρώ κατά μήνα X 12 μήνες) και γ) για το μισθωτικό έτος 2009 στο ποσό των 1.569,48 ευρώ (=130,79 ευρώ κατά μήνα X 12 μήνες). Συνεπώς, ο εναγόμενος οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα ως διαφορές για τα μισθωτικά έτη 2008 και 2009 τα παραπάνω ποσά, για δε το μισθωτικό έτος 2007 κατά εφαρμογή της αρχής της διάθεσης (ΚΠολΔ106), το αιτούμενο ποσό των 350,52 ευρώ και συνολικά 2.845,20 ευρώ (=350,52+925,2+1.569,48) με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.- 8.-Σύμφωνα με τα ανωτέρω η αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως κατ` ουσία βάσιμη κατά το σχετικό της κεφάλαιο να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει για την παραπάνω αιτία στον ενάγοντα το ως άνω ποσό με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εναγομένου που ηττάται θα κατανεμηθούν, αλλά κατά την έκταση της ήττας του (ΚΠολΔ 178 παρ. 1 και 183), όπως` ορίζεται στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει, κατ` άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ, εφόσον η έφεση έγινε δεκτή και εξαφανίσθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, το αριθμ. Η ... παράβολο δημοσίου (διπλότυπο είσπραξης ΔΟΥ ...), ποσού διακοσίων (200) ευρώ, να επιστραφεί στον εκκαλούντα.- ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων- ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ` ουσία την έφεση.- ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη και με αριθμ. 277/2012 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας κατά το μέρος που απορρίφθηκε το αίτημα της από 20-8-2010 (αριθμ. εκθ. καταθ. ../../2010) αγωγής περί καταψήφισης διαφορών μεταξύ καταβληθέντων μισθωμάτων και αυτών που έπρεπε να καταβληθούν για το ως χρονικό διάστημα από 1-1-2007 έως 31-12-­2009.- ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει την αγωγή κατά το παραπάνω αίτημα.- ΔΕΧΕΤΑΙ κατά ένα μέρος την αγωγή.- ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των δύο χιλιάδων οκτακοσίων σαράντα πέντε ευρώ και είκοσι λεπτών (2.845,20) με το νόμιμο τόμο από την επίδοση της αγωγής.- ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον εναγόμενο στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, που προσδιορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.- ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του αριθμ. ... παραβόλου δημοσίου (διπλότυπου είσπραξης ΔΟΥ ..), ποσού διακοσίων (200) ευρώ,στον εκκαλούντα.- ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στις 21 Μαΐου 2019 στη Λαμία, σε δημόσια έκτακτη συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι αυτών. Ο ΕΦΕΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Μ.Δ.