553/2019 ΑΠ

Αυτοκινητικό ατύχημα. Νοσήλια. Σε αυτά εντάσσεται η δαπάνη για την πρόσληψη αποκλειστικής νοσοκόμου εκ μέρους του ζημιωθέντος. Πλασματική δαπάνη οικιακής βοηθού ή αποκλειστικής νοσοκόμου. Επιδικάζεται το ποσό που θα κατέβαλε ο τραυματισθείς σε τρίτο πρόσωπο, ακόμα και εάν δεν κατέβαλε κανένα ποσό στους οικείους του που ασχολήθηκαν με τη φροντίδα του. Ένσταση συνυπαιτιότητας του παθόντος λόγω της παράλειψής του να μετέλθει άλλο επάγγελμα, που δεν εμποδιζόταν από τον τραυματισμό του, παραλείποντας να μετριάσει την έκταση της ζημίας του. Εσφαλμένα απερρίφθη από το Εφετείο ως αόριστη, καθώς δεν ήταν δε αναγκαία η παράθεση των γραμματικών γνώσεων της ενάγουσας, που εργαζόταν σε μπουφέ, αφού για τα αναφερθέντα οικονομικώς ισοδύναμα επαγγέλματα δεν απαιτούνταν ειδικές γνώσεις. Μη λήψη υπόψη αποδεικτικών μέσων. Δεν καθίσταται απολύτως βέβαιο ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη έγγραφα από τα οποία αποδεικνυόταν ότι η ενάγουσα είχε εργασθεί, μετά το ατύχημα σε διάφορες εργασίες, επιδικάζοντάς της διαφυγόντα εισοδήματα. Δήλωση φόρου εισοδήματος. Δεν αποτελεί πλήρη απόδειξη ως προς το ύψος των εισοδημάτων που δηλώθηκαν και χωρεί ανταπόδειξη. Χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και χρηματική παροχή λόγω αναπηρίας ή παραμόρφωσης. Μπορούν να επιδικασθούν σωρευτικά. Παράβαση, από το Εφετείο, της αρχής της αναλογικότητας κατά τον καθορισμό των ποσών τους. Ορισμένο λόγου αναίρεσης. Πρέπει ο ισχυρισμός στον οποίο στηρίζεται, να παρατίθεται, όπως προτάθηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και να αναφέρεται ο τρόπος και ο χρόνος πρότασης ή επαναφοράς στο Εφετείο. Αναιρεί εν μέρει την υπ` αριθ. 887/2017 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών

Αριθμός 553/2019 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Δ` Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ειρήνη Κιουρκτσόγλου - Πετρουλάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Σοφία Ντάντου, Μαρία Τζανακάκη, Αντώνιο Τσαλαπόρτα και Κωνσταντίνο Παναρίτη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 7 Δεκεμβρίου 2018, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ: Α. Των αναιρεσειουσών: 1) Ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία "... ." και το διακριτικό τίτλο "...", που εδρεύει στην …και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) ... του .., κατοίκου ..., οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ευθύμιο Καραΐσκο με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ. Της αναιρεσίβλητης: ... του .., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Πέτσα. Β. Της αναιρεσείουσας: ... του .., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Πέτσα. Των αναιρεσιβλήτων: 1) ... του .., κατοίκου ... και 2) ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία "... .. - ...", που εδρεύει στην …και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ευθύμιο Καραΐσκο με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 8-1-2013 αγωγή της... του .., που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάστηκε με την από 1-2-2013 κύρια παρέμβαση - αγωγή του "ΙΚΑ - ΕΤΑΜ", μη διαδίκου στην παρούσα δίκη. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2992/2013 εν μέρει μη οριστική και 2296/2015 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 887/2017 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι υπό στοιχ. Α αναιρεσείουσες με την από 25-5-2017 αίτησή τους και η υπό στοιχ. Β αναιρεσείουσα με την από 30-3-2018 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση των υποθέσεων αυτών, με Εισηγητή τον Αρεοπαγίτη Κωνσταντίνο Παναρίτη, που εκφωνήθηκαν από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος της υπό στοιχ. Β αναιρεσείουσας - υπό στοιχ. Α αναιρεσίβλητης ζήτησε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσής του, την απόρριψη της αντίθετης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Kατά την αναφερόμενη στην αρχή της αποφάσεως δικάσιμο συζητήθηκαν: 1) η από 25-5-2017 (ειδ. αριθμ. καταθ. ../2017) και 2) η από 30-3-2018 (ειδ. αριθμ. καταθ. ../2018) αιτήσεις για αναίρεση της υπ` αριθμ. 887/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Οι αιτήσεις αυτές πρέπει να συνεκδικασθούν (άρθρα 573 παρ. 1 και 246 ΚΠολΔ) και να ερευνηθεί στη συνέχεια η βασιμότητα των διατυπουμένων σε αυτές λόγων. Από την παραδεκτή κατ` άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της υπόθεσης προκύπτει, κατά το ενδιαφέρον στην παρούσα υπόθεση μέρος, ότι επί της από 8-1-2013 (αριθμ. έκθ. κατάθ. ../../2013) αγωγής της ... (ήδη αναιρεσίβλητης και αναιρεσείουσας) κατά των... και της ασφαλιστικής εταιρείας με τη επωνυμία "... .. - ..." (αναιρεσειουσών-αναιρεσιβλήτων), για αποκατάσταση της θετικής και αποθετικής ζημίας, για αποζημίωση κατ` άρθρο 931 ΑΚ και για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, συνεπεία των υλικών και σωματικών βλαβών που υπέστη κατά το αναφερόμενο τροχαίο ατύχημα, εκδόθηκαν η υπ` αριθμ. 2992/2013 εν μέρει οριστική απόφαση, η οποία έκρινε την πρώτη εναγομένη αποκλειστικά υπαίτια του ενδίκου τροχαίου ατυχήματος, και στη συνέχεια η υπ` αριθμ. 2296/2015 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με τις οποίες έγινε κατά ένα μέρος δεκτή ως κατ` ουσίαν βάσιμη η ως άνω αγωγή. Κατά των αποφάσεων αυτών άσκησαν εφέσεις οι ως άνω διάδικοι, επί των οποίων εκδόθηκε η υπ` αριθμ. 887/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών (αναιρεσιβαλλόμενη), με την οποία απορρίφθηκε κατ` ουσίαν η έφεση της ενάγουσας και έγινε δεκτή η έφεση των εναγομένων, και, αφού εξαφανίσθηκε η υπ` αριθμ. 2296/2015 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, έγινε εν μέρει δεκτή η ως άνω αγωγή. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 297, 298, 330 και 914 ΑΚ συνάγεται ότι προϋπόθεση της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία είναι η υπαιτιότητα του υπόχρεου, η οποία υπάρχει και στην περίπτωση της αμέλειας, δηλαδή όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, η παράνομη συμπεριφορά του υπόχρεου σε αποζημίωση έναντι εκείνου που ζημιώθηκε και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας. Τα πιο πάνω έχουν εφαρμογή και στην περίπτωση του άρθρου 10 του ν. ΓΠΝ/1911, ως προς την υπαιτιότητα των οδηγών των συγκρουσθέντων αυτοκινήτων, κατά το οποίο είναι εφαρμοστέα η διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ. Περαιτέρω από τη διάταξη 300 ΑΚ, η οποία εφαρμόζεται σε κάθε περίπτωση ζημίας και επομένως και σε αυτή από αδικοπραξία των άρθρων 914 επ. ΑΚ, προκύπτει ότι, όταν στη γένεση ή στην επέλευση της ζημίας συντέλεσε και πταίσμα του ζημιωθέντος, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 330 ΑΚ, το δικαστήριο της ουσίας μπορεί κατά την ελεύθερη κρίση του, αφού σταθμίσει τις περιστάσεις και ιδιαίτερα το βαθμό του πταίσματος του ζημιωθέντος, να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό αυτής. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας για τη συνδρομή ή μη πταίσματος του ζημιωθέντος είναι κρίση σχετική με νομική έννοια και υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο κατά τις διατάξεις του άρθρου 559 αρ. 1 και 19 ΚΠολΔ, για ευθεία και εκ πλαγίου παράβαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου, καθώς και για παράβαση διδαγμάτων κοινής πείρας. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 562 παρ. 2 ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτος λόγος αναίρεσης που στηρίζεται σε ισχυρισμό ο οποίος δεν προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται α) για παράβαση που δεν μπορεί να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση και γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη. Η διάταξη αυτή, που αναφέρεται σε όλους τους λόγους της αναίρεσης και αποτελεί εκδήλωση της θεμελιώδους αρχής ότι ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας με βάση την πραγματική κατάσταση που όφειλε να λάβει υπόψη ο ουσιαστικός δικαστής, καθιερώνει ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού των λόγων της αναίρεσης, η συνδρομή της οποίας πρέπει να προκύπτει από το αναιρετήριο. Πρέπει, δηλαδή, ο ισχυρισμός που στηρίζει το λόγο αναίρεσης, να παρατίθεται στο αναιρετήριο, όπως προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας και να αναφέρεται ο τρόπος και ο χρόνος πρότασης ή επαναφοράς στο Εφετείο, εκτός αν συμβαίνει κάποια από τις προβλεπόμενες από τη διάταξη αυτή εξαιρέσεις υπό στοιχεία α` και β`, ενώ για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη πρέπει και πάλι τα πραγματικά περιστατικά που τον στηρίζουν να έχουν προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας και να γίνεται στο αναιρετήριο επίκληση της υποβολής τους (Ολ.ΑΠ15/2000, ΑΠ 386/2017). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της από 25-5-2017 αίτησης αναίρεσης των εναγομένων από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ προβάλλεται η αιτίαση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει ελλιπείς, ασαφείς και ανεπαρκείς αιτιολογίες που καθιστούν ανέφικτο τον έλεγχο ως προς την ορθή εφαρμογή των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν και ειδικότερα δεν αναφέρει στοιχεία που είναι αναγκαία για να κριθεί αν η ενάγουσα θα μπορούσε να αποφύγει το ατύχημα και αν η τροχοπέδηση της μοτοσυκλέτας θα απέτρεπε τη σύγκρουση με το όχημα της πρώτης εναγομένης. Ο λόγος αυτός αναίρεσης, με τον οποίο οι αναιρεσείουσες διατείνονται ότι η αναιρεσίβλητη είναι συνυπαίτια της ένδικης σύγκρουσης και των συνεπειών της, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας του, αφού οι αναιρεσείουσες δεν εκθέτουν στο αναιρετήριο ότι τυχόν νομοτύπως προβληθείσα ένσταση συνυπαιτιότητας στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο επανέφεραν στο Εφετείο ως εκκαλούσες με λόγο εφέσεως, είτε υποβλήθηκε για πρώτη φορά στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο υπό τις προϋποθέσεις των άρθρων 527 σε συνδυασμό με 269 ΚΠολΔ, ενώ δεν συντρέχει καμιά από τις εξαιρετικές περιπτώσεις του άρθρου 562 παρ. 2 ΚΠολΔ. Κατά το άρθρο 298 εδαφ. α` ΑΚ η αποζημίωση περιλαμβάνει τη μείωση της υπάρχουσας περιουσίας του δανειστή (θετική ζημία), καθώς και το διαφυγόν κέρδος. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 929 εδαφ. α` ΑΚ, σε περίπτωση βλάβης του σώματος ή της υγείας προσώπου η αποζημίωση περιλαμβάνει, εκτός από τα νοσήλια και τη ζημία που ήδη έχει επέλθει, οτιδήποτε ο παθών θα στερείται στο μέλλον ή θα ξοδεύει επιπλέον εξαιτίας της αύξησης των δαπανών του. Ως νοσήλια νοούνται οι δαπάνες που είναι αναγκαίες για την αποκατάσταση της υγείας του παθόντος, όπως είναι, εκτός των άλλων, και η δαπάνη για την πρόσληψη αποκλειστικής νοσοκόμου είτε στην οικία του είτε στο νοσοκομείο, όταν οι περιστάσεις το επιβάλλουν. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 930 παρ. 3 ΑΚ, που ορίζει ότι η αξίωση αποζημίωσης δεν αποκλείεται από το λόγο ότι κάποιος άλλος έχει την υποχρέωση να αποζημιώσει ή να διατρέφει αυτόν που αδικήθηκε και η οποία αποτελεί εκδήλωση της νομοθετικής βούλησης να μην αποβεί προς όφελος του ζημιώσαντος το γεγονός ότι κάποιος άλλος υποχρεούται από το νόμο ή από άλλο λόγο να αποζημιώσει ή να διατρέφει τον παθόντα, συνάγεται ότι στην περίπτωση που, εξαιτίας του είδους και της σοβαρότητας του τραυματισμού του τελευταίου, αυτός αδυνατεί να αυτοεξυπερετηθεί και έχει ανάγκη πρόσληψης αποκλειστικής νοσοκόμου-οικιακής βοηθού, για τη φροντίδα και την εξυπηρέτησή του, έργο το οποίο αναλαμβάνει, με εντατικοποίηση των δυνάμεων του, συγγενικό ή φιλικό του πρόσωπο, το οποίο, με τις προς τον παθόντα υπηρεσίες του, καλύπτει την πιο πάνω ανάγκη πρόσληψης οικιακής βοηθού ή αποκλειστικής νοσοκόμου, θεμελιώνεται αξίωση αποζημίωσης του παθόντος κατά του υπόχρεου. Τέτοια συγγενικά πρόσωπα, κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης, μπορεί να είναι και η σύζυγος, οι γονείς, τα πεθερικά ή άλλα ή άλλοι στενοί συγγενείς, αλλά και φιλικά πρόσωπα. Συνεπώς, ο τραυματισθείς από αδικοπραξία τρίτου, ο οποίος δέχεται τις αναγκαίως αυξημένες περιποιήσεις και φροντίδες αυτών, προς αποκατάσταση της υγείας του, δικαιούται να απαιτήσει από τον υπόχρεο προς αποζημίωση, το ποσό που θα ήταν υποχρεωμένος να καταβάλει σε τρίτο πρόσωπο, που θα προσλάμβανε για το σκοπό αυτόν, έστω και αν στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν κατέβαλε κανένα ποσό στους ως άνω οικείους του, οι οποίοι με υπερένταση των δυνάμεών τους και σε βάρος άλλων ενασχολήσεών τους, ασχολούνται με τη φροντίδα για την αποκατάσταση της υγείας του παθόντος συγγενούς ή φίλου τους (ΑΠ 1622/2013, ΑΠ 132/2010, ΑΠ 833/ 2005). Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο, σε σχέση με τις συνθήκες του ατυχήματος, τον τραυματισμό της ενάγουσας - αναιρεσίβλητης - αναιρεσείουσας κατ` αυτό και την αντιμετώπισή του, δέχθηκε, ανέλεγκτα, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Στις 31-10-2010 και περί ώρα 01.55`, η ενάγουσα οδηγούσε την υπ` αριθμ. κυκλοφ. …. δίκυκλη μοτοσυκλέτα, ιδιοκτησίας της, επί της οδού .. με κατεύθυνση προς Σύνταγμα, στη δεύτερη από αριστερά λωρίδα κυκλοφορίας. Η οδός .. είναι μονής κατεύθυνσης με τέσσερις λωρίδες κυκλοφορίας, στο τμήμα δε αυτής που μεσολαβεί από το ύψος της οδού... έως το ύψος της οδού .., υπάρχει στη δεξιά πλευρά παράδρομος (που χωρίζεται με την οδό .. με νησίδα), που χρησιμοποιείται ως αφετηρία των λεωφορείων του ΟΑΣΑ. Όταν η ενάγουσα πλησίασε στο ύψος της συμβολής της οδού .. με την οδό .., η πρώτη των εναγομένων..., η οποία κατά τον παραπάνω χρόνο οδηγούσε το υπ` αριθμ. κυκλοφ. .... .. αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας της, που ήταν ασφαλισμένο για τις έναντι τρίτων ζημίες στη δεύτερη εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία, στον ως άνω παράδρομο της οδού .. με κατεύθυνση προς Σύνταγμα, επιχείρησε αιφνίδια αριστερό ελιγμό, προκειμένου να εισέλθει στην οδό .., με αποτέλεσμα να παρεμβληθεί στην πορεία της μοτοσυκλέτας και να προκαλέσει τη σύγκρουση των δύο οχημάτων, εξαιτίας της οποίας η ενάγουσα εκτινάχθηκε στο πεζοδρόμιο, με αποτέλεσμα να τραυματισθεί σοβαρά. Με τα δεδομένα αυτά, αποκλειστικά υπαίτια του ενδίκου τροχαίου ατυχήματος, είναι η πρώτη εναγομένη οδηγός του ..... αυτοκινήτου. Η ενάγουσα διακομίσθηκε στο Νοσοκομείο … "...", όπου διαπιστώθηκε ότι είχε υποστεί, κάταγμα ιερού οστού, κάταγμα ηβοϊσχιακών κλάδων, διάσταση ηβικής συμφύσεως με εξάρθρημα και αστάθεια ιερολαγωνίων αρθρώσεων, συντριπτικό κάταγμα αριστερού μηριαίου, κάταγμα σκαφοειδούς δεξιού χεριού και θλαστικά τραύματα αριστερής βουβωνικής χώρας. Αντιμετωπίσθηκε χειρουργικά για τις πολλαπλές κακώσεις της λεκάνης, με τοποθέτηση εξωτερικής οστεοσύνθεσης, καθώς και για το συντριπτικό κάταγμα του μηριαίου, με τοποθέτηση γύψου και έγινε συρραφή στα θλαστικά τραύματα. Παρέμεινε νοσηλευόμενη έως τις 8-12-2010. Την 4-1-2011, λόγω φλεγμονής από σταφυλόκοκκο από την εξωτερική οστεοσύνθεση, εισήχθη στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο ..., όπου έγινε αφαίρεση εξωτερικών οστεοσυνθέσεων και της χορηγήθηκε αντιβίωση, ενώ υποβλήθηκε σε νέα επέμβαση για το κάταγμα του μηρού και έγινε ενδομυελική ήλωση. Την 1-2-2011 έγινε αφαίρεση γύψου από το κάταγμα του σκαφοειδούς από το χέρι. Στις 23-2-2011 υποβάλλεται σε μαγνητική τομογραφία δεξιού χεριού και στο πόρισμα περιγράφονται ευρήματα οστεονέκρωσης στον εγγύς πόλο του σκαφοειδούς, πωρωθέν κάταγμα κεφαλωτού και οστική θλάση σε πολλαπλά οστά του καρπού. Η ιατρική πραγματογνωμοσύνη του διορισθέντα από το Δικαστήριο ιατρού..., ορθοπεδικού χειρουργού, κατέληξε στα εξής συμπεράσματα: ότι η ενάγουσα, εξαιτίας του τραυματισμού της κατά το ατύχημα της 31-10-2010 υπέστη μόνιμη και διαρκή αναπηρία, που συνίσταται σε διάσταση της ηβικής σύμφυσης 5 εκατοστών, υπεξάρθρημα των ιερολαγωνίων αρθρώσεων, ανισοσκελία με βράχυνση του αριστερού σκέλους 2 εκ., ατροφία του τετρακεφάλου αριστερά 3,5 εκ., μυϊκή αδυναμία γλουτιαίου, αδυναμία να κάνει βαθύ κάθισμα, αδυναμία παρατεταμένης ορθοστασίας και εύκολη κόπωση. Η αναπηρία της ανέρχεται σε ποσοστό 30% και είναι δύσκολο να ασκήσει το επάγγελμα της μπουφετζούς, που απαιτεί συνεχή ορθοστασία, διαρκή κίνηση και εν γένει καταπόνηση λεκάνης και κάτω άκρων ή άλλο ανάλογων απαιτήσεων επάγγελμα. Λόγω δε της φύσεως και της βαρύτητας της κακώσεως, σε συνάρτηση με το μεγάλο χρονικό διάστημα των τριών ετών που έχει παρέλθει από το ατύχημα, δεν υπάρχει περίπτωση αποκατάστασής της, με αποτέλεσμα αυτή να μείνει εφ` όρου ζωής, όπως έχει τώρα. Τέλος, ανέφερε ότι η οποιαδήποτε προσπάθεια χειρουργικής επέμβασης για βελτίωση ή αποκατάσταση στις ιερολαγόνιες, υποκρύπτει πιθανότητα σοβαρών επιπλοκών. Να σημειωθεί ότι και στην από 18-4- 2014 γνωστοποίηση αποτελέσματος πιστοποίησης αναπηρίας του υποκαταστήματος ΙΚΑ- ΕΤΑΜ/ΚΕΠΑ .., αναφέρεται ότι το συνολικό ποσοστό αναπηρίας της ενάγουσας από 31-1-2014 και εφόρου ζωής, ανέρχεται σε ποσοστό 30%, που οφείλεται στο ατύχημα της 31-10-2010. Η ενάγουσα κατά το χρονικό διάστημα της παραμονής της στο νοσοκομείο της … από 31-10-2010 έως 4-12-2010, λόγω της πλήρους αδυναμίας της να αυτοεξυπηρετηθεί, είχε ανάγκη των υπηρεσιών αποκλειστικής νοσοκόμας. Τις υπηρεσίες αυτές της προσέφερε η αδελφή της ..., για όλο το εικοσιτετράωρο. Αν προσλάμβανε τρίτο πρόσωπο, θα κατέβαλε για την αιτία αυτή, το ποσό των 150 ευρώ ανά 24ωρο και συνολικά για τις ως άνω 34 ημέρες το ποσό των 5.100 ευρώ (150 ευρώ χ 34 ημέρες), το οποίο και πρέπει να της επιδικαστεί. Μετά την έξοδό της από το νοσοκομείο, είχε επίσης αδυναμία να αυτοεξυπηρετηθεί και από 4-12-2010 έως τέλος Απριλίου 2012 (πλην του διαστήματος από 4-1-2011 έως 4-2-2011 οπότε νοσηλευόταν στο νοσοκομείο …) δέχθηκε τη βοήθεια της ως άνω αδελφής της και της μητέρας της, οι οποίες φρόντισαν για την περιποίηση των τραυμάτων της και την εν γένει ανάρρωσή της. Αν για το λόγο αυτό προσλάμβανε τρίτο πρόσωπο, θα κατέβαλε το ποσό των 700 ευρώ μηνιαίως και για το παραπάνω διάστημα συνολικά το ποσό των 11.200 ευρώ (700 ευρώ χ 16 μήνες), το οποίο πρέπει κατ` άρθρο 930 παρ. 3 ΑΚ να της επιδικασθεί. Επίσης κατά το διάστημα παραμονής στο νοσοκομείο … (από 4-1-2011 έως 4-2-2011) ήτοι επί 32 ημέρες, η ενάγουσα απασχόλησε για τη ίδια αιτία την αδελφή της και αν προσλάμβανε τρίτο πρόσωπο θα κατέβαλε για αμοιβή του, το ποσό των 50 ευρώ ημερησίως και συνολικά για το παραπάνω διάστημα, το ποσό των 1.600 ευρώ (32 ημέρες χ 50 ευρώ)...". Με το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου της από 25-5-2017 αίτησης αναίρεσης της ασφαλιστικής εταιρείας και της ..., αποδίδονται στην πληττόμενη απόφαση αιτιάσεις από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, για παραβίαση ευθέως, με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή, και εκ πλαγίου, των διατάξεων του άρθρου 930 παρ. 3 ΑΚ, για το λόγο ότι το Εφετείο στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης, λόγω ανεπαρκών, ελλιπών και αντιφατικών αιτιολογιών, γιατί δεν αναφέρεται σ` αυτή α) για ποιο λόγο στο διάστημα από 31-10-2010 έως 4-12-2010 αδυνατούσε να αυτοεξυπηρετηθεί και χρειαζόταν τη συνδρομή άλλου προσώπου, πέραν των νοσηλευτικών υπηρεσιών που παρέχονταν στο νοσοκομείο και πως προκύπτει το ποσό των 150 ευρώ ανά 24ωρο και β) για ποιο λόγο στο διάστημα από 4-12-2010 έως τέλος Απριλίου 2012 και κατά το διάστημα νοσηλείας της στο Νοσοκομείο …, αδυνατούσε να αυτοεξυπηρετηθεί και πως προκύπτει το ποσό των 700 ευρώ μηνιαίως. Ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι αβάσιμος και απορριπτέος, καθόσον στην προσβαλλόμενη απόφαση, σύμφωνα με τις κατά τα ανωτέρω ανέλεγκτες παραδοχές της, προσδιορίζονται με σαφήνεια και πληρότητα τα στοιχεία με βάση τα οποία το Εφετείο οδηγήθηκε στην κρίση ότι η ενάγουσα, λόγω του σοβαρού τραυματισμού της κατά το ένδικο τροχαίο ατύχημα, αδυνατούσε να αυτοεξυπηρετηθεί κατά τα αναφερόμενα χρονικά διαστήματα και είχε ανάγκη των φροντίδων και περιποιήσεων των οικείων της για την αποκατάσταση της υγείας της και ότι δικαιούται να απαιτήσει, ως αποζημίωση, τα ως άνω ποσά που θα ήταν υποχρεωμένη να καταβάλει σε τρίτον που για το σκοπό αυτόν θα προσλάμβανε, με τις παραδοχές δε αυτές είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής του ως άνω κανόνα δικαίου που εφαρμόσθηκε. Επομένως, ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας για το ορισμένο ή αόριστο ένστασης, ως προς την έκθεση σ` αυτήν των πραγματικών περιστατικών που απαρτίζουν την ιστορική της αιτία και αποτελούν την προϋπόθεση εφαρμογής του επικαλούμενου κανόνα δικαίου (ποσοτική αοριστία), υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο, με τον προβλεπόμενο από το άρθρο 559 αρ. 14 ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης, αν το δικαστήριο της ουσίας έκρινε ορισμένο ή αόριστο τον ισχυρισμό, λαμβάνοντας υπόψη στην πρώτη περίπτωση γεγονότα που δεν διαλαμβάνονταν στον προβληθέντα ισχυρισμό ή μη λαμβάνοντας στη δεύτερη περίπτωση υπόψη γεγονότα που διαλαμβάνονταν σ` αυτόν. Για την ίδρυση του λόγου αυτού, επί απόρριψης ένστασης από το εφετείο ως απαράδεκτης, πρέπει η ένσταση να είχε προταθεί κατά τρόπο ορισμένο κατά την πρώτη συζήτηση στον πρώτο βαθμό και να είχε επαναφερθεί στο εφετείο σαφώς και με πληρότητα (ΑΠ 7/2015). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 300 του ΑΚ, "αν εκείνος που ζημιώθηκε συντέλεσε από δικό του πταίσμα στη ζημία ή την έκτασή της, το δικαστήριο μπορεί να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της. Το ίδιο ισχύει και όταν εκείνος που ζημιώθηκε παρέλειψε να αποτρέψει ή να περιορίσει τη ζημία...". Η διάταξη αυτή έχει εφαρμογή και επί σωματικής βλάβης, όταν ο παθών παρέλειψε υπαίτια να μετέλθει άλλο επάγγελμα, την άσκηση του οποίου δεν εμποδίζει ο τραυματισμός του, και έτσι παρέλειψε να αποτρέψει ή να μετριάσει την έκταση της ζημίας του (ΑΠ 1716/1985). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα διαδικαστικά έγγραφα, που παραδεκτά επισκοπούνται κατ` άρθρο 562 παρ. 1 ΚΠολΔ, οι εναγόμενες - αναιρεσείουσες προέβαλαν στην πρωτόδικη δίκη τον ισχυρισμό ότι η ενάγουσα-αναιρεσίβλητη, που τραυματίσθηκε κατά το ένδικο τροχαίο ατύχημα και ζητεί αποζημίωση για απώλεια εισοδημάτων από την επελθούσα από τον τραυματισμό της ανικανότητά της προς εργασία, μπορεί να εργασθεί σε μια θέση συναφή και οικονομικά ισοδύναμη με το επάγγελμα του μπουφετζή που ασκούσε μέχρι του τραυματισμού της, όπως ταμία σε επιχειρήσεις εστίασης, σε επιχειρήσεις πολυκαταστημάτων και "σούπερ μάρκετ" ή σε περίπτερα και σε κάθε παρεμφερή εργασία, λαμβάνοντας το ίδιο ποσό μηνιαίων αποδοχών, και ότι η άρνησή της να εργασθεί σε μια από τις παραπάνω θέσεις οφείλεται κατά ποσοστό 95% σε δικό της πταίσμα, κατ` άρθρο 300 ΑΚ, και δεν δικαιούται να λάβει αποζημίωση για απώλεια εισοδημάτων, προέβαλαν δε την από την παραπάνω διάταξη ένσταση. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, με την υπ` αριθμ. 2296/2015 απόφασή του, απέρριψε την ως άνω ένσταση ως αόριστη, λόγω μη εκθέσεως των προσόντων και των γραμματικών γνώσεων της ενάγουσας, ώστε να κριθεί αν αυτά ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις των παραπάνω εργασιών, και μη παραθέσεως των αποδοχών που θα ελάμβανε για καθεμία από τις παραπάνω εργασίες. Οι αναιρεσείουσες με τον πέμπτο λόγο της από 14-9-2015 εφέσεώς τους επανέφεραν την ως άνω ένσταση στο Εφετείο και ζήτησαν να γίνει δεκτή. Το Εφετείο, όμως, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, κρίνοντας όπως και το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, απέρριψε την εν λόγω ένσταση ως αόριστη, για τους ίδιους ως άνω λόγους. Με το παραπάνω περιεχόμενο η υπό κρίση ένσταση είναι αρκούντως ορισμένη, καθόσον περιέχει με επάρκεια τα πραγματικά περιστατικά που αποτελούν την προϋπόθεση εφαρμογής του ως άνω κανόνα δικαίου, δεν ήταν δε αναγκαία περισσότερη εξειδίκευση με την παράθεση των γραμματικών γνώσεων της ενάγουσας, αφού για τα αναφερόμενα σ` αυτή επαγγέλματα δεν απαιτούνται ειδικές γνώσεις, πέραν των γνώσεων της βασικής εκπαίδευσης, που παρέχεται σε όλους τους πολίτες. Επομένως, το Εφετείο με το να απορρίψει την ως άνω ένσταση ως αόριστη, υπέπεσε στην από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, όπως βάσιμα υποστηρίζουν οι εναγόμενες-αναιρεσείουσες με τον τρίτο λόγο της αιτήσεώς τους για αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης και κατά συνέπεια ο λόγος αυτός πρέπει να γίνει δεκτός. Κατά το άρθρο 559 αριθμ. 11 εδαφ. γ` του ΚΠολΔ, συντρέχει λόγος αναίρεσης, αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των κρίσιμων γεγονότων ή πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, δηλαδή λυσιτελών, που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, διαμορφώνοντας το διατακτικό της απόφασης, οφείλει να λάβει υπόψη του τα αποδεικτικά μέσα που προσκομίσθηκαν νόμιμα είτε για άμεση απόδειξη είτε για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκλησή τους από τον διάδικο (Ολ.ΑΠ 42/2002, ΑΠ 343/2017, ΑΠ 176/2016, ΑΠ 677/2015, ΑΠ 1456/ 2014). Δεν θεμελιώνεται, όμως, ο λόγος αυτός, αν προκύπτει από την απόφαση ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία προσκομίσθηκαν με επίκληση. Αρκεί γι` αυτό η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου, χωρίς ανάγκη ειδικής αξιολόγησης του καθενός, εφόσον από τη γενική αυτή αναφορά, σε συνδυασμό με τις υπόλοιπες αιτιολογίες της, προκύπτει αναμφίβολα η λήψη υπόψη του αποδεικτικού μέσου. Πάντως η γενική αυτή αναφορά της λήψης υπόψη όλων των αποδείξεων που με επίκληση προσκομίσθηκαν, δεν αποκλείει την ίδρυση του πιο πάνω λόγου αναίρεσης για κάποιο αποδεικτικό μέσο, όταν από το περιεχόμενο της απόφασης δεν καθίσταται απολύτως βέβαιο ότι τούτο έχει ληφθεί υπόψη. Αρκεί και μόνο η ύπαρξη αμφιβολιών για την ίδρυση του παρόντος λόγου αναίρεσης (Ολ.ΑΠ 8/2016, 2/2002). Στην εξεταζόμενη περίπτωση το Μονομελές Εφετείο Αθηνών, ως προς το κεφάλαιο της αποθετικής ζημίας (διαφυγόντων κερδών της ενάγουσας από την εργασία της), δέχθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του, μετά από εξαφάνιση της υπ` αριθμ. 2296/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που είχε κρίνει κατά ένα μέρος διαφορετικά, ότι οι εναγόμενες οφείλουν να καταβάλουν στην ενάγουσα, εις ολόκληρο η καθεμία, α) το ποσό των 1.250 ευρώ μηνιαίως για το χρονικό διάστημα από 1-9-2012 έως 31-8-2014 και β) το ποσό των 700 ευρώ μηνιαίως για το χρονικό διάστημα από 1-9-2014 έως 31-8-2017, καθώς και το ποσό των 12.500 ευρώ από 1-1-2012 έως 31-8-2012 (1.250 ευρώ μηνιαίως χ 10 μήνες). Ειδικότερα, δέχθηκε ως προς το ανωτέρω κεφάλαιο, όπως κατά λέξη αναγράφεται στην απόφαση, τα ακόλουθα: "...περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα από την 13-9-2007 εργαζόταν ως "μπουφετζής" σε καφετέρια, με το διακριτικό τίτλο "... ..." με μηνιαίες αποδοχές 1.250 ευρώ, η σύμβασή της όμως αυτή καταγγέλθηκε, ένεκα του τραυματισμού της και της ανικανότητάς της προς εργασία την 11- 1-2011, λαμβάνοντας αποζημίωση ύψους 592,03 ευρώ. Λόγω της κατάστασης της υγείας της και της αναπηρίας της, εξαιτίας της οποίας είναι δύσκολο για την ενάγουσα να ασκήσει το ανωτέρω επάγγελμα, που απαιτεί ορθοστασία και διαρκή κίνηση, ή άλλο αναλόγων απαιτήσεων επάγγελμα, λόγω και των διαμορφωμένων δυσχερών οικονομικών συνθηκών, από 1-1-2012 έως 31-8-2012, η ενάγουσα απώλεσε συνολικά το ποσό των 12.500 ευρώ (1.250 ευρώ χ 10 μήνες), το οποίο θα αποκόμιζε από την εργασία της κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων. Επιπροσθέτως, την εργασία αυτή η ενάγουσα θα συνέχιζε κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, αν δεν μεσολαβούσε το ένδικο ατύχημα, για χρονικό διάστημα 5 ετών, ήτοι από την 1-9-2012 μέχρι την 31-8-2017, με συνέπεια να απολέσει τα κατά τα κατά το χρονικό διάστημα αυτό, μηνιαία εισοδήματα, δεδομένου ότι για το μεταγενέστερο χρονικό διάστημα, ήτοι έως τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας της, το Δικαστήριο δεν μπορεί να σχηματίσει από τώρα πλήρη δικανική πεποίθηση για τη συνδρομή των προϋποθέσεων παροχής έννομης προστασίας για την ανωτέρω αιτία... η ενάγουσα θα συνέχιζε να εργάζεται αν δεν μεσολαβούσε το ένδικο τροχαίο ατύχημα για χρονικό διάστημα 5 ετών, ήτοι από 1-9-2012 έως 31-8-2017, με συνέπεια να απολέσει εισοδήματα ύψους 1.250 ευρώ μηνιαίως που θα αποκόμιζε κατά το διάστημα από 1-9-2012 έως 31-8-2014 και εισοδήματα ύψους 700 ευρώ μηνιαίως, που θα αποκόμιζε κατά το διάστημα από 1-9-2014 έως 31- 8-2017. Και τούτο γιατί, λόγω της μεγάλης οικονομικής κρίσης, που μαστίζει τη χώρα, τα ημερομίσθια και οι μισθοί των εργαζομένων, έχουν κατά πολύ μειωθεί, κατά την τελευταία τριετία, ώστε ο μέσος όρος για την τριετία αυτή ενός μηνιαίου μισθού, για αυτό το είδος εργασίας, όπως εκείνης της ενάγουσας, κυμαίνεται στο ύψος των 700 ευρώ". Οι εναγόμενες - αναιρεσείουσες με τον τέταρτο λόγο της αναίρεσής τους από τον αριθμό 11γ` του άρθρου 559 ΚΠολΔ, προβάλλουν την αιτίαση ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη και δεν συνεκτίμησε τα ακόλουθα έγγραφα που προσκόμισαν και επικαλέσθηκαν, για την απόδειξη του ισχυρισμού τους ότι από τον Ιούνιο του 2014 η ενάγουσα μπορούσε να εργασθεί και πράγματι εργάσθηκε σε διάφορες εργασίες (ως ταμίας, υπάλληλος σε ξενοδοχείο κ.λπ.) και ότι οι μηνιαίες αποδοχές της κατά τον προ του ενδίκου ατυχήματος χρόνο ήταν αρκετά κατώτερες του ποσού των 1.250 ευρώ, ήτοι α) τον από 30-9- 2016 ατομικό λογαριασμό ασφαλισμένου ΙΚΑ της αναιρεσίβλητης, από το οποίο προκύπτουν οι ημέρες εργασίας αυτής κατά την παραπάνω περίοδο και β) το υπ` αριθμ. …../2012 πιστοποιητικό της Δ.Ο.Υ. …, σύμφωνα με το οποίο η ενάγουσα το οικονομικό έτος 2010 (χρήση 2009) δήλωσε εισοδήματα ποσού 11.080,00 ευρώ. Το Εφετείο κατέληξε στο σχηματισμό του παραπάνω αποδεικτικού του πορίσματος με βάση το αποδεικτικό υλικό που υπήρχε στη διάθεσή του και ειδικότερα, όπως διαλαμβάνεται στην προσβαλλόμενη απόφασή του, "από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρος στο ακροατήριο του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν...". Από τη βεβαίωση όμως αυτή, αξιολογούμενη σε συνδυασμό και με τις λοιπές αιτιολογίες της, δεν καθίσταται απολύτως βέβαιο, αλλά καταλείπονται αμφιβολίες, αν λήφθηκαν υπόψη και συνεκτιμήθηκαν τα παραπάνω έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται μνεία ή αναφορά, σε αντιδιαστολή προς τα λοιπά μνημονευόμενα έγγραφα, παρά το μεγάλο αποδεικτικό τους ενδιαφέρον, έστω και αν το υπό στοιχείο β` έγγραφο, που συντάχθηκε με βάση την ανέλεγκτη δήλωση φόρου εισοδήματος, δεν αποτελεί πλήρη απόδειξη ως προς τα αναφερόμενα στο εν λόγω δημόσιο έγγραφο πραγματικά περιστατικά ως προς το ύψος των εισοδημάτων που δηλώθηκαν και επιτρεπτά χωρεί ανταπόδειξη (ΑΠ 1305/2014, ΑΠ 1152/2008). Έπρεπε, συνεπώς, τα έγγραφα αυτά να συνεκτιμηθούν και, ιδίως, το πρώτο από αυτά, κατά το οποίο η ενάγουσα από τον Ιούνιο 2014 εργάσθηκε σε διάφορες εργασίες. Ενόψει τούτων, ο τέταρτος λόγος της από 25-5-2017 αναίρεσης είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός, αφού δεν καθίσταται απολύτως βέβαιο ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη τα ως άνω έγγραφα, τα οποία ήταν κρίσιμα για τον σχηματισμό του αποδεικτικού πορίσματός του, σύμφωνα και με όσα στην αμέσως προηγηθείσα νομική σκέψη αναφέρονται. Περαιτέρω, παρέλκει η έρευνα του από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ δευτέρου (κατά το πρώτο σκέλος του) λόγου της ίδιας αναίρεσης, καθώς και ο από τον αριθμό 19 του ίδιου άρθρου πρώτος λόγος της από 30-3- 2018 αναίρεσης της ενάγουσας, που αφορούν το ίδιο κεφάλαιο της πληττόμενης απόφασης (απώλεια εισοδημάτων της ενάγουσας λόγω του κατά το ένδικο τροχαίο ατύχημα τραυματισμού της), καθόσον η αναιρετική εμβέλεια του πιο πάνω λόγου (τετάρτου), καθώς και του τρίτου λόγου της ίδιας αναίρεσης, που έγιναν δεκτοί, εκτείνεται στο σύνολο του κεφαλαίου τούτου της προσβαλλόμενης με τις κρινόμενες αναιρέσεις απόφασης, ως προς τους διαδίκους της παρούσας δίκης, και καθιστά αλυσιτελή την εξέταση των λόγων αυτών, η παραδοχή των οποίων οδηγεί στο ίδιο αποτέλεσμα (ΑΠ 204/2017, ΑΠ 1840/2017). Κατά το άρθρο 932 ΑΚ, σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη, κατά την κρίση του, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του. Σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου η χρηματική ικανοποίηση μπορεί να επιδικασθεί στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης. Κατά την έννοια του άρθρου αυτού, το δικαστήριο της ουσίας, αφού δεχθεί ότι συνεπεία αδικοπραξίας προκλήθηκε σε κάποιο πρόσωπο ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη, καθορίζει στη συνέχεια το ύψος της οφειλόμενης γι` αυτήν χρηματικής ικανοποίησης, με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη, ως κριτήριο, το είδος της προσβολής, την έκταση της βλάβης, τις συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, τη βαρύτητα του πταίσματος του υπόχρεου, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του δικαιούχου και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων μερών. Ο προσδιορισμός του ποσού της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης αφέθηκε στην ελεύθερη εκτίμηση του δικαστηρίου, η σχετική κρίση του οποίου δεν υπόκειται, κατ` αρχήν, σε αναιρετικό έλεγχο, αφού σχηματίζεται από την εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ), χωρίς υπαγωγή του πορίσματος σε νομική έννοια, ώστε να μπορεί να κριθεί εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, είτε ευθέως, είτε εκ πλαγίου, για έλλειψη νόμιμης βάσης (ΑΠ 944/2017). Περαιτέρω, κατά τον καθορισμό του επιδικαζόμενου ποσού, επιβάλλεται να τηρείται η αρχή της αναλογικότητας ως γενική νομική αρχή και μάλιστα αυξημένης τυπικής ισχύος (άρθρα 2 παρ. 1 και 25 του Συντάγματος), με την έννοια ότι η σχετική κρίση του δικαστηρίου, δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια, όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο, που αποτυπώνονται στη συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Ενόψει αυτών, η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως προς το ύψος της επιδικασθείσας χρηματικής ικανοποίησης, πρέπει να ελέγχεται αναιρετικά, για το αν παραβιάζεται ευθέως ή εκ πλαγίου (άρθρο 559 αναλόγως από τους αριθμούς 1 ή 19 ΚΠολΔ) η αρχή της αναλογικότητας, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση από το δικαστήριο της ουσίας των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας (Ολ.ΑΠ 9/2015). Στην ερευνώμενη περίπτωση, το Εφετείο με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του, σχετικά με το κεφάλαιο της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης στην ενάγουσα - αναιρεσίβλητη - αναιρεσείουσα, όπως προκύπτει από την παραδεκτή, κατ` άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπησή της, δέχθηκε τα εξής: "...εξάλλου, λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών, υπό τις οποίες έλαβε χώρα το ένδικο τροχαίο ατύχημα, του σοβαρού τραυματισμού της ενάγουσας, της αποκλειστικής υπαιτιότητας της εναγομένης οδηγού του ζημιογόνου αυτοκινήτου στην πρόκληση του ατυχήματος, της ηλικίας της ενάγουσας, της ψυχικής και σωματικής ταλαιπωρίας της, του πόνου και στενοχώριας που αυτή δοκίμασε, της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων φυσικών προσώπων.., το Δικαστήριο κρίνει ότι η ενάγουσα υπέστη ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας πρέπει να της επιδικασθεί το ποσό των 40.000 ευρώ...". Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο απέρριψε την από 30-9-2015 έφεση της ενάγουσας, ενώ δέχθηκε ως ουσιαστικά βάσιμη την από 14-9-2015 έφεση των εναγομένων, κατά της πρωτόδικης 2296/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που είχε επιδικάσει, για την ανωτέρω αιτία, μεγαλύτερο ποσό (80.000 ευρώ), εξαφανίζοντάς την κατά τούτο και, αφού δίκασε κατ` ουσίαν, δέχθηκε την αγωγή για το ποσό των 40.000 ευρώ. Κρίνοντας έτσι το Εφετείο, δηλαδή με το να καθορίσει τη χρηματική ικανοποίηση της ενάγουσας λόγω ηθικής βλάβης, στο πιο πάνω ποσό, παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας και υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, δεδομένου ότι το ποσό αυτό, κατά την κοινή πείρα, τη δικαστηριακή πρακτική και τη συνείδηση για το δίκαιο, υπερτερεί, και μάλιστα καταφανώς, εκείνων που συνήθως επιδικάζονται σε παρόμοιες περιπτώσεις χρηματικής ικανοποίησης. Επομένως, είναι βάσιμος ο σχετικός πέμπτος, κατά το πρώτο σκέλος του, λόγος της από 25-5-2017 αναίρεσης, με τον οποίο οι εναγόμενες αποδίδουν στην πληττόμενη απόφαση τις αιτιάσεις ότι, κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας και καθ` υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας, το Εφετείο επιδίκασε στην ενάγουσα, ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, από τον τραυματισμό της, το προαναφερόμενο ποσό, το οποίο όμως είναι δυσανάλογα μεγάλο σε σχέση με αυτά που επιδικάζονται σε ανάλογες περιπτώσεις και προκύπτουν από τις συνθήκες τελέσεως της αδικοπραξίας. Αντίθετα ο δεύτερος λόγος της από 30-3-2018 αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο η ενάγουσα, επικαλούμενη την πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, προβάλλει την αιτίαση ότι το Εφετείο, επιδικάζοντας σε αυτή το προαναφερόμενο ποσό ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, αντί του αιτουμένου μεγαλύτερου ποσού, παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του άρθρου 932 ΑΚ, καθώς και την αρχή της αναλογικότητας, κρίνεται αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Κατά τη διάταξη του άρθρου 931 ΑΚ, η αναπηρία ή η παραμόρφωση που προξενήθηκε στον παθόντα λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη κατά τη επιδίκαση της αποζημίωσης, αν επιδρά στο μέλλον του. Ως "αναπηρία" θεωρείται κάποια έλλειψη της σωματικής, νοητικής ή ψυχικής ακεραιότητας του προσώπου, ενώ ως "παραμόρφωση" νοείται κάθε ουσιώδης αλλοίωση της εξωτερικής εμφάνισης. Περαιτέρω, ως "μέλλον" νοείται η επαγγελματική, οικονομική και κοινωνική εξέλιξη του προσώπου. Για τη θεμελίωση της αυτοτελούς αυτής αξίωσης απαιτείται να συντρέξουν περιστατικά πέρα από εκείνα που απαιτούνται για τη θεμελίωση αξιώσεων με βάση τις ΑΚ 929 και 932, τα οποία συνθέτουν την έννοια της αναπηρίας ή της παραμόρφωσης που επιδρά στο μέλλον του παθόντος, δηλαδή να συντρέξουν ιδιάζοντα περιστατικά, από τα οποία θα πρέπει να προκύπτουν οι ιδιαίτεροι λόγοι και τρόποι, εξαιτίας των οποίων επέρχονται δυσμενείς συνέπειες στην οικονομική πλευρά της μελλοντικής ζωής του. Πάντως, προέχον και κρίσιμο είναι το γεγονός της αναπηρίας ή παραμόρφωσης, ως βλάβης του σώματος ή της υγείας του προσώπου, ως αυτοτελούς εννόμου αγαθού, που απολαύει και συνταγματικής προστασίας (άρθρο 21 παρ. 3 και 6 του Συντάγματος). Η αναπηρία ή η παραμόρφωση πρέπει να είναι μόνιμη και διαρκής. Το ύψος του επιδικαζόμενου, κατά την ΑΚ 931 ΑΚ, εύλογου χρηματικού ποσού εξευρίσκεται, κατ` αρχήν, με βάση το είδος και τις συνέπειες της αναπηρίας ή παραμόρφωσης αφενός και την ηλικία και το βαθμό υπαιτιότητας του παθόντος αφετέρου. Είναι πρόδηλο ότι η αξίωση από το άρθρο 931 ΑΚ είναι διαφορετική από εκείνες του άρθρου 929 ΑΚ για διαφυγόντα εισοδήματα του παθόντος που, κατ` ανάγκη, συνδέεται με επίκληση και απόδειξη συγκεκριμένης περιουσιακής ζημίας, εξαιτίας της ανικανότητας του παθόντος προς εργασία, και για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, αντίστοιχα. Είναι αυτονόητο ότι όλες οι παραπάνω αξιώσεις δύνανται να ασκηθούν είτε σωρευτικά, είτε μεμονωμένα, αφού πρόκειται για αυτοτελείς αξιώσεις και η θεμελίωση καθεμιάς από αυτές δεν προϋποθέτει αναγκαίως την ύπαρξη μιας των λοιπών. Στην κρινόμενη περίπτωση, το Εφετείο με τη προσβαλλόμενη απόφασή του, αναφορικά με την κατ` άρθρο 931 ΑΚ απαίτηση της ενάγουσας - αναιρεσίβλητης - αναιρεσείουσας, όπως προκύπτει από την παραδεκτή, κατ` άρθρο 562 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπησή της, δέχθηκε τα εξής: "...αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα Ο. Δ., συνεπεία του ενδίκου τροχαίου ατυχήματος, εμφανίζει δυσκινησία, αδυναμία παρατεταμένης ορθοστασίας και εύκολη κόπωση, που συνεπάγεται δυσκολία να ασκήσει το επάγγελμα του μπουφετζή που ασκούσε. Η αποδειχθείσα αυτή αναπηρία, με την έννοια της έλλειψης της σωματικής ακεραιότητας του προσώπου, επηρεάζει την κοινωνική εξέλιξη της ενάγουσας, λαμβανομένου υπόψιν ότι κατά το ατύχημα ήταν 34 ετών. Η αναπηρία της επιδρά δυσμενώς στο οικονομικό της μέλλον, χωρίς να μπορεί η ζημία αυτή να καλυφθεί εντελώς με τις παροχές που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 929 και 932 ΑΚ. Ειδικότερα, πριν τον τραυματισμό της, η ενάγουσα ήταν υγιέστατη, δραστήρια και εργαζόταν ως "μπουφετζης" σε καφετέρια... πλην όμως η εργασιακή της σύμβαση, καταγγέλθηκε ένεκα του τραυματισμού της και της ανικανότητάς της προς εργασία, και της δόθηκε αποζημίωση 592,03 ευρώ. Εξαιτίας του ως άνω τραυματισμού της και των εξ αυτού απορρεουσών συνεπειών, κατέστη αυτή μερικά ανάπηρη, η δε εκ της αιτίας αυτής μειωμένη κινητικότητά της, αποκλείει την ενασχόλησή της στο μέλλον με εργασίες που απαιτούν πλήρη κινητικότητα και ορθοστασία, στις οποίες απασχολούνταν πριν το ένδικο ατύχημα, με συνέπεια η αναπηρία της αυτή, να περιορίζει τις κοινωνικές και οικονομικές της δραστηριότητες, με δυσμενή επίδραση στη μελλοντική κοινωνική και οικονομική της κατάσταση. Η όλη κατάσταση της υγείας της, επηρεάζει αρνητικά τις κοινωνικές συναναστροφές και την κοινωνική της δραστηριότητα, καθώς και την οικογενειακή και εν γένει προσωπική της εξέλιξη. Ως εκ τούτου πληρούνται εν προκειμένω, οι προϋποθέσεις εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 931 ΑΚ και συνεκτιμωμένων όλων των παραμέτρων, το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να επιδικασθεί, ως αποζημίωση, σύμφωνα με τη ως άνω διάταξη, το ποσό των 30.000 ευρώ". Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο, όπως και στο κεφάλαιο της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, απέρριψε την από 30-9- 2015 έφεση της ενάγουσας, ενώ δέχθηκε την από 14-9-2015 έφεση των εναγομένων, κατά της πιο πάνω απόφασης που είχε επιδικάσει, για την αιτία αυτή, μεγαλύτερο ποσό (70.000 ευρώ), εξαφανίζοντάς την κατά τούτο και, αφού δίκασε κατ` ουσίαν, δέχθηκε την αγωγή για το ποσό των 30.000 ευρώ. Κρίνοντας έτσι το Εφετείο, δηλαδή με το να επιδικάσει την εν λόγω χρηματική παροχή, παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας και υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, καθόσον το ποσό τούτο, κατά την κοινή πείρα, τη δικαστηριακή πρακτική και τη συνείδηση για το δίκαιο, υπερτερεί και μάλιστα καταφανώς, εκείνων που συνήθως επιδικάζονται σε παρόμοιες περιπτώσεις για την επιδίκαση χρηματικής παροχής, κατ` άρθρο 931 ΑΚ. Ως εκ τούτου είναι βάσιμος ο πέμπτος, κατά το δεύτερο σκέλος του, λόγος της από 25-5-2017 αναίρεσης, από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, σύμφωνα με τον οποίο το Εφετείο, κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας και καθ` υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας, κατ` εφαρμογή της διάταξης αυτής του ουσιαστικού δικαίου, επιδίκασε στην ενάγουσα, ως εύλογη χρηματική παροχή, το προαναφερόμενο ποσό, το οποίο όμως είναι δυσαναλόγως μεγάλο σε σχέση με αυτά που επιδικάζονται σε ανάλογες περιπτώσεις και προκύπτουν από τις συνθήκες της αδικοπραξίας. Αντίθετα, ο τρίτος λόγος της από 30-9-2015 αίτησης αναίρεσης, από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, με τον οποίο η ενάγουσα προβάλλει την αιτίαση ότι το Εφετείο, επιδικάζοντας σ` αυτή το προαναφερόμενο ποσό ως χρηματική παροχή του άρθρου 931 ΑΚ, αντί του αιτούμενου μεγαλύτερου, για την αιτία αυτή, ποσού, παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του άρθρου 931 ΑΚ, καθώς και την αρχή της αναλογικότητας, κρίνεται αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Το άρθρο 346 του ΑΚ, που όριζε ότι "ο οφειλέτης χρηματικής οφειλής, και αν δεν είναι υπερήμερος, οφείλει νόμιμους τόκους αφότου επιδόθηκε η αγωγή για το ληξιπρόθεσμο χρέος", αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του ν. 4055/2012, που ισχύει, κατά το άρθρο 113 του νόμου αυτού, από 2-4-2012, κατά το οποίο: "Ο οφειλέτης χρηματικής οφειλής, και αν δεν είναι υπερήμερος, οφείλει νόμιμους τόκους αφότου επιδόθηκε η αγωγή ή η διαταγή πληρωμής για το ληξιπρόθεσμο χρέος (τόκος επιδικίας). Το ποσοστό του τόκου επιδικίας είναι δύο (2) εκατοστιαίες μονάδες ανώτερο του τόκου υπερημερίας, όπως ο τελευταίος ορίζεται εκάστοτε από το νόμο ή με δικαιοπραξία. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει, εάν πριν από τη συζήτηση της αγωγής ο οφειλέτης αναγνωρίσει εγγράφως την οφειλή ή συμβιβασθεί εξωδίκως, ή εάν δεν ασκήσει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής αντιστοίχως. Με αίτημα του εναγομένου το δικαστήριο δύναται κατ` εξαίρεση, εκτιμώντας τις περιστάσεις, να επιδικάσει την απαίτηση με το νόμιμο ή συμβατικό τόκο υπερημερίας. Η εξαίρεση ισχύει ιδίως για τις κατ` εύλογη κρίση του δικαστηρίου επιδικαζόμενες απαιτήσεις. Από τη δημοσίευση της οριστικής απόφασης που επιδικάζει εντόκως χρηματική οφειλή ή απορρίπτει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής το ποσοστό του τόκου επιδικίας είναι τρεις (3) εκατοστιαίες μονάδες ανώτερο του τόκου υπερημερίας. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει εάν δεν ασκηθεί ένδικο μέσο". Σύμφωνα με τη νέα αυτή ρύθμιση αυξάνεται το ποσοστό των τόκων επιδικίας, προκειμένου να περιοριστούν η φιλοδικία και η άσκοπη απασχόληση των δικαστηρίων από δικαστικούς αγώνες που δεν έχουν ουσία, ενώ ενθαρρύνεται και επιβραβεύεται άμεσα ο οφειλέτης που, μεταξύ των άλλων, πριν από τη συζήτηση της αγωγής, αναγνωρίσει εγγράφως την οφειλή ή συμβιβασθεί εξωδίκως. Αν μάλιστα εμμένει να αντιδικεί, μολονότι ηττήθηκε πρωτοδίκως διακινδυνεύει περαιτέρω αύξηση του επιτοκίου επιδικίας, γι` αυτό και εδώ ενθαρρύνεται και επιβραβεύεται άμεσα ο διάδικος που ηττήθηκε, αν αποδεχθεί την οριστική απόφαση και τερματίσει την αντιδικία. Η εξαίρεση που προβλέπεται επιτρέπει στο δικαστή να σταθμίσει εκείνες τις περιπτώσεις που ο εναγόμενος ευλόγως αντιδικεί, επειδή πρόκειται για απαίτηση εύλογης χρηματικής ικανοποίησης (π.χ. ηθική βλάβη) ή επειδή προβάλλει ένσταση συμψηφισμού (βλ. αιτιολογική έκθεση ν. 4055/2012). Έτσι, ο νόμιμος τόκος, μετά την επίδοση της αγωγής είναι πλέον ο (αυξημένος) τόκος επιδικίας. Σημειώνεται ότι δεν απαιτείται ρητή μνεία γι` αυτό στη δικαστική απόφαση, ενώ, αντίθετα, απαιτείται ρητή αναφορά σ` αυτήν, όταν το δικαστήριο κατ` εξαίρεση επιδικάζει την απαίτηση με το νόμιμο ή το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας. Με βάση αυτά, ο περιορισμός του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό δεν συνιστά, σύμφωνα με τη νέα ρύθμιση, λόγο για την κατ` εξαίρεση επιδίκαση του τόκου υπερημερίας, ο οποίος κατά τη σαφή πρόθεση του νομοθέτη, πρέπει να επιδικάζεται μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο οφειλέτης χρηματικής απαίτησης ευλόγως αντιδικεί, δεδομένου ότι μοναδικό κριτήριο για την εξαίρεση από την επιδίκαση τόκου επιδικίας είναι το εύλογο ή όχι της αντιδικίας (ΑΠ 1207/2017). Στην εξεταζόμενη περίπτωση, με τον έκτο και τελευταίο λόγο της από 25-5-2017 αίτησης αναίρεσης, προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια με την επίκληση ότι το Εφετείο παραβίασε, ευθέως, με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τις διατάξεις του άρθρου 346 ΑΚ, καθώς η ενάγουσα κατά τη συζήτηση της αγωγής της περιόρισε το αίτημα αυτής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό και μετά τη μετατροπή αυτή ελλείπουν οι προϋποθέσεις της επιδικάσεως τόκων επιδικίας του άρθρου 346 ΑΚ. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον το Εφετείο, με το να επιδικάσει τόκους επιδικίας κατά το άρθρο 346 ΑΚ, όπως ισχύει μετά την κατά τα ανωτέρω αντικατάστασή του, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις αυτού, καθόσον δέχθηκε, απορρίπτοντας τους αντίθετους ισχυρισμούς των εναγομένων - εκκαλουσών, ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εξαίρεσης αυτών από την επιδίκαση τόκων επιδικίας, ενώ ο περιορισμός του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό δεν συνιστά, σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν προηγουμένως, λόγο μη επιδίκασης τόκων επιδικίας, δεδομένου ότι μοναδικό κριτήριο για την εξαίρεση από την επιδίκαση αυτών είναι το εύλογο η όχι της αντιδικίας. Μετά από αυτά, εφόσον δεν υπάρχει άλλος αναιρετικός λόγος προς έρευνα, πρέπει: α) να απορριφθεί η από 30-3-2018 αίτηση αναίρεσης της ενάγουσας ..., να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου, που έχει καταθέσει η αναιρεσείουσα αυτή, στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ) και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα, λόγω της ήττας της, στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, που έχουν καταθέσει προτάσεις, κατά το σχετικό αίτημά τους (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό, β) να γίνει δεκτή η από 25-5-2017 αίτηση αναίρεσης, κατά παραδοχή των προαναφερόμενων λόγων της, και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς τα κεφάλαια της απώλειας εισοδημάτων, της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης και της αποζημίωσης κατ` άρθρο 931 ΑΚ, καθώς και ως προς τις διατάξεις της δικαστικής δαπάνης. Ακολούθως, η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί για περαιτέρω εκδίκαση, κατά τα αναιρούμενα κεφάλαιά της, στο ίδιο δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλο δικαστή, εκτός από εκείνον που δίκασε προηγουμένως (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ), να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου, που έχουν καταθέσει οι αναιρεσείουσες, σε αυτές (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ) και να συμψηφιστεί η δικαστική δαπάνη μεταξύ των αναιρεσειουσών και της αναιρεσίβλητης, μετά την εκατέρωθεν κατανομή τους, λόγω της μερικής κατ` ίσα μέρη νίκης και ήττας του κάθε μέρους (άρθρα 178, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Συνεκδικάζει τις από 25-5-2017 και 30-3-2018 κρινόμενες αντίθετες αιτήσεις για αναίρεση της υπ` αριθμ. 887/2017 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Απορρίπτει την από 30-3-2018 αίτηση αναίρεσης. Διατάσει την εισαγωγή του παραβόλου, που κατατέθηκε για την άσκηση της αναίρεσης αυτής, στο Δημόσιο Ταμείο. Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, που ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ. Δέχεται την από 25-5-2017 αίτηση αναίρεσης, κατά τους αναφερόμενους στο σκεπτικό της παρούσας λόγους. Αναιρεί την υπ` αριθμ. 887/2017 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, ως προς τα κεφάλαια που αναφέρονται στο σκεπτικό της παρούσας. Παραπέμπει την υπόθεση για τα παραπάνω κεφάλαια για περαιτέρω εκδίκαση στο Μονομελές Εφετείο Αθηνών, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλον δικαστή, πλην αυτού που εξέδωσε την παραπάνω απόφαση. Διατάζει την επιστροφή στις αναιρεσείουσες του παραβόλου που έχουν καταθέσει. Και Συμψηφίζει, στο σύνολό της, τη δικαστική δαπάνη της δίκης για την παρούσα αναίρεση, μεταξύ των διαδίκων αυτής. ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Μαρτίου 2019. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 14 Μαΐου 2019. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Π.Β.