Ανακοπή κατά αναγκαστικής εκτέλεσης. Εμπρόθεσμο αυτής κατ΄άρθρο 934 παρ. 1 ΚΠολΔ αναλόγως των προσβαλλόμενων με αυτή πράξεων και το αν αφορά ικανοποίηση χρηματικών ή μη απαιτήσεων αλλά και αν στρέφεται κατά ακίνητων ή κινητών περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη. Για τον σκοπό αυτό συνεκτιμώνται τόσο το αίτημα της ανακοπής για ακύρωση μιας ή περισσοτέρων πράξεων της εκτέλεσης αλλά και τα αναφερόμενα στο ιστορικό αυτής. Μη εμπρόθεσμη προσβολή με ανακοπή επιφέρει αναδρομικά την ισχυροποίηση των επιμέρους πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης. Όροι βασίμου αίτησης για ανατροπή κατάσχεσης κατ΄άρθρο 1019§1 ΚΠολΔ. Εγείρεται από όποιον έχει έννομο συμφέρον ενώπιον του ειρηνοδικείου της περιφέρειας του τόπου της εκτελέσεως και δικάζεται κατά τα ασφαλιστικά μέτρα. Η απόφαση επί αυτής είναι αμετάκλητη και εφόσον δεχθεί την αίτηση διατάσσει την ανατροπή της κατάσχεσης με αποτέλεσμα οι μεταγενέστερες βάσει αυτής πράξεις εκτέλεσης να είναι άκυρες μόνο αν προσβληθούν για τον δεδομένο λόγο αυτό με ανακοπή. Εσφαλμένα το εφετείο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση που είχε απορρίψει ως απαράδεκτη και δη εκπρόθεσμη της ανακοπή του αναιρεσείοντος αν και ασκήθηκε εμπροθέσμως κατ΄άρθρο 934 παρ. 1γ ΚΠολΔ αφού αφορούσε την ακύρωση των τελευταίων πράξεων της εκτελεστικής διαδικασίας και ειδικότερα του διενεργηθέντος πλειστηριασμού και της κατακύρωσης και όχι των προγενεστέρων πράξεων που είχαν προβληθεί από τον αναιρεσείοντα με αυτοτελή ανακοπή. Αναιρεί την 207/2014 ΕφΛάρ. Παραπέμπει.
Αριθμός 1508/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
A1` Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Βασίλειο Πέππα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Γεράσιμου Φουρλάνου), Γεώργιο Λέκκα - Εισηγητή, Αθανάσιο Καγκάνη, Ιωάννη Μπαλιτσάρη και Αγγελική Τζαβάρα, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 6 Μαρτίου 2017, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: .. του .., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ευθύμιο Καραΐσκο με δήλωση κατ` άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις. Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία ".." και το διακριτικό τίτλο ".." ως καθολικού διαδόχου της αρχικά καθ` ης η ανακοπή Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία "..", που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ευγενία Τζαννίνη με δήλωση κατ` άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις, 2) .. του .., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Κατσαρό με δήλωση κατ` άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 20/3/2008 ανακοπή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Λάρισας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 153/2010 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 207/2014 του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 4/4/2016 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, προσβάλλεται η 207/2014 απόφαση του Εφετείου Λάρισας, η οποία εκδόθηκε επί της από 30-6-2010 έφεσης του αναιρεσείοντος κατά της 153/2010 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας, με την οποία απορρίφθηκε η από 20-3-2008 ανακοπή του κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης, που επέσπευσε η πρώτη των αναιρεσιβλήτων. Κατά το άρθρο 933 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του από το άρθρο 19 § 1 Ν. 4055/2012, αντιρρήσεις του καθού η εκτέλεση και κάθε δανειστή του που έχει έννομο συμφέρον, οι οποίες αφορούν στην εγκυρότητα του εκτελεστού τίτλου, στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης ή στην απαίτηση, ασκούνται μόνο με ανακοπή. Η ανακοπή αυτή, κατά την διάταξη του άρθρου 934 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως είχε αντικατασταθεί με την παρ. 5 του άρθρου 10 του Ν.2145/1993 και την παρ. 27 του άρθρου 3 του Ν.2207/1994 και πριν αντικατασταθεί από το άρθρο 1 όγδοο άρθρο § 2 του Ν. 4335/2015 και με την οποία καθιερώνεται το σύστημα της κατά στάδια προσβολής των πράξεων της αναγκαστικής εκτέλεσης, είναι παραδεκτή: (α) αν αφορά στην εγκυρότητα του τίτλου ή στην προδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, μέσα σε δεκαπέντε ημέρες, αφότου γίνει η πρώτη μετά την επιταγή πράξη εκτέλεσης (β) αν αφορά στην εγκυρότητα των πράξεων της εκτέλεσης που έγινε από την πρώτη μετά την επιταγή πράξη εκτέλεσης και πέρα ή την απαίτηση, έως την έναρξη της τελευταίας πράξης εκτέλεσης και (γ) αν αφορά στην εγκυρότητα της τελευταίας πράξης εκτέλεσης και πρόκειται για εκτέλεση προς ικανοποίηση χρηματικής απαίτησης, μέσα σε τριάντα ημέρες από την ημέρα του πλειστηριασμού ή αναπλειστηριασμού, αν πρόκειται για κινητό, και σε ενενήντα ημέρες από την μεταγραφή της περίληψης της κατακυρωτικής έκθεσης, αν πρόκειται για ακίνητα. Στην αναγκαστική εκτέλεση για ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων πρώτη μετά την επιταγή πράξη εκτέλεσης είναι η σύνταξη έκθεσης κατάσχεσης και τελευταία η σύνταξη έκθεσης πλειστηριασμού και κατακύρωσης (άρθρο 934 § 2 ΚΠολΔ). Από τις προαναφερόμενες διατάξεις και ενόψει του γεγονότος ότι η κατά το σύστημα του ΚΠολΔ λειτουργία της δικονομικής ακυρότητας καθιστά αναγκαία την προσβολή των άκυρων πράξεων της εκτελεστικής διαδικασίας, οι οποίες παράγουν τις συνέπειες τους μέχρι να απαγγελθεί με δικαστική απόφαση η ακυρότητα τους, οπότε επέρχεται αναδρομική άρση των αποτελεσμάτων τους, γίνεται φανερό, ότι, αν οι επιμέρους πράξεις της εκτελεστικής διαδικασίας παρουσιάζουν ελάττωμα, πρέπει να προσβληθούν με ανακοπή (του άρθρου 933 ΚΠολΔ) μέσα σε ορισμένη προθεσμία, η οποία έχει ως αφετηρία ορισμένη πράξη της εκτελεστικής διαδικασίας και είναι δικονομική, διεπόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 144 επ. ΚΠολΔ. Κατά συνέπεια, αν η προθεσμία αυτή περάσει άπρακτη, επέρχεται έκπτωση από το δικαίωμα προσβολής της σχετικής πράξης (άρθρο 151 ΚΠολΔ) και η πράξη αυτή καθίσταται πλέον απρόσβλητη και δεν μπορεί να συμπαρασύρει σε ακυρότητα και τις επόμενες πράξεις της διαδικασίας της εκτέλεσης, η σχετική δε ανακοπή (η ασκηθείσα μετά την πάροδο της προθεσμίας) απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Με τα δεδομένα αυτά επί πλειστηριασμού ακινήτου προς ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων, η ακυρότητα της αναγκαστικής κατάσχεσης ή της περίληψης της κατασχετήριας έκθεσης μπορεί να προβληθεί με ανακοπή μόνο μέσα στην προθεσμία, που ορίζεται στο άρθρο 934 παρ. 1β ΚΠολΔ, δηλαδή, μέχρι την έναρξη της τελευταίας πράξης της εκτέλεσης, που είναι η σύνταξης της έκθεσης πλειστηριασμού και κατακύρωσης. Έτσι, αν δεν ασκήθηκε ανακοπή με τέτοιο περιεχόμενο, η πιο πάνω ακυρότητα δεν μπορεί να προβληθεί με ανακοπή ως λόγος ακυρότητας - ελαττωματικότητας-του πλειστηριασμού. Αλλά και ο δικονομικά άκυρος πλειστηριασμός παράγει έννομες συνέπειες μέχρις ότου ακυρωθεί με την ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ, η οποία, επίσης, πρέπει να ασκηθεί μέσα στην προθεσμία του άρθρου 934 παρ. 1γ` του ίδιου κώδικα. Εάν παρέλθει άπρακτη η εν λόγω προθεσμία, ο πλειστηριασμός ο οποίος αποτελεί τον ουσιώδη σκοπό και την τελευταία πράξη της εκτελεστικής διαδικασίας άρα δε και κρίσιμο στοιχείο, αφού δημιουργείται εφεξής και με την επακολουθούσα κατακύρωση νέα έννομη κατάσταση, από την οποία απορρέουν νέα δικαιώματα και δημιουργούνται νέες υποχρεώσεις, θεραπεύεται από τις τυχόν ακυρότητες από τις οποίες πάσχει είτε αυτές ανάγονται σε πλημμέλεια της διεξαγωγής του είτε αναφέρονται σε επί μέρους πράξεις της εκτελεστικής διαδικασίας προγενέστερες αυτού. Για την εφαρμογή των προθεσμιών του άρθρου 934 παρ. 1 ΚΠολΔ λαμβάνεται υπόψη όχι μόνο το αίτημα της ανακοπής, το οποίο αναφέρεται στην ακύρωση μιας ή περισσοτέρων πράξεων της εκτέλεσης, αλλά και τα ιστορούμενα σ` αυτήν ελαττώματα, τα οποία πρέπει να αναφέρονται ευθέως και αμέσως στις προσβαλλόμενες με το αίτημα πράξεις και να θίγουν το κύρος τους (ΑΠ 640/2017, ΑΠ 1788/2012). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1019 § 1 ΚΠολΔ, η κατάσχεση, εφόσον δεν ακολούθησε πλειστηριασμός μέσα σε ένα έτος, αφότου επιβλήθηκε ή αναπλειστηριασμός μέσα σε έξι μήνες από τον πλειστηριασμό, ανατρέπεται, αν το ζητήσει οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον, με απόφαση του Ειρηνοδικείου, στην περιφέρεια του οποίου επιβλήθηκε η κατάσχεση, το οποίο δικάζει κατά την διαδικασία των άρθρων 686 επ. Το δικαστήριο γνωστοποιεί χωρίς υπαίτια καθυστέρηση αμέσως την απόφαση στον υπάλληλο του πλειστηριασμού, ο οποίος οφείλει να σταματήσει κάθε περαιτέρω ενέργεια και να ζητήσει να εγγραφεί η σχετική σημείωση στο βιβλίο κατασχέσεως. Η ανατροπή λογίζεται ότι έχει επέλθει ως προς όλους, αφότου δημοσιευθεί η απόφαση. Με τη διάταξη αυτή, εισάγεται ο θεσμός της ανατροπής της κατασχέσεως, εφόσον ο πλειστηριασμός δεν γίνει μέσα στο καθοριζόμενο από αυτήν χρονικό διάστημα, με σκοπό την επίσπευση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως, την αποφυγή της παρελκύσεώς της από τον επισπεύδοντα, που ενδεχομένως αδρανεί, και την αποτροπή της μακροχρόνιας δεσμεύσεως των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη. Η ανατροπή της κατασχέσεως δεν επέρχεται αυτοδικαίως, αλλά απαγγέλλεται με δικαστική απόφαση του ειρηνοδικείου του τόπου της εκτελέσεως, που είναι αμετάκλητη. Αυτή εκδίδεται μετά από αίτηση αυτού που έχει έννομο συμφέρον και κυρίως του καθού η εκτέλεση οφειλέτου ή τρίτου κυρίου του ενυποθήκου ακινήτου. Το δικαστήριο που διατάσσει την ανατροπή, ερευνά μόνον την ύπαρξη των προϋποθέσεων του νόμου, εφόσον δε συντρέχει η προϋπόθεση της παρελεύσεως του νομίμου χρόνου, είναι υποχρεωμένο να την διατάξει. `Αμεση συνέπεια της εκδιδόμενης αποφάσεως, που έχει διαπλαστικό χαρακτήρα, είναι η κατάργηση της εκτελεστικής διαδικασίας και η ακυρότητα των περαιτέρω διαδικαστικών πράξεων, καθώς και του πλειστηριασμού. Η μετά την ανατροπή επερχομένη ακυρότητα για τις πράξεις της εκτελεστικής διαδικασίας που τυχόν θα επακολουθήσουν, είναι δικονομική, ήτοι προτείνεται και απαγγέλλεται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 933 επ. ΚΠολΔ Ειδικότερα, ο πλειστηριασμός που θα διενεργηθεί μετά την ανατροπή της κατάσχεσης δεν είναι αυτοδικαίως άκυρος και εφόσον δεν προσβάλλεται με ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ, αναπτύσσει πλήρως τα έννομα αποτελέσματά του. Έτσι, αν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία της ανακοπής, ο πλειστηριασμός ισχυροποιείται και καθίσταται πλέον απρόσβλητος (ΑΠ 1531/1995). Τέλος, ο εκ του άρθρου 559 αριθμ. 14 ΚΠολΔ, λόγος αναιρέσεως, ιδρύεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως αναφέρεται σε ακυρότητες δικαιώματα και απαράδεκτα από το δικονομικό δίκαιο (ΑΠ 640/2011). Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων ιστορούσε στην ένδικη ανακοπή, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπησή της (ΚΠολΔ 561 § 2), ότι με επίσπευση της πρώτης των αναιρεσιβλήτων και για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεών της, ποσού 191.249,75 και 280.768,94 ευρώ πλέον τόκων και εξόδων, που επιδικάστηκαν με τις ...2001 και ...001 Διαταγές Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας αντίστοιχα, κατασχέθηκαν αναγκαστικά τα αναφερόμενα στο δικόγραφο της ανακοπής ακίνητά του, δυνάμει της ...-6-2003 κατασχετήριας έκθεσης ακίνητης περιουσίας, του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Λάρισας, ..., ενώ ως ημέρα του πλειστηριασμού ορίστηκε, δυνάμει της ...-6-2003 περίληψης κατασχετήριας έκθεσης του ίδιου ως άνω δικαστικού επιμελητή, η 5-11-2003, ότι ύστερα από αίτησή του, εκδόθηκε η 16/2007 απόφαση του Ειρηνοδικείου Φαρσάλων, η οποία διέταξε την ανατροπή της παραπάνω κατάσχεσης, δοθέντος ότι είχε παρέλθει έτος, αφότου αυτή επιβλήθηκε και ότι η πρώτη αναιρεσίβλητη αναγγέλθηκε στον πλειστηριασμό, τον οποίο είχε η ίδια επισπεύσει, ακολούθως δε κατέθεσε ενώπιον της Συμβολαιογράφου .. .. .. την .../4-4-2007 δήλωση συνέχισης πλειστηριασμού, με βάση την οποία συντάχθηκε αρχικά η ...-4-2007 περίληψη κατασχετήριας έκθεσης ακίνητης περιουσίας της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Λάρισας ... και ακολούθως η ...-12-2007 Δ` επαναληπτική περίληψη κατασχετήριας έκθεσης της ιδίας δικαστικής επιμελήτριας, επισπεύσθηκε και τελικώς διενεργήθηκε (ο πλειστηριασμός) στις 16-1-2008 ενώπιον της άνω συμβολαιογράφου. Περαιτέρω, ο αναιρεσείων εξέθεσε στην ανακοπή του ότι η από 2-4- 2007 αναγγελία της πρώτης αναιρεσίβλητης ενώπιον της Συμβολαιογράφου . ..., η ως άνω δήλωση συνέχισης του πλειστηριασμού και η ...-12-2007 Δ` επαναληπτική περίληψη κατασχετήριας έκθεσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Λάρισας .. είναι άκυρες, καθόσον είχε παρέλθει ήδη έτος από την ανατραπείσα τελικά με την 16/2007 απόφαση του Ειρηνοδικείου Φαρσάλων, αναγκαστική κατάσχεση της ακίνητης περιουσίας του, που αποτελεί το θεμέλιο της αναγκαστικής εκτέλεσης, ότι η άνω αναγγελία έγινε με σκοπό την καταστρατήγηση της διάταξης του άρθρου 1019 ΚΠολΔ και ειδικότερα την καταστρατήγηση της δικονομικής του δυνατότητας, για την ανατροπή της κατάσχεσης, αφού έγινε για το ίδιο χρέος, για το οποίο επισπεύσθηκε η ένδικη αναγκαστική εκτέλεση και αμέσως μόλις επιδόθηκε στην πρώτη των αναιρεσιβλήτων η από 26-2- 2007 αίτησή του, για ανατροπή της κατάσχεσης, ότι ομοίως είναι άκυρη, αφού έγινε καθ` υπέρβαση των ορίων του άρθρου 281 Α.Κ., άλλως και σε κάθε περίπτωση, δεν υπέχει θέση αυτοτελούς κατασχέσεως, αφού έγινε μετά παρέλευση 15 ημερών, από την ορισθείσα ημερομηνία του πλειστηριασμού, ότι τις ως άνω άκυρες πράξεις της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, τις έχει ήδη προσβάλλει ενώπιον Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας, με την από 2-5-2007 και με αριθμ. καταθ. δικογρ. ...2007 ανακοπή του, κατ` άρθρο 933 ΚΠολΔ και ότι δυνάμει της άνω και με αριθμό ...-12-2007 επαναληπτικής περίληψης κατασχετήριας έκθεσης της δικαστικής επιμελήτριας Πρωτοδικείου Λάρισας ..., επισπεύσθηκε πλειστηριασμός της ακίνητης περιουσίας του που τελικώς διενεργήθηκε στις 16-1-2008, ενώπιον της συμβολαιογράφου .. ... και κατακυρώθηκαν τα ακίνητά του στον δεύτερο των αναιρεσιβλήτων. Με την επίκληση των περιστατικών αυτών, ζήτησε την ακύρωση α) της .../16-1-2008 έκθεσης αναγκαστικού πλειστηριασμού και κατακύρωσης ακινήτων της ως άνω συμβολαιογράφου και του διενεργηθέντος στις 16-1-2008 ως άνω πλειστηριασμού και β) της .../24-1-2008 περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης της ίδιας συμβολαιογράφου, πράξεις που επισπεύστηκαν δυνάμει της από 2-4-2007 αναγγελίας της πρώτης των αναιρεσιβλήτων ενώπιον της ως άνω συμβολαιογράφου, της .../4-4-2007 δήλωση συνέχισης πλειστηριασμού της ίδιας ενώπιον της ανωτέρω συμβολαιογράφου και της ...-12-2007 Δ` επαναληπτικής περίληψης κατασχετήριας έκθεσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Λάρισας .... Το Εφετείο, εκτιμώντας την ένδικη ανακοπή, δέχθηκε τα ακόλουθα: "Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η ένδικη ανακοπή ήταν απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω εκπροθέσμου ασκήσεώς της, διότι και οι δύο λόγοι της ανακοπής αφορούν στο κύρος της αναγγελίας και της δήλωσης συνεχίσεως του πλειστηριασμού της πρώτης των καθών ενώπιον της υπαλλήλου του πλειστηριασμού συμβολαιογράφου Φαρσάλων ..., ήτοι στο κύρος πράξεων της αναγκαστικής εκτελέσεως που διενεργήθηκαν μετά την πρώτη, μετά τη σύνταξη επιταγής, πράξη εκτελέσεως, που εν προκειμένω είναι η σύνταξη της κατασχετήριας έκθεσης και ως εκ τούτου έπρεπε να προβληθούν με ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ, εντός της προθεσμίας του άρθρου 934 παρ. 1 εδ. β` ΚΠολΔ..... ήτοι το αργότερο μέχρι την έναρξη της τελευταίας πράξεως της εκτελεστικής διαδικασίας, που στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι η σύνταξη της υπ` αριθμ. .../16.1.2008 έκθεσης αναγκαστικού πλειστηριασμού και κατακύρωσης ακινήτων της ανωτέρω συμβολαιογράφου, ενώ η υπό κρίση ανακοπή κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου στις 28.3.2008 και επιδόθηκε στους καθών στις 11.4.2008 και 17.4.2008, αντίστοιχα (βλ. τις υπ` αριθμ. .../11.4.2008 και .../17.4.2008, εκθέσεις, επιδόσεως των δικαστικών επιμελητών των Πρωτοδικείων φθηνών και Γιαννιτσών, ... και .., αντίστοιχα)...". Ακολούθως και με βάση τις σκέψεις αυτές, το Εφετείο απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος και επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση, που είχε δεχθεί τα ίδια και είχε απορρίψει την ανακοπή ως απαράδεκτη. Έτσι που έκρινε το Εφετείο, παρά το νόμο κήρυξε απαράδεκτο και τούτο διότι η ένδικη ανακοπή, με την οποία ζητείται, όπως προαναφέρθηκε, η ακύρωση των τελευταίων πράξεων της εκτελεστικής διαδικασίας και ειδικότερα του διενεργηθέντος πλειστηριασμού και της κατακύρωσης και όχι των προγενεστέρων πράξεων, για τις οποίες, όπως αναφέρεται στο δικόγραφό της, ο αναιρεσείων έχει ήδη ασκήσει ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ, είναι παραδεκτή, καθόσον ασκήθηκε εντός της προθεσμίας του άρθρου 933 § 1 περ. γ` ΚΠολΔ. Ενόψει αυτών, ο μοναδικός λόγος της αίτησης αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθμ., κατ` εκτίμηση μόνο, 14 ΚΠολΔ είναι βάσιμος. Ακολούθως, πρέπει η αίτηση αναίρεσης να γίνει δεκτή, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, που την εξέδωσε, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές εκτός εκείνων που δίκασαν (ΚΠολΔ 580 § 3). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η απόδοση του κατατεθέντος παραβόλου στον αναιρεσείοντα (ΚΠολΔ 495 § 4) και να επιβληθούν σε βάρος των ηττηθέντων αναιρεσιβλήτων τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 § 2). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 207/2014 απόφαση του Εφετείου Λάρισας. Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές. Διατάζει την απόδοση του κατατεθέντος παραβόλου στον αναιρεσείοντα. Επιβάλλει σε βάρος των αναιρεσιβλήτων τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, το ποσό των οποίων ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 5 Σεπτεμβρίου 2017. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ και νυν Πρόεδρος του Αρείου Πάγου ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 29 Οκτωβρίου 2018.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Π.Β.