Αποτελούμενο από τον Δικαστή Χρήστο Γ. Παπακώστα, Εφέτη, τον οποίο όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διευθύνσεως του Εφετείου Αθηνών και από τη Γραμματέα Νίκη Σανιδά.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 7 Νοεμβρίου 2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΚΑΘΗΣ Η ΚΛΗΣΗ- ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Της εδρεύουσας στη Νέα Σμύρνη Αττικής (……) ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία ……., νομίμως εκπροσωπουμένης, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Γεωργόπουλο, με δήλωση κατά το άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ.
ΤΟΥ ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ- ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ : ………. με Α.Φ.Μ. ………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Αφροδίτη- Φανουρία Καραϊσκου, με δήλωση κατά το άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ.
Ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 29-7-2013 και με αριθμό κατάθεσης ………. αγωγή του και ζήτησε να γίνουν δεκτά τα αναφερόμενα σε αυτήν. Το Δικαστήριο εκείνο με την υπ’ αριθ. 10703/2017 οριστική του απόφαση έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή. Την απόφαση αυτή προσέβαλε η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα με την από 21.12.2017 έφεσή της προς το Δικαστήριο τούτο, η οποία έχει κατατεθεί με αριθμό ……… και η συζήτηση αυτής προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 25/10/2018, οπότε αυτή ματαιώθηκε. Ήδη η υπόθεση επαναφέρεται προς συζήτηση με την από 5/11/2018 και με αριθ. καταθ. ….. κλήση του εφεσίβλητου, η οποία προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας. Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε αντιμωλία των διαδίκων. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων παρέστησαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου με δήλωση κατά το άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ και προκατέθεσαν προτάσεις.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση από 21.12.2017 έφεση (που κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 21/12/2017 και που παραδεκτώς επαναφέρεται προς συζήτηση με την ανωτέρω αναφερομένη κλήση του εφεσίβλητου), στρεφόμενη κατά της υπ’ αριθ. 10703/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, εκδοθείσας κατά την τακτική διαδικασία αντιμωλία των διαδίκων, έχει ασκηθεί παραδεκτώς και εμπροθέσμως, καθ’ όσον η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε στην εναγομένη και ήδη εκκαλούσα την 1/12/2017 (υπ’αριθ. 9726/1.12.2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Γεωργίου Καφαντάρη -άρθρα 19, 495 παρ. 1, 498, 511, 513 παρ. 1 περ. β ’, 516, 517, 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως οι διατάξεις αυτές ισχύουν μετά την 31.12.2015, κατά τα ρητώς οριζόμενα από τη διάταξη του Άρθρου 1 Άρθρου Ενάτου παρ. 2 Ν. 4335/2015» και εφαρμόζονται στην κρινομένη έφεση ως εκ του χρόνου ασκήσεως αυτής μετά την προαναφερομένη ημερομηνία). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά το παραδεκτό και το νόμω και ουσία βάσιμο των επιμέρους λόγων της κατά την ίδια διαδικασία (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), δεδομένου όχι έχει καταβληθεί το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 ΚΠολΔ (όπως ισχύει σήμερα, κατά χα ανωτέρω) παράβολο (σχετ. η ως άνω έκθεση καταθέσεως ενδίκου μέσου, στην οποία αναφέρεται όχι κατασχέθηκε το υπ’ αριθ. 18116912195802200034/2017 ηλεκτρονικό παράβολο), ενώ έχουν προκαταβληθεί και οι κατά το άρθρο 61 του Κώδικα Δικηγόρων (Ν. 4194/2013) εισφορές για την παράσταση των πληρεξουσίων δικηγόρων των διαδίκων.
Ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος με την από 29/7/2013 αγωγή του, ενώπιον του ως άνω πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου απευθυνόμενη, εξέθετε όχι με ομαδική σύμβαση ασφάλισης, που καταρτίστηκε ανάμεσα στην ……….. και την εξαγομένη και ήδη εκκαλούσα ασφαλιστική εταιρία, η τελευταία ανέλαβε, έναντι ασφαλίστρου, την υποχρέωση να καταβάλει στο ασφαλιζόμενο προσωπικό της ανωτέρω τράπεζας, στο οποίο ανήκε και ο ίδιος, το 50% της οριζόμενης στο ίδιο συμβόλαιο αποζημίωσης μόνιμης ολικής ανικανότητας για εργασία, εφόσον η αρμόδια υγειονομική επιτροπή θα διαπίστωνε τη συνδρομή μιας τέτοιας ανικανότητας, σε ποσοστό τουλάχιστον 66,66% και με διάρκεια τουλάχιστον 24 μηνών, μετά και την προσκόμιση της οικείας γνωμάτευσης της ως άνω επιτροπής, καθώς και βεβαίωσης περί αποχωρήσεως του ασφαλιζομένου από την εργασία του λόγω συνταξιοδότησης. Ότι, κατά τη διάρκεια της ισχύος της σύμβασης, επήλθε ο ανωτέρω ασφαλιστικός κίνδυνος, με την εκδήλωση της αναφερόμενης στην αγωγή ασθένειάς του, εξαιτίας της οποίας ήταν ανίκανος προς εργασία από 13-5-2010 έως 31-5-2012 και απεχώρησε από την εργασία του λόγω συνταξιοδότησης μετά τις 31-5-2010. Ότι αν και επήλθε ο ανωτέρω ασφαλιστικός κίνδυνος, η εναγόμενη, επικαλούμενη ότι εκείνος απεχώρησε από την εργασία του οικειοθελώς και όχι λόγω συνταξιοδότησης κατόπιν ανικανότητας που προέκυψε από ασθένεια, κατά τους σχετικούς όρους του ως άνω συμβολαίου, αρνήθηκε μέχρι και την άσκηση της αγωγής να του καταβάλει το 50% του οριζόμενου στο ένδικο ασφαλιστήριο συμβόλαιο ασφαλίσματος. Με βάση τα περιστατικά αυτά, ζήτησε κατόπιν παραδεκτού περιορισμού με δήλωση του πληρεξουσίου Δικηγόρου του στα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης και με τις νομίμως καταχεθείσες έγγραφες προτάσεις του ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (άρθρο 223 του Κ.Πολ.Δ) του αιτήματος της κρινόμενης αγωγής από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγομένης ασφαλιστικής εταιρείας να του καταβάλει το ασφάλισμα, όπως αναλυτικά αυτό προκύπτει από τους όρους της ανωτέρω σύμβασης και υπολογίζεσαι με το δικόγραφο της αγωγής, ήτοι το ποσό των 22.511,65 ευρώ, νομιμοτόκως από 30.3.2012, ήτοι της ημερομηνίας επίδοσης προγενέστερης αγωγής με ίδιο περιεχόμενο από το δικόγραφο της οποίας παραιτήθηκε, άλλως από της επίδοσης της κρινόμενης αγωγής.
Επί της παραπάνω αγωγής εκδόθηκε η ανωτέρω εκκαλουμένη οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε ως ορισμένη, νόμιμη και περαιτέρω ως και εν μέρει ουσιαστικά βάσιμη την αγωγή και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 17.416,56 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής (κατά το σχετικό τελευταίο ανωτέρω επικουρικό ατύχημα), ενώ επιδίκασε και ποσό 1.050 ευρώ εις βάρος της εναγομένης για τη δικαστική δαπάνη του ενάγοντος, κατά το σχετικό νόμιμο αίτημα του τελευταίου. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται τώρα η εκκαλούσα και ζητεί για τους λόγους που εκτίθενται στην έφεση της, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου (κατά τα κατωτέρω εκτιθέμενα) και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, με σκοπό να απορριφθεί η ως άνω αγωγή στο σύνολό της.
Με το παραπάνω περιεχόμενο και αιτητικό η ένδικη αγωγή του εφεσιβλήτου που στηρίζεται στις διατάξεις 1, 2, 7, 9, 27 και 28 του Ν. 2496/1997, 410επ. του ΑΚ και 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ είναι επαρκώς ορισμένη, αφού εμπεριέχει όλα χα απαιτούμενα κατά νόμο στοιχεία- πραγματικά περιστατικά για τη θεμελίωση της ένδικης αξίωσης (ΑΠ 139/2013 και 1895/2008, ΤΠΝ ΝΟΜΟΣ), αφού αναγράφεται σε αυτήν σαφώς όχι συνήφθη η ένδικη ασφαλιστική σύμβαση (ομαδικό ασφαλιστήριο συμβόλαιο) μεταξύ της ανωτέρω τράπεζας, στην οποία αυτός εργαζόταν, η οποία κατέβαλε το σχετικό ασφάλιστρο και της ανωτέρω ασφαλιστικής εχαιρείας (που διαδέχθηκε η εναγομένη), οι επίδικοι όροι της σύμβασης αυτής, ότι αυτός ήταν δικαιούχος ασφαλίσματος βάσει των όρων αυτών, δεδομένου όχι επήλθε ο προβλεπόμενος από τη σύμβαση ασφαλιστικός κίνδυνος και ότι η εναγομένη αρνήθηκε να καταβάλει την προβλεπόμενη αποζημίωση, την οποία υπολογίζει ορισμένος με βάση τους όρους της σύμβασης, χωρίς να είναι απαραίτητη η αναφορά άλλων περιστατικών που μπορούν να προκύψουν από τις αποδείξεις και αφορούν τον χρόνο σύναψης της σύμβασης, τον αριθμό του ασφαλιστηρίου συμβολαίου ή τον αριθμό της παραγράφου ή όρου του συμβολαίου από το οποίο αντλεί τα δικαιώματα του. Εσφαλμένα δε ισχυρίζεται η εναγομένη ότι δεν αναγράφεται στην αγωγή ο αντισυμβαλλόμενός της στην ανωτέρω σύμβαση (σαφώς αναγράφεται ότι ήταν η …….), ο χρόνος επέλευσης του κινδύνου (ανωτέρω αναφέρεται ότι κρίθηκε ανίκανος για εργασία από 13/5/2010) και ο χρόνος αποχώρησής του ενάγοντος από την εναγομένη (σαφώς αναγράφεται ότι συνταξιοδοτήθηκε την 1/6/2010). Με βάση τα ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος ο σχετικός δεύτερος λόγος έφεσης, με τον οποίο η εναγομένη επανέφερε προς κρίση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου την ένσταση αοριστίας της αγωγής που προέβαλε και ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, το οποίο ορθώς έκρινε αυτήν ως ουσιαστικά αβάσιμη.
Περαιτέρω, ως προς τους λοιπούς λόγους έφεσης (πρώτο και τρίτο) οι οποίοι αφορούν στην πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο: Από την εκτίμηση της ένορκης καταθέσεως του μάρτυρα ανταποδείξεως της αγωγής, που εξετάσθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού και από τα έγγραφα που νομίμως επικαλούνται και επαναπροσκομίζουν οι διάδικοι, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η επικαλούμενη και επαναπροσκομιζόμενη από τον ενάγοντα υπ. αριθ. «……» ένορκη βεβαίωση του «……» που δόθηκε ενώπιον του συμβολαιογράφου Λαμίας, «……», εφόσον δεν λήφθηκε κατόπιν νόμιμης κλήτευσης της αντιδίκου του (δεν προσκομίστηκε ούτε ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου έκθεση επίδοσης δικαστικού επιμελητή ή άλλο σχετικό αποδεικτικό της κλήσης της εναγόμενης έγγραφο, δεν παραστάθηκε δε εκπρόσωπος ή δικηγόρος της εναγομένης κατά την εξέταση του ανωτέρω μάρτυρα), αποδείχθηκαν τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: Η πρώην εργοδότρια του ενάγοντος εταιρία με την επωνυμία «……» κατάρτισε σύμβαση ομαδικής ασφάλισης υπέρ των εργαζομένων της με την ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία «……» και εκδόθηκε για το σκοπό αυτό το με αριθ. ……. Ομαδικό Ασφαλιστήριο Συμβόλαιο. Το έτος 2002, η εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία ως οιονεί καθολική διάδοχος της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «……», η οποία συγχωνεύθηκε δι' απορροφήσεώς της από την ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «…….», της σχετικής εγκριτικής απόφασης υπ' αριθμ. …….., καταχωρηθείσης στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών την ….. (ΦΕΚ …../…., ως απορροφούσα εταιρία, η οποία μετονομάσθηκε σε «…………», υποκαταστάθηκε σε όλα γενικά χα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της απορροφηθείσης ανωτέρω ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας. Στα πλαίσια της ασφαλιστικής αυτής σύμβασης, η ανωτέρω εταιρεία που διαδέχθηκε η εναγομένη υποσχέθηκε την παροχή εφάπαξ αποζημίωσης για κάθε εργαζόμενο που θα αποχωρούσε από την «…..», όταν αυτός, για λόγους υγείας ή ατυχήματος, δεν ήταν σε θέση να προσφέρει στην «…….», την εργασία του και συνεπεία του γεγονότος αυτού, υφίσταται (ο εργαζόμενος) απώλεια εισοδήματος. Ειδικότερα, ή εναγόμενη εταιρία ανέλαβε να καταβάλει στον ασφαλισμένο εργαζόμενο αποζημίωση, όπως προβλέπεται στις σελίδες 16 και 17 του προσκομιζόμενού από την ίδια την εναγόμενη ως άνω ομαδικού ασφαλιστηρίου συμβολαίου, υπό τους εξής όρους, όπως κατά λέξη ορίζεται σε αυτές: «ΠΡΟΣΘΗΚΗ 1 - ΘΑΝΑΤΟΣ ΑΠΟ ΑΤΥΧΗΜΑ ΚΑΙ ΜΟΝΙΜΗ ΟΛΙΚΗ ΑΝΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΓΙΑ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟΝ ΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΟ ΑΠΟ ΟΠΟΙΟΔΗΠΟΤΕ ΑΤΥΧΗΜΑ Ή ΟΠΟΙΑΔΗΠΟΤΕ ΑΣΘΕΝΕΙΑ. Ι. Σε περίπτωση θανάτου του Ασφαλισμένου από ατύχημα ή Μόνιμης ολικής Ανικανότητάς για εργασία στο «Συμβαλλόμενο», από οποιοδήποτε ατύχημα ή οποιαδήποτε ασθένεια, η «Εταιρία» θα καταβάλει στους Δικαιούχους ή στον ίδιο τον Ασφαλισμένο, ανάλογα, το ασφάλισμα που ορίζεται στον οικείο ΠΙΝΑΚΑ ΠΑΡΟΧΩΝ του ΜΕΡΟΥΣ 1. .. 2. Για την εφαρμογή της ΠΡΟΣΘΗΚΗΣ αυτής ΜΟΝΙΜΗ ΟΛΙΚΗ ΑΝΙΚΑΝΟΤΗΤΑ θεωρείται η μετά την έναρξη ισχύος αυτού του Ασφαλιστηρίου, από ΑΤΥΧΗΜΑ Η ΑΣΘΕΝΕΙΑ, απόλυτη, ΔΙΑΡΚΗΣ και ΟΡΙΣΤΙΚΗ παρεμπόδιση του Ασφαλισμένου από την άσκηση του επαγγέλματος του, όπως ειδικότερα κατωτέρω διευκρινίζεται: α. Εφόσον ο Ασφαλισμένος κριθεί από την Υγειονομική Επιτροπή του Ταμείου Ασφαλίσεως του Προσωπικού της Τράπεζας ως ανίκανος για εργασία στο Συμβαλλόμενο με ποσοστό τουλάχιστον 66.66% και για χρονικό διάστημα τουλάχιστον 36 μηνών, η Εταιρία (ενν. η ασφαλιστική εταιρεία) υποχρεούται να του καταβάλει αμέσως ολόκληρη την ριζόμενη αποζημίωση ΜΟΑ (Μόνιμης Ολικής Ανικανότητας), με την προσκόμιση σε αυτήν της οικείας γνωμάτευσης της ττροαναφερόμενης υγειονομικής Επιτροπής καθώς και σχετικής βεβαίωσης του Συμβαλλομένου ότι αποχώρησε της εργασίας του σ' αυτόν, συνταξιοδοτούμένος. β. Εφόσον ο Ασφαλισμένος κριθεί από την παραπάνω Υγειονομική Επιτροπή ως ανίκανος για εργασία στο Συμβαλλόμενο με ποσοστό τουλάχιστον 66,66% και για χρονικό διάστημα τουλάχιστον 24 μηνών (εννοείται δε όχι μεγαλύτερο των 36 μηνών) η Εταιρία υποχρεούται να του καταβάλει αμέσως το 50% της οριζόμενης αποζημίωσης για την ΜΟΑ με την προσκόμιση σ' αυτήν της οικείας γνωμάτευσης της προαναφερόμενης υγειονομικής Επιτροπής καθώς και σχετικής βεβαίωσης του Συμβαλλομένου ότι αποχώρησε της εργασίας του σ’ αυτόν, συνταξιοδοτούμενος. Το υπόλοιπο 50% υποχρεούται η Εταιρία να το καταβάλει στον όπως πιο πάνω κριθέντα ως ανίκανο και αποχωρήσαντα της εργασίας του στο Συμβαλλόμενο, σε εξόφληση του υπολοίπου ποσού της οριζόμενης αποζημίωσης, οπότε και εφόσον προσκομίσει στην Εταιρία νέα γνωμάτευση της προαναφερόμενης Υγειονομικής Επιτροπής, από την οποία θα βεβαιώνεται ότι σε συνέχεια αδιάλειπτη της προηγούμενης ανικανότητας του κρίνεται ανίκανος, με ποσοστό τουλάχιστον 66,66% για ένα περαιτέρω διάστημα τουλάχιστον δώδεκα (12) μηνών, γ. Στις περιπτώσεις των Ασφαλισμένων που κρίνονται από την προαναφερόμενη Υγειονομική Επιτροπή ως ανίκανοι για εργασία στο Συμβαλλόμενο με ποσοστό έστω και πάνω από 66,66% αλλά για χρονική η διάρκεια κάτω των 24 μηνών, η Εταιρία δεν υποχρεούται σε ουδεμία καταβολή αποζημίωσης, δ. Όσα αναφέρονται παραπάνω για Πιστοποιητικά της Υγειονομικής Επιτροπής του Τ.Α.Π.Ε.Τ.Ε. ισχύουν ανάλογα και για τα πιστοποιητικά των αρμοδίων Επιτροπών του Ι.Κ.Α.». Από τα ανωτέρω αποδεικνύεται σαφώς ότι- με βάση όσα επικαλείται τάχα ανωτέρω ο ενάγων στην αγωγή του- για να θεωρηθεί αυτός δικαιούχος του 50% του ανωτέρω ασφαλίσματος θα έπρεπε αυτός να υπάγεται στο προσωπικό της Τράπεζας και να κρίθηκε ανίκανος προς εργασία σε ποσοστό τουλάχιστον 66,66% για τουλάχιστον είκοσι τέσσερις (24) μήνες από μία από τις ανωτέρω αναφερόμενες Επιτροπές. Πράγματι, από την με αρ. ………. επιστολή της …… Τράπεζας αποδεικνύεται ότι ο ενάγων έλαβε οικονομική ενίσχυση ποσού 3.500 ευρώ από την Τράπεζα για σοβαρή βλάβη της υγείας του κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του (είχε υποστεί έμφραγμα και έπασχε από στεφανιαία νόσο). Περαιτέρω αποδεικνύεται όχι ο ενάγων, δυνάμει της υπ' αριθμόν ….. απόφασης-γνωμάτευσης της Πρωτοβάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής του ΙΚΑ Λαμίας κρίθηκε ανίκανος προς εργασία με το ποσοστό αναπηρίας του να ανέρχεται στο 67%, ενώ στις 01/06/2010 με την με αριθμό …… απόφαση διευθυντή του ΙΚΑ- Υποκαταστήματος Λαμίας θεμελίωσε συνταξιοδοτικό δικαίωμα και του χορηγήθηκε σύνταξη αναπηρίας, κριθείς ως ανάπηρος με ποσοστό 67% από 13/05/2010 μέχρι 31/05/2012. Συνεπώς, αποδεικνύεται σαφώς όχι η έναρξη της αναπηρίας του ενάγοντος από την ανωτέρω απόφαση του ΙΚΑ- κατόπιν γνωμάτευσης της ανωτέρω Επιτροπής- θεωρείται στις 13-5-2010 και άρα και η επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου επήλθε την ίδια ημέρα και ενώ ήταν ακόμα υπάλληλος της ανωτέρω τράπεζας, ενώ η λήξη της αναπηρίας ορίστηκε στις 31/05/2012, ήχοι κρίθηκε ανίκανος για εργασία με αναπηρία κατά το ανωτέρω ποσοστό για χρονικό διάστημα ανώτερο των 24 μηνών. Από την ιδία ως άνω με αριθμό …./-07-2010 απόφαση διευθυντή του ΙΚΑ- Υποκαταστήματος Λαμίας αποδεικνύεται ότι ο ενάγων συνέχισε να θεωρείται εργαζόμενος της Τράπεζας από …..2010 έως …..2010 και για αυτό το λόγο απέρριψε για το χρονικό αυτό διάστημα το αίτημα για καταβολή σύνταξης αναπηρίας, θέτοντας ως ημερομηνία έναρξης καταβολής της σύνταξης αυτής, την 1.6.2010. Δηλαδή, ο ενάγων είχε κριθεί ανίκανος προς εργασία λόγω της αναπηρίας του σε ποσοστό 67% ήδη πριν από την 1/06/2010 όταν αποχώρησε από την εργασία του μέχρι 31/05/2012, δηλαδή για χρονικό διάστημα τουλάχιστον είκοσι, τεσσάρων μηνών, ενώ είχε ήδη θεμελιώσει συνταξιοδοτικό δικαίωμα. Η εναγομένη με την από 17/9/2010 έγγραφη επιστολή της προς τον ενάγοντα αρνήθηκε να τον αποζημιώσει επειδή- σύμφωνα με όσα αναγράφονται σε αυτήν- αυτός αποχώρησε οικειοθελώς από την εργασία του και όχι λόγω ανικανότητας, δεν προσκόμισε δε αυτός χα σχετικά έγγραφα που αποδεικνύουν την ένδικη αξίωσή του και συνεπώς η εναγομένη αρνήθηκε ότι αυτός καλύπτεται από την ανωτέρω σύμβαση. Οι ισχυρισμοί της αυτοί όμως (που συνιστούν αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής και επαναπροβάλλει αυτούς με τους σχετικούς πρώτο και τρίτο λόγους έφεσης) είναι ουσιαστικά αβάσιμοι, διότι: α) όσον αφορά τον ισχυρισμό περί οικειοθελούς αποχώρησης και όχι λόγω συνταξιοδότησης που έχει σχέση με ανικανότητά του για εργασία, αυτός είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος, αφού ναι μεν με την από 18/8/2010 επιστολή της ανωτέρω τράπεζας προς την εναγομένη γνωστοποιήθηκε στην τελευταία όχι ο ενάγων προσλήφθηκε στις 16/1/1985 και αποχώρησε οικειοθελώς από αυτήν στις 31/5/2010, όμως αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι είχε ήδη κατά τα ανωτέρω κριθεί ανίκανος για εργασία και όχι έλαβε σύνταξη αμέσως μετά την αποχώρησή του σύμφωνα με τα ανωτέρω έγγραφα. Από το προσκομιζόμενο δε από 31/5/2010 προγενέστερο έγγραφο της ανωτέρω τράπεζας που απευθύνεται στον ενάγοντα, όπου αναγράφεται όχι δεν γίνεται δεκτή η από 31/5/2010 αίτηση οικειοθελούς αποχώρησης αυτού, συνάγεται όχι το περιεχόμενο του ανωτέρω εγγράφου που προσκόμισε η εναγομένη έχει την έννοια όχι ο ενάγων δεν αποχώρησε λόγω καταγγελίας ή λήξης της σύμβασής του ή λόγω συμπλήρωσης ορίου ηλικίας ή έχων απασχόλησης, αλλά με δική του αίτηση, η οποία είναι μορφή οικειοθελούς αποχώρησης, αιτία όμως αυτής ήταν η διαγνωσθείσα ήδη ανικανότητά του για εργασία λόγω ασθένειας για την οποία και συνταξιοδοτήθηκε και όχι άλλη άσχετη αιτία, β) ως προς τον ισχυρισμό ότι η επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου έλαβε χώρα την 1/6/2010 και ενώ αυτός είχε αποχωρήσει από την υπηρεσία της ανωτέρω τράπεζας και δεν καλυπτόχαν από τη σύμβαση, εκτός των όσων ήδη προεκτέθηκαν, αποδείχθηκε όχι κατά τον 8° όρο του μέρους II του ανωτέρω ασφαλιστηρίου συμβολαίου (σελ. 6 αυτού): «Σαν ημερομηνία εξόδου του «μισθωτού» από αυτήν την ασφάλιση λογίζεται το τέλος του μήνα, όπως προσδιορίζεται ο μήνας αυτός, από την ημερομηνία αποχώρησής του από την υπηρεσία του «Συμβαλλομένου», είτε με την θέλησή του είτε λόγω καταγγελίας της οικείας σύμβασης εργασίας, φυλασσομένων των όσων ορίζονται απ’ αυτό το Ασφαλιστήριο για την έξοδό τους λόγω των οικείων ορίων ηλικίας, καθώς και για τα οικεία δικαιώματά τους, α) σε περίπτωση επέλευσης των προβλεπομένων κινδύνων πάνω στις αντίστοιχες παροχές ή συνεπεία β) της συνταξιοδότησής τους». Όπως σαφώς συνάγεται από την ανωτέρω διατύπωση των όρων αυτών και χωρίς να κρίνεται απαραίτητη η καταφυγή σε ερμηνεία αυτών (όπως και όλων των προεκτεθεισών όρων της σύμβασης) κατά τις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ (ΑΠ 1597/2001, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 3775/2017, ΤΝΠ Ισοκράτης), το γεγονός ότι ο ενάγων αποχώρησε (συνταξιοδοτούμενος κατά τα ανωτέρω) από την εργασία του την 1/6/2010 δεν αναιρεί το δικαίωμά του να διεκδικήσει την ένδικη αποζημίωση, εφόσον συνέτρεχαν και οι λοιποί ανωτέρω όροι γι αυτό, αφού αυτό ακριβώς είναι που απαιτείτο από τους ανωτέρω όρους της σύμβασης και που συμφώνησαν οι ανωτέρω συμβαλλόμενοι, ήτοι η αποχώρηση με σύνταξη του εργαζομένου από την ανωτέρω τράπεζα εξαιτίας ανικανότητας που διαρκεί για το ανωτέρω χρονικό διάστημα (η οποία κατά τα ανωτέρω είχε ήδη διαγνωσθεί όχι υπήρχε από 12/5/2010). Είναι αντιφατικό να θεωρεί η εναγομένη, αφενός, ότι αφού ο ενάγων θεωρείτο απασχολούμενος και μισθοδοτείτο έως τις 31/5/2010 δεν ήταν ανίκανος για εργασία και ότι γι αυτό η ανικανότητά του για εργασία άρχισε μετά την αποχώρησή του (1/6/2010), οπότε δεν ήταν πλέον καλυπτόμενος από τη σύμβαση και αφετέρου να θεωρεί ότι για να καλύπτεται από αυτήν θα έπρεπε να μην έχει αποχωρήσει από την εργασία του, όντας ήδη ταυτόχρονα ανίκανος για εργασία. Συνεπώς εφόσον προκύπτει η επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου στο πρόσωπο του ενάγοντος και όχι κατά το χρόνο αυτό ήταν ενεργή η ασφαλιστική κάλυψη της εναγομένης και γι αυτόν, ο ενάγων δικαιούται βάσει των όρων του επίδικου ασφαλιστήριου συμβολαίου την οριζόμενη αποζημίωση (σελ. 2- Μέρος I του επίδικου Ομαδικού Ασφαλιστηρίου Συμβολαίου), όπου κατά λέξη ορίζεται: «4.ΜΟΝΙΜΗ OΛΙKH ΑΝΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΓΙΑ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΣΥΜΒΑΜΟΜΕΝΟ ΑΠΟ ΑΤΥΧΗΜΑ η ΑΣΘΕΝΕΙΑ Σε περίπτωση Μόνιμης Ολικής Ανικανότητας του ασφαλισμένου από ατύχημα ή ασθένεια του καταβάλλεται ποσό ίσο με 14 ΜΗΝΙΑΙΟΥΣ ΜΙΣΘΟΥΣ- Κατώτατο όριο. Δρχ. 2.500.000...... Περαιτέρω με το άρθρο 16 του ΜΕΡΟΥΣ II των ΕΙΔΙΚΩΝ ΟΡΩΝ του επίδικου ασφαλιστηρίου συμβολαίου (σελ. 8 αυτού) ορίζεται κατά λέξη: «Για τον υπολογισμό των οικείων αποζημιώσεων- παροχών που υποχρεούται να καταβάλει η Εταιρία στους σφαλισμένους ή τους δικαιούχους τους, θα λαμβάνονται υπ' όψη οι πιο πάνω μηνιαίες αποδοχές του ασφαλιστικού έτους μέσα στο οποίο πραγματοποιήθηκε ο καλυπτόμενος κίνδυνος, χωρίς να υπολογίζονται όμως τα δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα καθώς και τα επιδόματα Άδειας και ισολογισμού. Ειδικότερα, τη βάση υπολογισμού για την καταβολή των πιο πάνω παροχών από την «Εταιρία», θα αποτελεί ο Μέσος όρος των οικείων μηνιαίων αποδοχών, μέσα στο υπό κρίση ασφαλιστικό έτος, (1/1-31/12) δηλαδή το σύνολο των ΔΩΔΕΚΑ (12) μηνιαίων αυτών αποδοχών δια δώδεκα (12) και τελικά: ο Μέσος αυτός όρος επί δεκατέσσερα (14) ή επί είκοσι οκτώ (28) ή επί σαράντα δυο (42) ανάλογα με την περίπτωση του κινδύνου που συνέβη και της παρεχόμενης παροχής». Στην προκειμένη περίπτωση αποδεικνύεται όχι ενάγων από 1-1-2009 έως 31-12-2009, ήχοι το προηγούμενο έτος της αποχωρήσεώς του από την Εμπορική Τράπεζα (αφού το 2010 παρέμεινε μόνο για 5 μήνες και δεν μπορεί να γίνει υπολογισμός σε ετήσια βάση με βάση το έτος αυτό, αφού δεν ήταν ίδιο το ύψος των αποδοχών του για κάθε μήνα), εισέπραξε συνολικά το ποσό των 39.083,70€ (σύμφωνα με την προσκομιζόμενη από τον ενάγοντα από 31-12-2009 βεβαίωση αποδοχών του της Τράπεζας, χωρίς να συνυπολογίζονται παροχές αναδρομικών που αναγράφονται στην ανωτέρω βεβαίωση) και συνεπώς ο μέσος μισθός του συγκεκριμένου δωδεκαμήνου θα πρέπει να υπολογιστεί αφαιρουμένων των τριών μισθών που αντιστοιχούν: 1) στο επίδομα αδείας του 2009 (1/2 του μισθού), 2) στο δώρο Χριστουγέννων 2009 (1 μισθός), 3) στο επίδομα ισολογισμού του 2009 (1 μισθός που καταβάλλεται στο τέλος του έτους κατά τους ισχυρισμούς της εναγομένης που δεν αμφισβήτησε ο ενάγων) και 4) στο δώρο Πάσχα 2010 (1/2 μισθός) και άρα το συνολικό ποσό των 39.083,70€ των καθαρών αποδοχών ίου πρέπει να διαιρεθεί δια του δέκα έξι (15), αφού αφορά σε αποδοχές δέκα πέντε (15) μηνών συμπεριλαμβανομένων των 3 πλασματικών μηνιαίων μισθών των ανωτέρω επιδομάτων, προκειμένου να προκόψει ο μέσος μισθός, που κατά τα ανωτέρω οριζόμενα στο επίδικο ασφαλιστήριο συμβόλαιο του είναι εκείνος, πάνω στον οποίον θα υπολογισθεί η αποζημίωσή του. Κατόπιν τούτων ο μέσος μισθός του ενάγοντος για το χρονικό διάστημα από 1-1-2009 έως 31-12-2009 ισούται με το ποσό των (39.083,70€: 15=) 2.605,58 ευρώ. Συνεπώς η ασφαλιστική αποζημίωση που έπρεπε να καταβληθεί στον ενάγοντα, κατ' εφαρμογή της ως άνω διάταξης του επίδικου ασφαλιστηρίου υπολογίζεται στο ποσό των (2.605,58 € μέσος μηνιαίος μισθός χ 14 μήνες : 2=) 18.239,06 ευρώ. Ο ενάγων ορθώς δεν αιτήθηκε το λοιπό 50% της προβλεπόμενης από την ανωτέρω σύμβαση αποζημίωσης, δεδομένου ότι η αναπηρία του ναι μεν συνεχίστηκε μετά το ανωτέρω χρονικό διάστημα των 24 μηνών για παραπάνω από 12 μήνες αλλά το ποσοστό αυτής περιορίστηκε στο 60%, σύμφωνα με τα σχετικά έγγραφα που ο ίδιος προσκόμισε. Με την εκκαλουμένη απόφαση ορθώς μεν έγινε κατά ένα μέρος του δεκτός ο σχετικός ισχυρισμός της εναγομένης ότι ο υπολογισμός του ενάγοντος για την εξαγωγή του «τελικού μέσου μηνιαίου μισθού» είναι εσφαλμένος και ο δικός της ορθός, ισχυρισμός που προβλήθηκε πρωτοδίκως και επαναφέρεται παραδεκτώς με τις προτάσεις της που κατατέθηκαν ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου (άρθρο 240 του ΚΠολΔ), όμως εσφαλμένα υπολογίστηκε με την εκκαλουμένη απόφαση το ποσό που δικαιούται ο ενάγων στο ποσό των 17.416,56 ευρώ και όχι στο ανωτέρω ποσό. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη ως άνω απόφασή του έκανε δεκτή την αγωγή του εφεσιβλήτου ως ορισμένη και ακολούθως νόμιμη και εν μέρει ουσιαστικά βάσιμη, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και οι αντίθετοι ισχυρισμοί και ανωτέρω λόγοι έφεσης του εκκαλούντος είναι κατ’ ουσίαν αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν, όπως και η κρινόμενη έφεσή της στο σύνολό της, αφού συμπληρωθούν οι αιτιολογίες της εκκαλουμένης απόφασης κατ’ άρθρον 534 του ΚΠολΔ, κατά τα προεκτεθέντα, ανεξαρτήτως του ότι επιδικάστηκε στον ενάγοντα λιγότερο από το ανωτέρω συνολικό ποσό αποζημίωσης που αυτός δικαιούται, αφού- δεδομένου ότι ο ενάγων δεν άσκησε έφεση ή αντέφεση και δεν εξαφανίστηκε η εκκαλουμένη απόφαση - το Δικαστήριο δεν δύναται να χειροτερεύσει τη θέση της εκκαλούσας (άρθρο 536 του ΚΠολΔ). Το ίδιο ισχύει και για το κύριο αίτημα του ενάγοντος για επιδίκαση τόκων από την όχληση της εναγομένης που έλαβε χώρα με την επίδοση της ανωτέρω αναφερομένης προγενέστερης και με ίδιο περιεχόμενο αγωγής κατ’ αυτής από το δικόγραφο της οποίας ο ενάγων παραιτήθηκε (άρθρο 340 του ΑΚ, ΟλΑΠ 13/1994, ΕλλΔνη 35/1239), αίτημα το οποίο απορρίφθηκε σιγή με την εκκαλουμένη απόφαση. Περαιτέρω, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος από την εκκαλούσα παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 εδ. ε' ΚΠολΔ, όπως ισχύει σήμερα) και να υποχρεωθεί η εκκαλούσα σε καταβολή της δικαστικής δαπάνης του εφεσιβλήτου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, λόγω της ήττας της (άρθρα 183, 176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ και 63 παρ. 1, 68 παρ. 1 και 69 παρ. 1 και 2 και Παράρτημα III του Ν. 4194/2013- Κώδικα Δικηγόρων), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ ουσίαν.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την , εισαγωγή του υπ’ αριθ. ……/2017 ηλεκτρονικού παραβόλου στο Δημόσιο
Ταμείο.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εκκαλούσα σε καταβολή της δικαστικής δαπάνης του εφεσιβλήτου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσόν των τετρακοσίων ΕΥΡΩ (400 €).
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτο δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στην Αθήνα την … Δεκεμβρίου 2019, χωρίς να είναι παρόντες οι διάδικοι ή οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.