Αριθμός Απόφασης 117 /2021
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΛΑΜΙΑΣ
Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Αλέξανδρο Οικονόμου, Εφέτη, και από τη Γραμματέα Καλυψώ Πολυχρονάκη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 21 Σεπτεμβρίου 2021, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ - ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: ………………………. του …………….., κατοίκου …………………. του Δήμου Λαμίας, ο οποίος παραστάθηκε στο Δικαστήριο, διά της πληρεξούσιας της δικηγόρου Αφροδίτης-Φανουρίας Καραΐσκου (Δ.Σ. Λαμίας), που κατέθεσε προτάσεις.
ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ - ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «………………………………», που εδρεύει στη Λαμία, ………ο χιλ. της Ν.Ε.Ο. Λαμίας-Αθηνών, νομίμως εκπροσωπούμενης, η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο, διά της πληρεξούσιας της δικηγόρου Βασιλικής Οικονομοπούλου, (Δ.Σ. Αθηνών), που κατέθεσε προτάσεις.
Η εφεσίβλητη, με την από 4-11-2019 αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας (αριθ. εκθ. κατ. 1411/ΤΜ/205/2019) ζήτησε να γίνουν δεκτά, όσα αναφέρονται σ` αυτήν. Το δικαστήριο δέχθηκε την αγωγή με την υπ` αριθ. 244/2020 οριστική του απόφαση. Την απόφαση προσέβαλε ο εκκαλών με την έφεσή του, για την οποία ορίσθηκε δικάσιμος η αναφερομένη στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιες δικηγόροι αναφέρθηκαν στις προτάσεις, που κατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
H υπό κρίση έφεση του εναγομένου (που ηττήθηκε) κατά της υπ` αριθ. 244/2020 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα στις 31-12-2020, δηλαδή εντός της τριακονθήμερης προθεσμίας από την επίδοση της εκκαλουμένης, (άρθ. 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ), η οποία έλαβε χώρα την 1-12-2020 (βλ. την υπ’αρ. 6157Ε/1-12-2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Λαμίας με έδρα το Πρωτοδικείο Λαμίας Ιωάννη Αλεξανδρή). Πρέπει, επομένως, η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι έχει κατατεθεί από τον εκκαλούντα το νόμιμο παράβολο των 100 ευρώ, όπως ορίζεται από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ.
Η ενάγουσα (ήδη εφεσίβλητη) ανώνυμη εταιρία με την αγωγή της, την οποία απηύθυνε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας, κατά του εναγόμενου, εξέθετε ότι στις 27-6-2013 συγκλήθηκε τακτική γενική συνέλευση από τα αναφερόμενα στην αγωγή πρόσωπα, μεταξύ των οποίων και ο εναγόμενος, τα οποία εκπροσωπούσαν μειοψηφία του μετοχικού κεφαλαίου, ανερχόμενη σε 41,96% των μετοχών, στην οποία αποφασίσθηκε, μεταξύ άλλων η αύξηση της αμοιβής, μεταξύ άλλων μελών του Δ.Σ. της, και του εναγομένου κατά 60% περίπου, σε σύγκριση με την προηγούμενη χρονιά, με αποτέλεσμα να ανέλθει αυτή στο ποσό των 48.000 ευρώ ετησίως. Ότι η απόφαση της ανωτέρω γενικής συνέλευσης, ήταν άκυρη, όπως αναγνωρίσθηκε κατόπιν εκδόσεως, επί σχετικής αγωγής μετόχων κατά της ιδίας (ενάγουσας), τελεσίδικης δικαστικής απόφασης που αναγνώριζε την ακυρότητά της. Ότι, κατόπιν της αναγνώρισης της ακυρότητας της προαναφερόμενης απόφασης της Γενικής Συνέλευσης της 27ης-6-2013, στην οποία ρυθμίζονταν τόσο η σύναψη σύμβασης παροχής υπηρεσιών με τον εναγόμενο όσο και το ύψος της αμοιβής του, η ενάγουσα επανέλαβε στις 21-6-2019 την Τακτική Γενική Συνέλευση, με θέμα ημερήσιας διάταξης μεταξύ άλλων και την αμοιβή των μελών του ΔΣ, συνεπώς και του εναγομένου, για το χρονικό διάστημα από 1-7-2013 έως 12-6-2014, η οποία ορίστηκε για τον τελευταίο στο ποσό των 24.000 ευρώ. Ότι μετά ταύτα, ο εναγόμενος έχει εισπράξει για την ανωτέρω χρονική περίοδο ως αμοιβή το ποσό των 24.000 ευρώ (48.000 ευρώ-24.000 ευρώ), σε εκτέλεση άκυρης απόφασης ΓΣ και άκυρης σύμβασης ως προς τον καθορισμό της αμοιβής του, ήτοι χωρίς νόμιμη αιτία, ποσό που η ενάγουσα του κατέβαλε αχρεωστήτως και κατά το οποίο ο εναγόμενος κατέστη αδικαιολογήτως πλουσιότερος σε βάρος της περιουσίας της ενάγουσας. Με βάση το ιστορικό αυτό, η ενάγουσα ζητούσε, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει το χρηματικό ποσό των 24.000 ευρώ, κατά το οποίο κατέστη αδικαιολογήτως πλουσιότερος, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.
Η υπόθεση εκδικάσθηκε αντιμωλία των διαδίκων και εκδόθηκε η προσβαλλόμενη υπ` αριθ. 244/2020 απόφαση του ανωτέρω δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή έγινε δεκτή και υποχρεώθηκε ο εναγόμενος να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 24.000 ευρώ. Ο εκκαλών με την υπό κρίση έφεσή του προσβάλλει την απόφαση αυτή και παραπονείται, για εσφαλμένη ερμηνεία κι εφαρμογή του νόμου καθώς και για κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας να εξαφανισθεί, ώστε η αγωγή να απορριφθεί. Πρέπει λοιπόν να ακολουθήσει η ουσιαστική έρευνα των λόγων της έφεσης.
Σύμφωνα με το άρθρο 904 ΑΚ, όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Η υποχρέωση αυτή γεννιέται ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεωστήτως ή παροχής για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε ή αιτία παράνομη ή ανήθικη". Από τον κανόνα του άρθρου αυτού, που απορρέει από τις κοινωνικές αντιλήψεις περί ισότητος και επιεικείας και έχει εφαρμογή και για το Δημόσιο και τα Ν.Π.Δ.Δ., αφού γι` αυτά δεν καθιερώνεται εξαίρεση με τη διάταξη αυτή ή με άλλη (Ολ. ΑΠ 218/1977), προκύπτει ότι στοιχείο του πραγματικού κάθε απαιτήσεως αδικαιολογήτου πλουτισμού είναι εκτός των άλλων και η ανυπαρξία ή η ελαττωματικότητα της αιτίας, με βάση την οποία έγινε η περιουσιακή μετακίνηση και επήλθε ο πλουτισμός του λήπτη. Αν λείπει το στοιχείο αυτό, αν δηλαδή η αιτία δεν είναι ανύπαρκτη ή ελαττωματική, δεν στοιχειοθετείται απαίτηση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Τέτοια έλλειψη υπάρχει και όταν η αιτία της παροχής είναι παράνομη, εξαιτίας απαγορευτικής διατάξεως νόμου. Στην περίπτωση αυτή, αν ασκηθεί αγωγή, με την οποία αναζητείται ευθέως από τον ενάγοντα ο πλουτισμός (ωφέλεια) του εναγομένου, εξαιτίας της ακυρότητας της συμβάσεως, για να είναι ορισμένη η αγωγή θα πρέπει να αναφέρονται στο δικόγραφο αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 216 παρ. 1α` του ΚΠολΔ, τα περιστατικά που συνεπάγονται την ακυρότητα της συμβάσεως και συνιστούν το λόγο για τον οποίο η αιτία της εντεύθεν ωφελείας του εναγομένου δεν είναι νόμιμη (ΑΠ 261/2020, 501/2016, ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης έφεσης, προβάλλεται η αιτίαση ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ορισμένη την αγωγή, ενώ έπρεπε να την απορρίψει ως αόριστη όσον αφορά την ακυρότητα της σύμβασης ανεξαρτήτων υπηρεσιών του εναγομένου και ήδη εκκαλούντος, διότι δεν γίνεται επίκληση της ακυρότητας της σύμβασης, δεν αναφέρονται οι λόγοι στους οποίους αυτή οφείλεται και δεν προσδιορίζονται τα στοιχεία της σύμβασης εξ αιτίας των οποίων ο αντίστοιχος πλουτισμός είναι νομικά αδικαιολόγητος. Ωστόσο, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην προηγηθείσα νομική σκέψη, είναι επαρκή και ικανά να στηρίξουν την αγωγή τα περιστατικά που αναφέρονται σ’ αυτή, καθώς προσδιορίζονται επαρκώς 1) ο λόγος της ακυρότητας της σύμβασης που τον συνέδεε με την ενάγουσα, που είναι η ακύρωση με την υπ’αρ. 51/2015 απόφαση του πολυμελούς Πρωτοδικείου Λαμίας της απόφασης της τακτικής γενικής συνέλευσης της ενάγουσας, στην οποία είχε αποφασιστεί η κατάρτιση της επίδικης σύμβασης και 2) το περιεχόμενο της από 27-6-2013 σύμβασης του εναγομένου που είχε συνάψει με την ενάγουσα. Συνεπώς και σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην προηγηθείσα νομική σκέψη, η αγωγή είναι πλήρως ορισμένη, περιέχουσα όλα τα κατά το άρθρο 216 παρ. 1 ΚολΔ, απαιτούμενα πραγματικά περιστατικά για την υπαγωγή αυτών στους περί αδικαιολογήτου πλουτισμού κανόνες δικαίου. Συνεπώς το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ορισμένη την αγωγή, δεν αρκέστηκε σε λιγότερα στοιχεία από αυτά που απαιτεί ο νόμος για την ιστορική βάση της αγωγής, και ειδικότερα η διάταξη του άρθρου 904 του ΑΚ, και όσα περί του αντιθέτου υποστηρίζει ο εκκαλών με τον πρώτο λόγο έφεσης κρίνονται απορριπτέα.
Από τις διατάξεις αυτές, από τις οποίες οι μεν του αρ. 23Α του ν. 2190/1920, όπως ίσχυε κατά την άσκηση της αγωγής, θέτουν περιορισμούς στην μετά της εταιρίας δικαιοπρακτική συναλλαγή ορισμένων προσώπων, στα οποία περιλαμβάνονται και τα μέλη του Δ.Σ., διότι τα πρόσωπα αυτά, λόγω της ιδιότητας και της θέσης τους στην εταιρία είναι δυνατόν να συντελέσουν αποφασιστικά στη σύναψη επιζήμιων για την εταιρία συμβάσεων προς «ίδιον όφελος», οι δε του αρ. 24 ρυθμίζουν το εντελώς διάφορο θέμα της παροχής αμοιβών ή αποζημιώσεων μόνον στα μέλη του διοικητικού συμβουλίου για τις υπό την ιδιότητα αυτών παρεχόμενες υπηρεσίες (ΟλΑΠ 32/1975), συνάγεται σαφώς ότι η ανώνυμη εταιρία μπορεί να αναλάβει την υποχρέωση καταβολής στα μέλη του διοικητικού συμβουλίου οποιασδήποτε άλλης, δηλαδή εκτός της συμμετοχής τους στα κέρδη, μη καθοριζόμενης κατά ποσό στο καταστατικό αμοιβής ή αποζημιώσεως, που επιβαρύνουν την εταιρική περιουσία και καταβάλλονται όπως τα άλλα γενικά έξοδα ανεξάρτητα από την ύπαρξη κερδών ή ζημιών, μόνον με ειδική απόφαση της τακτικής γενικής συνελεύσεως (και όχι έκτακτης). Για να είναι δε ειδική η πιο πάνω απόφαση πρέπει ο καθορισμός της αμοιβής ή της αποζημίωσης να περιέχεται ως ειδικό θέμα της ημερήσιας διάταξης και να διεξαχθεί σχετικά αυτοτελής ψηφοφορία. Η ανωτέρω αμοιβή των συμβούλων μπορεί να οφείλεται τόσο κατά τη διάρκεια παροχής των υπηρεσιών τους όσο και μετά το διάστημα αυτό ως αποζημίωση μετά τη λήξη της θητείας τους και την αποχώρησή τους ή ως σύνταξη προς τον σύμβουλο ή προς μέλος της οικογένειας του και μπορεί να συνίσταται στην καταβολή οποιουδήποτε είδους αμοιβής ή αποζημίωσης, όπως πάγια αντιμισθία κλπ., αποζημίωση κατά συνεδρίαση, συμμετοχή στις πωλήσεις ή στις προμήθειες, καθώς και σε άλλες μη χρηματικές παροχές όπως στη χρήση αυτοκινήτου της εταιρίας, δωρεάν εισιτήρια (ΕφΑΘ 2752/2011, ΔΕΕ 2011, 1147, Παμπούκη, Αμοιβή των μελών του διοικητικού συμβουλίου ανώνυμης εταιρίας, Αρμ 1982, 183). Κατά συνέπεια η ανάληψη της πιο πάνω υποχρεώσεως της εταιρίας σαφώς αντιδιαστέλλεται από τις συμβάσεις που συνάπτονται από την εταιρία με τα μέλη του Δ.Σ. της για τις οποίες, εφόσον εξέρχονται των ορίων της τρέχουσας συναλλαγής της εταιρίας, απαιτείται έγκριση της γενικής συνέλευσης (τακτικής ή έκτακτης) σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις του αρ. 23α ν. 2190/1920 (ΑΠ 421/2000, Νόμος). Σημειωτέον ότι οι αμοιβές που μπορούν να παρέχονται στους συμβούλους της ανώνυμης εταιρίας σύμφωνα με τις διατάξεις του αρ. 24 ν. 2190/1920 είναι δύο ειδών αμοιβές για την ιδιότητά τους αυτή και μόνον, που δεν αντλούνται από την ίδια πηγή, η μία αντλείται από τα κέρδη της εταιρίας και η άλλη βαραίνει τα γενικά της έξοδα καθώς και η αμοιβή για τυχόν πρόσθετη ιδιότητά τους ως απασχολούμενου με σύμβαση εργασίας ή έργου, η οποία μπορεί να αντλείται από τα κέρδη της εταιρίας ή να βαραίνει τα γενικά έξοδα (Παμπούκη, ό.π., σ. 181). Έτσι, δεν αποκλείεται να συρρέουν στο ίδιο πρόσωπο και οι δύο ιδιότητες, δηλαδή του μέλους του Δ.Σ. και του υπαλλήλου της ανώνυμης εταιρίας με εργασιακή σύμβαση, όποτε μάλιστα, αν η τελευταία προϋπήρχε του διορισμού του μισθωτού και ως διευθύνοντος συμβούλου, δεν απαιτείται έγκριση της συναφθείσας εργασιακής συμβάσεως με απόφαση της γενικής συνελεύσεως (ΑΠ 573/2018, ΝΟΜΟΣ, 1364/1990, ΕλλΔ 1992, 796, ΕφΛαρ 50/2016, ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, με την παράγραφο 2 του άρθρου 24 ν. 2190/1920 επιδιώκεται με τον δικαστικό έλεγχο του ύψους της αμοιβής η προστασία της μειοψηφίας, από τον οποίο (δικαστικό έλεγχο) όμως ο νόμος ρητά εξαιρεί τις αμοιβές στα μέλη Δ.σ. για υπηρεσίες που παρέ3χουν βάσει ειδικής σχέσης εργασίας ή εντολής (άρθρο 24 παρ. 3 του ιδίου νόμου, βλ. ΕφΘεσ 1990/2018, ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 55/1999 ΔΕΕ Ι 999.297).
Από όλα τα έγγραφα που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, μεταξύ των οποίων και οι επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από τον εναγόμενο : α) υπ’αριθ. 19046/14-4-2016 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα Θωμά Κούρου ενώπιον της συμβολαιογράφου Λαμίας, Θεοδώρας Ζάχου, και β) υπ’αριθ. 19346/8-12-2016 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα Νικολάου Κόγια ενώπιον της συμβολαιογράφου Λαμίας Θεοδώρας Ζάχου οι οποίες έχουν ληφθεί στα πλαίσια άλλης δίκης και λαμβάνονται υπόψη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με την υπ` αριθμ. 16304/4-12-1978 πράξη του συμβολαιογράφου Αθηνών, Αθανασίου Διαμαντή συστήθηκε η ενάγουσα ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «………………………………………..», με έδρα το ……….ο χλμ Ν.Ε.Ο ………. . Το καταστατικό της εν λόγω εταιρίας καταχωρήθηκε νόμιμα στο Μ.Α.Ε. της Νομαρχίας Φθιώτιδας και στη συνέχεια καταχωρήθηκε νομότυπα στο Γ.Ε.Μ.Η. Ως σκοπός της εταιρίας ορίστηκε αρχικά η εμπορία γεωργικών φαρμάκων, μηχανημάτων και εξαρτημάτων, εργαλείων, ζωοτροφών, λιπασμάτων και σπόρων οικιακών συσκευών, αυτοκινήτων και κάθε είδους βιομηχανικών και γεωργικών προϊόντων και ήδη κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, ο σκοπός της, όπως ορίζεται στο 2ο άρθρο του καταστατικού επεκτάθηκε και σε άλλες δραστηριότητες, όπως αυτές περιγράφονται αναλυτικά στο ως άνω άρθρο. Αρχικά, το μετοχικό κεφάλαιο της εταιρίας ορίστηκε σε 5.000.000 δραχμές, διαιρούμενο σε 5.000 μετοχές, ονομαστικής αξίας εκάστης 1.000 δραχμών. Ωστόσο, κατόπιν διαδοχικών αυξήσεων του μετοχικού κεφαλαίου με αποφάσεις της Γενικής Συνέλευσης της εταιρίας, με την τελευταία εξ αυτών να λαμβάνει χώρα στις 30-6-2010, νομίμως δημοσιευθείσα στο ΦΕΚ ………………………. στο Τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ, αυτό ανήλθε σε 412.283,23 ευρώ, διαιρούμενο σε ……………….. ονομαστικές μετοχές, ονομαστικής αξίας έκαστης …… ευρώ. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι ο εναγόμενος από το έτος 2003 έως και το έτος 2014 συνήπτε κάθε έτος με την ενάγουσα σύμβαση παροχής υπηρεσιών, ετήσιας διάρκειας, στην οποία οριζόταν και η αμοιβή του, καθοριζόμενη αρχικά μηνιαίως και μετέπειτα ετησίως, ενώ, όπως προκύπτει από τη συγκριτική αντιπαραβολή των προσκομιζόμενων εκ μέρους του εναγομένου συμβάσεων, κάθε έτος η αμοιβή του οριζόταν σε διαφορετικό ύψος. Από την επισκόπηση της αρχικής σύμβασης, που συνήψε με την ενάγουσα την 1-11-2003, προκύπτει ο εναγόμενος με την ανωτέρω σύμβαση αναλάμβανε επ’ αμοιβή, ως γεωπόνος-ελεύθερος επαγγελματίας, να εκτελέσει τα εξής: 1) Προώθηση φυτοπροστατευτικών προϊόντων-λιπασμάτων-σπόρων εντός τους καταστήματος, 2) επίσκεψη σε χωριά για προώθηση προϊόντων, 3) επίσκεψη σε συνεργάτες-καταστήματα για προώθηση προϊόντων, 4) επίσκεψη στα χωράφια για επιτόπια λύση προβλημάτων καλλιεργειών, 5) κάλυψη τμήματος απολυμάνσεων ως υπεύθυνος εφαρμογών, 6) δημόσιες σχέσεις με γεωπόνους εταιρειών και 7) υποστήριξη σελίδας της ενάγουσας στο διαδίκτυο, ενώ στις μεταγενέστερες από το έτος 2010 συμβάσεις οριζόταν ως επιπλέον καθήκον του η επίβλεψη σε εκτέλεση έργων πρασίνου σε ιδιωτικά και δημόσια έργα ως και η στελέχωση των έργων αυτών. Στη δε τελευταία σύμβαση που συνήψε με την ενάγουσα στις 27-6-2013 και για την οποία η ενάγουσα επικαλείται ακυρότητα, τα καθήκοντα του εναγομένου αυξήθηκαν σημαντικά, καθότι πέραν των ήδη αναφερόμενων του ανατέθηκαν η πώληση-τεχνική υποστήριξη φυτοπροστατευτικών προϊόντων-λιπασμάτων-σπόρων εντός και εκτός καταστήματος, η υποστήριξη χονδρικής πώλησης, η παροχή υπηρεσιών-σύνταξη μελετών σε προγράμματα γεωργικής φύσης και βιολογικής καλλιέργειας, η παροχή υπηρεσιών σε συστήματα ολοκληρωμένης διαχείρισης καλλιεργειών και πιστοποίηση γεωργικών προϊόντων και η κάλυψη τμήματος απεντομώσεων-μυοκτονιών. Σε όλες δε τις ανωτέρω συμβάσεις, γίνεται σαφής μνεία ότι o εναγόμενος θα φέρει την ευθύνη της επιτυχίας του έργου και πως θα ευθύνεται σε αποζημίωση της ενάγουσας για οποιαδήποτε ζημία υποστεί η τελευταία από τις ενέργειες του. Αναφορικά δε με την αμοιβή του εναγομένου, το έτος 2003 ορίστηκε στο ποσό ……. ευρώ μηνιαίως, το έτος 2005 στο ποσό των 2.220 ευρώ μηνιαίως, το έτος 2006 ομοίως στο ποσό των 2.220 ευρώ μηνιαίως, το έτος 2007 στο ποσό των 2.500 ευρώ μηνιαίως, τα έτη 2008 και 2009 ορίστηκε κυμαινόμενο από 30.000 ευρώ έως 50.000 ευρώ ετησίως, το έτος 2010 από 25.000 έως 50.000 ευρώ ετησίως, το έτος 2011 στο ποσό των 30.000 ευρώ ετησίως, το έτος 2012 στο ποσό των 30.000 ευρώ ετησίως και το έτος 2013 στο ποσό των 48.000 ευρώ. Άλλωστε, για κάθε καταβολή αμοιβής από την ενάγουσα, αυτός εξέδιδε στο όνομά της αντίστοιχη απόδειξη παροχής υπηρεσιών. Επιπλέον, από τις προσκομιζόμενες καταστάσεις συμφωνητικών προκύπτει ότι, τέτοια συμφωνητικά, δηλαδή συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, συνήπτε η ενάγουσα μόνο με τον Πρόεδρο και ορισμένα εκ των μελών του Διοικητικού της Συμβουλίου και συγκεκριμένα με τον ………………………….., Πρόεδρο του ΔΣ, τον ………………………………, τον ………………………., την ……………………………………….., τον ……………………………………., τον εναγόμενο και τη ……………………………………….. και όχι με τα υπόλοιπα δύο μέλη του ΔΣ, πολύ δε περισσότερο με τους μισθωτούς της εταιρίας. Προσέτι, για κάθε νέα ετήσια σύμβαση, όπως και για τον καθορισμό της αμοιβής, προηγούνταν αντίστοιχη απόφαση της γενικής συνέλευσης της εταιρίας. Εκ των ανωτέρω, αποδεικνύεται ότι η σχέση που συνέδεε τον εναγόμενο με την ενάγουσα ήταν αυτή της σύμβασης ανεξαρτήτων υπηρεσιών και όχι της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, όπως ο ίδιος αβασίμως ισχυρίζεται. Τούτο διότι με αυτές καθίσταται σαφές ότι ο εναγόμενος καθόριζε ο ίδιος τους όρους, το χρόνο και τον τρόπο της εργασίας του, μη υποκείμενος σε εντολές ή οδηγίες από το Διοικητικό Συμβούλιο και με έχων υπηρεσιακή και νομική εξάρτηση σε σχέση με τη διοίκηση της ενάγουσας, της οποίας μέλος ήταν ο ίδιος από την 1-7-2004, σχετικά με τις συνθήκες παροχής των υπηρεσιών του. Άλλωστε, ο ίδιος ήταν αρμόδιος για την παροχή υπηρεσιών σε συστήματα ολοκληρωμένης διαχείρισης καλλιεργειών και υπεύθυνος για την στελέχωση της εταιρίας και την επίβλεψη σε εκτέλεση έργων πρασίνου, ιδιωτικά και δημόσια, τη σύνταξη μελετών σε προγράμματα γεωργικής φύσεως και βιολογικής καλλιέργειας, λόγω της ιδιότητάς του ως μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου, ασκώντας εξουσία διοίκησης στον εν λόγω γεωπονικό τομέα με δική του ευθύνη και πρωτοβουλία, αφού κατά τα οριζόμενα στις συμβάσεις, ήταν υπόχρεος προς αποζημίωση της εταιρίας σε περίπτωση επέλευσης ζημίας ένεκα του τρόπου δράσης του. Επίσης, ο εναγόμενος, παρείχε τις υπηρεσίες του στα γραφεία της τελευταίας, αλλά και οπουδήποτε αλλού ήταν αναγκαίο, ενεργούσε αυτοβούλως και κατά την εκτίμησή του περί του συμφέροντος της εταιρίας, καθορίζοντας ο ίδιος, εντελώς αυτόνομα, τον τόπο, τρόπο και χρόνο της απασχόλησής του, μη υποκείμενος ως προς αυτά στη νομική εξάρτηση της ενάγουσας, αφού λόγω της ως άνω ιδιότητάς του, ασκούσε εξουσία διοικητική και διαχειριστική, με δική του ευθύνη και πρωτοβουλία, υποβαλλόμενος, ως όργανο της εταιρίας, στο καθεστώς που διέπει το διοικητικό της συμβούλιο, στο οποίο όλοι οι συμμετέχοντες συναποφάσιζαν για τα γενικότερης σημασίας ζητήματα της εταιρίας. Όσον αφορά δε στις αρμοδιότητες που του είχαν ανατεθεί από το Δ.Σ. ή σ` εκείνες που προβλέπονταν στις συμβάσεις παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών που κατήρτιζε με την ενάγουσα, αυτές ήταν αρμοδιότητες που απλώς εξειδίκευαν τις εξουσίες που ανέλαβε ως υπεύθυνος του ανωτέρω τομέα (υπεύθυνος προώθησης φυτοπροστατευτικών προϊόντων, λιπασμάτων, σπόρων κλπ), λόγω της εμπειρίας και της γνώσης από μέρους του, των ανωτέρω αντικειμένων, εξαιτίας της πολυετούς ενασχόλησής του στην εταιρία. Συνεπώς, οι συμβάσεις παροχής υπηρεσιών που καταρτίστηκαν μεταξύ του εναγομένου και της εταιρίας, όχι μόνο δεν υπέκρυπταν σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, αλλά, όπως ο ίδιος έχει συνομολογήσει, αποτελούσαν τον επιλεγέντα, μεταξύ των εταίρων - μελών του Δ.Σ., τρόπο διανομής των κερδών της εταιρίας στα μέλη του Δ.Σ.. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι στις 27-6-2013 έλαβε χώρα τακτική γενική συνέλευση των μετόχων της εταιρίας, με θέματα ημερήσιας διάταξης, μεταξύ άλλων την έγκριση των αμοιβών των μελών του Δ.Σ. για παρεχόμενες εκ μέρους των υπηρεσίες από την 1-7-2013 μέχρι την επόμενη τακτική γενική συνέλευση. Από το προσκομιζόμενο υπ’αριθ.45/27-6-2013 πρακτικό Τακτικής Γενικής Συνέλευσης προκύπτει ότι με απόφασή της εγκρίθηκε η σύμβαση παροχής υπηρεσιών της ενάγουσας με τον εναγόμενο και ορίστηκε ως αποζημίωση-αμοιβή για τις υπηρεσίες του το ποσό των 48.000 ευρώ και στη συνέχεια η γενική συνέλευση έδωσε εντολή στο διοικητικό συμβούλιο για την υπογραφή και τη νομιμοποίηση των συμβάσεων συνεργασίας της ενάγουσας με τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της που αναφέρονται στο πρακτικό, διά της κατάθεσής τους στη Δ.Ο.Υ. Λαμίας. Ωστόσο, επειδή στην εν λόγω τακτική γενική συνέλευση δεν τηρήθηκαν οι προβλεπόμενες διατυπώσεις πληροφόρησης των μελών και λόγω του ότι αποκλείσθηκαν από τη συμμετοχή τους σε αυτήν μέτοχοι που είχαν το 58,04% του μετοχικού κεφαλαίου, κατόπιν ασκήσεως, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λαμίας, από ορισμένα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, κατά της ενάγουσας αγωγής αναγνώρισης της ακυρότητας της απόφασης της ως άνω γενικής συνέλευσης, εκδόθηκε η υπ’αριθ. 51/2015 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία αναγνωρίστηκε ότι η απόφαση της γενικής συνέλευσης της ενάγουσας που λήφθηκε κατά τη συνεδρίαση της 27ης-6-2013, για την οποία συντάχθηκε το με αρ.45/2013 πρακτικό, είναι άκυρη ως προς όλα τα θέματα της ημερήσιας διάταξης. Η ανωτέρω απόφαση επικυρώθηκε με την υπ’αριθ. 13/2019 απόφαση του Εφετείου Λαμίας, το οποίο αφού δέχθηκε τυπικά την ασκηθείσα εναντίον της υπ’ αριθ 51/2015 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λαμίας έφεση, απέρριψε αυτήν κατ’ ουσίαν, κρίνοντας και αυτό το Δικαστήριο ότι η απόφαση της γενικής συνέλευσης ήταν άκυρη. Πλην όμως, η ακυρότητα της απόφασης της γενικής συνέλευσης που προαναφέρθηκε δεν μπορεί να ασκεί έννομη επιρροή στην εγκυρότητα και την ισχύ της από 27-6-2013 σύμβασης ανάθεσης υπηρεσιών του εναγομένου, διότι αυτός είχε καταρτίσει για πρώτη φορά εργασιακή σύμβαση με την ενάγουσα την 1-11-2003, δηλαδή πριν αυτός εκλεγεί και οριστεί μέλος του διοικητικού συμβουλίου της, την 1-7-2004, και σε κάθε περίπτωση πολύ πριν εκλεγεί μέλος του διοικητικού συμβουλίου της στη γενική συνέλευση της 24-6-2011 και οριστεί με το υπ’αρ. 463/25-6-2011 πρακτικό του διοικητικού συμβουλίου της μέλος του, οπότε απέκτησε διπλή ιδιότητα εργαζομένου και συμβούλου διοίκησης. Συνεπώς, η σύμβαση εργασίας του εναγομένου προϋπήρχε του διορισμού του ως μέλος του Δ.Σ. της ενάγουσας και, επομένως, δεν απαιτούνταν έγκριση αυτής με απόφαση της γενικής συνελεύσεως, κατά τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, η οποία (απόφαση της ΓΣ) δεν παράγει έννομα αποτελέσματα όσον αφορά την εγκυρότητα και ισχύ της από 27-6-2013 σύμβασης ανεξαρτήτων υπηρεσιών του εναγομένου. Κι αυτό γιατί δεν καταστρατηγήθηκε η θέση του ως μέλους του Δ.Σ. της ενάγουσας εταιρίας με την σύναψη σύμβασης ανάθεσης ανεξαρτήτων υπηρεσιών μεταγενέστερη της ανάληψης των καθηκόντων αυτών, για την οποία θα χρειαζόταν να ακολουθηθεί η αυστηρή διαδικασία του άρθρου 23α παρ. 2 του ν. 2190/1920, που προστατεύει ουσιαστικά την περιουσία των ανωνύμων εταιριών. Επιπλέον, αποδεικνύεται ότι ο εναγόμενος παρείχε τις ως άνω υπηρεσίες του στην εταιρία ως μέλος του Δ.Σ. από την 1-7-2004 και εξής με βάση τις αντίστοιχες συμβάσεις ανεξαρτήτων υπηρεσιών που είχε υπογράψει για τις οποίες είχε αξίωση για αντίστοιχη αμοιβή. Ως εκ τούτου, η ως άνω σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών του εναγομένου δεν έχει χάσει την ισχύ της, ανεξαρτήτως του γεγονότος της αναγνώρισης της ακυρότητας της απόφασης της από 27-6-2013 τακτικής γενικής συνέλευσης που αποφάσισε για το ύψος της αμοιβής του, δυνάμει της υπ’αρ. 51/2015 τελεσίδικης απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λαμίας, η οποία δεν παράγει δεδικασμένο μεταξύ των διαδίκων, σύμφωνα με το άρθρο 324 του ΚΠολΔ, καθόσον εκδόθηκε επί αγωγής μετόχων της ενάγουσας εναντίον της τελευταίας, ως κυρίων διαδίκων, ενώ ο εναγόμενος είχε συμμετάσχει ως προσθέτως παρεμβαίνων. Περαιτέρω, μετά την έκδοση της υπ’αρ. 13/2019 απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, η οποία απέρριψε έφεση (κατά της υπ’αρ. 51/2015 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λαμίας) μετόχων εναντίον της ενάγουσας ανώνυμης εταιρίας, επαναλήφθηκε η ανωτέρω Γενική Συνέλευση την 21η-6-2019, με συμμετοχή μετόχων εκπροσωπούντων το 100% του μετοχικού κεφαλαίου και αποφασίσθηκε με πλειοψηφία 50,46% ότι η αμοιβή του εναγομένου θα ανέρχονταν για το χρονικό διάστημα από 1-7-2013 έως 12-6-2014 στο ποσό των 24.000 ευρώ. Εκ της ανωτέρω απόφασης της Γενικής Συνέλευσης, προκύπτει ότι η αμοιβή του εναγομένου, εγκρίθηκε σιωπηρώς και κατά την επαναληφθείσα Γενική Συνέλευση, ωστόσο, δεν μπορεί να παράγει έννομα αποτελέσματα ως προς το ύψος της αμοιβής του για την οποία υπήρξε διαφοροποίηση από την αρχική απόφαση της Γενικής Συνέλευσης, διότι η σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών του εναγομένου ήταν έγκυρη και ισχυρή, μη εμπίπτουσα στην απαγορευτική ρύθμιση τόσο του άρθρου 23α παρ. 2 όσο και του άρθρου 24 παρ. 3 σε συνδυασμό με την παρ. 2 του ν. 2190/1920, όπως ίσχυαν κατά την κατάρτισή της. Εξάλλου, σε εκτέλεση της ανωτέρω σύμβασης ο εναγόμενος παρείχε προσηκόντως και επιμελώς τις συμφωνηθείσες υπηρεσίες προς την εργοδότρια ενάγουσα εταιρία και η τελευταία όφειλε να του καταβάλει τη συμφωνηθείσα αμοιβή του ύψους 48.000 ευρώ, όπως και έπραξε. Έτσι κατέστη πλουσιότερος από την περιουσία της ενάγουσας, όχι χωρίς νόμιμη αιτία, γιατί ο εναγόμενος παρείχε τις υπηρεσίες του σύμφωνα με όσα προέβλεπε η ως άνω έγκυρη σύμβαση, την οποία είχε καταρτίσει νομίμως με το νόμιμο εκπρόσωπο της ενάγουσας. Συνεπώς δεν γεννάται αξίωση προς απόδοση του πλουτισμού (αμοιβής) του λήπτη εναγόμενου, διότι στην περίπτωση αυτή ο πλουτισμός του και η μείωση της περιουσίας της ενάγουσας δότριας δεν είναι αδικαιολόγητη, δηλαδή χωρίς νόμιμη αιτία, αφού υπήρχε η νόμιμη αιτία της έγκυρης και ισχυρής σύμβασης ανεξαρτήτων υπηρεσιών με αμοιβή ύψους 48.000 ευρώ. Μετά ταύτα έπρεπε η υπό κρίση αγωγή να απορριφθεί κατ’ ουσίαν. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που τη δέχθηκε κατ’ ουσία έσφαλε, ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, γι’ αυτό και θα πρέπει, δεκτής γενόμενης της εφέσεως, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, να κρατηθεί η υπόθεση, να δικαστεί κατ’ ουσίαν και να απορριφθεί η αγωγή. Τέλος τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εφεσίβλητης, λόγω της ήττας της (ΚΠολΔ 183), ενώ πρέπει να διαταχθεί η απόδοση του παραβόλου της έφεσης στον καταθέσαντα αυτό εκκαλούντα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει την με αρ. κατ. 121/2020 έφεση αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται αυτή.
Εξαφανίζει την υπ αρ. 244/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας.
Κρατεί την υπόθεση και δικάζει αυτήν κατ’ ουσίαν.
Απορρίπτει την αγωγή.
Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας σε βάρος της εφεσίβλητης - ενάγουσας, που καθορίζει σε 800 ευρώ.
Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στον καταθέσαντα αυτό εκκαλούντα.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του, σε έκτακτη συνεδρίαση, στη Λαμία στις Νοεμβρίου 2021 με απόντες τους διαδίκους και τις πληρεξούσιες δικηγόρους.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ