63/2022 ΕΦ ΛΑΜ (ΜΟΝ)

ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΛΑΜΙΑΣ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Άννα Ρήγα, Εφέτη, την οποία όρισε η Πρόεδρος Εφετών του Δικαστηρίου αυτού, και από τη Γραμματέα Καλυψώ Πολυχρονάκη.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 12 Απριλίου 2022, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:

Α. Στην με αρ. εκθ. κατ. 19/26-2-2021 έφεση :

ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ :             1) ………………………….. του …………….., κατοίκου Λαμίας (οδός ………………. αρ. ……….., με ΑΦΜ …………………. Δ.Ο.Υ. Λαμίας) και 2) ………………………. του ……………………., κατοίκου Λαμίας (οδός …………………………… αρ. …., με ΑΦΜ ……………………….. Δ.Ο.Υ. Λαμίας), οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους, Μιχάλη Γέμελο (Δ.Σ. Λαμίας), σύμφωνα με την από 11 -4-2022 δήλωσή του,

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ : Της Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία «…………………………………………………….», πρώην «………………………………..», που εδρεύει στην Αθήνα (οδός …………..αρ. ……, ΑΦΜ …………………. Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε Αθηνών), όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της, Αφροδίτη - Φανουρία Καραϊσκου (Δ.Σ. Λαμίας), σύμφωνα με την από 11-4-2022 δήλωσή της.

Β. Στην με αριθμ.εκθ.κατ. 81/4-11-2021 εκούσια αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση :

ΤΗΣ ΕΚΟΥΣΙΩΣ ΑΥΤΟΤΕΑΩΣ ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΥΣΑΣ:        Της ανώνυμης εταιρείας διαχείρισης

απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις με την επωνυμία «... ……….….……………………………………………………………» και το διακριτικό τίτλο «………………………………………………………………..», που έχει συσταθεί και λειτουργεί σύμφωνα με το δίκαιο της Ελληνικής Δημοκρατίας, ρυθμιζόμενη από τον Ελληνικό Νόμο 4354/2015, η οποία εδρεύει στο Μαρούσι Αττικής (επί της Λεωφόρου Κηφισίας αρ. ….., με ΑΦΜ …………της Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Αθηνών και με αρ. ΓΕΜΗ …………………….., όπως εκπροσωπείται νόμιμα, αδειοδοτηθείσα από την Τράπεζα της Ελλάδος, σύμφωνα με τον νόμο 4354/2015 και την Πράξη Εκτελεστικής Επιτροπής 118/2017 (αρ. απόφασης 247/14.11.2017), η οποία ενεργεί με την ιδιότητά της ως μη δικαιούχου και μη υπόχρεου διαδίκου, διαχειρίστριας των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «…………………………………………………………………………………» (………………………………………………………………………………….), συσταθείσα υπό τους νόμους της Ιρλανδίας, με αριθμό μητρώου ………….., η οποία εδρεύει στο Δουβλίνο της Ιρλανδίας (οδός ………………… αρ. 3, 4ος όροφος, ………, Δουβλίνο …..) με αριθμό φορολογικού μητρώου ………………………., όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία κατέστη ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την «………………………………………………………..», που εδρεύει στην Αθήνα (οδός ……. αρ. ….., με ΑΦΜ ……………. της Δ.Ο.Υ ΦΑΕ Αθηνών, Γ.Ε.ΜΗ., με αριθμό …………………………………..), νομίμως εκπροσωπούμενης, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της, Αφροδίτη - Φανουρία Καραϊσκου (Δ.Σ. Λαμίας), σύμφωνα με την από 11-4-2022 δήλωσή της.

ΤΗΣ ΥΠΕΡ ΗΣ Η ΕΚΟΥΣΙΑ ΑΥΤΟΤΕΛΗΣ ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: Της Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία «………………………………………….», πρώην «……………….», που εδρεύει στην Αθήνα (οδός ………. αρ. ……, ΑΦΜ ……………Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε Αθηνών), όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

ΤΩΝ ΚΑΘ' ΩΝ Η ΕΚΟΥΣΙΑ ΑΥΤΟΤΕΛΗΣ ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: 1) ………………….. του ……………….., κατοίκου Λαμίας (οδός ……… αρ. …, με ΑΦΜ …………………. Δ.Ο.Υ. Λαμίας) και 2) ……………………………….. του ……………, κατοίκου Λαμίας (οδός ……………….. αρ. …., με ΑΦΜ ………………. Δ.Ο.Υ. Λαμίας), οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους, Μιχάλη Γέμελο (Δ.Σ. Λαμίας), σύμφωνα με την από 11-4-2022 δήλωσή του.

Οι ενάγοντες, με την από 29-10-2019 και με αρ.έκθ.κατ. 1372/31- 10-2019 αγωγή τους, την οποία άσκησαν κατά της εναγομένης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σ' αυτή. Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, η υπ’ αριθμ. 242/2020 οριστική απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, δυνάμει της οποίας η αγωγή απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη. Οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες, με την από 25-2-2021 και με αρ.έκθ.κατ. 19/26-2-2021 ενώπιον της Γραμματείας του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και 41/26-2- 2021 ενώπιον της Γραμματείας του παρόντος Δικαστηρίου, έφεσή τους, προσβάλουν την πρωτόδικη απόφαση, για τους αναφερόμενους στην έφεση λόγους και ζητούν την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης, προκειμενου να γίνει δεκτή κατ ουσίαν, στο σύνολο της, η αγωγή τους.

Η συζήτηση της εφέσεως ορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 9­11-2021 και, μετ' αναβολή, για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, η προσθέτως παρεμβαίνουσα εταιρεία με την επωνυμία «…………………………… ………………………………………………………………………………… τίτλο «…………………………………………………………………………», άσκησε την από 5-11-2021 και με αρ.εκθ,κατ. 81/4-11- 2021 ενώπιον της Γραμματείας του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και 200/4-11-2021 ενώπιον της Γραμματείας του παρόντος Δικαστηρίου, αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση, η συζήτηση της οποίας ορίστηκε κατά τη δικάσιμο που αναφερεται στην αρχή της παρούσας.

ΚΑΤΑ τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο, αλλά κατέθεσαν δηλώσεις, σύμφωνα με την ΚΠολΔ 242 §2 και προκατέθεσαν προτάσεις, ζητώντας αμφότεροι να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

1.   Η έφεση των ηττηθέντων εκκαλούντων - εναγόντων, κατά της εφεσίβλητης - εναγομένης και κατά της υπ’ αριθμ. 242/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, αρμοδίως εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, στην περιφέρεια του οποίου ανήκει το εκδοσαν την εκκαλουμενη απόφαση Πρωτοδικείο (άρθρ. 498, 19 ΚΠολΔ), ασκήθηκε δε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 511 επ. ΚΠολΔ), με κατάθεση του σχετικού δικογράφου στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 6-2­2021, προ πάσης επιδόσεως της εκκαλουμένης αποφάσεως, εντός της προβλεπόμενης από το άρθρο 518 παρ. 2 ΚΠολΔ διετίας από τη δημοσίευση της απόφασης που περατώνει τη δίκη (13-11-2020), αφού από το φάκελο της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης και πάροδος της προθεσμίας προς άσκηση έφεσης, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται ότι έλαβε χώρα επίδοση αυτής, ενώ για το παραδεκτό της, έχει κατατεθεί από τους εκκαλούντες το προβλεπόμενο από το άρθρο 495 του ΚΠολΔ παράβολο Δημοσίου. Πρέπει, επομένως, η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω από το παρόν Δικαστήριο, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και τη νομική και Ουσιαστική βασιμότητα των προβαλλόμενων λόγων της, μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτήν (άρθρα 522, 524 και 533 § 1 του ΚΠολΔ).

2.   Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 80 ΚΠολΔ: «Αν σε δίκη που εκκρεμει μεταξύ άλλων τρίτος εχει εννομο συμφέρον να νικήσει κάποιος διαδικος, εχει δικαίωμα, εως την έκδοση αμετακλητης απόφασης, να ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση, για να υποστηρίξει το διάδικο αυτόν». Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 83 ΚΠολΔ: «Αν η ισχύς της απόφασης στην κυρία δίκη εκτείνεται και στις εννομες σχεσεις εκείνου που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση προς τον αντίδικό του εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 76 έως 78». Στο άρθρο 82 ΚΠολΔ, επίσης, ορίζεται ότι: «Όποιος προσθέτως παρεμβαίνει έχει δικαίωμα να ενεργήσει όλες τις διαδικαστικές πράξεις, που επιτρέπονται στη δίκη προς το συμφέρον εκείνου, για την υποστήριξη του οποίου ασκήθηκε η παρέμβαση και έχει την υποχρέωση να δεχθεί τη δίκη, στη θέση που βρίσκεται κατά το χρόνο της παρέμβασής του. Οι πράξεις που ενεργεί είναι ισχυρές, εφόσον δεν είναι αντίθετες προς τις πράξεις του διαδίκου, για την υποστήριξη του οποίου άσκησε την πρόσθετη παρέμβαση...». Ακόμη, κατά τη διάταξη του άρθρου 81 παρ. 1 ΚΠολΔ: «Η κύρια και η πρόσθετη παρέμβαση, ανεξάρτητα από το αν γίνεται εκούσια ή υστέρα απο προσεπίκληση ή ανακοίνωση, ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις, που ισχύουν για την αγωγή και κοινοποιείται σε όλους τους διαδίκους ...», στο δε άρθρο 274 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 32 του Ν. 3994/2011 και εφαρμόζεται και στην κατ’ έφεση δίκη (άρθρο 524 παρ.1), ορίζεται ότι: «Αν εκείνος που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση εμφανιστεί κατά τη συζήτηση, τότε α) αν λείπουν και οι δυο αρχικοί διαδικοι ή ο αντιδικος εκείνου, υπέρ του οποίου ασκήθηκε η παρέμβαση, το δικαστήριο συζητεί την υπόθεση ερήμην του αντιδίκου εκείνου υπέρ του οποίου ασκήθηκε η παρέμβαση και εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 271 και 272, β) αν λείπει μόνο εκείνος υπέρ του οποίου ασκήθηκε η παρέμβαση, το δικαστήριο συζητεί την υπόθεση ερήμην του μεταξύ εκείνου που άσκησε την παρέμβαση και του αντιδίκου εκείνου υπέρ του οποίου ασκήθηκε η παρέμβαση». Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την πρόσθετη παρέμβαση επιτυγχάνεται η συμμετοχή τρίτου προσώπου σε εκκρεμή μεταξύ άλλων δίκη, ασκείται δε αυτή στην τακτική διαδικασία με αυτοτελές δικόγραφο, που επιδίδεται, επί ποινή απαραδέκτου, στους διαδίκους της αρχικής, εκκρεμούς δίκης, συμπεριλαμβανομένων και των ομοδίκων (ΕΦΠειρ 171/2021, δημ. Νόμος, ΑΠ 564/2008 δημ. ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΑΠ 851/2007 ΝοΒ 2007, ΕφΠειρ (Μον) 160/2022). Μεταξύ της κύριας δίκης και της ασκούμενης πρόσθετης παρέμβασης, υφίσταται σχέση κυρίου - παρεπομένου, όπως σαφώς συνάγεται τόσο από τη φύση της παρέμβασης, όσο και από τη διάταξη του άρθρου 31 παρ.1 ΚΠολΔ, με την οποία καθιερώνεται η δωσιδικία της συνάφειας για δίκες, μεταξύ των οποίων υφίσταται τέτοια σχέση (κύριου - παρεπόμενου), στις οποίες ρητά μνημονεύεται και η περίπτωση της παρέμβασης, σε σχέση με την κύρια δίκη. Με την παρέμβαση, άλλωστε, εκδηλώνεται η υποστήριξη από τον τρίτο, κάποιου από τους κύριους διαδίκους, όπως αυτή (η υποστήριξη) αντανακλάται και στο αίτημα της παρέμβασης, με την οποία ζητείται να νικήσει στην (κύρια δίκη) ο υποστηριζόμένος από τον παρεμβαίνοντα διάδικος (ΑΠ 776/2001 ΕλλΔνη 2002.1419, Μ. Μαργαρίτη, Ερμηνεία ΚΠολΔ, Τ. I, υπό το άρθρο 80, παρ. 1). Ο προσθέτως παρεμβαίνων καθίσταται βοηθός του διαδίκου, υπέρ του οποίου παρενέβη (ΑΠ 18/2008, ΑΠ 1562/2006, δημ. Νόμος), τούτος δε ο ρόλος του, παρέχει σε αυτόν το δικαίωμα να ενεργήσει όλες τις διαδικαστικές πράξεις, που επιτρέπονται στη δίκη, προς το συμφέρον εκείνου, για την υποστήριξη του οποίου ασκήθηκε η παρέμβαση. Μπορεί, συνεπώς, μεταξύ άλλων, ο προσθέτως παρεμβαίνων να επισπεύδει τη δίκη, δηλαδή να ζητεί τον ορισμό δικάσιμου, να εγγράφει την υπόθεση στο πινάκιο και να παραγγέλλει την επίδοση διαδικαστικών εγγράφων, κλητεύοντας όλους τους διαδίκους, η δε παράλειψη της κλήτευσης, οδηγεί στην κήρυξή της συζήτησης ως απαράδεκτης ως προς άπαντες, διότι άλλως παραβιάζεται η αρχή της εκατέρωθεν ακρόασης (ΑΠ 1465/2007 Δ. 2007.1122, Εφ.ΑΘ. 1595/2007 ΑρχΝ 2007. 294, Νίκας, Πολιτική Δικονομία, Τ. ϊ, σελ. 384). Έννομο συμφέρον για την άσκηση της πρόσθετης παρέμβασης υφίσταται, όταν με την πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία σε βάρος του νομικής υποχρέωσης, που είτε απειλούνται από τη δεσμευτικότητα και την εκτελεστότητα της αποφάσεως που θα εκδοθεί είτε υπάρχει κίνδυνος προσβολής τους από τις αντανακλαστικές συνέπειές της, ως τρίτος δε, κατά την έννοια της ίδιας διατάξεως του άρθρου 80 ΚΠολΔ, νοείται εκείνος ο οποίος δεν είχε προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου με οποιοδήποτε τρόπο στην αρχική δίκη ή σε στάδιο προηγούμενης δίκης επί της υποθέσεως (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 1329/2017, ΑΠ 611/2013, ΑΠ 1171/2012, δημ. Νόμος). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 83 ΚΠολΔ, αν η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις εκείνου που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση προς τον αντίδικό του, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 76 μέχρι 78. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι, αποφασιστικό κριτήριο για το χαρακτηρισμό της πρόσθετης παρέμβασης ως αυτοτελούς, είναι η επέκταση της ισχύος της απόφασης, δηλαδή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής ενέργειας αυτής, στις έννομες σχέσεις του τρίτου προς τον αντίδικο του. Ιο δικονομικό δικαίωμα της άσκησης αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, παρέχεται όχι λόγω της πιθανής εκδήλωσης δυσμενών ενεργειών της απόφασης σε βάρος τρίτου, αλλά λόγω της δεσμευτικότητας αυτών που θα κριθούν στην ήδη εκκρεμή δίκη, όσον αφορά στις σχέσεις του παρεμβαίνοντος προς τον αντίδικό του, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα άλλης διαδικασίας. Με την άσκηση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, ο παρεμβαίνων, χωρίς να εισάγει στη δίκη μια νέα έννομη σχέση, αντιδικεί για την ήδη εκκρεμή έννομη σχέση, η διάγνωση της οποίας επισύρει την επέκταση της ισχύος της απόφασης. Η ασκούμενη κατά το άρθρο 83 ΚΠολΔ αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, δημιουργεί περιορισμένου περιεχομένου επιγενόμενη αναγκαία ομοδικία του παρεμβαίνοντος με το διάδικο υπέρ του οποίου η παρέμβαση, στο μέτρο που ο παρεμβαίνων θεωρείται κατά πλάσμα δικαίου ως αναγκαίος ομόδικος με τις παρεχόμενες δικονομικές εξουσίες αυτού, χωρίς όμως να έχει στη διάθεσή του διαδικαστικές ευχέρειες που προσιδιάζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του κυρίου διαδίκου (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 1485/2006, ΑΠ 91/2005, δημ. Νόμος). Ως αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, πρέπει να θεωρηθεί και εκείνη, την οποία ασκεί αυτός που έγινε διάδοχος του διαδίκου όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το πέρας αυτής (άρθρο 225 § 2 ΚΠολΔ), αφού το δεδικασμένο από τη δίκη ισχύει υπέρ και κατά αυτού κατά το άρθρο 325 αριθ. 2 ΚΠολΔ (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 1564/2017, ΑΠ 1731/2011, δημ. Νόμος). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 274 παρ.2 ΚΠολΔ, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, εφαρμόζεται και στην κατ’ έφεση δίκη (άρθρο 524 παρ.1 ΚΠολΔ), αν εκείνος που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση εμφανισθεί κατά τη συζήτηση, τότε αν λείπουν και οι δυο αρχικοί διάδικοι ή ο αντίδικος εκείνου υπέρ του οποίου ασκήθηκε η παρέμβαση, το δικαστήριο συζητεί την υπόθεση ερήμην του αντιδίκου εκείνου, υπέρ του οποίου ασκήθηκε η παρέμβαση και εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 271 και 272 ΚΠολΔ. Στην περίπτωση απουσίας, δηλαδή, αμφοτέρων των διαδίκων της κυρίας δίκης, η συζήτηση της υπόθεσης δε ματαιώνεται, όταν παρίσταται ο προσθέτως παρεμβαίνων, αλλά λαμβάνει χώρα ερήμην του αντιδίκου του υπέρ ου η πρόσθετη παρέμβαση (ΑΠ 265/2013, ΕφΠειρ 160/2022, ΕφΠειρ 171/2021, δημ. Νόμος), εφόσον βέβαια οι απολειπόμενοι διάδικοι της κυρίας δίκης έχουν κλητευθεί προσηκόντως, κατά τα # προαναφερθέντα (ΕφΠειρ 171/2021, δημ. Νόμος), οπότε, αν ο αντίδικος είναι ο ενάγων η αγωγή απορρίπτεται, ενώ αν αντίδικος είναι ο εναγόμενος, οι πραγματικοί ισχυρισμοί του ενάγοντος θεωρούνται ομολογημένοι, και εφόσον η αγωγή τυγχάνει νομικά βάσιμη, γίνεται δεκτή και ως ουσία βάσιμη, εφόσον δεν υπάρχει ένσταση που εξετάζεται αυτεπαγγέλτως. Από την τελολογία και το συνδυασμό του συνόλου των ως άνω αφορώντων την πρόσθετη, απλή ή αυτοτελή, παρέμβαση ρυθμίσεων, συνάγεται ότι η εφαρμογή του άρθρου 274 παρ. 2 ΚΠολΔ, προϋποθέτει σαφώς εγγραφή στο πινάκιο τόσο της κύριας υπόθεσης, όσο και της πρόσθετης παρέμβασης, και συνεκφώνησης αυτών, ώστε τελικά να συνεκδικαστούν (ΕφΠειρ 160/2022, δημ. Νόμος). Περαιτέρω, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 1 περ. γ του ν. 4354/2015 «Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, μισθολογικές ρυθμίσεις και άλλες επείγουσες διατάξεις εφαρμογής της συμφωνίας δημοσιονομικών στόχων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων», «Τα δικαιώματα που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες λόγω πώλησης απαιτήσεις δύναται να ασκούνται μόνο μέσω των εταιριών διαχείρισης της παρούσας παραγράφου. Οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις λογίζονται ως τραπεζικές και μετά τη μεταβίβασή τους. Οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων ευθύνονται για όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στο Δημόσιο και σε τρίτους, οι οποίες βαρύνουν τις εταιρίες απόκτησης απαιτήσεων και απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις». Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του άνω νόμου 4354/2015, «Οι Εταιρίες Διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του ν. 4307/2014 (Α' 246). Εφόσον οι Εταιρίες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου, το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και τον δικαιούχο της απαίτησης».

3.    Στην προκειμένη περίπτωση, η εδρεύουσα στην Αθήνα ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «……………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………….» και το διακριτικό τίτλο «………………………………………………………», με το από 5-11-2021 και με αρ.εκθ.κατ. 81/4-11-2021 ενώπιον της Γραμματείας του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και 200/4-11- 2021 ενώπιον της Γραμματείας του παρόντος Δικαστηρίου, ιδιαίτερο δικόγραφο, άσκησε το πρώτον ενώπιον του Εφετείου, πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της εφεσίβλητης ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………………………………………………………………….» (πρώην «………………………….»), επικαλούμενη ως έννομο συμφέρον της, το γεγονος οτι είναι νόμιμη διαχειριστρια της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «…………………», ειδικής διαδόχου της εφεσίβλητης τραπεζικής εταιρείας, υπέρ και κατα της οποίας ισχύει το δεδικασμενο απο την παρούσα δίκη (άρθρ. 325 ΚΠολΔ). Ειδικότερα, όπως από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει, η αλλοδαπή εταιρία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «……………………………………………………», συσταθείσα υπό τους νόμους της Ιρλανδίας, με αριθμό μητρώου …………… η οποία εδρεύει στο Δουβλίνο της Ιρλανδίας, κατέστη ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας υπό την επωνυμία «………………. Ανώνυμη Τραπεζική Εταιρεία» (πρώην «……………………………..»), που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, κατόπιν μεταβίβασης σε αυτήν στο πλαίσιο τιτλοποίησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, σύμφωνα με τις διατάξεις Ν. 3156/2003, δυνάμει της από 17.12.2020 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων, περίληψη της οποίας καταχωρήθηκε νόμιμα την 18.12.2020, στα δημόσια βιβλία του άρθρου 3 του Ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών στον Τόμο 11 με αυξ. αριθμό 465 και έλαβε αριθμό πρωτοκόλλου 518/18.12.2020 (άρθρο 10 παρ. 8 του ν. 3156/2003). Μεταξύ των απαιτήσεων που μεταβιβάστηκαν από την ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «…………………….. Ανώνυμη Τραπεζική Εταιρεία», στην εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………………………………………………………………………………….», κατά τα ανωτέρω, περιλαμβάνεται και η ένδικη απαίτηση, η οποία πηγάζει και εχει ως αίτια, την μεταξύ των διαδίκων καταρισθείσα, υπ’ αριθ. 269001808 και από 25/02/2008 σύμβαση στεγαστικού δανείου σταθερού επιτοκίου για δύο (2) χρόνια και εν συνεχεία κυμαινόμενου, όπως προκύπτει το με αρ. πρωτ. 146/10.2.2021 επικυρωμένο απόσπασμα εκ του παραρτήματος, που έχει επισυναφθεί στην παραπάνω σύμβαση πώλησης και έχει εξαχθεί από τα δημόσια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών (τόμος 11 και με α.α. 465). Δυνάμει δε της από 16-12-2020 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, περίληψη της οποίας καταχωρήθηκε νόμιμα, την 18.12.2020, στα βιβλία του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών στον τόμο 11 με αυξ. αριθμό 466 και με αριθμό πρωτ. 519/18.12.2020, η διαχείριση των απαιτήσεων που μεταβιβάσθηκαν από την ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «…………………. Ανώνυμη Τραπεζική Εταιρεία», στην εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «……………………………………………………………………………………………..», ανατέθηκε στην ανώνυμη εταιρεία διαχείριση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις με την επωνυμία «……………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………..» και το διακριτικό τίτλο «………………………………….. …………………………», η οποία έχει νόμιμα αδειοδοτηθεί και εποπτεύεται από την Τράπεζα της Ελλάδος (Απόφαση υπ' αρ. 247/14.11.2017 της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος, που δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ Β' 4171). Ως εκ τούτου, η τελευταία ανώνυμη εταιρεία, υπό την ιδιότητα της διαχειρίστριας των προαναφερομένων απαιτήσεων, μεταξύ των οποίων και η ένδικη απαίτηση, έχει έννομο συμφέρον να παρέμβει αυτοτελώς, προσθέτως, υπέρ της αρχικής διαδίκου Τράπεζας, προς απόρριψη της υπό κρίση εφέσεως, καθ' όσον η ισχύς της εκδοθησομένης απόφασης, το δεδικασμένο αυτής, η εκτελεστότητα και η τυχόν διαπλαστική ενέργειά της, καταλαμβάνουν, μετά την εκκρεμοδικία, και την ειδικό διάδοχο της «……………………. Ανώνυμη Τραπεζική Εταιρεία», ήτοι, εν προκειμένω, την εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «……………………………………………………………………………………………………………», κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα. Η ως άνω πρόσθετη παρέμβαση, σύμφωνα και με τις προαναφερόμενες σκέψεις, έχει σαφώς χαρακτήρα αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης. Ωστόσο, δεν γίνεται επίκληση, ούτε προσκομίζεται, έκθεση επίδοσης της καλούσας προσθέτως παρεμβαίνουσας ανώνυμης τραπεζικής με την επωνυμία «………. ……………..» και το διακριτικό τίτλο «……….», προς την ανωτέρω εφεσίβλητη - κύρια διάδικο ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «……………. Ανώνυμη Τραπεζική Εταιρεία», πρώην «……………..», αλλά προσκομίζονται εκθέσεις επιδόσεως της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας, μόνο ως προς τους λοιπούς κύριους διαδίκους - εκκαλούντες. Επομένως, εφόσον δεν αποδεικνύεται νόμιμη κλήτευση της απολειπόμενης εφεσίβλητης, υπέρ ης η ασκηθείσα αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, πρέπει, σύμφωνα με τα αναφερόμενα και στη νομική σκέψη της παρούσας, να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση αυτής, ως προς όλους τους διαδίκους. Τέλος, δεν θα οριστεί παράβολο ερημοδικίας, καθώς η απόφαση δεν είναι οριστική και δεν υπόκειται σε ανακοπή (ΑΠ 1782/2002, ΕφΠειρ 171/2021, δημ. Νόμος), για τον ίδιο δε, λόγο, δεν επιδικάζονται δικαστικά έξοδα.

4.      Οι ενάγοντες, με την αγωγή τους, όπως αυτή διορθώθηκε παραδεκτά με δήλωση περιεχόμενη στις ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου εμπροθέσμως κατατεθείσες προτάσεις τους, ισχυρίστηκαν οτι συνήψαν με την εναγόμενη ανώνυμη τραπεζική εταιρεία, στη Λαμία, το έτος 2008, σύμβαση στεγαστικού δανείου ύψους 250.000 ευρώ, με την οποία ορίστηκε ότι η διάρκεια αποπληρωμής του θα ανέρχονταν σε 20 έτη με περίοδο χάριτος 24 μηνών. Ότι με την εν λόγω δανειακή σύμβαση ορίστηκε ότι για τα δύο πρώτα χρόνια το επιτόκιο θα ήταν σταθερό, ανερχόμενο σε 4,15% και εν συνεχεία, μέχρι το χρόνο λήξης της σύμβασης, κυμαινόμενο, σύμφωνα με τον όρο 6 της σύμβασης, ίσο με το εκάστοτε ισχύον βασικό επιτόκιο της τράπεζας για στεγαστικά δάνεια, πλέον της εισφοράς του ν. 128/1975 και ότι θα υπολογίζεται με βάση έτος 360 ημερών. Ότι, επιπλέον, με τον 6° όρο της ανωτέρω σύμβασης, ορίστηκε οτι μετά απο την επόμενη ήμερα της λήξεως της περιόδου των δύο ετών, κατά την οποία το επιτόκιο ορίστηκε ως σταθερό, μέχρι το χρόνο λήξης της σύμβαησς, συμφωνήθηκε κυμαινόμενο επιτόκιο, ίσο με το εκάστοτε βασικό επιτόκιο στεγαστικών δανείων της εναγομένης, προσαυξανόμενο με το περιθώριο όπως ορίζεται στον όρο της συμβάσεως, το οποίο και θα αποτελούσε το τελικό επιτόκιο που, όπως αυτό θα ίσχυε κάθε φορά, θα προσαυξάνονταν με το κατά περίπτωση επί τοις εκατό της εισφοράς του Ν. 138/75, καθώς και με ειδικές εισφορές που επιβάλλονται από το νόμο, τις νομισματικές αρχές και τις πιστωτικές διατάξεις. Ότι ο υπολογισμός του επιτοκίου θα γίνονταν με βάση έτος 360 ημερών, ο οποίος συνεπάγεται επαύξηση επιτοκίου 1,38% σε σχέση με τον υπολογισμό με βάση έτος 365 ημερών. Ότι, επιπλέον με τον 7° όρο της ανωτέρω σύμβασης, ορίστηκε ότι μετά την πάροδο της περιόδου των δύο ετών, η εναγομένη διατηρεί το δικαίωμα να μεταβάλει το επιτόκιο του δανείου, εφόσον μεταβληθούν τα στοιχεία που προσδιορίζουν το κόστος του και, συγκεκριμένα, το επιτόκιο κύριας αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και το επιτόκιο EURIBOR, ανακοινώνοντας στους ενάγοντες, υπό την ιδιότητά τους ως συνοφειλετών, τη μεταβολή του επιτοκίου, καθώς και την ημερομηνία έναρξης της εφαρμογής αυτής, είτε με δημοσίευση στον ημερήσιο τύπο, είτε μεσω συστημένης επιστολής, είτε με την κοινοποίηση σε αυτους νέας καρτέλας δόσεων, συναγόμενης εκ της μη εναντιώσεως των τελευταίων, ανεπιφύλακτης αποδοχής. Ότι ο ανωτέρω υπό στοιχείο 7 όρος της σύμβασης, με τον οποίο ρυθμίζεται η διαμόρφωση επιτοκίου, ήταν προδιατυπωμένος για απροσδιόριστο αριθμό πελατών της εναγομένης και, επομένως, καταχρηστικός και, για το λόγο αυτό, άκυρος. Ότι παρά το γεγονός πως με τον όρο αυτό, η εναγομένη δανείστρια Τράπεζα, είχε εξαρτήσει την αναπροσαρμογή του κυμαινόμενου επιτοκίου από τη μεταβολή των στοιχείων που προσδιορίζουν το κόστος του δανείου και παρά το ότι υπήρξαν συνεχείς μειώσεις των επιτοκίων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του επιτοκίου EURIBOR, στοιχεία με βάση τα οποία θα έπρεπε να αναπροσαρμόζεται και το επιτόκιο του δανείου, η τελευταία, καθ' όλο το χρονικό διάστημα μέχρι τη λήξη της σύμβασης, ουδέποτε προέβη σε μείωση του επιτοκίου, κατ' εφαρμογή του ανωτέρω άκυρου κατά την αγωγή συμβατικού όρου, αλλά, αντιθέτως, μετά την παρέλευση του χρονικού διαστήματος των δυο ετών, κατα το οποίο το επιτόκιό πάρέμεινε σταθερό, η εναγομένη αύξησε αυτό από 4,25% σε 5,87%. Ότι κατ' αυτόν τον τρόπο, η εναγομένη χρέωσε τους ενάγοντες με τόκους μεγαλύτερους από εκείνους που αυτοί θα όφειλαν, εάν η τελευταία εφάρμοζε τον προσβαλλόμενο 7° όρο της επίδικης δανειακής σύμβασης και, συγκεκριμένα, κατά το ποσό των 76.804,34 ευρώ, που ήδη της κατέβαλαν, κατά το οποίο αυτή κατέστη αδικαιολόγητα πλουσιότερη, σε βάρος της περιουσίας τους. Ότι η ανωτέρω συμπεριφορά της εναγομένης, ως αντικείμενη στην καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, συνιστά υπαίτια, άδικη πράξη σε βάρος τους, η οποία τους προκάλεσε ηθική βλάβη, προς αποκατάσταση της οποίας απαιτείται να επιδικασθεί στον καθένα τους, το ποσό των 200 ευρώ. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζήτησαν, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό, σε έντοκα αναγνωριστικό, με νομότυπη δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου τους, που περιέχεται στις πρωτοδίκως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις τους (άρθρα 223, 294, 295, 297 ΚΠολΔ), να αναγνωρισθεί ότι η εναγομένη οφείλει να καταβάλει το ποσό των 76.804,34 ευρώ κατ’ ισομοιρίαν σε έκαστο των εναγόντων, καθώς και το ποσό των 200 ευρώ σε έναν έκαστο εξ' αυτών, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστησαν, με το νόμιμο τόκο απο την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση και να καταδικαστεί αυτή στην καταβολή των δικαστικών τους εξόδων. Επί της αγωγής αυτής, στην οποία σωρεύονται αντικειμενικά (άρθρο 218 ΚΠολΔ) αγωγή με αντικείμενο την επιστροφή αδικαιολογήτου πλουτισμού και αγωγή καταβολής αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης από αδικοπραξία, εκδόθηκε η εκκαλουμένη οριστική απόφαση, με την οποία το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, αφού απέρριψε ως μη νόμιμη την περί αδικοπραξίας βάση της αγωγής [με την αιτιολογία ότι τα ιστορούμενα σε αυτή περιστατικά, ήτοι, η κατ' εφαρμογή άκυρων γενικών ορών συναλλαγής, χρεωση των εναγοντων με μεγαλύτερα ποσά τόκων από αυτά που θα έπρεπε, δεν μπορούσε, εν προκειμένω, να στηρίξει αποζημιωτική από αδικοπραξία, πρωτογενή ευθύνη της εναγόμενης, εφοσον οι σχετικές ενεργειες αυτής, διαπραττομενες χωρίς τη σύμβαση δανείου, δεν είναι παράνομες, ως μη αντικείμενες στο επιβαλλόμενο από το δίκαιο (άρθρο 914 ΑΚ) γενικό καθήκον να μην ζημιώνεται άλλος υπαίτια (ΑΠ 850/2002, δημ. Νόμος)], έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή ως προς τη βάση της από αδικαιολόγητο πλουτισμό και απέρριψε αυτή κατ' ουσίαν. Κατά της εν λόγω απόφασης παραπονουνται ηοη οι εναγόμενοι - εκκαλουντες, με την ένδικη εφεσή τους και ζητούν, για τους ειδικότερα αναφερόμενους σε αυτήν λόγους, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης, ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή τους, στο σύνολό της.

5.    Κατά το άρθρο 2 παρ. 6 του ν.2251/1994, που έχει τίτλο «προστασία καταναλωτών», όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το ν. 3587/2007 και έχει εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση, αφού η καταχρηστικότητα ενός Γ.Ο.Σ. κρίνεται σύμφωνα με το δίκαιο που ισχύει κατά το χρόνο που γίνεται η χρήση αυτού (ΟλΑΠ 13/2015, ΟλΑΠ 15/2007, ΑΠ 368/2019, δημ. Νόμος), οι όροι που έχουν διαμορφωθεί εκ των προτέρων για μελλοντικές συμβάσεις (γενικοί όροι των συναλλαγών), απαγορεύονται και είναι άκυροι, αν έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή, όπως είναι και ο πελάτης τράπεζας, στον οποίο αυτή, χωρίς ουσιαστική διαπραγμάτευση, αλλά με βάση προδιατυπωμένους όρους, χορηγεί οιασδήποτε μορφής πίστωση. Εκτος απο την ανωτέρω γενική ρήτρα για την καταχρηστικότητα των Γ.Ο.Σ., που συνεπάγεται διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας, στην επομένη παράγραφο 7 του ιδίου άρθρου, απαριθμούνται ενδεικτικώς και τριάντα μία περιπτώσεις γενικών όρων, που θεωρούνται άνευ ετέρου (per se) καταχρηστικοί, χωρίς, ως προς αυτούς, να ερευνάται η συνδρομή των προϋποθέσεων της γενικής ρήτρας, αφού αυτοί θεωρούνται κατ' αμάχητο τεκμήριο ότι έχουν καταχρηστικό χαρακτήρα (ΑΠ 1463/2017, ΑΠ 1332/2012 Αρμ 2013.909, ΑΠ 7/2011 ΝοΒ 2011.562, ΑΠ 904/2011 Αρμ 2612.1708, ΕφΠατρ 9/2021, ΕφΛαρ 139/2020, ΕφΔυτΜακ. 19/2020 και 25/2019, δημ. Νόμος). Σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη, καταχρηστικοί, ενδεικτικά, είναι οι ΓΟΣ, που, μεταξύ άλλων, «... ε) επιφυλάσσουν στον προμηθευτή το δικαίωμα μονομερούς λύσης ή τροποποίησης της σύμβασης χωρίς ορισμένο ειδικό και σπουδαίο λόγο, ...ια) χωρίς σπουδαίο λόγο, αφήνουν το τίμημα αόριστό και δεν επιτρέπουν τον προσδιορισμό του με κριτήρια ειδικά καθορισμένα στη σύμβαση και εύλογα για τον καταναλωτή, κζ) αναστρέφουν το βάρος της απόδειξης σε βάρος του καταναλωτή ή περιορίζουν υπέρμετρα τα αποδεικτικά του μέσα...... Μεταξύ των καθοδηγητικών αρχών που συνάγονται από τις ειδικές αυτές περιπτώσεις, είναι και η αρχή της διαφάνειας, σύμφωνα με την οποία, οι Γ.Ο.Σ. πρέπει να παρουσιάζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών, κατα τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή (ΕφΔυτΜακ. 25/2019, δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 298/2008 ΕπισκΕμπΔ 2008.1063, ΕφΑΘ 1558/2007 ΕΛΛΔνη 48. 902), ήτοι, πρέπει να είναι διατυπωμένοι με τρόπο σαφή και κατανοητό, ώστε ο καταναλωτής να είναι σε θέση να διαγνώσει εκ των προτέρων κρίσιμα στοιχεία ή μεγέθη της σύμβασης, όπως τη διάρκειά της, και τα μεγέθη που περικλείονται στη βασική σχέση παροχής και αντιπαροχής (ΟλΑΠ 15/2007, ΑΠ 2037/2014 δημ. Νόμος). Κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, οι οποίες ως προς τον έλεγχο των Γ.Ο.Σ. αποτελούν εξειδίκευση του γενικού κανόνα του άρθρου 281 του ΑΚ (σύμφωνα με την οποία, απαγορεύεται η καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος ή η κατάχρηση ενός θεσμού, όπως είναι η συμβατική ελευθερία), με τα αναφερόμενα σε αυτές κριτήρια, για την κρίση της ακυρότητας ή μη, ως καταχρηστικών, των όρων αυτών, λαμβάνεται υπόψη κατά κύριο λόγο το συμφέρον τον καταναλωτή, με συνεκτίμηση όμως της φύσης των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σχετική σύμβαση, καθώς και του σκοπού της, πάντοτε δε, στο πλαίσιο επίτευξης σχετικής ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων μερών. Ως μέτρο ελέγχου της διατάραξης της ισορροπίας αυτής, χρησιμεύει, κάθε φορά, το ενδοτικό δίκαιο που ισχύει για τη συγκεκριμένη σύμβαση. Τα συμφέροντα, η διατάραξη της ισορροπίας των οποίων σε βάρος του καταναλωτή, μπορεί να χαρακτηρίσει έναν γενικό όρο άκυρο ως καταχρηστικό, πρέπει να είναι ουσιώδη, η δε διατάραξη πρέπει να είναι ιδιαίτερα σημαντική, σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης. Προς τούτο, λαμβάνονται υπόψη τα συμφέροντα των συμβαλλόμενων στη συγκεκριμένη σύμβαση μερών, των οποίων γίνεται αξιολογική στάθμιση, εκτιμώνται οι ειδικές συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης και εξετάζεται ποιο είναι το συμφέρον του προμηθευτή για διατήρηση του όρου που ελέγχεται και ποιο είναι εκείνο του καταναλωτή, για κατάργησή του. Ερευνάται, δηλαδή, ποιες συνέπειες θα έχει η διατήρηση ή κατάργηση του όρου για κάθε πλευρά, πώς θα μπορούσε κάθε μέρος να εμποδίσει την επέλευση του κινδύνου που θελει να αποτρεψει ο συγκεκριμένος γενικός ορος και πως μπορεί κάθε μέρος να προστατευθεί από τις συνέπειες της επέλευσης του κινδύνου, με δικές του ενέργειες (ΑΠ 430/2005 ΕλλΔνη 2005.802, ΕφΔυτΜακ. 25/2019, δημ. Νόμος). Λαμβάνονται, ως εκ τούτου, υπόψη, εκτός από την ανάγκη προστασίας του κατά τεκμήριο ασθενέστερου καταναλωτή, η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψη της, όπως ο εξειδικευμένος ή μη χαρακτήρας της συναλλαγής, η εξοικείωση του πελάτη με τις σχετικές συναλλαγές, το μορφωτικό και πνευματικό του επίπεδο, οι κίνδυνοι που αναλαμβάνονται και η δυνατότητα αντιμετώπισής τους, καθώς επίσης και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται (ΑΠ 1495/2006, δημ. Νόμος). Καταχρηστικός και, συνεπώς, άκυρος, είναι κάθε ΓΟΣ, ο οποίος χωρίς επαρκή και εύλογη αιτία, αποκλίνει από ουσιώδεις βασικές αξιολογήσεις του ενδοτικού δικαίου, δηλαδή από τυπικές και συναλλακτικά δικαιολογημένες προσδοκίες του πελάτη. Η καθοδηγητική λειτουργία διαταράσσεται, όταν με το περιεχόμενο του ΓΟΣ, αλλάζει η εικόνα που έχει διαμορφωθεί με βάση τους κανόνες του ενδοτικού δικαίου για τη συγκεκριμένη συμβατική μορφή. Έτσι, κατά τον έλεγχο του κύρους του περιεχομένου ενός ΓΟΣ, εξετάζεται σε πρώτη φάση αν αυτός είναι αντίθετος με κάποια απαγορευτική ρήτρα που περιλαμβάνεται στην ενδεικτική απαρίθμηση συγκεκριμένων ΓΟΣ που θεωρούνται «per se» καταχρηστικοί και άρα, άκυροι, δηλαδή χωρίς να απαιτείται ως προς αυτους η ύπαρξη των προαναφερομενων προϋποθέσεων της γενικής ρήτρας και, σε περίπτωση αρνητικού αποτελέσματος, ελέγχεται κατά πόσον ο συγκεκριμένος ΓΟΣ περιέχει απόκλιση από ουσιώδεις αξιολογήσεις καθοδηγητικού χαρακτήρα του ενδοτικού δικαίου, δηλαδή η καταχρηστικότητα, θα κριθεί με βάση τα κριτήρια των εδαφίων α και β' της § 6 του άρθρου 2 του ν. 2251/1994 (ΑΠ 1219/2001, ΑΠ 296/2001, δημ. Νόμος). Δέον να σημειωθεί ότι τα περιστατικά τα οποία διαταρασσουν την ισορροπία δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων και καθιστούν τον όρο άκυρο ως καταχρηστικό, πρέπει να προβάλλονται με σαφήνεια ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας, για να έχει αυτό τη δυνατότητα να κρίνει, στα πλαίσια επίτευξης σχετικής ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων μερών, για την ακυρότητα ή μη, ως καταχρηστικού, του σχετικού όρου (ΑΠ 350/2016, ΑΠ 561/2014 δημ. Νόμος). Εξάλλου, η ακυρότητα ενός ΓΟΣ, δεν επιδρά στο κύρος όλης της σύμβασης, αλλά είναι μερική, υπό την έννοια ότι άκυρος θεωρείται μόνο ο συγκεκριμένος καταχρηστικός, σύμφωνα με τον νόμο, όρος, εκτός αν συνάγεται ότι η σύμβαση δεν θα είχε επιχειρηθεί χωρίς το άκυρο μέρος της (181 ΑΚ), δηλαδή ότι τα μέρη δε θα επιχειρούσαν τη δικαιοπραξία χωρίς το άκυρο μέρος, αλλά απέβλεπαν σε αυτή, ως ενιαίο αδιάσπαστο σύνολο. Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με την παρ. 8 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994, δεν αναγνωρίζεται στον προμηθευτή η δυνατότητα να επικαλεσθεί την ακυρότητα ολόκληρης της σύμβασης, για το λόγο ότι ένας ή περισσότεροι γενικοί όροι είναι άκυροι ως καταχρηστικοί. Συνεπώς, εξ' αντιδιαστολής συνάγεται ότι, ο καταναλωτής δεν εμποδίζεται να επικαλεσθεί την ακυρότητα ολόκληρης της σύμβασης, εφόσον βέβαια συντρέχουν οι όροι της ΑΚ 181. Ειδικότερα, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 181 ΑΚ, ολική είναι η ακυρότητα όταν καταλαμβάνει ολόκληρη τη δικαιοπραξία, ενώ μερική είναι η ακυρότητα, εάν αφορά μέρος μόνο αυτής. Μερική ακυρότητα υπάρχει όταν, κατα την έννοια του νομού, η ενεργεια ακυρότητας (και όχι η αιτία - λόγος ακυρότητας), πλήττει μέρος μόνο της δικαιοπραξίας. Η μερική ακυρότητα δικαιοπραξίας, μπορεί να αναφέρεται σε οποιονδήποτε λόγο ακυρότητας, ο δε γενικός ερμηνευτικός κανόνας του άρθρου 181 ΑΚ, έχει εφαρμογή όταν η δικαιοπραξία μπορεί να διαιρεθεί σε δύο ή περισσότερα διακριτά μεταξύ τους μέρη ή όταν πρόκειται για ενιαία, εξωτερικά, δικαιοπραξία, αποτελούμενη από περισσότερες αυτοτελείς δικαιοπραξίες, που συνάπτουν οι συμβαλλόμενοι και συναποτελούν, λόγω του περιεχομένου και του σκοπού τους, ενιαία οικονομική ενότητα και, κατά τη θέληση όλων των συμβαλλομένων μερών, οι περισσότερες αυτοτελείς δικαιοπραξίες, τελούν σε συνεξάρτηση και έχουν συνομολογηθεί ως ουσιώδεις, με την έννοια ότι η σύναψη της μιας έχει εξαρτηθεί από τη σύναψη της άλλης, ώστε και η ακυρότητα μιας απο αυτές, να καθιστα μη ηθελημένη την ενιαία δικαιοπραξία. Για να επεκταθεί η ακυρότητα του μέρους σε ολόκληρη τη δικαιοπραξία, πρέπει ένας από τους συμβαλλόμενους να ισχυριστεί και να αποδείξει, ότι η υποθετική βούληση όλων των μερών κατά τον χρόνο κατάρτισης της δικαιοπραξίας, θα ήταν να μην ισχύσει η (όλη), δικαιοπραξία, αν αυτά γνώριζαν την ακυρότητα του μέρους, δηλαδή του συγκεκριμένου ορού ή της αυτοτελούς συμφωνίας κλπ. Από τις προαναφερθείσες διατάξεις, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 200 ΑΚ (σύμφωνα με την οποία, «οι συμβάσεις ερμηνεύονται όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη») και 371 του ΑΚ (κατά την οποία, «αν ο προσδιορισμός της παροχής ανατέθηκε σε έναν από τους συμβαλλόμενους ή σε τρίτον, σε περίπτωση αμφιβολίας, θεωρείται ότι ο προσδιορισμός πρέπει να γίνει με δίκαιη κρίση. Αν δεν γίνεται με δίκαιη κρίση ή βραδύνει, πρέπει να γίνεται απο το δικαστήριο»), προκύπτει οτι, ως προς το ζήτημα της πλήρωσης του κενού, που δημιουργείται από την ακυρότητα ενός ΓΟΣ, γίνεται δεκτό οτι το σχετικό κενό καλύπτεται καταρχην με την εφαρμογή του αντίστοιχου κανόνα ενδοτικου δίκαιου, εφόσον προβλέπεται σχετική ρύθμιση, διαφορετικά από τη συμπληρωματική ερμηνεία της σύμβασης κατά το άρθρο 200 του ΑΚ (ΑΠ 1060/2019, δημ. Νόμος), η δε αναζήτηση και εξακρίβωση της σχετικής υποθετικής βούλησης, γίνεται με χρήση υποκειμενικών κριτηρίων (αξιολογήσεις των συμβαλλομένων κατά τη σύναψη της δικαιοπραξίας, οικονομικά συμφέροντα αυτών κλπ.), αλλά και με χρήση αντικειμενικών κριτηρίων (φύση της δικαιοπραξίας, σκοπός αυτής κλπ.), βάσει της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών (ΑΠ 772/2014, ΕφΚρητ. 13/2021, ΕφΛαρ 17/2017, δημ. Νόμος).

6.     Εξάλλου, με το άρθρο 1 του Ν. 1266/1982, καταργήθηκε η Νομισματική Επιτροπή, η οποία με βάση την εξουσιοδότηση που είχε παρασχεθεί από το άρθρο 2 παρ.3 του Ν.Δ 588/1948 "περί ελέγχου πίστεως", καθόριζε με απόφαση της (ΝΕ) τα "τραπεζικά επιτόκια" και παράλληλα ορίσθηκε ότι οι αρμοδιότητές της μεταβιβάσθηκαν αυτοδικαίως στην Τράπεζα της Ελλάδος και ασκούνται με πράξεις του Διοικητή της. Έκτοτε, με πράξεις του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος (ΠΔ/ΤΕ) καθορίζονταν τα "τραπεζικά επιτόκια”, τα επιτόκια, δηλαδή, που συνομολογούνται ή προέρχονται από τραπεζικές συμβάσεις ή συναλλαγές. Ο Διοικητής, ειδικότερα, καθόριζε το ελάχιστο και το ανώτατο οριο των τραπεζικών επιτοκίων και οι τράπεζες ήταν υποχρεωμένες να προσδιορίζουν τα επιτόκια των διάφορων μορφών χορηγήσεων ή καταθέσεων, μέχρι του υψους αυτου. Τα οριζόμενα με βάση τις παραπάνω διατάξεις τραπεζικά επιτόκια, μπορεί να ήταν, και πολλές φορές συνέβαινε αυτό, ανώτερα των δικαιοπρακτικών (εξωτραπεζικών) επιτοκίων, δηλαδή των επιτοκίων των λοιπών, πλην των τραπεζικών συναλλαγών, αφού ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος μπορούσε να λειτουργεί, σύμφωνα με την παραπάνω νομοθετική εξουσιοδότηση, και "κατά παρέκκλιση από πάσης γενικής ή ειδικής διατάξεως περί του ύψους του τόκου...". Μέχρι τον Ιανουάριο του 1987, τα τραπεζικά επιτόκια, τόσο ως προς το ανώτατο, όσο και ως προς το κατώτερο οριο, υπάγονταν σε αυστηρό διοικητικό προσδιορισμό απο το Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος και οι τράπεζες δεν είχαν το δικαίωμα να ορίζουν μικρότερα ή μεγαλύτερα επιτόκια, αλλα σύμφωνα με τη ρητή διάταξη του άρθρου 6 του Ν.Δ.548/1948, τα οριζόμενα αυτά επιτόκια, ήταν υποχρεωτικά και για τις τράπεζες και για τους δανειζόμενους. Με την υπ’ αριθμό 1087/1987 ΠΔ/ΤΕ, με στόχο την, λόγω του ανταγωνισμού μεταξύ των τραπεζών, συμπίεση των επιτοκίων προς τα κάτω, αλλά και προς εναρμονισμό με τα ισχύοντα αντίστοιχα στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρχισε η μερική απελευθέρωση του τρόπου καθορισμού των τραπεζικών επιτοκίων στις βραχυπρόθεσμες αρχικά χορηγήσεις και καθορίστηκε για πρώτη φορά, με την άνω πράξη, μόνο το ελάχιστο όριο των επιτοκίων αυτών. Η πράξη αυτή  τροποποιήθηκε με διάφορες άλλες, που καθόρισαν το ελάχιστο τραπεζικό επιτόκιο σε διάφορες μορφές χορηγήσεων. Ειδικότερα, με την υπ’ αριθμό 2286/28-1-1994 ΠΔ/ΤΕ σχετικά με την καταναλωτική πίστη, τη χορήγηση δάνειων σε φυσικά πρόσωπα για την κάλυψη προσωπικών αναγκών, καθώς και για τις αγορές μέσω πιστωτικών καρτών κλπ, πλην των άλλων, ως προς το ύψος των επιτοκίων, ορίζονται τα εξής: «... Με την προϋπόθεση της τήρησης του ενώπιον συνολικού κατ' άτομο ορίου των δρχ. οκτώ εκατομμυρίων και των ειδικότερων ορίων των παρ.β. και γ., το επιτόκιό, η διάρκεια και οι λοιποί οροί της χρηματοδότησης καθορίζονται από τη δανείστρια τράπεζα με την επιφύλαξη των διατάξεων περί ελάχιστων ορίων επιτοκίων χορηγήσεων που εκαστοτε ισχύουν». Η εν λόγω πράξη του Διοικητή κάνει λόγο για επιφύλαξη "επιτοκίων χορηγήσεων", πράγμα που παραπέμπει σαφώς στις τραπεζικές χορηγήσεις και οχι στις εξωτραπεζικες δικαιοπραξιες, αφού στις τελευταίες δεν τίθεται θέμα "χορηγήσεων", αλλά συμβάσεων, καθόσον η λέξη "χορηγήσεις", υποδηλώνει σαφώς τις κατ' εξοχήν τραπεζικές συναλλαγές. Στόχος της απελευθέρωσης αυτής, ήταν η, λόγω του ανταγωνισμού μεταξύ των τραπεζών, συμπίεση των επιτοκίων προς τα κάτω. Ο ανταγωνισμός λειτούργησε προς αυτή την κατεύθυνση και λόγω και των οικονομικών συνθηκών άρχισε από το έτος 1994 η μείωσή τους. Εξαίρεση αποτελούν τα επιτόκια που ισχυουν στις χορηγήσεις της καταναλωτικής πίστης (κάρτες, καταναλωτικά δάνεια, κτλ), τα οποία, λόγω της ιδιαιτερότητας που παρουσιάζουν (χορήγηση χωρίς πρόσθετες εξασφαλίσεις, μεγάλες επισφάλειες, απασχόληση μεγάλου αριθμού υπαλλήλων κλπ), διαμορφώθηκαν από όλες τις τράπεζες σε ύψος μεγαλύτερο από τα εξωτραπεζικά (δικαιοπρακτικά) επιτόκια. Κατά συνέπεια, με σειρά πράξεων του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, επήλθε ουσιαστικά απελευθέρωση των τραπεζικών επιτοκίων, οπότε η επέμβαση του νομοθέτη ως προς τον καθορισμό ανώτατου ορίου, περιορίζεται στη ρύθμιση των δικαιοπρακτικών (εξωτραπεζικών) μόνο επιτοκίων, σύμφωνα με τα άρθρα 293-295 του ΑΚ. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι τα δικαιοπρακτικά (εξωτραπεζικά) και τα τραπεζικά επιτόκια, αποτελούσαν ανέκαθεν δύο διακριτά μεταξύ τους και μάλιστα μη συγκρίσιμα μεγέθη, που δεν επικαλύπτονται, από άποψη πεδίου εφαρμογής, υποκείμενα σε απολύτως μη επικαλυπτόμενες ρυθμίσεις, αφού καθεμία κατηγορία ρυθμίζεται από διαφορετικά όργανα, με διαφορετική νομοθετική εξουσιοδότηση, τα δε τραπεζικά επιτόκια διαμορφώνονται ελεύθερα, σύμφωνα με την αρχή της οικονομίας της ανοικτής αγοράς, με ελεύθερο ανταγωνισμό, τις διατάξεις της κοινοτικής νομοθεσίας, αλλά και τη στάθμιση των εκτιμώμενων κατά περίπτωση κινδύνων, των εκάστοτε συνθηκών των χρηματοπιστωτικών αγορών, καθώς και των εν γένει υποχρεώσεων των τραπεζών που απορρέουν από τις διατάξεις που διέπουν τη λειτουργία τους και χωρίς οι τράπεζες, κατά τον καθορισμό τους, να δεσμεύονται από το ύψος των δικαιοπρακτικών (εξωτραπεζικών) επιτοκίων. Ενόψει αυτών, συμφωνίες τραπεζικών επιτοκίων, που καταρτίσθηκαν μετά την απελευθέρωσή τους και με τις οποίες συνομολογειται επιτόκιό, που τυχόν, κατα περίπτωση, υπερβαίνει το εκάστοτε οριζόμενο για τα δικαιοπρακτικά (εξωτραπεζικά) επιτόκια ανώτατο όριο, δεν είναι εκ μόνου του λόγου αυτού αθέμιτες. Συνακόλουθα, η συμφωνία μεταξύ πιστούχου και πιστωτικού ιδρύματος περί χορήγησης καταναλωτικού δάνειου απο το τελευταίο, με την οποία, κατά περίπτωση και με βάση τις προαναφερόμενες συνθήκες (και, ιδίως, των χρηματοπιστωτικών αγορών και των εν γένει υποχρεώσεων των τραπεζών, που απορρέουν από τις διατάξεις οι οποίες διέπουν τη λειτουργία τους) σαφώς καθορίζεται κυμαινόμενο επιτόκιο και περιγράφεται ο τρόπος υπολογισμού του με κριτήρια αντικειμενικά, δεν καθίσταται άκυρη, απο το γεγονος και μονο οτι κατα την κατάρτιση της, το συμβατικά προβλεπόμενο ύψος του τραπεζικού επιτοκίου, υπερέβαινε \ τα δικαιοπρακτικά (εξωτραπεζικά) κατά ορισμένες μονάδες και, κατά την καταγγελία, ακόμη περισσότερες, και τούτο διότι η συμφωνία περί καθορισμού κυμαινόμενου τραπεζικού επιτοκίου, στηρίζεται στις επικρατούσες, κατά το χρόνο συνομολόγησής της, προαναφερόμενες συνθήκες, οι οποίες μάλιστα, σε περίπτωση μεταβολής τους, θα μπορούσαν ενδεχομένως να δικαιολογήσουν οχι μονο τη μείωση υπέρ του πιστούχου, αλλά και την υπέρ του πιστωτικού ιδρύματος αύξησή του. Ενόψει των εκτεθέντων, με βάση την αρχή του απαραβίαστου των συμβάσεων (pacta sunt servanda), παραμένει για τα συμβαλλόμενα μέρη η ανω συμφωνία έγκυρη και δεσμευτική, κατα το υπερβαλλον ποσοστο του συμφωνηθέντος κυμαινόμενου τραπεζικού επιτοκίου, ελεγχόμενη, ενδεχομένως, εάν συντρέχουν οι νόμιμες προς τούτο προϋποθέσεις και γίνει σχετική επίκληση αυτών, στο πλαίσιο των γενικών ρητρών του ΑΚ (άρθρα 281 και 388), καθώς και του άρθρου 2 του ν.2251/1994 περί προστασίας του καταναλωτή και όχι διότι αυτό, δηλαδή το συμβατικά καθορισθέν κυμαινόμενο τραπεζικό επιτόκιο, υπερβαίνει απλώς και μόνο τα δικαιοπρακτικά (εξωτραπεζικά) επιτόκια (ΕφΛαρ 147/2019, ΕφΛαρ 149/2019, δημ. ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»). Περαιτέρω, η υπ’ αριθ. 178/19-7- 2004 [ΦΕΚ 1872/Α/26-27.12.2006] απόφαση της Επιτροπής Τραπεζικών και Πιστωτικών Θεμάτων της Τράπεζας [ΕΤΠΘ/ΤΕ], διευκρινίζοντας τις Πράξεις Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος [ΠΔ/ΤΕ] 1087/1987, 1216/1987, 1955/1991, 2286/1994, 2326/1994 και 2501/2002, που αφορούν την διαμόρφωση των επιτοκίων και την ενημέρωση των συναλλασσομένων εκ μέρους των πιστωτικών ιδρυμάτων, αφού έλαβε υπ’ όψη: α] τις διατάξεις του Καταστατικού της Τράπεζας της Ελλάδος και ειδικότερα των άρθρων 2 και 55Α, όπως ισχύουν, β] τις διατάξεις του ν.δ. 588/1948 περί ελέγχου της πίστεως, όπως ισχύουν, γ] τα άρθρα 13 § 5 και 18 § 5 εδ. πρώτο του ν. 2076/1992 «Ανάληψη και άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων και άλλες συναφείς διατάξεις», όπως ισχύουν δ] τις διατάξεις της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και τις αρχές που διέπουν τη νομισματική πολιτική που ασκείται στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών, ε] την ΠΔ/ΤΕ 1087/1987, σε συνδυασμό με την ΠΔ/ΤΕ 1216/1987, καθώς και τις ΠΔ/ΤΕ 1955/1991, 2286/1994 και 2326/1994 που αφορούν, μεταξύ άλλων, στην ελεύθερη διαμόρφωση των επιτοκίων εκ μέρους των πιστωτικών ιδρυμάτων, στ] την ΠΔ/ΤΕ 2501/2002 σχετικά με την ενημέρωση των συναλλασσομένων εκ μέρους των πιστωτικών ιδρυμάτων για τους όρους που διέπουν τις συναλλαγές τους, ζ] το γεγονός ότι τα τραπεζικά και τα εξωτραπεζικά επιτόκια αποτελούν κατηγορίες επιτοκίων εκάστη των οποίων εξαρτάται από διαφορετικούς παράγοντες και διαμορφώνεται με βάση διαφορετικά κριτήρια, υποκείμενες, για το λόγο αυτό, σε απολύτως διακριτές, μη επικαλυπτόμενες ρυθμίσεις (άρθρο 2 § 3 ν.δ 588/48 σε συνδυασμό με το άρθρο 1 ν. 1266/82, όπως ισχύει και το άρθρο 15 § 5 ν 876/1979, αντιστοίχως), η] το γεγονός ότι κατά τις αρχές που διέπουν τη νομισματική πολιτική του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί εντός του πλαισίου της οικονομίας της ανοικτής αγοράς με ελεύθερο ανταγωνισμό, βάσει των άρθρων 2, 4 και 105.1 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και 2 του Καταστατικού του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, τα τραπεζικά επιτόκια διαμορφώνονται ελεύθερα, θ] την ανάγκη διευκρίνισης ορισμένων διατάξεων των προαναφερόμενων ΠΔ/ΤΕ ώστε να διασφαλισθεί η ορθή και ενιαία εφαρμογή τους, χάριν της ευχερέστερης επίτευξης των σκοπών τους, ι) το έγγραφο της Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών ../23-6-2004 με αίτημα την ερμηνεία των σχετικών με τη διαμόρφωση των τραπεζικών επιτοκίων διατάξεων ια] το από 23-5­2002 έγγραφο του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος προς την Ένωση Ελληνικών Τραπεζών, επί ανάλογου αιτήματος της, με το οποίο επεξηγήθηκε αναλυτικά, με αντίστοιχη νομική θεμελίωση, το ως άνω ζήτημα, αποφάσισε να διευκρινίσει τις σχετικές διατάξεις των ΠΔ/ΤΕ 1087/1987, 1216/1987, 1955/1991, 2286/1994 και 2326/1994, καθώς και τις διατάξεις της ΠΔ/ΤΕ 2501/2002 Κεφ Α, τελευταίο εδάφιο, Κεφ. Β, § 1 εδ. στ, § 2 εδ. α (ίν), (νί), § 3, Κεφ Γ § 1 εδ ε\ § 2 και Κεφ ΣΤ, ως εξής : 1) Δεν είναι συμβατός προς τις αναφερόμενες ανωτέρω, υπό στοιχεία (ζ) και (η), αρχές, ο διοικητικός καθορισμός ανωτάτου ορίου στα τραπεζικά επιτόκια, ούτε ο συσχετισμός τους προς το εκάστοτε ισχύον για τα εξωτραπεζικα επιτόκια ανώτατο οριο και οτι το οριο αυτό δεν ανήκει, κατα το περιεχόμενό και το σκοπο του, στους παράγοντες προσδιορισμού των τραπεζικών επιτοκίων, τα οποία διαμορφώνονται ελεύθερα, ύστερα απο σταθμιση των εκτιμωμενων κατα περίπτωση κίνδυνων, των εκάστοτε συνθηκών των χρηματοπιστωτικών αγορών, καθώς και των εν γένει υποχρεώσεων των τραπεζών, που απορρέουν απο τις διατάξεις που διέπουν τη λειτουργία τους. 2α) Η παράγραφος 2 εδ α (ίν) του κεφαλαίου Β της ΠΔ/ΤΕ 2501/2002 περί κυμαινόμενου επιτοκίου, κατά την οποία «η ελάχιστη ενημέρωση, που οφείλουν να παρέχουν τα πιστωτικά ιδρύματα στους συναλλασσόμενους, πριν απο τη συναφή καποιας σύμβασης και, συγκεκριμένα, ως προς τις δανειακές συμβάσεις με κυμαινόμενο επιτόκιο, αφορά το γενικό επιτόκιο αναφοράς, σαφώς προσδιοριζόμενο με βάση τα ισχύοντα επιτόκια των χρηματαγορών τις περιόδους ισχύος του, καθώς και την πληροφόρηση σχετικά με βασικούς παράγοντες, η ενδεχόμενη μεταβολή των οποίων θα επηρεάσει το συνολικό κόστος του αντιστοίχου δανείου (όπως π. χ παρεμβατικά επιτόκια Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας)», είναι σύμφωνη με την ως άνω αρχή και αποβλέπει στην εξασφάλιση πλήρους διαφάνειες και αποτελεσματικής ενημέρωσης των συναλλασσόμενων, σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο μεταβάλλεται το αρχικά καθορισμένο επιτόκιο της δανειακής σύμβασης, β) Η μεταβολή του κυμαινόμενου επιτοκίου, συνδέεται αποκλειστικά με δείκτες γενικού και ευρέως προσβάσιμου επιτοκιακού χαρακτήρα, όπως παρεμβατικά επιτόκια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας euribor, απόδοση ομολόγων, βραχυπρόθεσμων τίτλων κ.λπ., οι οποίοι πρέπει να αναφέρονται ρητά στη σύμβαση. Στη σύμβαση προσδιορίζεται επίσης ρητά, ο τρόπος προσαρμογής του συμβατικού επιτοκίου, ως εξής ϊ) ως ανώτατο πολλαπλάσιο της εκάστοτε μεταβολής του επιτοκιακού δείκτη ή π) ως το εκάστοτε προκύπτον άθροισμα του ύψους του επιτοκιακού δείκτη πλέον ενός περιθωρίου καθοριζόμενου μέχρι ενός ανώτατου ορού. Σε περίπτωση που επιλέγουν περισσότεροι του ενός από τους ως άνω δείκτες, πρέπει επίσης να σταθμίζεται στη σύμβαση η συμμετοχή του κάθε δείκτη στη συνολική διαμόρφωση της μεταβολής του κυμαινόμενου επιτοκίου, γ) Η έννοια της διάταξης της παραγράφου 2 εδ α (ίν) του Κεφ Β', καθώς και... αντίστοιχου δανείου, αφορά αποκλειστικά την προσυμβατική πληροφόρηση σχετικά με τους λοιπούς, μη επιτοκιακού χαρακτήρα, παράγοντες, που ενδέχεται να επηρεάσουν την εξέλιξη του εκάστοτε συμφωνουμενου επιτοκίου αναφορας. Τα στοιχεία, περί των οποίων η ως άνω πρόσθετη πληροφόρηση, δεν μπορούν να αποτελούν καθ' εαυτό παράγοντες προσδιορισμού του συμβατικού επιτοκίου. Η πρόβλεψη στη σύμβαση, δυνατότητας μονομερούς τροποποίησής της από το πιστωτικό ίδρυμα (Κεφ. Γ παρ, 1 εδ ε της ΠΔ/ΤΕ 2501/2002) οφείλει να συνοδεύεται από τον καθορισμό ειδικών και ευλογών κριτηρίων (ΑΠ 652/2010, δημ. Νόμος).

7.     Όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 534 ΚΠολΔ, ουσιώδες μέρος της απόφασης δεν είναι η αιτιολογία, αλλά οι διατάξεις της. Επομένως, έφεση κατά της αποφάσεως για τη διόρθωση των Αιτιολογιών της, δεν επιτρέπεται. Αν η απόφαση προσβάλλεται για άλλο λόγο και το Δικαστήριο διαπιστώσει ότι το διατακτικό της είναι ορθό, αλλά οι αιτιολογίες εσφαλμένες, αντικαθιστά τις αιτιολογίες και απορρίπτει την έφεση. Εξαιρετικώς, υπάρχει έννομο συμφέρον του νικήσαντος διαδίκου για προσβολή της αποφάσεως κατά τις δυσμενείς αιτιολογίες της, όταν αυτές έχουν τα προσόντα διατακτικού και δημιουργούν δεδικασμένο (Β. Βαθρακολοίλης, Η έφεση, έκδοση 2015, άρθρο 520, παρ. 1079, σελ. 287, άρθρο 534, παρ. 2357, σελ. 587, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, εκδ. 2003, παρ. 313, σελ. 139, βλ. σχετ. ΕφΛαρ 490/2019 δημ. Νόμος).

8.     Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 526 του ΚΠολΔ «Είναι απαράδεκτη στην κατ’ έφεση δίκη κάθε μεταβολή της βάσης, του αντικειμένου και του αιτήματος της αγωγής και αν ο αντίδικος συναινεί. Το απαράδεκτο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως. Επιτρέπεται εξαιτίας γεγονότων που επήλθαν μετά την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης να ζητηθεί αντί για το αντικείμενο που ζητήθηκε αρχικά άλλο ή η αξία του ή το διαφέρον». Συνεπώς, ο ενάγων, ως εκκαλών, δεν μπορεί να μεταβάλει τη βάση της αγωγής. Ως βάση της αγωγής, της οποίας δεν επιτρέπεται η μεταβολή, νοείται η ιστορική βάση αυτής, ήτοι το σύνολο των γεγονότων (πραγματικών περιστατικών) επί των οποίων θεμελιώνεται το αίτημα αυτής (ΟλΑΠ 2/1994, ΕφΠειρ 79/2022, ΕφΔωδ 129/2020, δημ. Νόμος), χωρίς την επίκληση των οποίων δεν είναι εφικτή η διάγνωση της επίδικης έννομης σχέσης (ΑΠ 1087/2014, ΑΠ 460/2013, ΑΠ 309/2011, ΕφΠειρ 79/2022, ΕφΔωδ 129/2020, δημ. Νόμος). Μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής, η οποία επάγεται το κατά τα ανωτέρω απαράδεκτο, αποτελεί η προσθήκη νέων περιστατικών, παλαιότερων ή οψιγενών, με τα οποία τροποποιείται ή αντικαθίσταται η ιστορική βάση της αγωγής με άλλη ή προστίθεται στην αγωγή και νέα ιστορική βάση (ΑΠ 1152/2017, ΑΠ 1183/2015, δημ. Νόμος). Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 522, 525 και 527 του ίδιου Κώδικα, συνάγεται ότι ο ενάγων, ως εκκαλών, δεν μπορεί ούτε να προτείνει νέους ισχυρισμούς, οι οποίοι δεν είχαν προβληθεί πρωτοδίκως. Ισχυρισμός που στηρίζει τη βάση της αγωγής, απαραδέκτως προτείνεται το πρώτον με την έφεση ή με τις προτάσεις που υποβάλλονται στο Εφετείο, οι δε διατάξεις που επιτρέπουν σε ορισμένες εξαιρετικές περιπτώσεις την βραδεία προβολή νέων ισχυρισμών, με τις προτάσεις ή και με την έφεση, στο δεύτερο βαθμό, αναφέρονται σε ισχυρισμούς άλλους, πλην εκείνων, οι οποίοι θεμελιώνουν την αγωγική βάση (ενστάσεις, αντενστάσεις), δηλαδή, σε καταλυτικούς του δικαιώματος που ασκείται με την αγωγή, οι οποίοι μπορούν να προταθούν στο Εφετείο, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 527 του ΚΠολΔ και δεν αφορούν πραγματικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι μεταβάλλουν την βάση της αγωγής (ΟλΑΠ 2/1994 ΑΠ 1867/2017, ΑΠ 962/2012). Από το συνδυασμό των προαναφερόμενων διατάξεων των άρθρων 522, 525 παρ. 2 και 526 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι αντικείμενο της πολιτικής δίκης είναι, και στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, η δικονομική αξίωση που έχει υποβληθεί στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, και εκφράζεται με αίτηση παροχής δικαστικής προστασίας για την προβαλλόμενη ιστορική αιτία, με απόφαση του Δικαστηρίου σύμφωνη προς το υποβαλλόμενο αίτημα. Η έφεση δεν δημιουργεί νέο αντικείμενο της δίκης, αλλά αποτελεί, ανάλογα με το εάν η πρωτοβάθμια απόφαση ήταν δυσμενής ή ευνοϊκή για όποιον ζήτησε τη δικαστική προστασία, μέσο τελικής επίτευξης ή ματαίωσης της ικανοποίησης της δικανικής πιο πάνω αξίωσης, με την υποβολή της σε νέα, δευτεροβάθμια, δικαστική κρίση (ΑΠ 1867/2017, ΑΠ 821/2010, ΕφΠειρ. 79/2022, ΕφΔωδ 429/2020, ΕφΑιγ 61/2021, ΕφΠατρ 129/2020 δημ. Νόμος). Με τον πρώτο λόγο έφεσης, οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι τα πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφασή του, ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας εσφαλμένα τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 6 και 7 ε'και ια' του Ν. 2251/1994, καθώς και των άρθρων 281, 200, 904 ΑΚ, αλλά και με εσφαλμένη αιτιολογία και ειδικότερα, δικανικό συλλογισμό, απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσμιη την αγωγή τους, με την οποία σκοπούνταν απλώς η αναγνώριση της αοριστίας των 6ου και 7ου όρων (ΓΟΣ) της επίδικης σύμβασης, αναφορικά με τον προσδιορισμό και τον τρόπο αναπροσαρμογής του προβλεπόμενου στη σύμβαση κυμαινόμενου επιτοκίου κι όχι ο έλεγχος του ύψους του τελευταίου. Ο ισχυρισμός αυτός, όσον αφορά στον 6° όρο της δανειακής σύμβασης, αποτελεί ανεπίτρεπτη προσθήκη νέων περιστατικών, με τα οποία τροποποιείται η ιστορική βάση της κρινόμενης αγωγής, καθόσον στην αγωγή ουδόλως γίνεται λόγος περί ακυρότητας (και) του 6ου όρου της επίδικης σύμβασης, παρά μόνον, αποκλειστικά, του 7ου όρου αυτής. Ως εκ τούτου, απαραδέκτως αυτός προβάλλεται με την έφεση και δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην ανωτέρω μείζονα σκέψη, η δε αναφορά του στις πρωτοδίκως κατατεθείσες προτάσεις, ουδεμία ασκεί έννομη επιρροή. Συνακόλουθα, ο λόγος αυτός της έφεσης, ως προς το συγκεκριμένο σκέλος του, τυγχάνει, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, απορριπτέος ως απαράδεκτος. Περαιτέρω, σύμφωνα με όσα ανωτέρω αναφέρονται, για να χαρακτηριστεί ένας ΓΟΣ άκυρος ως καταχρηστικός, πρέπει η διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων σε βάρος του καταναλωτή, να είναι ουσιώδης, δηλαδή ιδιαίτερα σημαντική, σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης, προς τούτο δε, λαμβάνονται υπόψη τα συμφέροντα των συμβαλλόμενων στη συγκεκριμένη σύμβαση μερών, των οποίων γίνεται αξιολογική στάθμιση, εκτιμώνται οι ειδικές συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης icat εξετάζεται ποιο είναι το συμφέρον του προμηθευτή για διατήρηση του όρου που ελέγχεται και ποιο είναι εκείνο του καταναλωτή, για κατάργησή του, ερευνάται, δηλαδή, ποιες συνέπειες θα έχει η διατήρηση ή κατάργηση του όρου για κάθε πλευρά, πώς θα μπορούσε κάθε μέρος να εμποδίσει την επέλευση του κινδύνου που θέλει να αποτρέψει ο συγκεκριμένος γενικός όρος και πώς μπορεί κάθε μέρος να προστατευθεί από τις συνέπειες της επέλευσης του κινδύνου, με δικές του ενέργειες (ΑΠ 430/2005 ΕλλΔνη 2005.802, ΕφΔυτΜακ. 25/2019, δημ. Νόμος). Επομένως, στην προκειμένη περίπτωση, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, έπρεπε να ερευνήσει εάν και κατά πόσο, ο μόνος (κατά την αγωγή) άκυρος όρος της σύμβασης (7ος όρος αυτής), είχε επιδράσει ή όχι στον αδικαιολόγητο πλουτισμό της εναγομένης, που είχε ως αποτέλεσμα ισόποση ζημία της περιουσίας των εναγόντων. Εξάλλου, αίτημα της αγωγής, όπως αυτό παραόεκτα περιορίστηκε, ήταν να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλλει στους ενάγοντες κατ' ισομοιρία, το ποσό των 76.804,34 ευρώ, το οποίο οι τελευταίοι της κατέβαλαν αχρεωστήτως και χωρίς νόμιμη αιτία, ως διαφορά του επιτοκίου που υπολογίστηκε με βάση τον άκυρο κατά την αγωγή, 7° όρο της ένδικης δανειακής σύμβασης (ποσό κατά το οποίο η εναγομένη κατέστη αδικαιολογήτως πλουσιότερη, σε βάρος της περιουσίας τους), καθώς και το ποσό των 200 ευρώ σε έναν έκαστο εξ' αυτών, ως χρηματική ικανοποίηση από την σε βάρος τους τελεσθείσα αδικοπραξία της εναγόμενης, και οχι απλώς η αναγνώριση της ακυρότητας, ως καταχρηστικού, του ανωτέρω όρου της επίδικης δανειακής σύμβασης. Ορθώς, επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ερεύνησε την σύμβαση ως προς το ύψος του σύμφωνηθέντος επιτοκίου. Με βάση τα ανωτέρω και, λαμβανομένου υπόψη ότι, όπως προεκτέθηκε, ουσιώδες μέρος της απόφασης δεν είναι η αιτιολογία, αλλά οι διατάξεις της, ώστε αν η απόφαση προσβάλλεται για άλλο λόγο και το Δικαστήριο διαπιστώσει ότι το διατακτικό της είναι ορθό, αλλά οι αιτιολογίες εσφαλμένες, αντικαθιστά τις αιτιολογίες και απορρίπτει την έφεση, ο πρώτος λόγιος της έφεσης, ως προς το σκέλος του που κρίθηκε παραδεκτός, τυγχάνειν απορριπτέος ως αβάσιμος.    

9.      Περαιτέρω, με τον τέταρτο λόγο της έφεσης, οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας εσφαλμένα τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 6 και 7 του Ν. 2251/1994, καθώς και των άρθρων 281, 200 και 904 ΑΚ, αλλά και με εσφαλμένη αιτιολογία και κατά κακή εκτίμηση των αποδείξεων, δεν διέγνωσε ότι ο 6ος όρος της επίδικης δανειακής σύμβασης, εκτιμώμενος είτε αυτοτελώς, είτε συνδυαστικά με τον 7° όρο αυτής, ήταν άκυρος ως καταχρηστικός, καθώς εμφάνιζε αοριστία ως προς τον τρόπο διακύμανσης του κυμαινόμενου επιτοκίου της σύμβασης. Σύμφωνα όμως με όσα αναφέρονται στην αρχή της παρούσας, ο ισχυρισμός αυτός, αποτελεί ανεπίτρεπτη προσθήκη νέων περιστατικών, με τα οποία τροποποιείται η ιστορική βάση της κρινόμενης αγωγής, καθόσον στην αγωγή, ουδόλως γίνεται λόγος περί ακυρότητας (και) του 6ου όρου της επίδικης σύμβασης, παρά μόνον, αποκλειστικά, του 7ου όρου αυτής. Ως εκ τούτου, απαραδέκτως αυτός προβάλλεται και δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην ανωτέρω μείζονα σκέψη. Συνακόλουθα, ο λόγος αυτός της έφεσης τυγχάνει, σύμφωνα με όσα ανωτέρω αναφέρονται, απορριπτέος ως απαράδεκτος.

10.    Από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που επαναπροσκομίζονται μετ’ επικλήσεως, καθώς και από τα νέα έγγραφα που επιτρεπτώς προσκομίζονται στο παρόν Δικαστήριο για πρώτη φορά (άρθρ. 529 παρ. 1 του ΚΠολΔ), μεταξύ των οποίων α) η υπ’ αριθμ. 14.954/24-2-2020 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος ………………………….. ενώπιον της συμβολαιογράφου Λαμίας Σταματίνας Κατίβας, β) η υπ’ αριθ. 15976/24- 2-2020 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα Γεωργίου Καλτσά ενώπιον της συμβολαιογράφου Λαμίας Δήμητρας Μητράντζα-Καβαλίκα, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι ενάγοντες, με πρωτοβουλία των οποίων έγιναν μετά από νόμιμη, προ δύο (2) εργάσιμων ημερών κλήτευση της αντιδίκου τους (άρθρο 422 ΚΠολΔ), όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη με επίκληση από 19-2-2020 εξώδικη γνωστοποίηση και κλήση για ένορκη εξέταση με την υπ' αριθ. 1 3 655Β719-2-2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Λαμίας Μιχαήλ Ρίζου, γ) η υπ' αριθ. 56/2020 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος ……………… ………… ενώπιον της Ειρηνοδίκη Λαμίας Βασιλικής Ξαφούλη, που επικαλείται και προσκομίζει η ενάγουσα, με πρωτοβουλία της οποίας έγινε μετά από νόμιμη, προ δύο (2) εργάσιμων ημερών κλήτευση των αντιδίκων της (άρθρο 422 ΚΠολΔ), όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη με επίκληση από 4-2-2020 εξώδικη γνωστοποίηση και κλήση για ένορκη εξέταση, που επιδόθηκε στους ενάγοντες την 4η-2- 2020, όπως προκύπτει από τις υπ' αριθ. 1615Δ/4-2-2020 και 11301 Β/4- 2-2020 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Λαμίας, Γεωργίου Δαδίωτη, τα οποία (έγγραφα) λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρ. 339 σε συνδ. με άρθ. 395 ΚΠολΔ), χωρίς όμως να έχει παραληφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, μερικά από τα οποία μνημονεύονται ειδικότερα στη συνέχεια, από τις συναγόμενες κατ’ άρθρο 261 ΚΠολΔ ομολογίες των διαδίκων, όπου ειδικότερα μνημονεύονται παρακατω, σε συνδυασμό με τα διδαγματα της κοινής πείρας και λογικής, τα οποία το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη αυτεπαγγέλτως (336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχτηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Με την υπ' αριθμ. 2699001808 σύμβαση χορήγησης στεγαστικού δανείου που καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων στις 25-2-2008, στη Λαμία, η εναγομένη ανέλαβε την υποχρέωση να χορηγήσει στους ενάγοντες στεγαστικό δάνειο ύψους 250.000 ευρώ για αγορά οικοπέδου, με τη συμφωνία να αποπληρωθεί αυτό σε χρονικό διάστημα 20 ετών, σε ισόποσες μηνιαίες τοκοχρεωλυτικές δόσεις, ενώ προβλέφθηκε περίοδος χάριτος 24 μηνών. Το επιτόκιο συμφωνήθηκε ότι θα παραμείνει σταθερό για τα δύο (2) πρώτα χρόνια από την κατάρτιση της σύμβασης, ανερχόμενο σε 4,15%, ενώ εν συνεχεία ορίστηκε ως κυμαινόμενο, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στον 6° όρο της σύμβασης, σύμφωνα με τον οποίο, οι ενάγοντες, ως οφειλέτες του ποσού του δανείου, από την επόμενη ήμερα της λήξεως της περιόδου, κατα την οποία το επιτόκιό ορίστηκε ως σταθερό (ήτοι, δύο έτη από την ημερομηνία εκταμίευσης του δανείου), μέχρι το χρόνο λήξης της σύμβασης, συμφώνησαν να καταβάλουν κυμαινόμενο επιτόκιο, το οποίο θα ήταν ίσο με το εκάστοτε βασικό επιτόκιο στεγαστικών δανείων της εναγομένης δανείστριας Τράπεζας, προσαυξανόμενο με το συμφωνηθέν κατά τη σύμβαση περιθώριο και, αυτό που θα προέκυπτε, θα αποτελούσε το τελικό επιτόκιο, ενώ επιπλέον, με τον ως άνω όρο, συμφωνήθηκε ότι το τελικό επιτόκιο που θα ίσχυε κάθε φορά, θα προσαυξάνονταν με το κατά περίπτωση επί τοις εκατό της εισφοράς του Ν. 138/75, καθώς και με ειδικές εισφορές που επιβάλλονται από το νόμο, τις νομισματικές αρχές και τις πιστωτικές διατάξεις, με τη διευκρίνιση ότι ο υπολογισμός του επιτοκίου θα γίνονταν με βάση έτος 360 ημερών, ο οποίος συνεπάγεται επαύξηση επιτοκίου 1,38%, σε σχέση με τον υπολογισμό με βάση έτος 365 ημερών. Περαιτέρω, με τον 7ο όρο της προαναφερόμενης σύμβασης δανείου, με τον οποίο ρυθμίζονταν η μεταβολή του επιτοκίου, ορίστηκε ότι μετά την παρέλευση της περιόδου των δύο (2) ετών, κατά την οποία το επιτόκιο συμφωνήθηκε σταθερό, η εναγομένη διατηρούσε το δικαίωμα να μεταβάλλει, για το ανεξόφλητο τμήμα του δανείου, το επιτόκιο, όπως αυτό ρυθμίζεται στον 6ο όρο, εφόσον μεταβάλλονταν τα στοιχεία που προσδιορίζουν το κόστος του, τα οποία είναι : α) το επιτόκιο κύριας αναχρη ματοδότη σης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και β) το επιτόκιο EURIBOR. Ορίστηκε επίσης ότι, η οποιαδήποτε μεταβολή των ανωτέρω παραγόντων, ήταν δυνατόν να προκαλέσει, προς την ίδια κατεύθυνση, μεταβολή του επιτοκίου σε ποσοστό μέχρι και το διπλάσιο της μεταβολής ενός εκ" των παραγόντων κόστους και ότι με τη μεταβολή του επιτοκίου, θα αναπροσαρμόζονται ανάλογα και οι τοκοχρεολυτικές δόσεις του δανείου. Επιπλέον, ορίστηκε ρητά η υποχρέωση της εναγομένης να ανακοινώνει στους ενάγοντες τη μεταβολή του επιτοκίου, καθώς και την ημερομηνία έναρξης της εφαρμογής αυτής, είτε με δημοσίευση στον ημερήσιο τύπο, είτε με συστημένη επιστολή, είτε με κοινοποίηση σε αυτούς νέας καρτέλας δόσεων και υπολοίπων, καθώς και ότι οι ενάγοντες όφειλαν, εάν δεν αποδέχονταν τις τροποποιήσεις αυτές, να προβούν σε καταγγελία της σύμβασης εντός χρονικού διαστήματος 30 ημερών από τη δημοσίευση των τροποποιήσεων ή απο την με οποιονδήποτε τρόπο γνωστοποίησή τους. Η διατύπωση του εν λόγω όρου (6ου) της σύμβασης (ο οποίος, ως προελέγχθη, δεν προσβάλλεται με την αγωγή ως άκυρος λόγω καταχρηστικότητας), υπήρξε σαφής και κατανοητή, και συμπεριλήφθηκε στην επίδικη δανεική σύμβαση, στα πλαίσια της συμβατικής ελευθερίας των συμβληθέντων μερών - διαδίκων, λαμβανομένου άλλωστε υπόψη πως, ο πρώτος των εναγόντων, είχε συνάψει σε προγενέστερο χρόνο και δη, το έτος 2007, άλλες δύο δανειακές συμβάσεις με την εναγομένη και, συγκεκριμένα, την υπ' αριθ. 269011407/4-9-2017 σύμβαση στεγαστικού δανείου και την υπ' αριθ. ΑΟ/07247/00001/4-9-2017 σύμβαση ανοικτού- προσωπικού δανείου, στις οποίες το επιτόκιο ορίστηκε ομοίως ως κυμαινόμενο κι ως εκ τουτου, σαφώς συνάγεται οτι ο ίδιος είχε γνώση, τόσο του τρόπου λειτουργίας των δανειακών συμβάσεων, όσο και της πολιτικής της εναγομέγης τράπεζας, ως προς τη διαμόρφωση του κυμαινόμενου επιτοκίου. Η κρίση του Δικαστηρίου περί των ανωτέρω, επιρρωνύεται εκ του γεγονότος ότι οι ενάγοντες, παρά το γεγονός ότι εκπλήρωσαν εις το ακέραιο τις υποχρεώσεις τους εκ της επίδικης δανειακής σύμβασης, ουδέποτε όχλησαν με οποιονδήποτε τρόπο την εναγομένη ως προς τον τρόπο υπολογισμού του κυμαινόμενου επιτοκίου, καιτοι αποστελλονταν σ αυτους, ανα τακτα χρονικά διαστήματα, αποσπάσματα του τηρούμενου λογαριασμού, στα οποία αναγράφονταν με σαφήνεια το ποσό που κατέβαλαν κάθε φορά για τόκους, παρά μόνο υπέβαλαν αίτημα για μείωση επιτοκίου, επικαλούμενοι επιδείνωση της οικονομικής τους κατάστασης και όχι καταχρηστική πολιτική της εναγομένης, ως προς τη διαμόρφωση του επιτοκίου. Δέον να σημειωθεί ότι, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, η εναγομένη δικαιούνταν να προσδιορίζει ελεύθερα το επιτόκιο της, δίχως να υφίσταται ως προς τούτο δεσμεύσεις. Περαιτέρω, ο προαναφερθείς 7ος όρος της σύμβασης, ο οποίος ήταν προδιατυπωμένος από την εναγομένη και περιλαμβανόταν στους ΓΟΣ, χωρίς να αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης με τους ενάγοντες, κατά το μέρος που ρυθμίζει τη διαμόρφωση του κυμαινόμενου επιτοκίου, υπήρξε πράγματι καταχρηστικός, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 6 και 7 περ. ζ και ια' του Ν. 2251/1994. Και τούτο, διότι εμφανίζει αοριστία, αφού επιτρέπει στην προμηθεύτρια τράπεζα-εναγόμενη, να μεταβάλλει μονομερώς οποτεδήποτε το συμβατικό επιτόκιο, χωρίς να είναι εκ των προτέρων γνωστά στους καταναλωτές - πελάτες (ενάγοντες), κριτήρια ειδικά και εύλογα, με βάση τα οποία θα γίνεται κάθε φορά η μεταβολή αυτή, παραβιάζοντας έτσι την αρχή της διαφάνειας που διαπνέει το δίκαιο προστασίας του καταναλωτή και διαταράσσοντας ουσιωδώς την ισορροπία των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων μεταξύ των συμβαλλομένων, σε βάρος των εναγόντων, γεγονός που οδηγεί στη διάψευση των τυπικών και δικαιολογημένων προσδοκιών των τελευταίων, ως προς την εξέλιξη της συναλλακτικής σχέσεώς τους προς την τράπεζα. Ωστόσο, όπως αποδεικνύεται από τα προσκομιζόμενα έγγραφα, αλλά και όπως οι ίδιοι οι ενάγοντες συνομολογούν στην αγωγής τους (βλ. σχετ. σελ. 16η, παρ. 3η στχ. 6ος-7ος και σελ. 28η , παρ. 1η , στχ. 1-4), στην προκειμένη περίπτωση, ο εν λόγω 7ος όρος της,; ν σύμβασης δεν εφαρμόστηκε ποτέ καθ' όλη τη διάρκειά της, καθότι το \ επιτόκιο καθορίστηκε αποκλειστικά βάσει του 6ου όρου της σύμβασης, δηλαδή το κυμαινόμενο επιτόκιο που εφαρμόσθηκε, ήταν αυτό που όρισε η εναγομένη ως το βασικό επιτόκιο για τα στεγαστικά δάνεια που η ίδια χορηγούσε, δίχως, καθ' όλη τη διάρκεια της σύμβασης, η ίδια να μεταβάλει ποτέ το επιτόκιο σύμφωνα με τον 7° όρο, δηλαδή ανάλογα με τις προσαυξήσεις των στοιχείων που προσδιόριζαν το κόστος του και, συγκεκριμένα, του επιτοκίου της κύριας αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του επιτοκίου EURIBOR. Πέραν δε του γεγονότος ότι καθίσταται τελείως αντιφατικό, να αξιώνουν οι ενάγοντες με την αγωγή τους την εφαρμογή όρου της επίδικης δανειακής σύμβασης, τον οποίο θεωρούν καταχρηστικό και, εκ του λόγου τούτου, άκυρο, σαφώς συνάγεται, εκ των ανωτέρω αποδειχθέντων, ότι η ακυρότητα του 7ου όρου, λόγω ακριβώς της μη εφαρμογής του στην εν λόγω σύμβαση δανείου, δεν δημιούργησε κενό στη δανειακή σύμβαση ως προς τον τρόπο αναπροσαρμογής του κυμαινόμενου επιτοκίου της, το οποίο έπρεπε να πληρωθεί με συμπληρωματική ερμηνεία, κατά τα αναφερόμενα στην αρχή της παρούσας, ώστε να ανταποκρίνεται πλέον στις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, με την αναπροσαρμογή στην επίδικη σύμβαση, με βάση εύλογα κριτήρια που να αντανακλούν τις συνθήκες της αγοράς, δηλαδή του κόστους του χρήματος για την τράπεζα - εναγόμενη, γενομένου δέκτου ως ουσιαστικά βάσιμου του σχετικού ισχυρισμού της εναγομένης. Επομένως, δεν προέκυψε αδικαιολόγητος πλουτισμός της εναγομένης σε βάρος της περιουσίας των εναγόντων, συνιστάμενος στο μειωμένο τόκο που θα έπρεπε, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς τους, οι τελευταίοι να καταβάλλουν, εάν η εναγόμενη καθόριζε το επιτόκιο βάσει του μειωμένου παρεμβατικού επιτοκίου της ΕΚΤ και του επιτοκίου EURIBOR. Επομένως, η αγωγή έπρεπε να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την /έκκαλουμένη απόφασή του έκρινε ομοίως, έστω και με διαφορετική αιτιολογία, η οποία όπου είναι αναγκαίο, αντικαθίσταται παραδεκτά κατ' άρθρο 534 ΚΠολΔ με την παρούσα, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένων ως αβάσιμων, των περί του αντιθέτου, δευτέρου, τρίτου και πέμπτου λόγων της εφέσεως.

11. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος εφέσεως προς έρευνα, πρέπει η υπό κρίση έφεση να απορριφθεί στο σύνολό της ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, πρέπει, κατά παραδοχή σχετικού νομίμου αιτήματος (άρθρα 176, 183, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), να επιβληθούν σε βάρος των εκκαλούντων, λόγω της ήττας τους (άρθρα 183, 176 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, λόγω της απόρριψης της έφεσης και της ήττας των εκκαλούντων, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παράβολου που προκαταβλήθηκε κατά την κατάθεσή της από αυτούς, στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρ. 495 παρ. 4 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ την έφεση αντιμωλία των διαδίκων και την αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση, ερήμην της υπέρ ης αυτή και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

Α. Ως προς την έφεση :

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτή κατ’ ουσίαν.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εκκαλούντων, τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε εξακόσια (600) ευρώ.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παράβολου που έχει προκαταβληθεί από τους εκκαλούντες, στο Δημόσιο Ταμείο.

Β. Ως προς την αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση :

ΚΗΡΥΣΣΕΙ απαράδεκτη τη συζήτηση ως προς όλους τους διαδίκους,

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε, σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 4 Μαΐου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ