ΑΡΙΘΜΟΣ 27/2021
ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΛΑΜΙΑΣ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές, Αικατερίνη Πάνταινα Πρόεδρο Εφετών, Παναγιώτη Μπολτέτσο Εφέτη, Σωτήριο Παπακώστα Εφέτη – Εισηγητή και από τη Γραμματέα Καλυψώ Πολυχρονάκη.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στις 9-2-2021, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία «…………………………. ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και τον διακριτικό τίτλο «……………………………», που ενεργεί για τον εαυτό της και ως καθολική διάδοχος της «……………………………….………………………», λόγω συγχωνεύσεως με απορρόφηση κατά τη διάταξη του άρθρου 75 του Ν. 2190/1920 όπως ισχύει, με έδρα την Αθήνα, νόμιμα εκπροσωπούμενης, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο Δικηγόρο της ……………………… .
ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ 1) Της ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «………………………………», που εδρεύει στο Σ.Σ. Λιανοκλαδίου της Δημοτικής Ενότητας Λαμιέων Νομού Φθιώτιδας και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) Του ……………….. του …………….., κάτοικος Λαμίας, ομόρρυθμο μέλος της ΟΕ. 3) Της ……………χήρας …………………….. το γένος ……………………………. , κάτοικος Λαμίας, ομόρρυθμο μέλος της ΟΕ. 4) Της ………………………………… του …………………., σύζυγος …………………………………., κάτοικος Λαμίας, ομόρρυθμο μέλος της ΟΕ. 5) Της ………………… του …………………., κάτοικος Λαμίας. 6) Του ………………………….. του …………………, κάτοικος Λαμίας, που εκπροσωπήθηκαν, η 1η, 2ος, 4η και 5η από αυτούς από την πληρεξουσία Δικηγόρο τους Αφροδίτη – Φανουρία Καραΐσκου. 7) Του …………………….. του …………….. κάτοικος Λαμίας. 8) Του ………………………….. του ……………………., κάτοικος Λαμίας, που εκπροσωπήθηκαν, η 3η, 7ος και 8ος, από τον πληρεξούσιο Δικηγόρο τους Γεώργιο Ντελή.
Η εκκαλούσα, με την ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λαμίας υπ΄αριθμ. 1827/ΤΟ/106/31-12-2015 αγωγή, που ήγειρε σε βάρος των εφεσίβλητων, ζήτησε τα όσα σε αυτή αναφέρονται. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε, κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων, η υπ΄αριθμ. 69/26-10-2017 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λαμίας, που την απέρριψε ως αόριστη. Την απόφαση αυτή τώρα εκκαλεί η εκκαλούσα με την υπ΄αριθμ. 149/28-12-2018 κρινόμενη έφεσή της, η οποία προσδιορίστηκε για να συζητηθεί κατά την παραπάνω αναφερόμενη δικάσιμο. Κατά την δικάσιμο αυτή δεν εμφανίστηκαν οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι τους. Οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι όμως των διαδίκων, με δηλώσεις τους κατ΄ άρθρο 242§2 ΚΠολΔ δήλωσαν ότι δεν θα παραστούν κατά την εκφώνηση, πλην όμως κατέθεσαν νόμιμα και εμπρόθεσμα έγγραφες προτάσεις, τις οποίες ζητούν να γίνουν δεκτές.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, αρμοδίως κατ΄ άρθρο 19 ΚΠολΔ, έχει εισαχθεί προς συζήτηση η κρινόμενη υπ΄αριθμ. 149/28-12-2018 έφεση της ήδη εκκαλούσας (και αρχικά ενάγουσας) ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………………………………..», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, κατά των εκεί οκτώ εφεσίβλητων. Η έφεση στρέφεται κατά της υπ΄αριθμ. 69/26-10-2017 οριστικής - απορριπτικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λαμίας. Έχει ασκηθεί νομότυτα (άρθρα 495, 511, 513§1, εδ. β, 516§1, 517 ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα, εντός της διετούς προθεσμίας του άρθρου 518 αρ. 2 ΚΠολΔ (όπως αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 1 – άρθρο τρίτο Ν.4335/2015 και εφαρμόζεται για τα κατατιθέμενα από 1-1-2016 ένδικα μέσα), καθόσον από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση αντίγραφου της πρωτόδικης απόφασης. Περαιτέρω και για το παραδεκτό της έφεσης (άρθρο 495 αρ. 3 Α γ) έχει κατατεθεί το νόμιμο παράβολο των 150€ (βλ. επισημείωση του αρμόδιου Γραμματέα στο σώμα της έφεσης για ηλεκτρονική κατάθεση παραβόλου). Πρέπει λοιπόν να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ίδια διαδικασία ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533§1 ΚΠολΔ).
Η ήδη εκκαλούσα τράπεζα είχε εγείρει, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λαμίας, κατά των εδώ εφεσίβλητων την υπ΄αριθμ. 1827/31-12-2015 αγωγή με αίτημα την διάρρηξη των εκεί αναφερόμενων εκποιητικών – χαριστικών εμπράγματων δικαιοπραξιών ως καταδολιευτικών σε βάρος της. Η αγωγή συζητήθηκε στις 20-1-2017, κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι η αγωγή, αρμόδια εγέρθηκε ενώπιόν του, πλην όμως ότι είναι αόριστη κατά περιεχόμενο, κατά τα εκεί ειδικότερα αναφερόμενα και στα πλαίσια αυτά την απέρριψε, όπως προαναφέρθηκε. Κατά της απόφασης αυτής τώρα παραπονείται η εκκαλούσα τράπεζα, για τους λόγους που αναφέρονται στο εφετήριο και οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου. Ζητά λοιπόν να εξαφανιστεί η πρωτόδικη απόφαση και να γίνει δεκτή η αγωγή ως κατ΄ουσίαν βάσιμη.
Από τις διατάξεις των άρθρων 111§1, 118 και 216§1 ΚΠολΔ, καθώς και των άρθρων 939 επ. ΑΚ προκύπτει ότι για να είναι ορισμένη κατά περιεχόμενο η αγωγή διάρρηξης απαλλοτριωτικής δικαιοπραξίας πρέπει σε αυτή ο ενάγων – δανειστής: (α) Να επικαλείται ότι ο εναγόμενος – οφειλέτης (με τον οποίο εξομοιώνεται και ο εγγυητής) ενήργησε με σκοπό να τον βλάψει, κατά τους όρους των άρθρων 940 επ. ΑΚ. (β) Να αναφέρει την απαίτηση που έχει κατά του εναγομένου, με προσδιορισμό του ποσού αυτής. (γ) Να αναφέρει την αιτία από την οποία προήλθε η απαίτηση αυτή (νόμος, σύμβαση, αδικοπραξία κλπ). Πέραν τούτων, πρέπει να γίνεται αναφορά στην αγωγή ότι η απαίτηση του ενάγοντα (δανειστή) είναι γεννημένη κατά τον χρόνο της απαλλοτρίωσης. Όμως κατά την πρώτη συζήτηση της αγωγής η απαίτηση αυτή πρέπει να έχει καταστεί και ληξιπρόθεσμη, χωρίς και να απαιτείται να έχει βεβαιωθεί δικαστικά ούτε να έχει εξοπλιστεί με τίτλο εκτελεστό (Ολ. ΑΠ 709/1974, ΑΠ 121/1998 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, (Α) στην περίπτωση που η απαίτηση του δανειστή αποτελεί κατάλοιπο αλληλόχρεου λογαριασμού που κλείστηκε, πρέπει στο σώμα της αγωγής να γίνεται παράθεση όλων των χρεοπιστωτικών κονδυλίων αυτού του λογαριασμού από τα οποία να προκύπτει αυτό το επίδικο κατάλοιπο (ΑΠ 1116/2018 ΝΟΜΟΣ). Όταν όμως (Β) η αγωγή στηρίζεται στην αναγνώριση του καταλοίπου από τον οφειλέτη, δεν απαιτείται η παράθεση των χρεοπιστωτικών κονδυλίων αλλά αρκεί μόνη η αναφορά στην αναγνώριση αυτή (ΑΠ 621/2016 ΝΟΜΟΣ). Όταν (Γ) η αγωγή στηρίζεται στην ύπαρξη δεδικασμένου (άρθρα 321 επ. ΚΠολΔ) ως προς την ύπαρξη, το ύψος και το κατάλοιπο της επίδικης απαίτησης, επίσης δεν απαιτείται η παράθεση των χρεοπιστωτικών κονδυλίων, καθόσον το δεδικασμένο αποκλείει από τον εναγόμενο του να αμφισβητήσει την ύπαρξη και το ύψος της απαίτησης (ΑΠ 1339/2012, Εφ. Λαρ. 89/2020 ΝΟΜΟΣ). Δεδικασμένο που αποκλείει την αμέσως ως άνω αμφισβήτηση προέρχεται και από διαταγή πληρωμής, η οποία εκδόθηκε μετά από αίτηση του ενάγοντα (στην αγωγή καταδολίευσης) κατά του εναγομένου για απαίτηση από κατάλοιπο αλληλόχρεου λογαριασμού που κλείστηκε. Η διαταγή αυτή όμως πρέπει να έχει καταστεί τελεσίδικη. Η τελεσιδικία της επέρχεται (α) είτε με την τελεσίδικη απόρριψη της σε βάρος της ασκηθείσας ανακοπής, (β) είτε με την τελεσίδικη παραδοχή της ανακοπής (που ακυρώνει ολικά ή μερικά την διαταγή πληρωμής), (γ) είτε στην περίπτωση που δεν ασκήθηκε ανακοπή μέσα την προθεσμία των 15 ημερών από της (πρώτης) επιδόσεως της διαταγής πληρωμής (άρθρο 632 αρ. 1 ΚΠολΔ), ή μέσα στην προθεσμία των 10 ημερών από της (δεύτερης) επιδόσεως, κατά τους ορισμούς του άρθρου 633 αρ. 2 ΚΠολΔ (Εφ. Λαρ. 89/2020 ε.α. με εκεί παραπομπές καθώς και αναφορά και σε Ολ. ΑΠ 6/1996). Στην περίπτωση λοιπόν που η απαίτηση του ενάγοντα (στην αγωγή καταδολίευσης) προέρχεται από διαταγή πληρωμής που έχει καταστεί τελεσίδικη, για να είναι ορισμένη η αγωγή πρέπει να λαμβάνει εκεί χώρα και αναφορά της τελεσιδικίας αυτής. Είναι δε απαραίτητη η έκθεση στο δικόγραφο της αγωγής όλων των πραγματικών περιστατικών που προαναφέρθηκαν, τα οποία είναι νομικώς ικανά και αναγκαία για την θεμελίωση του δικαιώματος, η προστασία του οποίου ζητείται. Η έκθεση αυτή στο δικόγραφο πρέπει να λαμβάνει χώρα με σαφήνεια και τα επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά να εξατομικεύουν την επίδικη έννομη σχέση, έτσι ώστε να μην καταλείπεται αμφιβολία για την αξίωση που απορρέει από αυτά. Μόνο με την έκθεση αυτή (των πραγματικών περιστατικών) το Δικαστήριο είναι σε θέση να κρίνει για την νομική βασιμότητα της αγωγής, να διατάξει τις δέουσες αποδείξεις, ενώ ο εναγόμενος θα μπορεί να αμυνθεί, κατά της αγωγικής αξιώσεως που θεμελιώνεται με τα περιστατικά αυτά, με ανταπόδειξη ή με ένσταση (Εφ. Λαρ. 89/2020 ε.α. όπου και λοιπές παραπομπές).
Η εκκαλούσα, στο δικόγραφο της υπ΄αριθμ. 1827/31-12-2015 ένδικης αγωγής της, που προαναφέρθηκε, αναφέρει τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά. Ήτοι (Α, α) ότι δυνάμει της υπ΄αριθμ. 17536/5-10-2005 σύμβασης πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό, καθώς και τις μεταγενέστερες αυτής πράξεις, λοιπά πρόσθετα σύμφωνα και προσαρτήματα σύμβασης χορήγησε στην πρώτη εφεσίβλητη, ομόρρυθμη εταιρεία που εδρεύει στην Φθιώτιδα και εκπροσωπείται νόμιμα, πίστωση μέχρι του ποσού των 800.000€. Ότι για την ορθή τήρηση των συμβατικών της όρων εγγυήθηκαν ως αυτοφειλέτες ο 2ος, η 3η και η 4η των εφεσίβλητων. Ότι (Α, β) μεταγενέστερα της σύμβασης αυτής κατήρτισε με την πρώτη εφεσίβλητη (ομόρρυθμη εταιρεία) την υπ΄αριθμ. 10/2008 σύμβαση δανείου (και τις πρόσθετες αυτής πράξεις) για ποσό 54.847€, που πράγματι της το εκταμίευσε, ενώ οι ίδιοι ως άνω εγγυητές εγγυήθηκαν για την ορθή τήρηση των όρων και αυτής της σύμβασης ως αυτοφειλέτες. Ότι (Α, γ), ομοίως, κατήρτισε με την πρώτη εφεσίβλητη (ομόρρυθμη εταιρεία) και άλλη υπ΄αριθμ. 11/2018 σύμβαση δανείου (με τις πρόσθετες αυτής πράξεις) για ποσό 42.000€, που πράγματι της το εκταμίευσε, ενώ οι ίδιοι ως άνω εγγυητές εγγυήθηκαν για την ορθή τήρηση των όρων και αυτής της σύμβασης ως αυτοφειλέτες. Ότι (Α, δ) συμβατικά ενεργώντας ενέταξε τις απαιτήσεις της από τις υπ΄ αριθμ. 10 και 11/2008 δανειακές συμβάσεις, στην αρχική υπ΄αριθμ. 17536/5-10-2005 σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό. Ότι (Α, ε) στις 25-10-2012 ο αλληλόχρεος αυτός λογαριασμός είχε χρεωστικό υπόλοιπο 597.024,80€. Ότι στις 25-10-2012 κατήγγειλε την σύμβαση, ότι έκλεισε τον λογαριασμό αυτό και επέδωσε στους ως άνω συμβληθέντες έγγραφη καταγγελία (της σύμβασης), καλώντας τους συγχρόνως να προβούν σε εξόφληση της οφειλής τους, καθώς και ότι αυτοί δεν ανταποκρίθηκαν. Ότι (Α, στ) με αίτησή της και με βάση τον ως άνω αλληλόχρεο λογ/μό εκδόθηκε η υπ΄αριθμ. 161/16-4-2014 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας που υποχρέωσε τους 1η, 2ο, 3η και 4η των εφεσίβλητων, καθένα σε ολόκληρο, να της καταβάλουν 597.024,80€, πλέον τόκων και δικαστικών εξόδων, καθώς και ότι στις 25-4-2014 τους επέδωσε αντίγραφα εξ απογράφου της δ/γής αυτής με ατομικές επιταγές προς πληρωμή. Ιστορεί επίσης ότι (Β,α) δυνάμει της υπ΄αριθμ. 1270210/28-9-1988 σύμβασης πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό και τις πρόσθετες αυτής συμβάσεις, χορήγησε στην πρώτη εφεσίβλητη ομόρρυθμη εταιρεία πίστωση (ήδη) 249.119,59€, για την ορθή τήρηση των όρων της οποίας εγγυήθηκαν ο 2ος, η 3η και η 4η των εφεσίβλητων, ως αυτοφειλέτες. Ότι (Β, β) στις 7-10-2011 οι ως άνω εφεσίβλητοι αναγνώρισαν το, μέχρι τότε, χρεωστικό υπόλοιπο. Ότι (Β, γ) στις 27-4-2012 ο λογαριασμός αυτός παρουσίασε χρεωστικό υπόλοιπο 230.428,04€. Ότι (Β, δ) στις 27-4-2012 κατήγγειλε και αυτή τη σύμβαση και έκλεισε τον λογαριασμό, ενώ επέδωσε στους ως άνω συμβληθέντες καταγγελία της σύμβασης, καλώντας τους συγχρόνως να προβούν σε εξόφληση της οφειλής τους και ότι αυτοί δεν ανταποκρίθηκαν. Ότι (Β, ε) με αίτησή της και με βάση τον δεύτερο κατά σειρά αυτό αλληλόχρεο λογαριασμό, εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 187/10-5-2012 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας, που υποχρέωσε τους 1η, 2ο, 3η και 4η των εφεσίβλητων, καθένα σε ολόκληρο, να της καταβάλουν 230.428,04€, πλέον τόκων και δικαστικών εξόδων, καθώς και ότι, ομοίως ως άνω, τους επέδωσε αντίγραφα εξ απογράφου της διαταγής αυτής με ατομικές επιταγές προς πληρωμή. Ότι ο 2ος, 3η και 4η των εφεσίβλητων, δυνάμει των εκεί αναφερομένων Συμβολαιογραφικών πράξεων, που μεταγράφτηκαν νόμιμα, μεταβίβασαν με πράξεις γονικής παροχής και δωρεάς εν ζωή στους 5η, 6ο, 7ο και 8ο των εφεσίβλητων – κατιόντων τους, κατά πλήρη κυριότητα τα εκεί λεπτομερώς περιγραφόμενα και αξιόχρεα ακίνητα μέχρι τότε ιδιοκτησίας τους, με σκοπό την ματαίωση της είσπραξης των απαιτήσεών της, με αναγκαστική εκτέλεση επ΄ αυτών, καθόσον η υπόλοιπη περιουσία τους είναι αναξιόχρεη. Ζήτησε δε την διάρρηξη των δικαιοπραξιών αυτών ως καταδολιευτικών σε βάρος της. Με αυτό το περιεχόμενο όμως και αίτημα, η αγωγή πάσχει αοριστίας, κατά τα αναφερόμενα στην αρχή της παρούσας και δεν έσφαλε το πρωτόδικο Δικαστήριο που ομοίως έκρινε και στα πλαίσια αυτά την απέρριψε. Ειδικότερα (α) δεν επικαλείται, η εκκαλούσα, στο δικόγραφο της αγωγής, αν οι δύο επίδικες διαταγές πληρωμής κατέστησαν τελεσίδικες, με τους τρόπους που προαναφέρθηκαν, καθόσον, όπως ομοίως προαναφέρθηκε, μόνο μετά την κτήση ισχύος δεδικασμένου είναι δυνατόν να εγερθεί η καταδολιευτική αγωγή. Περαιτέρω (β) στην περίπτωση που ήθελε υποτεθεί ότι η εκκαλούσα δεν επιθυμεί να κάνει χρήση των ως άνω δύο δ/γων πληρωμής, αλλά αιτείται ως άνω μόνο με την χρήση των κλεισθέντων δύο αλληλόχρεων λογαριασμών, τότε, χωρίς να παραθέσει την κίνηση των χρεοπιστώσεων, θα έπρεπε να αναφέρει ότι οι οφειλέτες είχαν αναγνωρίσει τα υπόλοιπα των κλεισθέντων αυτών αλληλόχρεων λογαριασμών. Διαφορετικά θα έπρεπε να είχε εκθέσει αναλυτικώς όλες τις χρεοπιστώσεις είτε εξαρχής, είτε από της αναγνωρίσεως του μερικού υπολοίπου. Με την κρινόμενη έφεση, η εκκαλούσα, ισχυρίζεται ότι έσφαλε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατά την κρίση του, καθόσον η υπ΄αριθμ. 187/10-5-2012 διαταγή πληρωμής κατέστη τελεσίδικη, όπως προκύπτει από το υπ΄αριθμ. 1968/6-9-2012 πιστοποιητικό του αρμόδιου Γραμματέα του Πρωτοδικείου Λαμίας. Ομοίως ισχυρίζεται ότι έσφαλε κατά την κρίση του το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, καθόσον η 1η, 2ος, 3η και 4η των εφεσίβλητων έχουν αναγνωρίσει εγγράφως το κατάλοιπο του αντίστοιχου αλληλόχρεου λογαριασμού, δυνάμει του οποίου εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 161/16-4-2014 διαταγή πληρωμής. Προαναφέρθηκε όμως ότι η εκκαλούσα στην αγωγή της αφενός μεν δεν επικαλείται τελεσιδικία της υπ΄αριθμ. 187/2012 δ/γής, αφετέρου δεν επικαλείται αναγνώριση του συνολικού καταλοίπου της υπ΄αριθμ. 161/2014 δ/γής, αλλά μόνο μέρος αυτού. Οι παραλείψεις αυτές καθιστούν την αγωγή αόριστη, κατά τα παραπάνω αναφερόμενα, ενώ η αοριστία αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί ή να αναπληρωθεί με παραπομπή σε έγγραφα ή από την εκτίμηση των αποδείξεων (AΠ 41/2018 ΝΟΜΟΣ). Κατόπιν τούτου η αιτίαση αυτή πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμη. Ελλείψει δε άλλης ειδικής αιτιάσεως σε βάρος της πρωτοδίκου αποφάσεως, η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της. Δεν έσφαλε λοιπόν τον πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε την αγωγή ως αόριστη, όπως προαναφέρθηκε. Τα αντίθετα υποστηριζόμενα από την εκκαλούσα κρίνονται αβάσιμα κατ΄ ουσίαν και απορριπτέα. Τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, δυνάμει σχετικού αιτήματος, βαρύνουν την εκκαλούσα που ηττάται (άρθρα 176, 180, 183, 189, 190, 191 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα προσδιορίζονται στο διατακτικό της παρούσας. Τέλος πρέπει να διαταχθεί και η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου που κατέθεσε η εκκαλούσα για την άσκηση της κριθείσας εφέσεώς τους.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται την έφεση κατά το τυπικό της μέρος, ενώ κατά τα λοιπά την απορρίπτει.
Καταδικάζει την εκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, που ορίζει στα οκτακόσια ευρώ (800€)
Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο, του παραβόλου που κατέθεσε η εκκαλούσα για την άσκηση της εφέσεώς της.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στις 23-6-2021 και δημοσιεύτηκε, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου στη Λαμία, στις 30-06-2021 χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι αυτών.