96/2021 ΕΦ ΛΑΜ (ΜΟΝ)

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΛΑΜΙΑΣ

Συγκροτούμενο από τον Δικαστή Σωτήριο Παπακώστα, Εφέτη, που ορίστηκε από την Πρόεδρο Εφετών και τη Γραμματέα Καλυψώ Πολυχρονάκη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 10 Νοεμβρίου 2020, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Α) Της εκκαλούσας : Εδρεύουσας στην Άμφισσα ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «……………………….», νόμιμα εκπροσωπούμενης, η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Ευάγγελο Παλούκη (Δ.Σ. Άμφισσας), σύμφωνα με την από 26-10-2020 δήλωσή του, Αφροδίτη Φανουρία Καραΐσκου (Δ.Σ. Λαμίας), σύμφωνα με την από 27-10-2020 δήλωσή της και Φίλιππο Κώτσιου (Δ.Σ. Λάρισας), σύμφωνα με τις από 27-10-2020 δήλωσή του και οι ως άνω πληρεξούσιοι δικηγόροι κατέθεσαν κοινές προτάσεις.

Της εφεσίβλητης : ……………………. του …………….., κατοίκου Ιτέας, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Αμαλία Κουτσοκέρα (Δ.Σ. Αθηνών), σύμφωνα με την από 9-11-2020 δήλωσή της.

Β) Της εκκαλούσας : ……………….. του …………………., κατοίκου Ιτέας, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Αμαλία Κουτσοκέρα (Δ.Σ. Αθηνών), σύμφωνα με την από 9-11-2020 δήλωσή της.

Της εφεσίβλητης : εδρεύουσας στην Αμφισσα ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………………………..», νόμιμα εκπροσωπούμενης, η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Ευάγγελο Παλούκη (Δ.Σ. Αμφισσας), σύμφωνα με την από 26-10-2020 δήλωσή του, Αφροδίτη - Φανουρία Καραΐσκου (Δ.Σ. Λαμίας), σύμφωνα με την από 27-10-2020 δήλωσή της και Φίλιππο Κώτσιου (Δ.Σ. Λάρισας), σύμφωνα με τις από 27-10-2020 δήλωσή του και οι ως άνω πληρεξούσιοι δικηγόροι κατέθεσαν κοινές προτάσεις.

Η υπό στοιχ. Α' εφεσίβλητη και Β' εκκαλούσα, με την υπ' αριθμ. πράξη καταθέσεως ΕΙΔΜ 92/28-12-2018 αγωγή της, που απηύθυνε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Άμφισσας, ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σ' αυτή. Το Δικαστήριο αυτό δικάζοντας την υπόθεση, έκανε δεκτή εν μέρει την αγωγή αυτή, με την υπ’ αριθμ. 112/2019 απόφασή του.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν οι ανωτέρω εκκαλούντες με τις υπ' αριθμ. εκθ. κατάθ. 44/16-12-2019 και 46/19-12-2019 εφέσεις τους, αντίστοιχα, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, η δικάσιμος των οποίων προσδιορίστηκε για την στην αρχή της παρούσης αναφερόμενη δικάσιμο.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτές.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη, υπαριθμ. 44/16-12-2019, έφεση του ήδη εκκαλούντος ΝΠΙΔ με την επωνυμία «……………………», που εδρεύει στην Αμφισσα και εκπροσωπείται νόμιμα, κατά της εφεσίβλητης ……………………………., αρμόδια κατ' άρθρο 19 ΚΠολΔ εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, στρεφόμενη κατά της υπ' αριθμ. 112/12-11-2019 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Άμφισσας η οποία εκδόθηκε κατ' αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία του άρθρου 614 αρ. 3 ΚΠολΔ. Έχει δε ασκηθεί νομότυπα (άρθρα 495, 511, 513 αρ.1 β, 516 αρ.1, 517 ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα εντός της διετούς προθεσμίας του άρθρου 518 αρ.2 ΚΠολΔ καθόσον δεν προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας να έλαβε χώρα επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης σε κάποιο διάδικο, ούτε άλλωστε κάποιος διάδικος επικαλείται σχετικά. Περαιτέρω, για το παραδεκτό και της έφεσης αυτής, έχει κατατεθεί το προβλεπόμενο από το άρθρο 495 αρ.3 εδ. Α στοιχ. β παράβολο των 100€, όπως τούτο αναφέρεται στην έκθεση κατάθεσης ενδίκου μέσου (βλ. σχετική επισημείωση του Γραμματέως στο εφετήριο, περί καταθέσεως ηλεκτρονικού παραβόλου).

Ομοίως η κρινόμενη, υπ' αριθμ. 46/19-12­2019, (αντίθετη) έφεση της ήδη εκκαλούσας ……………………………, κατά του εφεσίβλητου ΝΓΠΔ με την επωνυμία «………………………………….», που εδρεύει στην Άμφισσα και εκπροσωπείται νόμιμα, αρμόδια και αυτή κατ' άρθρο 19 ΚΠολΔ εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, στρεφόμενη κατά της, ιδίας ως άνω, υπ' αριθμ. 112/12-11­2019 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αμφισσας. Και η έφεση αυτή έχει ασκηθεί νομότυπα (άρθρα 495, 511, 513 αρ.1 β, 516 αρ.1, 517 ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα εντός της διετούς προθεσμίας του άρθρου 518 αρ.2 ΚΠολΔ καθόσον, όπως ήδη προαναφέρθηκε, δεν προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας να έλαβε χώρα επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης σε κάποιο διάδικο, αλλά ούτε και κάποιος διάδικος επικαλείται σχετικά. Σημειωτέον ότι για το παραδεκτό της έφεσης αυτής δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου (βλ. άρθρο 495 εδ. τελ. ΚΠολΔ).

Η διάδικος (εφεσίβλητη — εκκαλούσα) …………….. είχε εγείρει κατά του διαδίκου (εκκαλούντος — εφεσίβλητου) ΝΠΙΔ με την επωνυμία «……………………….», που εδρεύει στην Άμφισσα και εκπροσωπείται νόμιμα, την υπ αριθμ. 92/28-12-2018 αγωγή, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Άμφισσας, Ιστορεί στην αγωγή αυτή, κατ' εκτίμηση του δικογράφου, ότι κατήρτισε με τον νόμιμο εκπρόσωπο του «……………………………» τις εκεί αναφερόμενες συμβάσεις έργου (πρακτορείας). Ότι εν τοις πράγμασι όμως οι συμβάσεις αυτές απαρτίζουν μία και ενιαία σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου. Ζήτησε λοιπόν, παραδεκτά περιορίζοντας σε αναγνωριστικό ένα μέρος του αρχικά καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής, (α) να αναγνωριστεί ότι η συνδετική της σχέση με το «………………….» είναι αυτή της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, (β) να υποχρεωθεί αυτό να της καταβάλλει τα εκεί αναφερόμενα ποσά, ως διαφορές νόμιμων και ήδη δεδουλευμένων αποδοχών της, (γ) ως παροχή εργασίας της κατά τις νυκτερινές ώρες και (δ) ως αποδοχές και αποζημιώσεις μη ληφθεισών αδειών και επιδόματα αδειών. Ζήτησε επίσης να αναγνωριστεί ότι το «…………………………………..» οφείλει να της καταβάλλει (ε) αμοιβή για παροχή της εργασίας της κατά τις εκεί αναφερόμενες ημέρες Κυριακής και αργιών, (στ) για εργασία της κατά την 6η ημέρα της εβδομάδας, καθώς και (ζ) επιδόματα εορτών, κατά τα ομοίως εκεί ειδικότερα αναφερόμενα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με την ως άνω οριστική του απόφαση, έκρινε ότι η αγωγή παραδεκτά και αρμόδια εγέρθηκε ενώπιον του και ότι είναι νόμιμη, κατά τα εκεί ειδικότερα αναφερόμενα. Στη συνέχεια και μετά την κατ ουσίαν έρευνα της διαφοράς με την ειδική διαδικασία του άρθρου 614 αρ. 3 ΚΠολΔ, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως βάσιμη κατ' ουσίαν, αναγνώρισε ότι η σχέση εργασίας των διαδίκων είναι αυτή της ενιαίας σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου και όχι των επί μέρους έργου, υποχρέωσε το «………………………» να καταβάλλει στην …………………… τα εκεί αναφερόμενα επιμέρους ποσά, καθώς επίσης αναγνώρισε ότι το «……………………………..» οφείλει να καταβάλλει στην ……………………, τα ομοίως εκεί αναφερόμενα ποσά (κατά τις ένδικες απαιτήσεις της). Κατά της απόφασης αυτής τώρα παραπονείται το, διάδικο, «……………………………..», με την πρώτη κατά σειρά, ως άνω, έφεση και για τους εκεί αναφερόμενους λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου και σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ζητά την εξαφάνισή της, καθώς επίσης και την απόρριψη της αγωγής ως κατ' ουσίαν αβάσιμης. Ομοίως κατά της απόφασης αυτής παραπονείται και η διάδικος ……………………….., με την, ως άνω, δεύτερη κατά σειρά έφεση και για τους εκεί αναφερόμενους λόγους, που ομοίως ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ζητά την εξαφάνιση ή μεταρρύθμισή της, καθώς επίσης να γίνει δεκτή ως κατ' ουσίαν βάσιμη η αγωγή της, σ' όλο της το αιτητικό.

Από τις διατάξεις των άρθρων 648 επ. ΑΚ και 6 του Ν. 765/1943, που κυρώθηκε με την ΠΥΣ 324/1946 και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ κατά το άρθρο 38 του ΕισΝΑΚ, συνάγεται ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της συμφωνηθείσας εργασίας και στον μισθό, ανεξάρτητα από τον τρόπο πληρωμής του, ενώ ο εργαζόμενος υπόκειται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη. Η εξάρτηση αυτή εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να δίνει δεσμευτικές για τον εργαζόμενο εντολές και οδηγίες ως προς τον τρόπο, τον τόπο και τον χρόνο παροχής της εργασίας και να ασκεί εποπτεία και έλεγχο για τη διαπίστωση της συμμόρφωσης του εργαζομένου προς αυτές. Η υποχρέωση, μάλιστα, του εργαζομένου να δέχεται τον έλεγχο του εργοδότη και να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες του ως προς τον τρόπο παροχής της εργασίας αποτελεί το βασικό γνώρισμα της εξάρτησης αυτής, η οποία μπορεί να είναι χαλαρότερη στις περιπτώσεις που ο εργαζόμενος αναπτύσσει πρωτοβουλία κατά την εκτέλεση της εργασίας του, λόγω των επιστημονικών ή ειδικών γνώσεών του και του αντικειμένου της εργασίας, αλλά θα πρέπει να υπάρχει για να θεωρηθεί η εργασία ως εξαρτημένη (Ολ. ΑΠ 28/2005). Αν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές και, ειδικότερα, αν εκείνος που παρέχει τις υπηρεσίες δεν υποβάλλεται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη, υπό την ανωτέρω έννοια, υπάρχει σύμβαση ανεξάρτητων υπηρεσιών, στην οποία δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας. Ο χαρακτηρισμός της εργασίας ως εξαρτημένης δεν επηρεάζεται από τον τρόπο προσδιορισμού και καταβολής της αμοιβής του εργαζόμενου, ούτε από άλλα δευτερεύοντα στοιχεία, όπως είναι η έκδοση δελτίων παροχής υπηρεσιών ή η ασφάλιση στο ΙΚΑ. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 681 ΑΚ, το οποίο ορίζει ότι με τη σύμβαση έργου ο εργολάβος έχει την υποχρέωση να εκτελέσει το έργο και ο εργοδότης να καταβάλει τη συμφωνηθείσα αμοιβή, προκύπτει ότι κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα της σύμβασης έργου είναι ότι με αυτήν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στο τελικό αποτέλεσμα της εργασίας και όχι σ’ αυτή καθεαυτή την εργασία, που θα απαιτηθεί για την εκτέλεση του έργου, η ολοκλήρωση και παράδοση του οποίου επιφέρει τη λύση της σύμβασης. Αντικείμενο της σύμβασης αυτής μπορεί να είναι και έργο μη αυτοτελές, αλλά επαναλαμβανόμενο σε ορισμένη ή αόριστη χρονική διάρκεια. Σε κάθε περίπτωση, όμως, τη μίσθωση έργου χαρακτηρίζει η έλλειψη εξάρτησης από τον κύριο του έργου, αφού ο εργολάβος έχει την πρωτοβουλία στην εκτέλεση αυτού, επιλέγοντας το χρόνο και τον τρόπο εκτέλεσής του μέσα στις συμβατικές προθεσμίες, χωρίς να υποχρεούται να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες και εντολές του κυρίου του έργου, μη υποκείμενος στον έλεγχό του. Τέλος, ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός μιας σύμβασης ως εξαρτημένης εργασίας ή ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή έργου δεν εξαρτάται από την ονομασία που δίδεται σε αυτή από τους διαδίκους, αλλά αποτελεί έργο του Δικαστηρίου, το οποίο κρίνει σύμφωνα με τα αποδεικνυόμενα πραγματικά περιστατικά (ΑΠ 9/2018, Εφ. Θεσσαλονίκης 223/2020 ΝΟΜΟΣ, βλ. επίσης υπό Κ. Λαναρά «Νομοθεσία Εργατική και Ασφαλιστική» 2020, σελ. 32, όπου και παραπομπές).

Από τις ένορκες καταθέσεις του μάρτυρα απόδειξης …………………… και του μάρτυρα ανταπόδειξης ……………………………, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά συνεδρίασης δίκης, καθώς επίσης και την υπ' αριθμ. 367/15-5-2019 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα ανταπόδειξης ……………………………., που δόθηκε ενώπιον της Ειρηνοδίκου Αμφισσας και η οποία έλαβε χώρα μετά από προηγούμενη νομότυπη κλήτευση της διαδίκου ……………………………… (βλ. υπ' αριθμ. 9690Δ/10-5-2019 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αμφισσας Αργυρίου Καταραχιά), την υπ' αριθμ. 421/21-5­2019 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος απόδειξης ………………………., που δόθηκε ενώπιον του Ειρηνοδίκου Αμφισσας και η οποία ομοίως έλαβε χώρα μετά από προηγούμενη νομότυπη γνωστοποίηση του νομίμου εκπροσώπου του διαδίκου «…………………………», μετά το πέρας της ακροαματικής διαδικασίας της δικασίμου της 16-5-2019, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, την υπ'αριθμ. 177/3-4-2019 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα απόδειξης …………………………….. που δόθηκε ενώπιον της Ειρηνοδίκου Αμφισσας και η οποία επίσης έλαβε χώρα μετά από προηγούμενη νομότυπη κλήτευση του νομίμου εκπροσώπου του «……………………………….» (βλ. υπ' αριθμ. 4828Γ/29-3-2019 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Άμφισσας Ιωάννη Παπαδημητρίου), αλλά και από όλα τα λοιπά έγγραφα που παραδεκτά προσκομίζουν οι διάδικοι και τα οποία χρησιμεύουν είτε σαν αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδείχτηκαν τα παρακάτω: Η εδώ διάδικος ………………….., για πρώτη φορά, υπέβαλε ενώπιον του ομοίως εδώ διαδίκου «…………………………..» την από 17-2-2011 αίτησή της η οποία έχει επί λέξει ως εξής «Σας δηλώνω το ενδιαφέρον μου προκειμένου να πρακτορεύσω την εταιρεία στην πόλη της Ιτέας». Ήτοι μέχρις και του χρόνου υποβολής του ως άνω αιτήματος η διάδικος ………………… δεν είχε κάποιου είδους επαγγελματική ή εργασιακή σχέση με το διάδικο «………………………», ενώ η παραπάνω έγγραφη πρόταση παραπέμπει στο γεγονός ότι η πρόθεση που εξωτερίκευσε η ……………………….. ήταν να καταρτίσει, μόνο, σύμβαση πρακτορείας ήτοι σύμβαση έργου με το «…………….» και σε καμία περίπτωση αυτή δεν επιθυμούσε την μεταξύ τους κατάρτιση σύμβασης εξηρτημένης εργασίας. Εκούσια δε και αυτόκλητα υπέβαλε την αίτηση αυτή και ουδέποτε υποχρεώθηκε (ή της υποδείχτηκε) προς τούτο από το «…………………..». Εκτός όμως από την ………………………. και η εδώ μη διάδικος ………………………… (σε χρόνο που δεν προέκυψε) είχε και αυτή υποβάλλει όμοιο αίτημα στο «…………………………..» για σύναψη σύμβασης πρακτορείας του (ήτοι σύμβαση έργου) στην πόλη της Ιτέας. Σε κάθε περίπτωση, αμφότερα τα αιτήματα έγιναν δεκτά από την διοίκηση του «…………………………….», καθόσον το πρακτορείο στην πόλη της Ιτέας έπρεπε να λειτουργεί από ώρα 5.00 πμ (έναρξη τακτικών δρομολογίων λεωφορείων) έως και ώρα 21.00 μμ (λήξη τακτικών δρομολογίων λεωφορείων) και στα πλαίσια αυτά έπρεπε να παρέχουν εκεί τις υπηρεσίες τους ημερησίως δύο 8ωρες βάρδιες εργαζομένων. Έτσι, δυνάμει του από 14-4-2011 έγγραφου ιδιωτικού συμφωνητικού (που υπογράφτηκε νόμιμα) και φέρει τον τίτλο «Ιδιωτικό Συμφωνητικό Πρακτόρευσης — Σύμβαση Εργου», καταρτίστηκε σχετική σύμβαση έργου. Ειδικότερα η διάδικος ……………………… και η μη διάδικος ……………….., ως από κοινού πλέον εργολάβοι - πράκτορες, για το χρονικό διάστημα από τις 14-4-2011 έως και τις 13-4-2014, ανέλαβαν την υποχρέωση, με την προσωπική τους εργασία ή και με την δυνατότητα πρόσληψης υπαλλήλων, να παρέχουν (επί λέξει) «... την εξυπηρέτηση λεωφορείων του …………………..εκδίδοντας εισιτήρια και φορτωτικές για αποστολή δεμάτων και φακέλων ... και για δρομολόγια άλλων ΚΤΕΛ ... ελέγχουν τα εισιτήρια και τις καταστάσεις ...». Στο ίδιο συμφωνητικό προβλέφθηκε και η υποχρέωση τήρησης των εκεί αναφερομένων καθηκόντων τους, ενώ επίσης προβλέφθηκε και χρηματική ποινή για τυχόν παράβαση ειδικής συμβατικής υποχρέωσης αναφορικά με την παραλαβή και αποθήκευση ασυνόδευτων δεμάτων. Ως αμοιβή των, δύο αυτών, εργολάβων συμφωνήθηκε το «……………………………..» να καταβάλλει στην κάθε μία, από αυτές, το ποσοστό 4% από τα ακαθάριστα έσοδα του Πρακτορείου. Σημειωτέον ότι μέχρι και τις 13-4-2011 το πρακτορείο Ιτέας λειτουργούσε στα πλαίσια συμβάσεων έργου με άλλους εργολάβους, ενώ κατά διαστήματα το «………………………………» απέστελλε έγγραφα στους πράκτορες με τα οποία τους υποδείκνυε εξειδικευμένες οφειλόμενες ενέργειές τους αναφορικά με την δρομολόγηση των λεωφορείων του και τους οδηγούς αυτών, με την ταυτόχρονη υποχρέωσή τους (των εργολάβων) προς ενημέρωσή του, όπως και για τις ενέργειές τους αναφορικά με τα ασυνόδευτα δέματα. Στα έγγραφα αυτά δεν ενσωματώθηκαν ποτέ εντολές του «……………………………..» προς τις εργολάβους ούτε υποδείξεις για εξωσυμβατικής φύσεως ενέργειες, αλλά μόνο ειδικές υποδείξεις που αφορούν τον τρόπο υλοποίησης των αρχικών συμιβατικών τους υποχρεώσεων. Η διάδικος ……………………. και η εδώ μη διάδικος ………………………….., μετά την κατάρτιση του συμφωνητικού, παρείχαν προσωπικά την εργασία τους στο χώρο του πρακτορείου, που τους είχε παραχωρηθεί από το «……………………………», κατανέμοντας μεταξύ τους (χωρίς την μεσολάβηση του «……………………………..») δύο ημερήσιες 8ωρες βάρδιες από 5.00 πμ έως 13.00 μμ και από 13.00 μμ έως 21.00 μμ, καθημερινά εκπληρώνοντας έτσι τις ως άνω συμβατικές υποχρεώσεις τους. Στις 12-3-2014, ήτοι κατά την προσέγγιση της συμπληρώσεως του χρόνου διάρκειας της ως άνω (1ης κατά σειρά) εργολαβίας, το «………………………………» νομότυπα δημοσίευσε αγγελία, προς κάθε ενδιαφερόμενο, με την οποία ανακοίνωσε ότι ζητούσε (νέο) εργολάβο - πράκτορα για να αναλάβει, ομοίως με σύμβαση έργου, την λειτουργία του Πρακτορείου Ιτέας, θέτοντας ως καταληκτική ημέρα υποβολής αιτήσεων και προσφορών την 24-3-2014. Στις 24-3-2014 (ήτοι λίγες ημέρες πριν την ως άνω καταληκτική ημερομηνία της σύμβασης πρακτόρευσης), η διάδικος ………………………….. και ο εδώ μη διάδικος ……………………… υπέβαλαν ενιαία - κοινή αίτηση προς το «…………………….» με την οποία αιτήθηκαν (επί λέξει) «... να αναλάβουμε την πρακτόρευση του Πρακτορείου Ιτέας με σύμβαση έργου και ο καθένας μας να αναλάβει από μία βάρδια και να αμειβόμαστε από το σύνολο των εισπράξεων του πρακτορείου ...». Ήτοι και από το κείμενο τη έγγραφης αυτής αίτησης ευθέως εξάγεται ότι πρόθεση των αιτούντων ήταν να καταρτίσουν (νέα) σύμβαση έργου (και όχι σύμβαση εργασίας) με το «………………………………………». Στα πλαίσια μάλιστα της αγγελίας (του «…………………………………» που προαναφέρθηκε) υπέβαλαν και σχετική έγγραφη προσφορά με την οποία ζητούσαν ως αμοιβή τους το συνολικό ποσοστό 5,5% επί των ακαθαρίστων εσόδων του πρακτορείου, επιμεριζόμενη αμοιβή ) σε ποσοστό 2,75% για τον κάθε ένα από αυτούς. Επακολούθησε η έκδοση της υπ'αριθμ. 7/23-4-2014 απόφασης του Δ. Σ. του «………………………………..» δυνάμει της οποίας αποφασίστηκε να γίνει δεκτή η αμέσως ως άνω αίτηση (και να απορριφθεί άλλη, όμοια κατά περιεχόμενο, αίτηση του ενδιαφερόμενου επίσης μη διαδίκου ………………). Σημειοτέον ότι ο αμέσως ως άνω (συν)αιτών ……………………….. είναι και μέτοχος στο «……………………….», ενώ μετά την κατάρτιση της προσδοκιόμενης σύμβασης έργου, τα καθήκοντα του στο Πρακτορείο θα τα ασκούσε η προαναφερθείσα …………………………….., που είναι και σύζυγός του, δυνάμει ειδικής μεταξύ τους σχέσεως, εργασιακής φύσεως. Στα πλαίσια αυτά καταρτίστηκε και νέα (ήτοι 2η κατά σειρά) σύμβαση έργου - πρακτορείας με τριετή διάρκεια. Συντάχθηκε δε σχετικά και το από 19-5­-2014 αντίστοιχο ιδιωτικό συμφωνητικό, με καταληκτική ημερομηνία της σύμβασης έργου την 18-5-2017 και με συνολική αμοιβή αμφοτέρων των πρακτόρων το ποσοστό 5,50% επί των ακαθαρίστων εισπράξεων του πρακτορείου. Ρητά μάλιστα επισημάνθηκε (για πρώτη φορά) στο έγγραφο αυτό ότι καταρτίστηκε σύμβαση έργου, διεπόμενη από τις διατάξεις της μίσθωσης έργου και επιχείρησης πρακτορείας, καθώς και ότι επιθυμία των συμβαλλομένων δεν είναι η μίσθωση εργασίας. Σημειωτέον όμως ότι καίτοι το ως άνω συμφωνητικό φέρει ως ημερομηνία σύνταξης την 19-5-2014, εν τούτοις αυτό φέρεται να υπογράφτηκε από τους εργολάβους σε μεταγενέστερο χρόνο (που δεν προέκυψε επακριβώς), καθόσον το «………………………» με το από 23-5-2019 έγγραφό του υπέμνησε στους, ακόμα τότε, μελλοντικούς εργολάβους του, ότι δεν υπέγραψαν το συμφωνητικό και ότι αν δεν θα το υπογράψουν θα διακοπεί η (κάθε είδους) συνεργασία τους. Δεν προέκυψε όμως ο λόγος δυνάμει του οποίου εμφιλοχώρησε αυτή η χρονοτριβή από μέρους των μέχρι τότε υποψήφιων εργολάβων, ούτε αν μεσολάβησαν διαπραγματεύσεις μεταξύ των διαδίκων, αναφορικά με τυχόν άλλη άδηλη εσωτερική τους σχέση ή διαπραγμάτευση. Γεγονός όμως είναι ότι από τις 19-5-2014 έως και της ημέρας υπογραφής του δευτέρου κατά σειρά ως άνω συμφωνητικού, (τουλάχιστον) η ……………….. λειτουργούσε το Πρακτορείο Ιτέας στα πλαίσια των αρχικών συμβατικών της δεσμεύσεων. Σημειωτέον ότι η (δεύτερη κατά σειρά) σύμβαση αυτή τροποποιήθηκε με το από 1-8-2014 ιδιωτικό συμφωνητικό μόνο ως προς την αμοιβή των εργολάβων η οποία και αυξήθηκε σε ποσοστό 9% επί των ακαθαρίστων εσόδων του πρακτορείου, επιμεριζόμενη σε ποσοστό 4,5% για τον καθένα εργολάβο. Στις 16-5-2017 (ήτοι πριν την συμπλήρωση του χρόνου διάρκειας της δεύτερης κατά σειρά σύμβασης έργου) η διάδικος ………………………, η (προαναφερθείσα) μη διάδικος …………………… και η ομοίως μη διάδικος ………………………., υπέβαλαν στο «…………………………..» έγγραφο αίτημα να αναλάβουν (με τρίτη κατά σειρά σύμβαση) από κοινού την πρακτόρευση του πρακτορείου Ιτέας, με σύμβαση έργου και με συνολική αμοιβή το ποσοστό 10,02% επί των ακαθαρίστων εισπράξεων του πρακτορείου. Κατόπιν τούτου στις 18-­5-2017 καταρτίστηκε νέα (3η κατά σειρά) έγγραφη σύμβαση πρακτόρευσης με τις ως άνω τρεις εργολάβους, διαρκείας μέχρι και τις 15-1-2018, έναντι κοινής τους αμοιβής σε ποσοστό 10,02% επί των ακαθαρίστων εισπράξεων του πρακτορείου. Και στο έγγραφο αυτό (ομοίως) λαμβάνει χώρα ρητή αναφορά ότι η βούληση των συμβαλλόμενων μερών είναι η κατάρτιση σύμβασης έργου και όχι σύμβασης εργασίας. Στις 27-12-2017 (ήτοι πριν συμπληρωθεί η ως άνω χρονική περίοδος) καταρτίστηκε νέα (4η κατά σειρά) έγγραφη σύμβαση έργου με τις αμέσως ως άνω τρείς εργολάβους έχουσα ως καταληκτική ημερομηνία την 15-1-2021 και με συνολική τους αμοιβή το ποσοστό 10,50% επί την ακαθαρίστων εισπράξεων του πρακτορείου. Και στο έγγραφο αυτό λαμβάνει χώρα ρητή αναφορά ότι καταρτίστηκε σύμβαση έργου και όχι σύμβαση εργασίας. Πριν όμως συμπληρωθεί ο χρόνος διάρκειας της 4ης αυτής σύμβασης έργου, ήτοι πριν τις 15-1-2021, η διάδικος …………… άσκησε την κρινόμενη, υπ' αριθμ. 92/28-12­-2018, αγωγή, αιτούμενη, όπως προαναφέρθηκε, ότι την ίδια συνδέει με το «……………………..» εν τοις πράγμασι σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, καθώς και ότι, αναφορικά μόνο με την ίδια, οι ως άνω 4 συνολικά, συμβάσεις έργου έλαβαν χώρα με υπόδειξη και απαίτηση του «……………………………………….» με σκοπό την καταστρατήγηση της εργασιακής νομοθεσίας, χωρίς όμως αναφορά στους (συν)εργολάβους της, που προαναφέρθηκαν. Ειδικότερα, κατ' εκτίμηση από το παρόν Δικαστήριο, διατείνεται η …………………………… (με την ένδικη αγωγή) ότι (α) οι τέσσερις συμβάσεις έργου, που προαναφέρθηκαν και αναφορικά μόνο με την ίδια, έλαβαν χώρα μετά από απαίτηση του «……………………………………» και ότι εν τοις πράγμασι από τις 14-4-2011 και εντεύθεν καταρτίστηκε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, (β) Ότι το «……………………….» αυθαίρετα ενεργώντας, χαρακτήρισε τις ως άνω συμβάσεις ως έργου με σκοπό την καταστρατήγηση της εργατικής και ασφαλιστικής νομοθεσίας, (γ) Ότι η ίδια παρέχει την εργασία της στα πλαίσια του Εθνικού Κανονισμού Προσωπικού των ΚΤΕΛ (ΠΔ 246/2006) και δη με την ειδικότητα του εκδότη εισιτηρίων, (δ) Ότι από το κείμενο των ιδιωτικών συμφωνητικών έργου που προαπαρατέθηκαν, προκύπτει ότι τα συμβατικά της καθήκοντα ταυτίζονται με αυτά του εκδότη εισιτηρίων, (ε) Ότι, ενισχυτικό της ύπαρξης σύμβασης εργασίας είναι ότι, το «………………………………………» είναι αυτό που παραχώρησε τις εγκαταστάσεις και τον εν γένει εξοπλισμό του πρακτορείου Ιτέας για να παρέχει εκεί αυτή τις υπηρεσίες της (μέσω αυτού) καθώς και ότι της παραχώρησε και υπηρεσιακό κινητό τηλέφωνο, για ευχερέστερη επικοινωνία τους. (στ) Ότι της απαγορεύτηκε συμβατικά η παροχή των υπηρεσιών της σε ανταγωνιστικές επιχειρήσεις του «………………………….». (ζ) Ότι υποχρεώθηκε να τηρεί τις υποδείξεις του «……………………………..». (η) Ότι η τρίτη, ήτοι η από 18-5-2017, σύμβαση, με τρεις εργολάβους έλαβε χώρα έτσι ώστε η ίδια και η …………………………. να εργάζονται 5 ημέρες εβδομαδιαίως σε 8ωρη βάση, ενώ η τρίτη (εργολάβος) να εργάζεται καλύπτοντας τα εβδομαδιαία εργασιακά κενά. (θ) Ότι υποχρεώθηκε στην τήρηση ημερήσιου ωραρίου, (ι) Ότι της απαγορεύτηκε η ανάληψη πρωτοβουλιών για προσέλκυση πελατείας, (κ) Ότι το «………………………….» μονομερώς όριζε το ύψος αντιτίμου των εισιτηρίων και των διακινούμενων δεμάτων, (λ) Τέλος ότι, υποχρεώθηκε να τηρεί το πρόγραμμα δρομολογίων που κατήρτιζε το γραφείο κίνησης του «……………………………….», καθώς και ότι υπήρξε πειθαρχικά υπόλογη σε αυτό. Οι επίδικες όμως συμβάσεις έργου καταρτίστηκαν με βάση το οικονομικό και λειτουργικό συμφέρον του «…………………………………» και με δική του πρωτοβουλία και στα πλαίσια αυτά δικαιωματικά αυτό υποδείκνυε στους πράκτορες τρόπους υλοποίησης των συμβατικών τους υποχρεώσεων, ήτοι δεν τους υποχρέωνε, ούτε ποτέ (αποδείχτηκε να) τους υποχρέωσε καταναγκαστικά σε επίδειξη ειδικής συμπεριφοράς ή τακτικής. Επίσης δεν αποδείχτηκε η ………………………… να υποχρεώθηκε σε εξωσυμβατική συμπεριφορά ή ενέργεια, υποκύπτοντας σε τυχόν ειδικές καταπλεονεκτικές απαιτήσεις του «………………………………», ούτε ποτέ αυτή εξωτερίκευσε την πρόθεση ή είχε την σχετική ευχέρεια να συνεργαστεί και με άλλες επιχειρήσεις μεταφορών, ούτε απέκρουσε κάποια αντίστοιχη προσφορά. Σημειωτέον ότι σε ύπαρξη καταναγκαστικής συμπεριφοράς ή εργασίας δεν αναφέρθηκαν ούτε οι μάρτυρες απόδειξης, στις καταθέσεις τους. Περαιτέρω δεν αποδείχτηκε, η διάδικος …………………….., να υπόκειτο σε νομική ή προσωπική εξάρτηση από την διοίκηση του «……………………………..». Η παροχή του έργου της εστιάστηκε στην δική της πρωτοβουλία εμπεριέχουσα ατομικό της κίνδυνο, έχουσα την ευχέρεια, όπως προαναφέρθηκε, να προσλάβει και υπαλλήλους και μέσω αυτών να εκπληρώσει τις συμβατικές της υποχρεώσεις. Ήτοι, κατ' επέκταση, οι τυχόν προστηθέντες από αυτή θα ήταν και οι δέκτες των ως άνω υποδείξεων από μέρους του …………… και όχι αμιγώς η ίδια. Επίσης δεν αποδείχτηκε ούτε να δέχθηκε ούτε να υλοποίησε ειδικές εντολές από άτομο που, εν τοις πράγμασι, να ενήργησε ως προϊστάμενός της, αλλά ούτε και η ίδια να έχει την πρόθεση να επιδείξει άλλη συμπεριφορά ή τακτική σε πελάτες του πρακτορείου, αναφορικά με την εκπλήρωση των συμβατικών της υποχρεώσεων. Σημειωτέον, τέλος, ότι αντικείμενο της σύμβασης έργου δυνατόν να είναι και έργο μη αυτοτελές, αλλά επαναλαμβανόμενο, ασχέτως τυχόν χρονικών παρεμβολών. Χαρακτηριστικό δε είναι ότι αναφορικά με τους αμέσως ως άνω αγωγικούς ισχυρισμούς της ……………………….., ο κύριος μάρτυρας απόδειξης (…………………..), κατά την κατάθεσή του, είτε δεν αναφέρθηκε ολοσδιόλου είτε απαντώντας σε σχετικές ερωτήσεις παραδέχτηκε ότι οι γνώσεις του περιορίζονται στις αφηγήσεις της ……………….. (βλ. πρακτικά), ενώ καίτοι του επισημάνθηκε, δεν αναφέρθηκε ποτέ σιον λόγο που ο ίδιος υιοθέτησε τα λεγόμενα της …………………… ως πραγματικά περιστατικά. Αποδείχθηκε λοιπόν, κατά τα παραπάνω αναφερόμενα, ότι η διάδικος …………………… κατήρτισε αμιγώς διαδοχικές συμβάσεις έργου με το διάδικο «………………………………» και ότι στα πλαίσια αυτά ουδέποτε αυτό (το …………………) χαρακτήρισε μονομερώς τις συμβάσεις αυτές. Έσφαλε λοιπόν το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχθηκε ότι η συνδετική σχέση των διαδίκων είναι αυτή της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου. Συνεπώς, κατόπιν τούτων, η υπ'αριθμ. 46/19-12-2019 έφεση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της, ενώ τα αντίθετα υποστηριζόμενα από την εκεί εκκαλούσα …………………….. κρίνονται ως κατ'ουσίαν αβάσιμα και απορριπτέα. Κατ' ακολουθίαν η διάδικος αυτή, που χάνει την αντίστοιχη παρούσα δίκη πρέπει, δυνάμει σχετικού αιτήματος, να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα του εκεί εφεσίβλητου «…………………………………» του παρόντος όμως δευτέρου βαθμού δικαιοδοσίας, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό της παρούσας (άρθρα 176, 178§1, 183, 189§1, 192§2 ΚΠολΔ, 58 επ. Ν. 4194/2013). Ήδη προαναφέρθηκε ότι έσφαλε η πρωτόδικη απόφαση, κατά τα αμέσως παραπάνω αναφερόμενα και συνεπώς αυτή πρέπει να εξαφανιστεί, γινομένης έτσι δεκτής της υπ'αριθμ. 44/16-12-2019 εφέσεως του εκκαλούντος «……………………..» ως βάσιμης κατ 'ουσίαν. Στη συνέχεια αφού το παρόν Δικαστήριο διακρατήσει την επίδικη υπόθεση και δικάσει στην ουσία της την υπ'αριθμ. 92/28-12-2018 αγωγή πρέπει να την απορρίψει στο σύνολό της ως κατ' ουσίαν αβάσιμη. Τα αντίθετα υποστηριζόμενα από μέρους της διαδίκου ………………………, ομοίως, κρίνονται ως κατ'ουσίαν αβάσιμα και απορριπτέα. Περαιτέρω η εφεσίβλητη διάδικος ………………………….. πρέπει, δυνάμει σχετικού αιτήματος, να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα του εκκαλούντος «……………………………» και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, καθόσον χάνει και αυτή τη δίκη, κατά τα ομοίως αναφερόμενα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας και σύμφωνα με τις ίδιες ως άνω διατάξεις (περί δικαστικών εξόδων). Τέλος πρέπει να διαταχθεί και η απόδοση του παραβόλου στο «………………………», που αυτό κατέθεσε προς άσκηση της ήδη κριθείσας εφέσεώς του (άρθρο 495 εδ. τελ. ΚΠολΔ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ 'αντιμωλία των διαδίκων.

Συνεκδικάζει την υπ' αριθμ. 44/2019 και την υπ' αριθμ. 46/2019 έφεση.

Δέχεται τυπικά την υπ' αριθμ. 46/2019 έφεση και την απορρίπτει στην ουσία της.

Καταδικάζει την εκεί εκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα του εκεί εφεσίβλητου που ορίζει, για τον παρόντα - δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, στα εξακόσια ευρώ (600€)

Δέχεται τυπικά και κατ' ουσίαν την υπ' αριθμ. 44/2019 έφεση.

Εξαφανίζει την υπ' αριθμ. 112/12-11-2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αμφισσας, διαδικασία εργατικών διαφορών.

Κρατεί και δικάζει την υπόθεση.

Απορρίπτει την υπ' αριθμ. 92/28-12-2018 αγωγή.

Καταδικάζει την εφεσίβλητη ………………………………. στα δικαστικά έξοδα του εκκαλούντος «………………………..» και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας που ορίζει στα χίλια διακόσια ευρώ (1.200€).

Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου, που το «…………………………» κατέθεσε προς άσκηση της ήδη κριθείσας εφέσεώς του.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στη Λαμία σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 15 Οκτωβρίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.