10/2024 ΕΦ ΛΑΜ (ΜΟΝ)

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΛΑΜΙΑΣ

ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Αικατερίνη Λεμπιδάκη, Εφέτη, την οποία όρισε η Πρόεδρος Εφετών του Δικαστηρίου αυτού και τη Γραμματέα Καλυψώ Πολυχρονάκη.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 19 Σεπτεμβρίου 2023, για να δικάσει την παρακάτω υπόθεση, μεταξύ των:

ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία και το διακριτικό τίτλο εδρεύει στη Λαμία ………….., Δ.Ο.Υ……………, με ΑΦΜ……………, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, 2)έως και 6), οι κατοίκων…… οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους, Θρασύβουλο Σκλαβούνο (Δ.Σ. Λαμίας).

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) έως και 6), οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους, Αφροδίτη -Φανουρία Καραϊσκου, του Δ.Σ. Λαμίας, σύμφωνα με την από 18-9-2023 δήλωσή της, η οποία κατέθεσε προτάσεις, ασκώντας αντέφεση με αυτές.

Οι αιτούντες και ήδη εφεσίβλητοι, με την από 18-3-2022 και με αριθμ. έκθ. κατ…………/18-3-2022 αίτησή τους, την οποία άσκησαν κατά των καθ` ων και ήδη εκκαλούντων, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σ` αυτή. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την υπ` αριθ. 358/2022 οριστική απόφασή του (διαδικασία εκούσιας δικαιοδοσίας), δέχθηκε την αίτηση ως ουσιαστικά βάσιμη. Την απόφαση αυτή προσβάλλουν οι εκκαλούντες, με την από 13-2-2023 και με αριθμ. έκθ. κατ. …………./13-2-2023, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και ………../10-3-2023, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, έφεσή τους, ζητώντας να γίνει αυτή δεκτή, προκειμένου να απορριφθεί η κατ’ αυτών αίτηση, στο σύνολό της. Η συζήτηση της έφεσης, ορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

ΚΑΤΑ την συζήτηση της υπόθεσης, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως ανωτέρω αναφέρεται, ο δε πληρεξούσιος δικηγόροι των εκκαλούντων, ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις του ενώ, η πληρεξούσια δικηγόρος των εφεσίβλητων δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, αλλά κατέθεσε δηλώσεις, σύμφωνα με την ΚΠολΔ 242 §2 και προκατέθεσε προτάσεις.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 516 παρ. 1 ΚΠολΔ δικαίωμα έφεσης έχουν, εφόσον νικήθηκαν ολικά ή εν μέρει στην πρωτόδικη δίκη, ο ενάγων, ο εναγόμενος, εκείνοι που άσκησαν κύρια ή πρόσθετη παρέμβαση, οι καθολικοί διάδοχοί τους, οι ειδικοί διάδοχοί τους, εφόσον απέκτησαν την ιδιότητα αυτή μετά την άσκηση της αγωγής και οι εισαγγελείς πρωτοδικών, αν ήταν διάδικοι. Έφεση έχει δικαίωμα να ασκήσει και ο διάδικος που νίκησε, εφόσον έχει έννομο συμφέρον (παρ.2). Περαιτέρω σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 522 ΚΠολΔ με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Η διάταξη αυτή ρυθμίζει ειδικώς, σε σχέση με την έφεση, την καθιερούμενη από το άρθρο 106 του ΚΠολΔ γενική αρχή της διαθέσεως, σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο ενεργεί μόνον ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Το αίτημα συνεπώς της έφεσης και οι λόγοι αυτής, που το στηρίζουν, οριοθετούν το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα αυτής και ταυτόχρονα το παραδεκτό των προσθέτων λόγων αυτής και της αντέφεσης (ΑΠ 916/2020, ΑΠ 1514/2018 σε http//www.areiospagos.gr) Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 523 παρ. 1 ΚΠολΔ αντέφεση ασκείται από τον εφεσίβλητο και μετά την πάροδο της προθεσμίας της έφεσης προς τα κεφάλαια της απόφασης που προσβάλλονται με την έφεση και ως προς εκείνα που συνέχονται αναγκαστικά με αυτά, και αν ακόμη αποδέχθηκε την απόφαση ή παραιτήθηκε από την έφεση (άρθρο 523 § 1 ΚΠολΔ). Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με το άρθρο 522 ΚΠολΔ, προκύπτει, ότι η άσκηση της αντέφεσης, για να είναι παραδεκτή, πρέπει να αφορά τα κεφάλαια της απόφασης που προσβάλλονται με την έφεση, ή τα αναγκαίως με αυτά συνεχόμενα, δηλαδή το περιεχόμενο τους πρέπει να βρίσκεται μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, αφού με την άσκηση της δεν μεταβιβάζεται στο σύνολο της η υπόθεση στο Εφετείο, αλλά μόνο κατά τα διαγραφόμενα με την έφεση όρια (ΑΠ 212/2006, ΕφΛαμ 212/2009, ΕφΑΘ 4561/2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 102/2004 Δικογρ 2004.319). Ως κεφάλαια κατά την έννοια του άρθρου 523 § 1 ΚΠολΔ, θεωρούνται εκείνα που ανάγονται σε αυτοτελείς αιτήσεις για παροχή προστασίας, ενώ συνέχονται με εκείνα που έχουν εκκληθεί όσα α) αφορούν παρεπόμενα ή παρακολουθήματα της κυρίας απαίτησης, β) αποτελούν προκριματικό ζήτημα της παραδοχής της έννομης προστασίας, γ) όταν οι διατάξεις της εκκαλούμενης έχουν τέτοια συνάφεια προς τα εκκληθέντα κεφάλαια, ώστε η επ` αυτών διαφορετική κρίση του δικαστηρίου να επηρεάζει την κρίση και στα κεφάλαια που έχουν εκκληθεί με την έφεση και δ) πηγάζουν από την ίδια ιστορική και νομική αιτία (ΑΠ 212/2006, ΑΠ 1396/2002, ΑΠ 317/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 2557/2011 ΕφΑΔ 2011, σελ. 1070 Σ. Σαμουήλ, Η Έφεση, έκδ. Ε` 2003 παρ. 617). Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 764 περ. 1 ΚΠολΔ (διαδικασία εκούσιας δικαιοδοσίας), οι πρόσθετοι λόγοι της έφεσης και η αντέφεση ασκούνται και με τις προτάσεις.

Η έφεση των ηττηθέντων εκκαλούντων - καθ` ων η αίτηση κατά των εφεσιβλήτων - αιτούντων και κατά της υπ` αριθ. 358/2022 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την διαδικασία εκούσιας δικαιοδοσίας, αρμοδίως εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, στην περιφέρεια του οποίου ανήκει το εκδόσαν την εκκαλουμένη απόφαση Πρωτοδικείο (άρθρ. 498, 19 ΚΠολΔ), ασκήθηκε δε, νομότυπα, με κατάθεση του σχετικού δικογράφου στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (άρθρα 495 επ., 511 επ. ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα (άρθρα 495, 499, 511, 513 παρ.1 εδ. β`, 516 παρ.1, 517, 518 §1, 520 § 1, 674 και 681Β του ΚΠολΔ), καθώς η εκκαλουμένη επιδόθηκε στους εκκαλούντες στις 12-1-2023 (βλ. την υπ` αριθ. ………………./12-1-2023 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Λαμίας, με έδρα στο Πρωτοδικείο Λαμίας, …………….), ενώ η υπό κρίση έφεση κατατέθηκε στις 13-2-2023. Για το παραδεκτό της εφέσεως, έχει κατατεθεί από τους εκκαλούντες το προβλεπόμενο από το άρθρο 495 του ΚΠολΔ παράβολο Δημοσίου. Επομένως, η έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω από το παρόν Δικαστήριο, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των προβαλλομένων λόγων της, μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτήν (άρθρα 522, 524 και 533 § 1 του ΚΠολΔ).

Περαιτέρω, οι εφεσίβλητοι - αιτούντες, μετά την παρέλευση της προθεσμίας για την άσκηση εφέσεως, με τις από 18.09.2023 προτάσεις τους, που κατατέθηκαν στη γραμματεία του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου στις 18.09.2023, ήτοι πριν από την συζήτηση της εφέσεως άσκησαν αντέφεση (άρθρο 523 σε συνδ. άρθρο 764 παρ. 1 ΚΠολΔ). Εν προκειμένω, παραδεκτά ασκείται η αντέφεση με τις προτάσεις (764 παρ. 1 ΚΠολΔ), ενώ δεν απαιτείται η καταβολή του προβλεπόμενου, από τη διάταξη του άρθρου 495 §3 ΚΠολΔ, για την άσκηση της εφέσεως παράβολου, ενόψει του παρεπόμενου χαρακτήρα της έναντι της εφέσεως (Ολ. ΑΠ 180/1979, ΝοΒ 1979 (27).1113, ΕφΛαρ 467/2014 ο.π., Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας ο.π. άρθρο 495, αριθ. 8, σελ. 2021), καθόσον προϋποθέτει την άσκηση αυτής (εφέσεως) και αναφέρεται στα κεφάλαια που προσβάλλονται με αυτή ή συνέχονται αναγκαστικά με αυτά (άρθρο 523 ΚΠολΔ). Η αντέφεση, δεδομένου ότι οι λόγοι της αναφέρονται στα κεφάλαια που προσβάλλονται με την έφεση, αφού με αυτήν εφεσιβάλλεται το σύνολο της εκκαλουμένης ως προς την ουσία της οι δε λόγοι της αντέφεσης αφορούν επίσης την ουσία της εκκαλουμένης και την πλημμελή εκτίμηση αποδείξεων, είναι παραδεκτή και νόμιμη (άρθρο 523 § 1 ΚΠολΔ, Ολ. ΑΠ 10/2015 ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Επομένως, η αντέφεση, πρέπει να συνεκδικασθεί με την έφεση λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας (άρθρο 246 ΚΠολΔ) και να ερευνηθεί η βασιμότητα των λόγων της.

Οι αιτούντες και ήδη εφεσίβλητοι, με την από 18-3-2022 και με αριθμ. έκθ. κατ. ……………./18-3-2022 αίτησή τους για διενέργεια έκτακτου διαχειριστικού ελέγχου ανώνυμης εταιρείας, την οποία άσκησαν κατά των καθ` ων και ήδη εκκαλούντων, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας, όπως αυτή παραδεκτά διορθώθηκε ως προς τα ποσοστά των αιτούντων στο μετοχικό κεφάλαιο και τους αριθμούς των μετοχών, επικαλούμενοι ότι είναι μέτοχοι της πρώτης από αυτούς και εκπροσωπούν, συνολικά, το 41,96 % του καταβεβλημένου εταιρικού κεφαλαίου αυτής, ισχυρίστηκαν ότι κατά τη διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων της τελευταίας, έλαβαν χώρα, από μέρους του Διοικητικού Συμβουλίου της, οι αναλυτικά αναφερόμενες στο δικόγραφο παραβάσεις του νόμου και του καταστατικού της και ότι η διοίκηση των εταιρικών υποθέσεων δεν ασκούνταν όπως επιβάλλει η χρηστή και συνετή διαχείριση, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αίτηση.

Με βάση τους ισχυρισμούς αυτούς και επικαλούμενοι έννομο συμφέρον τους, ζήτησαν: α) να διαταχθεί η διενέργεια εκτάκτου ελέγχου νομιμότητας και σκοπιμότητας της πρώτης των καθ’ ων, όσον αφορά τη συνολική διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων, για τις οικονομικές χρήσεις 2015, 2016, 2017, 2018, 2019 και 2020 άλλως, μόνο για τις αναφερόμενες στην αίτηση διαχειριστικές πράξεις, καθώς επίσης και για εκείνες, για τις οποίες ο έκτακτος έλεγχος ήθελε κριθεί αναγκαίος προς πληρέστερη διερεύνηση των καταγγελλόμενων ως άνω πράξεων, β) να υποχρεωθούν οι 2ος, 3ος και 4η των καθ` ων υπό τις αναφερόμενες ιδιότητές τους να επιτρέψουν τον έλεγχο κατά τις εργάσιμες ημέρες και ώρες, γ) να απειληθεί, σε περίπτωση άρνησής τους, σε βάρος τους, χρηματική ποινή 2.000,00 € υπέρ της πρώτης των καθ` ων και προσωπική κράτηση για καθένα από αυτούς, διάρκειας έως έξι μηνών, για κάθε παράβαση της ως άνω υποχρέωσης, δ) να προσδιοριστεί η αμοιβή των ελεγκτών για τη διενέργεια του ελέγχου θα καθοριστεί, μετά την ολοκλήρωσή του, από το Εποπτικό Συμβούλιο του Σώματος Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών και να υποχρεωθεί η πρώτη των καθ` ων να καταβάλει αυτήν και ε) να καταδικαστεί η πρώτη των καθ` ων στα δικαστικά τους έξοδα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την υπ` αριθ. 358/2022 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, αφού έκρινε ότι στο δικόγραφο της αίτησης σωρεύεται αίτημα περί διενέργειας έκτακτου διαχειριστικού ελέγχου νομιμότητας και σκοπιμότητας, έκρινε νόμιμη την αίτηση και την έκανε δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη, διατάσσοντας τον έκτακτο διαχειριστικό έλεγχο (νομιμότητας) της καθ’ ης ανώνυμης εταιρείας, για τις εταιρικές χρήσεις των ετών 2015, 2016, 2017, 2018, 2019 και 2020, διόρισε ορκωτό ελεγκτή λογιστή προς διενέργεια του ελέγχου αυτού, όρισε ότι η δαπάνη διεξαγωγής του ελέγχου της ως άνω εταιρίας - αμοιβή του έκτακτου ορκωτού ελεγκτή λογιστή θα καθοριστεί μετά την ολοκλήρωση του ελέγχου από το Εποπτικό Συμβούλιο του Σώματος Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών και ότι θα καταβληθεί από την ελεγχόμενη εταιρεία, υποχρέωσε τους 2°, 3° και 4η των καθ’ ων να επιτρέψουν τον έλεγχο κατά τις εργάσιμες ήμερες και ώρες, απείλησε σε περίπτωση άρνησης τους, προσωπική κράτηση για καθένα από αυτούς δύο μηνών, για κάθε παράβαση της ως άνω υποχρέωσης και τέλος, συμψήφισε μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα. Κατά της εν λόγω απόφασης, παραπονούνται ήδη οι καθ’ ων η αίτηση - εκκαλούντες, με την από 13-2-2023 έφεσή τους ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου και ζητούν, για τους ειδικότερα αναφερόμενους σε αυτήν λόγους, συνιστάμενους σε παράβαση νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης, ώστε, ακολούθως, να απορριφθεί η ως άνω αίτηση στο σύνολό της αλλά και οι αιτούντες - εφεσίβλητοι με την διά των προτάσεων κατατεθείσα αντέφεσή τους και ζητούν, για τους ειδικότερα αναφερόμενους σε αυτήν λόγους, συνιστάμενους σε παράβαση νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης, ώστε, ακολούθως, να γίνει δεκτή η ως άνω αίτηση στο σύνολό της.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 40 παρ. 1 περ. α` και 2 του ν. 2190/1920 "Περί ανωνύμων εταιρειών", το οποίο προβλέπει την άσκηση ελέγχου των Α.Ε., όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 49 του ν. 3604/2007, δικαίωμα να ζητήσουν έλεγχο της ανώνυμης εταιρείας, από το Μονομελές Πρωτοδικείο της περιφέρειας στην οποία αυτή εδρεύει, το οποίο δικάζει κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, έχουν μέτοχοι της εταιρείας που αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον το ένα εικοστό (1/20) του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου. Ο έλεγχος διατάσσεται εάν πιθανολογούνται πράξεις που παραβιάζουν διατάξεις των νόμων ή του καταστατικού της εταιρείας ή αποφάσεις της γενικής συνέλευσης (ΑΠ 1484/2019, ΑΠ 1439/2015, δημ. Νόμος). Εξάλλου, κατά την παρ. 3 της ίδιας διάταξης, μέτοχοι της εταιρείας, που εκπροσωπούν το 1/5 του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου, δικαιούνται να ζητήσουν από το δικαστήριο τον έλεγχο της εταιρείας, εφόσον από την όλη πορεία αυτής, καθίσταται πιστευτό ότι η διοίκηση των εταιρικών υποθέσεων, δεν ασκείται όπως επιβάλλει η χρηστή και συνετή διαχείριση. Με τις προαναφερόμενες διατάξεις, ρυθμίζεται το δικαίωμα διεξαγωγής έκτακτου ελέγχου της ανώνυμης εταιρείας, με αίτηση της μειοψηφίας, το οποίο διακρίνεται ανάλογα με το ποσοστό των μετοχών των αιτούντων και το είδος των καταγγελλόμενων πράξεων και το οποίο αποβλέπει, καταρχάς, στην συγκέντρωση στοιχείων για την άσκηση αγωγής αποζημίωσης κατά εταιρικών οργάνων, στην αναζήτηση τυχόν ευθυνών τους, αλλά και γενικότερα, στην ενημέρωση της γενικής συνέλευσης σχετικά με τον τρόπο άσκησης της διαχείρισης των εταιρικών υποθέσεων, δικαίωμα, η άσκηση του οποίου δεν εμποδίζεται από την έγκριση του ισολογισμού ή την απαλλαγή του διοικητικού συμβουλίου από την ευθύνη του, με απόφαση στην οποία συμμετείχαν και οι αιτούντες (ΕφΘεσ. 2360/2019, δημ. Νόμος). Ειδικότερα, προϋπόθεση ασκήσεως δικαιώματος ελέγχου από τη «μικρή μειοψηφία» (που αντιπροσωπεύει το 1/20 του καταβεβλημένου κεφαλαίου), είναι η καταγγελία συγκεκριμένων πράξεων, από τις οποίες πιθανολογείται η παραβίαση διατάξεων οποιουδήποτε νόμου ή του καταστατικού ή των αποφάσεων της γενικής συνέλευσης, με σκοπό, κατά κύριο λόγο, την προστασία των συμφερόντων των ενδιαφερομένων προσώπων και, ιδιαίτερα, της μειοψηφίας των μετόχων. Ως εκ τούτου, ο έκτακτος έλεγχος της «μικρής μειοψηφίας», είναι έλεγχος νομιμότητας (χρηστότητας), ήτοι περιορίζεται μόνο στην εξακρίβωση παραβάσεων, σχετικών προς τη διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων ή την εκπλήρωση άλλων καθηκόντων των οργάνων της εταιρείας, που αναφέρονται στην κατά το νόμο διοίκηση της, όπως είναι η απόκρυψη κερδών, οι λογιστικές παραλείψεις και αταξίες, κ.α. Δεν αρκεί, με την αίτηση, να ζητείται να ελεγχθεί ορισμένη πράξη, αλλά πρέπει αυτή (αίτηση) να περιέχει ισχυρισμό ότι με την πράξη πιθανολογείται παράβαση διάταξης του νόμου ή του καταστατικού ή των αποφάσεων των γενικών συνελεύσεων της εταιρείας (ΕφΠειρ 272/1996 ΕλλΔνη 1997.642).

Προς τούτο, πρέπει στην αίτηση να αναφέρονται περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει η πιθανότητα αυτή. Ο νόμος, δηλαδή, αξιώνει όχι πράξη που αποτελεί παράβαση νόμου, του καταστατικού ή της απόφασης γενικής συνέλευσης, αλλά πράξη, που κάνει πιθανή μια τέτοια παράβαση. Ως εκ τούτου, υπό τα εκτιθέμενα στην αίτηση περιστατικά, πρέπει να προκύπτει η πιθανότητα, όχι απλώς η δυνατότητα, αλλά ούτε η βεβαιότητα, ότι με την καταγγελλόμενη πράξη επέρχεται τέτοια παράβαση. Η αξιούμενη πιθανολόγηση, στην περίπτωση αυτή, δεν έχει ως αντικείμενο το νομικό χαρακτηρισμό των επικαλούμενων γεγονότων ως παράβασης. Ο νομικός χαρακτηρισμός, γίνεται από το δικαστήριο κατά την υπαγωγική μέθοδο και δεν υπόκειται στην αξιολογική εκτίμηση του πιθανού, διότι αντικείμενο της πιθανολόγησης είναι μόνον πραγματικά γεγονότα (ΑΠ 1439/2015, δημ. Νόμος). Προκειμένου όμως για τον έκτακτο έλεγχο από την «μεγάλη μειοψηφία» (1/5), δεν απαιτείται να γίνει επίκληση πράξης που πιθανολογεί τις ως άνω παραβάσεις, αλλά αρκεί να προταθεί ότι, κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης, καθίσταται πιστευτό, από την όλη πορεία των εταιρικών υποθέσεων, ότι η διοίκηση της εταιρείας δεν ασκείται όπως επιβάλλει η χρηστή και συνετή διαχείριση, απαιτείται δηλαδή να γίνει επίκληση και απόδειξη πραγματικών γεγονότων, που συνιστούν μη χρηστή και ασύνετη διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων, οι οποίες αναφέρονται στις συναλλαγές της εταιρείας με τους τρίτους ή στη διοίκηση του νομικού προσώπου της. Ως εκ τούτου, θα πρέπει στην αίτηση να γίνεται επίκληση του ότι, η πορεία των εταιρικών υποθέσεων είναι τέτοια, που γεννάει την υπόνοια μη χρηστής και μη συνετής διαχείρισης των εταιρικών υποθέσεων. Η πορεία αυτή θα πρέπει να είναι κακή, δηλαδή θα πρέπει να υπάρχει μια τάση χειροτέρευσης της κατάστασής της, χωρίς όμως απαραίτητα να υπάρχουν και ζημίες. Ο τελευταίος, αυτός, έλεγχος της «μεγάλης μειοψηφίας», δεν είναι μόνο έλεγχος νομιμότητας ως προς τη διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων (ήτοι, δεν περιορίζεται μόνο στην εξακρίβωση παραβάσεων των διατάξεων των νόμων ή του καταστατικού ή αποφάσεως της γενικής συνελεύσεως της ανωνύμου εταιρείας, όπως είναι η απόκρυψη κερδών, οι λογιστικές παραλείψεις και αταξίες), αλλά είναι και έλεγχος σκοπιμότητας, δηλαδή επεκτείνεται στην εξακρίβωση, του αν οι διαχειριστικές πράξεις, ωφελούν ή ζημιώνουν την εταιρεία, δηλαδή του αν επαυξάνουν το ενεργητικό και τα κέρδη της ή όχι (ΑΠ 1484/2019, ΑΠ 1439/2015, ΕφΘεσ 2360/2019, ΕφΑθ 2197/2015, δημ. Νόμος). Επομένως, σύμφωνα με τα ανωτέρω, έλεγχος της ανώνυμης εταιρείας από τη «μικρή μειοψηφία» (άρθρο 40 2 ν. 2190/1920) διατάσσεται, αν το δικαστήριο πιθανολογήσει ότι έχουν τελεστεί οι καταγγελλόμενες πράξεις που αποτελούν παράβαση του νόμου, του καταστατικού ή των αποφάσεων της γενικής συνέλευσης (ΑΠ 1484/2019, ΑΠ 1439/2015, ΕφΘεσ 2360/2019, δημ. Νόμος, Λ. Κόκκινης, ό.π. σελ. 1549, Νισυραίος Ε., Το Δίκαιο της Ανώνυμης Εταιρείας, Αθήνα 1992, τόμ. Α`, αρθρ. 40 -40ε §§147 επ.). Αντίθετα, έλεγχος ανώνυμης εταιρείας από τη «μεγάλη μειοψηφία» (άρθρο 40 & 3 ν. 2190/1920), διατάσσεται μόνο αν το Δικαστήριο κρίνει ότι αποδείχθηκαν πλήρως τα περιστατικά που αφορούν τη μη χρηστή και συνετή διαχείριση, η κακή οικονομική πορεία της εταιρείας και η αιτιώδης σύνδεση της κακής, αυτής, πορείας, με την κακή διοίκηση. Μόνη αρνητική προϋπόθεση του ελέγχου της «μεγάλης μειοψηφίας», είναι να μην εκπροσωπείται αυτή, στο διοικητικό συμβούλιο της εταιρίας, δι’ εκπροσώπων της, πολλώ δε μάλλον, να μην συμμετέχει κάποιο μέλος της, στο διοικητικό συμβούλιο της εταιρίας. Η αρνητική αυτή προϋπόθεση, δεν ισχύει για τον έλεγχο από τη «μικρή μειοψηφία», αφού ούτε από το γράμμα, αλλά ούτε και από το πνεύμα του νόμου, διαφαίνεται πρόθεση του νομοθέτη να επιβάλει τέτοια προϋπόθεση στην άσκηση του δικαιώματος ελέγχου της εταιρείας (ΕφΘεσ. 2630/2019, ΕφΑθ 145/2012 δημ. Νόμος). Επομένως και ο μειοψηφών μέτοχος, που συμμετέχει στο διοικητικό συμβούλιο, έχει το δικαίωμα να ζητήσει τη διενέργεια έκτακτου ελέγχου και αν ακόμη ο έλεγχος αυτός, ανάγεται σε χρόνο που ήταν μέλος της διοικήσεως της εταιρείας. Απαιτείται, όμως, ο αϊτών τον έκτακτο έλεγχο, μειοψηφών μέτοχος και μέλος του διοικητικού συμβουλίου, να μην έχει ανάμειξη στην οικονομική διαχείριση της εταιρείας και να μην γνωρίζει την οικονομική κατάσταση και τα οικονομικά πεπραγμένα αυτής. Πρέπει, συνεπώς, το δικαστήριο της ουσίας, να ερευνά τη βασιμότητα των ισχυρισμών του αιτούντος τον έκτακτο έλεγχο, ότι τη διαχειριστική εξουσία της εταιρείας ασκούσε άλλο μέλος του διοικητικού συμβουλίου αυτής και ότι ο ίδιος δεν είχε ενημερωθεί για τα οικονομικά πεπραγμένα της (βλ. σχετ. ΑΠ 422/2019, δημ. Νόμος). Δέον να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 40 παρ. 2 εδ. β` του ν. 2190/1920, η υποβολή της αίτησης για έκτακτο έλεγχο από τη «μικρή μειοψηφία», πρέπει να γίνει εντός τριετίας από τη χρονολογία έγκρισης των οικονομικών καταστάσεων της χρήσης μέσα στην οποία τελέσθηκαν οι καταγγελλόμενες πράξεις, με την επισήμανση, ωστόσο, ότι όσο δεν λαμβάνεται (νόμιμη) απόφαση για έγκριση των οικονομικών καταστάσεων, η προθεσμία δεν εκκινεί και δεν εμποδίζεται η υποβολή της αίτησης (ΕφΘεσ 2401/1998 Αρμ. 1998,1496). Αντίθετα, η αξίωση για έκτακτο έλεγχο από τη «μεγάλη μειοψηφία», δεν υπόκειται σε χρονικό περιορισμό, με την επιφύλαξη της αποδυνάμωσης του σχετικού δικαιώματος, λόγω μακράς παρόδου χρόνου (ΕφΛαρ 273/2014, δημ. ΔΣΑ).

Εξάλλου, η αίτηση μπορεί να στρέφεται κατά του νομικού προσώπου της εταιρείας, αλλά και κατά των μελών της ελεγκτέας διοίκησης, τα οποία ομοδικούν (άρθρο 74 παρ. 2 ΚΠολΔ), ως συνυποκείμενα με εκείνην (διοίκηση) στον έλεγχο και ευθυνόμενα είτε εκ της εντολής είτε εκ του αδικήματος (ΕφΘεσ 2360/2019, ΕφΑΘ 145/2012, ΕφΠειρ 444/2009, δημ. Νόμος, I. Μάρκου, Τα δικαιώματα ελέγχου της μειοψηφίας στην Ανώνυμη Εταιρία, Αρμ 1979, 476, Πασσιάς, Το Δίκαιο της Ανωνύμου Εταιρίας, σελ. 782 επ.). Επιπλέον, το άρθρο 40 § 4 κ.ν. 2190/1920, ορίζει ότι οι αιτούντες τον έλεγχο μέτοχοι, οφείλουν να αποδείξουν στο Δικαστήριο ότι κατέχουν τις μετοχές που τους δίνουν το δικαίωμα να ζητήσουν τον έλεγχο της εταιρείας. Τέτοια απόδειξη, αποτελεί και η κατάθεση των μετοχών, σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 28 του ιδίου νόμου. Σε κάθε περίπτωση, η απόδειξη μπορεί να γίνει εξ` εταιρικών εγγράφων (βιβλίο μετοχών), άλλων τίτλων, εγγράφων, με μάρτυρες ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου (ΕφΑθ 145/2012 δημ. Νόμος, ΕφΘεσ 985/1999 ΕπισκΕμπΔ 2000.188). Εξάλλου, η αίτηση για τη διενέργεια έκτακτου ελέγχου, δεν αποκλείεται να σωρευθεί στο αυτό δικόγραφο και με παρόμοια, περί διορισμού προσωρινού διοικητικού συμβουλίου της ανώνυμης εταιρείας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 218 και 741 ΚΠολΔ (ΕφΘεσ 2401/1998 Αρμ. 1998.1496, Β. Μπρακατσούλας, Εκούσια Δικαιοδοσία, 2002 σελ. 290). Τέλος, σημειώνεται ότι, δυνάμει του άρθρου 189 εδ. α` του ν. 4548/2018 «Αναμόρφωση του δικαίου των ανωνύμων εταιρειών» (ΦΕΚ Α 104/13.6.2018), με ημερομηνία έναρξης ισχύος του νόμου αυτού στις 1.1.2019 (άρθρο 190, βλ. και επιμέρους μεταβατικές διατάξεις στο άρθρ. 187), οι ως άνω διατάξεις του ν. 2190/1920, καταργήθηκαν και το δικαίωμα της μειοψηφίας να ζητήσει τη διενέργεια έκτακτου ελέγχου της ανώνυμης εταιρείας, προβλέπεται πλέον στις διατάξεις των άρθρων 142-143 του νέου νόμου, με τις οποίες διατηρείται η ίδια βασική ρυθμιστική δομή και λειτουργία του έκτακτου ελέγχου.

Εξάλλου, το κατά τα προδιαληφθέντα, δικαίωμα της «μικρής μειοψηφίας» για άσκηση έκτακτου ελέγχου της εταιρείας, κατ’ άρθρο 40 ν. 2190/1920 (και, ήδη, 143 ν. 4548/2018), συναρτάται και με την υποχρέωση πίστης που υπέχουν οι μέτοχοι προς την ανώνυμη εταιρεία και προς τους υπόλοιπους μετόχους, ώστε μοναδικό όριο στην άσκηση του, είναι η μη κατάχρηση δικαιώματος, κατά τους γενικούς ορισμούς και προϋποθέσεις του άρθρου 281 του Αστικού Κώδικα (Ν. Ρόκα, Εμπορικές Εταιρίες σελ. 407, Λ. Γεωργακόπουλου, Το δίκαιο των εταιριών τ. III, σελ. 363). Συνεπώς και το δικαίωμα εκ του άρθρου 40 ν. 2190/1920 (και ήδη 143 ν. 4548/2018), υπόκειται στον εν λόγω περιορισμό της μη καταχρηστικής άσκησής του, από τον έχοντα έννομο συμφέρον. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή καταστάσεως που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται, δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από την συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου και, μάλιστα, ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Απαιτείται ακόμη, οι πράξεις του υπόχρεου και η υπ` αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, επαγόμενη ιδιαιτέρως επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σύνδεσμο με την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου. Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου και όταν ακόμη δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση στον υπόχρεο ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται αυτό να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την μεταγενέστερη άσκηση αυτού, αλλά απαιτείται να συντρέχουν, επιπροσθέτως, ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες, κυρίως, από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υποχρέου, ενόψει των οποίων και της αδράνειας του δικαιούχου, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, τείνουσα στην ανατροπή της διαμορφωθείσης καταστάσεως υπό τις ανωτέρω ειδικές συνθήκες και διατηρηθείσας για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, να εξέρχεται των υπό της ανωτέρω διατάξεως διαγραφομένων ορίων. Η ειρημένη δε, αδράνεια του δικαιούχου, που δεν είναι απαραίτητο να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες για τον υπόχρεο συνέπειες, αρκούσης της επελεύσεως δυσμενών απλώς για τα συμφέροντά του επιπτώσεων, πρέπει να υφίσταται επί μακρό χρονικό διάστημα, πλην, ελάσσονα του δια την παραγραφή του δικαιώματος υπό του νόμου προβλεπομένου, από τότε που ο δικαιούχος μπορούσε να ασκήσει το δικαίωμά του (ΟλΑΠ 6/2016, ΑΠ 1354/2017, ΑΠ 10/2012, δημ. Νόμος). Το ζήτημα δε, αν οι συνέπειες που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος, είναι επαχθείς για τον υπόχρεο, πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν εις βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ασκήσεως του δικαιώματος του. Στην περίπτωση αυτή, η άσκηση του δικαιώματος μπορεί να καταστεί μη ανεκτή κατά την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη και, συνεπώς, καταχρηστική και απαγορευμένη (ΑΠ 1354/2017, δημ. Νόμος). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη θεμελιώδη δικονομική αρχή της μη καταχρήσεως δικονομικών δυνατοτήτων, που εκφράζεται στο άρθρο 116 ΚΠολΔ, η άσκηση διαδικαστικών πράξεων είναι καταχρηστική όταν γίνεται κατά παράβαση των κανόνων της καλής πίστης και των χρηστών ηθών, προς παρέλκυση της δίκης και κατά παράβαση του καθήκοντος αλήθειας. Ειδικότερη εκδήλωση τέτοιας διαδικαστικής πράξης, είναι και η προφανής παρέλκυση της δίκης, με την πρόθεση περιγραφής συγκεκριμένης δικονομικής διάταξης, ως μέσο αναβολής της επικείμενης ήττας. Η εκτροπή, κατά την άσκηση διαδικαστικών πράξεων, της αντικειμενικής συμπεριφοράς του διαδίκου από τα όρια που διαμορφώνει ο σκοπός των διατάξεων, με την ενσυνείδητη από μέρους του επιδίωξη σκοπών ξένων προς εκείνους στους οποίους αποβλέπει το γράμμα της διάταξης που αυτός επικαλείται, αντιτίθεται στις αρχές της καλής πίστης και συνιστά κατάχρηση δικονομικής δυνατότητας. Κατάχρηση δικονομικής δυνατότητας, συντρέχει κυρίως, όταν υφίσταται δυσαναλογία μέσου και σκοπού, υφίσταται δηλαδή, υπερβολική καταπίεση του οφειλέτη ή η επιχειρούμενη διαδικαστική πράξη κρίνεται αντικειμενικά απρόσφορη να επιφέρει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Η δυσαναλογία αυτή θα πρέπει να είναι αναμφισβήτητη, να προκαλείται δηλαδή, μεγάλη και έντονη εντύπωση αδικίας σε σχέση με το όφελος που θα προκύψει από την άσκηση του δικαιώματος (Κεραμεύς-Κονδύλης Νίκας, ΕρμΚΠολΔ, εκδ. 2000, άρθρ. 116 ΚΠολΔ, αρ. 9, σελ. 259). Η παράβαση της καλής πίστης, υπ` αυτή τη μορφή, αποστερεί τη διαδικαστική πράξη από τις έννομες συνέπειες της (ΕφΑΘ 2291/2004, δημ. Νόμος). Τέλος, Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2, 118 εδ. δ’, 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι για να είναι ορισμένο το δικόγραφο της αγωγής, πρέπει να περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία που ορίζουν τα άρθρα 117-118 του ΚΠολΔ, μεταξύ άλλων, α)σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκηση της από τον ενάγοντα σε βάρος του εναγομένου και β)ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, σε τρόπο ώστε η αγωγή να είναι επιδεκτική δικαστικής εκτιμήσεως και να καθίσταται εφικτή η απάντηση σ’ αυτή. Η έλλειψη των ως άνω στοιχείων καθιστά το δικόγραφο της αγωγής αόριστο και ανεπίδεκτο δικαστικής εκτιμήσεως, επιφέρει δε το απαράδεκτο αυτού, στην απαγγελία του οποίου προβαίνει το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως, διότι ανάγεται στην προδικασία, η τήρηση της οποίας ρυθμίζεται από κανόνες δημοσίας τάξεως (βλ. ΑΠ 250/2011, ΕΕμπΔ 2011 591, ΑΠ 49/2011 ΕλλΔνη 2011 1594, ΑΠ 1881/1987 ΕλλΔνη 29 1385). Επίσης, η αοριστία του δικογράφου της αγωγής δεν μπορεί να θεραπευθεί με τις προτάσεις ή την παραπομπή στα διαλαμβανόμενα σε άλλα προσκομιζόμενα έγγραφα, ούτε με την εκτίμηση των αποδείξεων. Μάλιστα, σε περίπτωση αμφιβολίας περί της πληρότητας ή όχι του δικογράφου, λογίζεται έγκυρη η αγωγή, εφοσον οι ελλείψεις του δικογράφου της δεν δυσχεραίνουν την ανταπόδειξη (βλ. ΕφΠειρ 187/2005 ΕΝαυτΔ 2005 97, ΕφΠειρ 860/1997 ΕΝαυτΔ 26 9, Βαθρακοκοίλη ΚΠολΔ άρθρο 216 αρ. 2-3).

Στην προκειμένη περίπτωση η αγωγή, με βάση το ιστορικό και αίτημα που προαναφέρονται διαλαμβάνει τα αναγκαία στοιχεία για ορισμένο αυτής και συγκεκριμένα, σχετικά με την αντικειμενικός σωρευόμενη βάση αυτής, αφενός για τη διενέργεια έκτακτου ελέγχου σκοπιμότητας, οι αιτούντες επικαλούνται στην αίτηση τους στοιχεία δηλωτικά της κακής πορείας των εταιρικών υποθέσεων αφετέρου για τη διενέργεια έκτακτου ελέγχου νομιμότητας και αφετέρου για τη διενέργεια έκτακτου ελέγχου νομιμότητας και δη όσον αφορά την καταγγελόμενη πράξη της παράλειψης σχηματισμού πρόβλεψης, ως επισφαλών απαιτήσεων της καθ` ης κατά πελατών της, συνολικού ύψους 301,821,76 ευρώ, οι οποίες υπήρχαν κατά το έτος 2014 και εμφάνιζαν καθυστέρηση ως προς την είσπραξή τους πέραν των 24 μηνών καθώς είχαν διενεργηθεί από την καθ` ης, όλες οι κατάλληλες ενέργειες για τη διασφάλιση του δικαιώματος είσπραξης των απαιτήσεων αυτών. Ως εκ τούτου, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε, ορισμένη την αίτηση, δεν έσφαλε και ο περί του αντιθέτου (πρώτος) λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί. Αλλά και ο ισχυρισμός των καθ` ων η αίτηση ότι σκοπός των αιτούντων δεν είναι ο διαχειριστικός έλεγχος, αλλά η παύση λειτουργία της πρώτης καθ` ης, μεταξύ άλλων και για λόγους ανταγωνισμού καθώς οι πρώτος και τρίτος των αιτούντων έχουν ιδρύσει ανταγωνιστική εταιρία είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, αφού και αν τα κίνητρα των αιτούντων είναι ανταγωνιστικά, δεν θεμελιώνεται καταχρηστική άσκηση δικαιώματος, ούτε άλλωστε το να διαταχθεί έκτακτος διαχειριστικός έλεγχος οδηγεί οπωσδήποτε στην παύση λειτουργίας της ελεγχόμενης εταιρίας. Ως εκ τούτου, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε όμοια, δεν έσφαλε και ο περί του αντιθέτου (τρίτος) λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί.

Από την εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που προσκομίστηκαν στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, καθώς και εκείνων που προσκομίζονται για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου και, ειδικότερα, από όλα τα νομίμως προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από τους διαδίκους έγγραφα, τα οποία λαμβάνονται υπόψη χωρίς να παραλείπεται κάποιο κατά την ουσιαστική εκτίμηση της διαφοράς, έστω και αν δεν μνημονεύονται ένα προς ένα (ΟλΑΠ 848/1981 ΝοΒ 30.441, ΟλΑΠ 8/1987 ΝοΒ 1988.75, ΑΠ 187/2010, ΑΠ 1697/2010, ΑΠ 722/2004 δημ. Νόμος), είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για να χρησιμεύσουν για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 339 και 395 του ΚΠολΔ, βλ. σχετ. ΑΠ 60/2008, ΑΠ 1201/2007 δημ. Νόμος), από τις συναγόμενες, κατ’ άρθρο 261 ΚΠολΔ, ομολογίες των διαδίκων, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, τα οποία το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη αυτεπαγγέλτως (336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η πρώτη των καθ` ων ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία ………….. και το διακριτικό τίτλο ……………, συστήθηκε με την υπ’ αριθμ. …………./4.12.1978 πράξη του Συμβολαιογράφου Αθηνών ………………., που εγκρίθηκε με την υπ’ αρ. …………./6.12.1978 απόφαση του Νομάρχη Φθιώτιδος και δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ τ. ΑΕ & ΕΠΕ υπ’ αριθμ. …………/11.12.1978, ενώ στη συνέχεια καταχωρίστηκε νομίμως στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιριών με ΑΡ.Μ.Α.Ε. ……………. και στο ΓΕΜΗ με αριθμό ……………….. Ιδρυτές και αρχικοί μέτοχοι της εταιρείας ήταν οι και …….. . Η διάρκειά της ορίστηκε πεντηκονταετής, κατόπιν παράτασής της με την από 25-06-2008 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης (ΦΕΚ Τ. ΑΕ & ΕΠΕ ……………./25.7.2008), με έναρξη την 07-12-2008 και λήξη την 06-12-2058. Το καταβεβλημένο μετοχικό κεφάλαιό της, κατά την ίδρυσή της ανέρχονταν σε 5.000.000 δραχμές, ενώ ήδη, κατά την άσκηση της αίτησης ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ανέρχεται σε 412.283,23 ευρώ, διαιρούμενο σε 140.711 ονομαστικές μετοχές, ονομαστικής αξίας, η κάθε μία, 2,93 ευρώ (βλ. την από 30-06-2010 απόφαση της Γ.Σ., που δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ ......../24-09-2010). Οι αιτούντες είναι κύριοι, συνολικά, 59.047 μετοχών, οι οποίες αντιπροσωπεύουν ποσοστό 41,96% του καταβεβλημένου εταιρικού κεφαλαίου, ήτοι α) ποσοστό 5,00% , με 7.038 μετοχές ο πρώτος, β) ποσοστό 9,83 %, με 13.831 μετοχές ο δεύτερος, γ) ποσοστό 9,9%, με 13.931 μετοχές ο τρίτος, δ) ποσοστό 9,23 %, με 12.987 μετοχές η τέταρτη, ε) ποσοστό 4%, με 5.630 μετοχές ο πέμπτος και στ) ποσοστό 4%, με 5.630 μετοχές ο έκτος εξ` αυτών (βλ. την προσκομιζόμενη από τους αιτούντες κατάσταση μετόχων και μετοχών της πρώτης των καθ` ων, καθώς και το υπ’ αριθμ. …../27-6-2018 πρακτικό της τακτικής Γ.Σ. των μετόχων της). Σκοπός της ως άνω εταιρείας, σύμφωνα με το άρθρο 2 του καταστατικού της, είναι: 1) Η εμπορία στην Ελλάδα και στην αλλοδαπή γεωργικών φαρμάκων, μηχανημάτων και εξαρτημάτων, εργαλείων, ζωοτροφών, λιπασμάτων και σπόρων, οικιακών συσκευών, αυτοκινήτων και κάθε είδους βιομηχανικών και γεωργικών προϊόντων. 2) Η ίδρυση και εκμετάλλευση βιοτεχνικών και βιομηχανικών μονάδων παραγόντων ή εμπορευομένων τα ως άνω είδη. 3) Η ίδρυση και εκμετάλλευση γεωργικών και κτηνοτροφικών επιχειρήσεων. 4) Η εν γένει αντιπροσώπευση ημεδαπών ή αλλοδαπών εμπορικών και βιομηχανικών οίκων, η εξαγωγή και εμπορία συναφών προϊόντων και αγαθών ως και η εισαγωγή, εμπορία και εκμετάλλευση κάθε είδους μηχανημάτων, προϊόντων ή αγαθών. 5) Η εισαγωγή από την αλλοδαπή και η εξαγωγή σε αυτήν, συναφών με τα πιο πάνω είδη πρώτων υλών, ημικατεργασμένων ή ετοίμων προϊόντων και η άσκηση συναφούς εμπορίας. 6) Η συμμέτοχη της εταιρείας, με οποιουσδήποτε όρους και συμφωνίες, σε υφιστάμενες ή συσταθησόμενες, κάθε είδους, συναφείς προς τους ανωτέρω σκοπούς, επιχειρήσεις ατομικές ή με οποιαδήποτε μορφή λειτουργούσες, ημεδαπές ή αλλοδαπές. 7) Η εργολαβική ανάληψη και κατασκευή ιδιωτικών και δημοσίων έργων πρασίνου. 8. α) Η σύνταξη μελετών - προγραμμάτων πάσης φύσεως, διαχείριση και έλεγχος εθνικών και κοινοτικών προγραμμάτων, β) Οι απολυμάνσεις - απεντομώσεις -μυοκτονίες - δακοκτονία - κουνουποκτονία κλπ. γ) Η σύνταξη προγραμμάτων επιμόρφωσης, δ) Η εμπορία και παροχή κτηνιατρικών ειδών - υπηρεσιών, ε) Η εκτέλεση μηχανολογικών -αρδευτικών και υδρευτικών έργων. Τις πιο πάνω πράξεις, η εταιρεία μπορεί να διενεργεί είτε για λογαριασμό της είτε για λογαριασμό τρίτων με προμήθεια ή με ποσοστά είτε και συνεταιρικά μετά τρίτων φυσικών ή νομικών προσώπων ή και με σύμπραξη (κοινοπραξίες) με αυτά. Επίσης, μετά από σχετική τροποποίηση του ως άνω άρθρου του καταστατικού της, με απόφαση της από 17-2-2016 έκτακτης Γ.Σ. των μετόχων τη, εγκριθείσα και καταχωρηθείσα στο ΓΕΜΗ, προστέθηκαν στο σκοπό της και: 9) Η εμπορία και μεταπώληση στην ημεδαπή και αλλοδαπή, μεταχειρισμένων γεωργικών εργαλείων, γεωργικών ελκυστήρων και πάσης φύσεως γεωργικών μηχανημάτων. 10) Η επισκευή και συντήρηση γεωργικών εργαλείων, γεωργικών ελκυστήρων και πάσης φύσεως γεωργικών μηχανημάτων και 11) Υπηρεσίες τεχνικών δοκιμών και αναλύσεων - πιστοποιήσεις γεωργικών μηχανημάτων και πάσης φύσεως μηχανημάτων. Σημειώνεται ότι τα ιδρυτικά στελέχη της εταιρείας και τα τέκνα αυτών, που ήταν μέλη του Δ.Σ. της, συνήπταν κάθε έτος συμβάσεις παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών με την εταιρεία, υπό την ιδιότητά τους ως ελευθέρων επαγγελματιών, οι οποίες συμβάσεις εγκρίνονταν κατ` άρθρο 23 εδ. α` παρ. 2 του κ.ν. 2190/1920, από την τακτική Γ.Σ. των μετόχων. Παρόλο που οι δυνάμει αυτών καταβαλλόμενες αμοιβές, επιβάρυναν σημαντικά τα γενικά έξοδα της εταιρείας, καθώς ήταν πολύ υψηλές, με συνέπεια όλες οι χρήσεις της να εμφανίζονται ζημιογόνες, η εταιρεία στην πραγματικότητα ήταν κερδοφόρα και στην ουσία, με τον τρόπο αυτό, γινόταν διανομή των κερδών μεταξύ των εκάστοτε μελών του Δ.Σ. και δεν δινόταν μέρισμα στους υπόλοιπους μετόχους. Πρέπει δε, να σημειωθεί, ότι πρόκειται για μια Α.Ε. της οποίας οι μέτοχοι είναι συγγενείς-μέλη των οικογενειών των ιδρυτών, και στην ουσία, λειτουργεί ως προσωπική εταιρεία. Περαιτέρω, η τακτική Γ.Σ των μετόχων της πρώτης των καθ` ων, που έλαβε χώρα στις 13-6-2014, δεν ανανέωσε, κατά πλειοψηφία, καμία από τις συμβάσεις παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών προς την εταιρεία των μελών του Δ.Σ., με σκοπό την εξυγίανση της εταιρείας, ενώ εξέλεξε κατά πλειοψηφία και νέο Δ.Σ., καθορίζοντας τα μέλη του από 9 σε 7. Έκτοτε, οι μέτοχοι της πρώτης των καθ` ων, χωρίστηκαν σε δύο αντίπαλα στρατόπεδα, με πολυάριθμες μεταξύ τους δικαστικές αντιδικίες, ήτοι τις οικογένειες του ……….. και των διαδόχων του ………από την μία πλευρά (μέτοχοι της μειοψηφίας, με συνολικό ποσοστό 49,46%), όπου ανήκουν και οι αιτούντες και τις οικογένειες των αδερφών ………. Και……………. από την άλλη (μέτοχοι της πλειοψηφίας, με συνολικό ποσοστό 50,54%), όπου ανήκουν οι καθ` ων η αίτηση.

Εξάλλου, μετά τη διάρρηξη των σχέσεων των μετόχων, οι πρώτος και τρίτος των αιτούντων, ίδρυσαν την ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία «……………...» και το διακριτικό τίτλο «…………» μετατραπείσα ήδη σε ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρεία (ΙΚΕ) με την επωνυμία…………. ………..και το διακριτικό τίτλο ……….η οποία διατηρεί κατάστημα πλησίον της πρώτης των καθ’ ων, με το ίδιο ακριβώς αντικείμενο δραστηριότητας με αυτή. Οι αιτούντες ισχυρίζονται ότι στις 31.12.2014 υπήρχαν απαιτήσεις κατά πελατών της πρώτης των καθ` ων ύψους 301.821,76 ευρώ, οι οποίες παρουσίαζαν σημαντική καθυστέρηση ως προς την είσπραξή τους, δηλαδή πέραν των 24 μηνών, καθώς και ότι για τις εν λόγω απαιτήσεις δεν έχει σχηματιστεί κανενός είδους πρόβλεψη και δεν έχουν καταχωρηθεί στους μετέπειτα ισολογισμούς με αποτέλεσμα να μην έχει αποτυπωθεί στις οικονομικές καταστάσεις και η ενδεχόμενη ζημία που πιθανόν θα υποστεί η επιχείρηση. Από τη με ημερομηνία 28.03.2022 έκθεση του ορκωτού ελεγκτή ………………., προκύπτει ότι στις οικονομικές καταστάσεις των χρήσεων των ετών 2015, 2016 και 2017 που έχουν συνταχθεί σύμφωνα με τα ελληνικά λογιστικά πρότυπα (ΕΛΠ) και δημοσιευτεί στο Γ.Ε.Μ.Η., η καθ` ης αναφέρει ότι συγκεντρώνει πιστωτικό κίνδυνο και ότι δεν έχει διενεργήσει πρόβλεψη για την κάλυψή του. Ειδικότερα, κατά την χρήση του 2015 υπήρχαν απαιτήσεις 288.120,91 ευρώ (ποσοστό 47,31% επί των συνολικών απαιτήσεων) με καθυστέρηση μεγαλύτερη του ενός έτους, κατά την χρήση του 2016 οι απαιτήσεις αυτές ανέρχονταν σε ποσό 273.963,35 ευρώ (ποσοστό 34,65% επί των συνολικών απαιτήσεων) και κατά την χρήση του 2017 οι απαιτήσεις με καθυστέρηση άνω του ενός έτους ανέρχονταν στο ποσό των 341.766,63 ευρώ (ποσοστό 43,88% επί των συνολικών απαιτήσεων). Από τις αντίστοιχες εκθέσεις ελέγχου του ορκωτού ελεγκτή - λογιστή που ορίστηκε με απόφαση του δ.σ. της εταιρίας επί των οικονομικών αυτών καταστάσεων δεν αναφέρεται κάποια σχετική παρατήρηση για τη μη διενέργεια πρόβλεψης έναντι της κάλυψης του πιστωτικού κινδύνου. Αντιθέτως, το σύνολο των απαιτήσεων (609.036,23, 790.771,57 και 778.829,94 ευρώ για κάθε μία από τις παραπάνω χρήσεις) θεωρήθηκαν ασφαλούς είσπραξης. Περαιτέρω, κατά τη χρήση του 2018, οπότε είχαν πλέον υιοθετηθεί από την 1η καθ` ης τα διεθνή λογιστικά πρότυπα, αναφέρεται στις δημοσιευμένες οικονομικές καταστάσεις ότι η εταιρία εκτίθεται σε πιστωτικό κίνδυνο έναντι του οποίου έχει διενεργήσει πρόβλεψη 280.000 ευρώ κατά τις προηγούμενες χρήσεις, χωρίς όμως κάτι τέτοιο να ισχύει, δεδομένου, ότι όπως προαναφέρεται, δεν προκύπτει ότι η εταιρία είχε πραγματοποιήσει τέτοια πρόβλεψη για τις χρήσεις, 2015-2017, επιβαρύνοντας ισόποσα τα αποτελέσματα των χρήσεων αυτών κατά συνέπεια την καθαρή της θέση. Το ίδιο ισχύει και για τις δημοσιευμένες οικονομικές καταστάσεις των χρήσεων 2019 και 2020, στις οποίες αναφέρεται ότι η εταιρία εκτίθεται σε πιστωτικό κίνδυνο, έναντι του οποίου η εταιρία είχε διενεργήσει πρόβλεψη 265.000 και 230.000 ευρώ αντίστοιχα κατά τις προηγούμενες χρήσεις. Ο σχηματισμός πρόβλεψης για τις επισφαλείς απαιτήσεις είναι δυνητικός σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 26 του ν. 4174/2013 και σε κάθε περίπτωση, εντάσσεται στο πλέγμα διατάξεων φορολογικού δικαίου, προκειμένου οι επισφαλείς απαιτήσεις να εκπέσουν φορολογικά, εφόσον ο φορολογούμενος έχει αναλάβει τις κατάλληλες ενέργειες για τη διασφάλιση του δικαιώματος είσπραξης της εν λόγω απαίτησης. Κατόπιν όλων αυτών, αποδείχθηκε ότι οι προαναφερόμενες οικονομικές καταστάσεις δεν παρουσιάζουν εύλογα από κάθε ουσιώδη άποψη την οικονομική θέση της εταιρίας στο τέλος κάθε επίδικης χρήσης, αν και προκύπτει ότι αυτές πρέπει να είναι συντεταγμένες με απόλυτη σαφήνεια, ώστε να εξετάζεται εύκολα και με ασφάλεια η αληθινή οικονομική κατάσταση της εταιρίας και να είναι δυνατός ο κατά νόμο έλεγχος από κάθε δικαιούμενο προς τούτο (βλ. και ΕφΑΘ 763/1999). Σχετικά, όμως με τις χρήσεις των ετών 2015, 2016 και 2017 πρέπει να γίνει δεκτός ο ισχυρισμός των καθ` ων περί παρόδου της αποσβεστικής προθεσμίας του άρθρου 142 παρ. 2 ν. 4548/2018, η οποία άλλωστε λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο (άρθρο 280 ΑΚ). Και αυτό γιατί οι αιτούντες είχαν υποβάλει ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου τη με αιρθμό κατάθ. ……./17.09.2018 αίτησή τους με την οποία ζητούσαν και πάλι τη διενέργεια έκτακτου διαχειριστικού ελέγχου για τις ως άνω χρήσεις. Η αίτηση αυτή είχε υποβληθεί εντός της τριετούς αποσβεστικής προθεσμίας από την έγκριση των χρηματοοικονομικών καταστάσεων της χρήσης, εντός της οποίας τελέστηκαν οι καταγγελλόμενες πράξεις. Επ` αυτής εκδόθηκε η υπ` αριθ. 95/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας (διαδικασία εκούσιας δικαιοδοσίας), η οποία απέρριψε λόγω αοριστίας την αντικειμενικά σωρευόμενη βάση της αίτησης για τη διενέργεια ελέγχου νομιμότητας που αφορούσε την καταγγελλόμενη πράξη της παράλειψης σχηματισμού πρόβλεψης των επισφαλών απαιτήσεως της εν προκειμένω 1ης καθ` ης, διότι δεν μνημονευόταν στο δικόγραφο ότι είχαν αναληφθεί προηγουμένως από αυτήν όλες οι κατάλληλες ενέργειες για διασφάλιση του δικαιώματος είσπραξης των απαιτήσεων αυτών. Κατά της ως άνω απόφασης ασκήθηκε έφεση από τους τότε καθ` ων επί της οποίας εκδόθηκε η υπ` αριθ. 21/2021 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Λαμίας, με την οποία απορρίφθηκε τελεσίδικα η παραπάνω αίτηση ως προς την συγκεκριμένη βάση της και πάλι λόγω αοριστίας, δηλαδή για λόγους τυπικούς. Οι αιτούντες άσκησαν την υπ` αριθ. ……………/15.06.2020 αίτησή τους, η οποία είχε όμοιο περιεχόμενο με την κρινόμενη. Ανεξάρτητα, όμως, από το αν η αποσβεστική προθεσμία θα μπορούσε ή όχι να θεωρηθεί ότι είχε διακοπεί με την προηγούμενη αυτή αίτηση (άρθ. 263 παρ. 2, 279 ΑΚ), σε κάθε περίπτωση οι αιτούντες παραιτήθηκαν από το δικόγραφο αυτής με την υπό κρίση αίτηση, με αποτέλεσμα να θεωρείται πως η αίτηση εκείνη δεν ασκήθηκε, σύμφωνα με το άθρο 295 εδ. α` ΚΠολΔ και ανατρέπονται αναδρομικώς οι συνέπειες της άσκησής της, μεταξύ των οποίων και η διακοπή της αποσβεστικής προθεσμίας και ως εκ τούτου, είναι απορριπτέα η ασκηθείσα με τις προτάσεις αντέφεση. Συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση που επιδόθηκε στους καθ` ων στις 21.03.2022 όσον αφορά τις χρήσεις των ετών 2015, 2016 και 2017 ασκήθηκε μετά την πάροδο της τριετούς αποσβεστικής προθεσμίας από την έγκριση των αντίστοιχων οικονομικών καταστάσεων, που έλαβε χώρα στις 19.07.2016, 22.06.2017 και 27.06.2018. Άλλωστε, οι αιτούντες δεν επικαλούνται ότι η απόφαση για την έγκριση των οικονομικών καταστάσεων δεν ήταν νόμιμη, ώστε να μην μπορεί να εκκινήσει η ως άνω προθεσμία και συνακόλουθα, να μην εμποδίζεται η υποβολή της αίτησης (ΕφΛαμ 21/2021, ΕφΘεσ 2401/1998). Κατ` ακολουθίαν των ανωτέρω, το αίτημα περί διενέργειας έκτακτου ελέγχου νομιμότητας πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτό και να διαταχθεί ο παραπάνω έλεγχος ως προς την πιθανολογούμενη παράβαση που προαναφέρθηκε, για τις εταιρικές χρήσεις των ετών 2018, 2019 και 2020. Ωστόσο, τα αποθεματικά της εταιρίας στις 31.12 των ετών 2015 έως 2017 είναι υψηλά, παρά το γεγονός ότι το ύψος των πωλήσεων κατά τις χρήσεις αυτές παρουσιάζεται μειωμένο, όπως άλλωστε δεν αμφισβητούν οι καθ` ων. Πρέπει ν` αναφερθεί ότι το μικτό κέρδος κατά τα παραπάνω έτη, παρέμενε σταθερό. Με δεδομένο ότι το μικτό κέρδος προκύπτει από το ύψος των πωλήσεων αφαιρουμένου του κόστους των πωληθέντων, που με την σειρά του ανευρίσκεται αν προστεθούν τα αποθέματα της προηγούμενης χρήσης με τις αγορές εντός της τρέχουσας χρήσης, αφαιρουμένων των αποθεμάτων στο τέλος της τρέχουσας χρήσης, συμπεραίνεται ότι η αύξηση των αποθεμάτων υποδηλώνει είτε ότι η αποτίμηση τους δεν γίνεται με ορθό τρόπο είτε ότι παρά τη μείωση των πωλήσεων που έχει ως συνέπεια να παραμένουν αδιάθετα εμπορεύματα, η εταιρία προέβαινε σε προμήθεια νέων προϊόντων, τα οποία όμως ουσιαστικά δεν της ήταν απαραίτητα, ενώ επιπλέον κινδύνευαν να καταστραφούν από τη φθορά του χρόνου. Άλλωστε, αν και οι καθ` ων ισχυρίζονται ότι η επιχειρηματική δραστηριότητα της εταιρίας επεκτάθηκε και στα αγροτικά μηχανήματα, δεν αποδεικνύεται τι ποσοστό πωλήσεων αντιστοιχεί σε αυτά, ώστε να δικαιολογείται η υψηλή αποθεματοποίηση. Επιπλέον, το κεφάλαιο κίνησης κατά τις ανωτέρω χρήσεις αυξανόταν, ωστόσο η σχέση τους προς το κυκλοφορούν ενεργητικό ήταν αρνητική. Με δεδομένο ότι το κεφάλαιο κίνησης ορίζεται ως το κυκλοφορούν ενεργητικό αφαιρουμένων των βραχυπρόθεσμων υποχρεώσεων, το δε κυκλοφορούν ενεργητικό είναι το άθροισμα αποθεμάτων, των χρεογράφων και των διαθέσιμων, προκύπτει ότι η υψηλή αποθεματοποίηση είναι ο κύριος παράγοντας, που μαζί με τον μακροπρόθεσμο δανεισμό (δηλ. τα τραπεζικά δάνεια), στον οποίο έχει καταφύγει η εταιρία, οδήγησαν στην αύξηση του κεφαλαίου κίνησης, η οποία ναι μεν καταδεικνύει ότι η εταιρία είναι ικανή να καλύπτει τις άμεσες υποχρεώσεις της κατά την εκάστοτε τρέχουσα περίοδο, όταν όμως συνοδεύεται από τους προαναφερόμενους παράγοντες συνιστά μη συνετή διαχείριση. Επομένως, βάσει όλων των ανωτέρω, καθίσταται πιστευτό ότι η διοίκηση των εταιρικών υποθέσεων της εν λόγω εταιρίας δεν ασκείται όπως επιβάλλει η χρηστή και συνετή διοίκηση, ενώ επιπλέον υπάρχει τάση χειροτέρευση της οικονομικής κατάστασής της κατά τα παραπάνω έτη, η οποία επιχειρείται να καλυφθεί μέσω των προαναφερόμενων τρόπων και η οποία, σε συνδυασμό με την μείωση των πωλήσεων, συνδέεται αιτιωδώς με τις άνω αποδειχθείσες πράξεις μη συνετής και χρηστής διοίκησης των μελών της διοίκησής της και δικαιολογούν τη διενέργεια έκτακτου ελέγχου της για τις χρήσεις των ετών 2015-2017. Επομένως, το αίτημα περί διενέργειας έκτακτου ελέγχου σκοπιμότητας πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτό και να διαταχθεί ο παραπάνω έλεγχος για τις εταιρικές χρήσεις των ως άνω ετών. Ως εκ τούτου, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε όμοια, δεν έσφαλε και ο περί του αντιθέτου (δεύτερος) λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί.

Σύμφωνα με το άρθρο 143 παρ. 3 ν.4548/2018 «Σε κάθε περίπτωση η απόφαση του δικαστηρίου ορίζει και την αμοιβή των ελεγκτών, η οποία καταβάλλεται από τον αιτούντα μετά την ολοκλήρωση του ελέγχου. Το δικαστήριο όμως μπορεί να επιρρίψει στην εταιρεία το σύνολο ή μέρος της αμοιβής των ελεγκτών ή να ορίσει ότι ο αϊτών θα την προκαταβάλει και θα την αναζητήσει από την εταιρεία. Η αμοιβή υπόκειται σε αναθεώρηση μετά τη διενέργεια του ελέγχου, με αίτηση του ελεγκτή ή του βαρυνόμενου με την καταβολή της». Στην προκειμένη περίπτωση, ο έλεγχος θα διενεργηθεί από τον αναφερόμενο στο διατακτικό ορκωτό ελεγκτή λογιστή, που είναι εγγεγραμμένος στο δημόσιο μητρώο ορκωτών ελεγκτών λογιστών, η αμοιβή του οποίου θα καθοριστεί μετά την ολοκλήρωση του ελέγχου από το εποπτικό συμβούλιο του Σώματος Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών και θα καταβληθεί από τους αιτούντες. Επιπλέον, πρέπει να υποχρεωθούν ο 2ος, 3ος και η 4η των καθ` ων, πρόεδρος, διευθύνων σύμβουλος και αντιπρόεδρος του Δ.Σ. της 1ης καθ` ης, αντίστοιχα, να ανεχθούν τη διενέργεια του ελέγχου της εταιρείας από τον οριζόμενο ορκωτό ελεγκτή λογιστή, κατά τις εργάσιμες ημέρες και ώρες, παρέχοντας σε αυτόν τα αναγκαία προς τούτο στοιχεία. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφασή του, έκρινε το αντίθετο χωρίς ειδικότερη αιτιολογία, έσφαλε περί την εφαρμογή του νόμου και ειδικότερα του άρθρου 143 παρ. 3 ν.4548/2018, ως προς την αμοιβή του ελεγκτή λογιστή, γενομένου δεκτού ως ουσιαστικά βάσιμου του τέταρτου και τελευταίου λόγου της έφεσης.

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει η υπό κρίση έφεση να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη, να απορριφθεί η με τις προτάσεις ασκηθείσα αντέφεση και, αφού εξαφανισθεί στο σύνολό της η εκκαλουμένη, δηλαδή και κατά τα κεφάλαιά της που κρίθηκε ότι δεν έσφαλε και, αναγκαίως και κατά τη διάταξή της περί δικαστικών εξόδων, πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο και, μετά από εξέταση της αίτησης, στην οποία σωρεύονται παραδεκτά, κατά τα αναφερόμενα στην αρχή της παρούσας, αίτημα περί διενέργειας έκτακτου διαχειριστικού ελέγχου νομιμότητας και σκοπιμότητας, πρέπει αυτή (αίτηση) να γίνει δεκτή, να διατάξει τον έκτακτο διαχειριστικό έλεγχο (νομιμότητας) της καθ’ ης ανώνυμης εταιρείας, για τις εταιρικές χρήσεις των ετών 2015, 2016, 2017, 2018, 2019 και 2020, να διορίσει ορκωτό ελεγκτή λογιστή προς διενέργεια του ελέγχου αυτού, να ορίσει ότι η δαπάνη διεξαγωγής του ελέγχου της ως άνω εταιρίας - αμοιβή του έκτακτου ορκωτού ελεγκτή λογιστή θα καθοριστεί μετά την ολοκλήρωση του ελέγχου από το Εποπτικό Συμβούλιο του Σώματος Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών και ότι θα καταβληθεί από τους αιτούντες. Επιπλέον, πρέπει να υποχρεωθούν οι 2ος, 3ος και 4η των καθ` ων να επιτρέψουν τον έλεγχο κατά τις εργάσιμες ημέρες και ώρες και να απειληθεί σε περίπτωση άρνησης τους, προσωπική κράτηση για καθένα από αυτούς δύο μηνών, για κάθε παράβαση της ως άνω υποχρέωσης. Τα δικαστικά έξοδα, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, πρέπει, να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων λόγω της δυσχέρειας ερμηνείας των διατάξεων που εφαρμόστηκαν, κατ` εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 179 ΚΠολΔ. Τέλος, πρέπει να επιστραφεί στους εκκαλούντες το νόμιμο παράβολο που κατέθεσαν με το δικόγραφο της εφέσεώς τους (άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 4055/2012), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων τη με αριθμό κατάθεσης ……../…/4-03-2021 έφεση και την ασκηθείσα, με τις από 18.09.2023 προτάσεις, αντέφεση.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση και την αντέφεση.

ΔΕΧΕΤΑΙ κατ’ ουσίαν την έφεση και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αντέφεση.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του κατατεθέντος κατά την άσκηση της εφέσεως, παραβόλου, στους εκκαλούντες.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την με αριθμό 358/2022 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας.

ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ την από 18-3-2022 και με αριθμ. έκθ. κατ. ……………./18-3-2022 αίτηση, κατά την αυτή διαδικασία.

ΔΕΧΕΤΑΙ την αίτηση.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ τον έκτακτο διαχειριστικό έλεγχο της ανώνυμης εταιρείας και το διακριτικό τίτλο, που εδρεύει στη……………. ………., με ΑΦΜ…………….., Δ.Ο.Υ. ………..), όπως εκπροσωπείται νόμιμα, για τις εταιρικές χρήσεις των ετών 2015, 2016, 2017, 2018, 2019 και 2020.

ΔΙΟΡΙΖΕΙ ορκωτό ελεγκτή λογιστή προς διενέργεια του ελέγχου αυτού, τον ……………, ορκωτό ελεγκτή λογιστή, φοροτεχνικό, σύμβουλο επιχειρήσεων, τηλ. ………………….., για να διενεργήσει το διατασσόμενο με την παρούσα έκτακτο διαχειριστικό έλεγχο της καθ` ης ανώνυμης εταιρίας, τον οποίο οφείλει να περατώσει το ταχύτερο δυνατό και να συντάξει σχετικό πόρισμα, που θα παραδώσει στους αιτούντες και τους καθ` ων.

ΟΡΙΖΕΙ ότι η δαπάνη διεξαγωγής του ελέγχου της ως άνω εταιρίας -αμοιβή του έκτακτου ορκωτού ελεγκτή λογιστή θα καθοριστεί μετά την ολοκλήρωση του ελέγχου από το Εποπτικό Συμβούλιο του Σώματος Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών και ότι θα καταβληθεί από τους αιτούντες.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τους 2°, 3° και 4η των καθ` ων να ανεχθούν τη διενέργεια του ελεγχου της καθ’ ης εταιρίας από τον παραπάνω ορκωτό ελεγκτή λογιστή τις εργάσιμες ημέρες και ώρες, παρέχοντας σε αυτόν τα αναγκαία προς τούτο στοιχεία.

ΑΠΕΙΛΕΙ σε βάρος καθενός από αυτούς προσωπική κράτηση δύο μηνών, για κάθε παράβαση της ως άνω διάταξης.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε, σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 24 Ιανουαρίου 2024, χωρίς την παρουσία

των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Η ΕΦΕΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ