146/2024 ΑΠ (ΠΟΙΝ)

Αριθμός 146/2024

TO ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ TOY ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ελένη Κατσούλη Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεωργία Κατσιμαγκλή, Ελένη Μπερτσιά, Διονύσιο Παλλαδινό και Λεωνίδα Χατζησταύρου -Εισηγητή, Αρεοπαγίτες

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Δεκεμβρίου 2023, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνου Τζαβέλλα (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου …………….. του …………, κατοίκου ………….. Φθιώτιδος, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ευθύμιο Καραϊσκο για αναίρεση της υπ` αριθμ 912/2023 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λαμίας

Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Λαμίας με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 24-7-2023 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό …../2023.

Αφού άκουσε

Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση, όσον αφορά την αξιόποινη πράξη της παράβασης του άρθρου 41 ΣΤ παρ. 2 περ. α` Ν. 27/25/1999, κατά τα κεφάλαιά της περί ενοχής και επιβληθείσας ποινής για την ανωτέρω αξιόποινη πράξη, αλλά και κατά το κεφάλαιο της περί της επιβληθείσας συνολικής στερητικής της ελευθερίας ποινής και συνολικής χρηματικής ποινής, να κηρυχθεί αθώος ο αναιρεσείων για την άνω πράξη της παράβασης του άρθρου 41 ΣΤ παρ. 2 περ. α` Ν. 27/25/1999 και να απορριφθεί κατά τα λοιπά η αίτηση αναίρεσης και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση, με αριθμό …./24-7-2023 αίτηση του αναιρεσείοντος ………… του ……… κατοίκου …………. Φθιώτιδας, με δήλωσή του ενώπιον της γραμματέως του Πρωτοδικείου Λαμίας, για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 912/2023 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λαμίας, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 464. 466 παρ. 1 473 παρ. 2, 3, 474 παρ. 1, 4, 504 παρ. 1 και 505 ΚΠΔ) Είναι, συνεπώς, αυτή τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ` ουσίαν.

Στη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του νέου ΠΚ, που κυρώθηκε με τον ν 4619/2019 και ισχύει από 1-7-2019, ορίζεται ότι "Αν από την τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου". Η διάταξη αυτή αναφέρεται στους ουσιαστικούς ποινικούς νόμους και όχι στους δικονομικούς, καθόσον οι δικονομικοί νόμοι έχουν αναδρομική ισχύ και ρυθμίζουν τις εκκρεμείς δίκες κατά το ατέλεστο, κατά τον χρόνο της έκδοσής τους, μέρος αυτών, εκτός αν ορίζουν διαφορετικά (Ολ ΑΠ 1/2014, ΑΠ 1025/2020). Κατά την έννοια της ίδιας διάταξης του άρθρου 2 παρ. 1 του ΠΚ, με την οποίαν καθιερώνεται η αρχή της αναδρομικότητας του επιεικέστερου ουσιαστικού ποινικού νόμου, που ίσχυε από την τέλεση της πράξης μέχρι τον χρόνο της αμετάκλητης εκδίκασης της υπόθεσης, επιεικέστερος νόμος θεωρείται εκείνος που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις, δηλαδή εκείνος, ο οποίος, με την εφαρμογή του, με βάση τις προβλεπόμενες στη συγκεκριμένη περίπτωση προϋποθέσεις, επιφέρει την ευνοϊκότερη για τον κατηγορούμενο ποινική μεταχείριση προς τούτο, γίνεται σύγκριση των περισσότερων σχετικών διατάξεων στο σύνολο των προϋποθέσεων που προβλέπονται από καθεμία από αυτές, έτσι ώστε να είναι πλέον σαφές, βάσει του νέου ΠΚ, ότι εφαρμόζεται πάντα η επιεικέστερη διάταξη και όχι ο νόμος ως ενιαίο "όλον". Αν από τη σύγκριση αυτή προκύψει ότι ο κατηγορούμενος, όπως κατηγορείται, επιβαρύνεται το ίδιο από όλους τους νόμους, τότε εφαρμοστέος είναι ο νόμος που ίσχυε κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξης, διαφορετικά εφαρμόζεται ο νεότερος επιεικέστερος. Ειδικότερα, επιεικέστερος είναι ο νόμος, που προβλέπει το χαμηλότερο ανώτατο όριο του είδους της ποινής, αν δε το ανώτατο όριο είναι το ίδιο επιεικέστερος είναι αυτός που προβλέπει το μικρότερο κατώτατο όριο. Για τον χαρακτηρισμό ενός νόμου ως επιεικέστερου ή μη λαμβάνεται, κατ` αρχάς, υπόψη το ύψος των απειλούμενων ποινών κάθειρξης ή φυλάκισης, ενώ η πρώτη θεωρείται βαρύτερη της δεύτερης, σε περίπτωση δε χρηματικής ποινής λαμβάνεται υπόψη επί ίσων ποινών κάθειρξης ή φυλάκισης και η χρηματική ποινή, η οποία, σε κάθε περίπτωση, θεωρείται ελαφρύτερη της στερητικής της ελευθερίας ποινής (ΑΠ 86/2020, ΑΠ 1820/2019). Επίσης, ευμενέστερος είναι ο νόμος, ο οποίος δεν περιλαμβάνει επιβαρυντική περίσταση, η παραδοχή της οποίας, μέχρι την κατάργησή της, οδηγούσε στον χαρακτηρισμό της πράξης ως κακουργήματος ή σε επίταση της απειλούμενης κατά του δράστη ποινής. Εξάλλου, επιεικέστερος είναι ο νόμος, που απαιτεί επιπλέον στοιχείο για τη συγκρότηση συγκεκριμένου αδικήματος, ενώ, αντίθετα, δυσμενέστερος και, ως εκ τούτου μη εφαρμοζόμενος αναδρομικά, είναι ο νεότερος νόμος, που καταργεί στοιχείο απαιτούμενο κατά τον προγενέστερο νόμο, υπό την ισχύ του οποίου τελέστηκε η πράξη (ΑΠ 1318/2022, ΑΠ 1302/2022, ΑΠ 166/2021) Τέλος, προδήλως, είναι ευμενέστερος για τον κατηγορούμενο ο μεταγενέστερος της τέλεσης της πράξης νόμος όταν καθιστά την πράξη ανέγκλητη, δηλαδή μη αξιόποινη (ΑΠ 1064/2022, ΑΠ 906/2022). Πάντως, δεν καθίσταται μια πράξη ανέγκλητη αν η διάταξη που την προέβλεπε καταργήθηκε μεν με νεότερο νόμο, το αξιόποινο όμως της πράξης αυτής ενδεχομένως με περισσότερες προϋποθέσεις, διατηρείται με άλλη διάταξη του μεταγενέστερου νόμου (ΑΠ 1971/2003). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 470 εδ. α` του ΚΠΔ, επί ενδίκου μέσου, που ασκήθηκε εναντίον καταδικαστικής απόφασης, από εκείνον που καταδικάστηκε ή υπέρ αυτού, δεν επιτρέπεται να γίνει χειρότερη η θέση του, ούτε να ανακληθούν τα ευεργετήματα που δόθηκαν με την προσβαλλόμενη απόφαση, διότι, άλλως, λαμβάνει χώρα υπέρβαση εξουσίας (Ολ. ΑΠ 1/2015). Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται η αρχή της μη χειροτέρευσης της θέσης του κατηγορουμένου, με οποιονδήποτε τρόπο, αμέσως ή εμμέσως, και δη είτε με την επαύξηση των ποινικών κυρώσεων σε βάρος του καταδικασθέντος (πραγματική χειροτέρευση), είτε με την επιβάρυνση της νομικής μεταχείρισης αυτού, δηλαδή κυρίως εάν αναγνωρίζεται βαρύτερη ενοχή του από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ή αν καταδικάζεται για πράξη για την οποία δεν είχε ασκηθεί ποινική δίωξη, ούτε είχε καταδικασθεί στον πρώτο βαθμό (νομική χειροτέρευση), διαπιστούμενη με τη σύγκριση του περιεχομένου των διατακτικών, αφενός της απόφασης που προσβάλλεται με το ένδικο μέσο και αφετέρου αυτής που εκδίδεται από το δικαστήριο του ένδικου μέσου. Ωστόσο, δεν υφίσταται υπέρβαση εξουσίας, όταν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αποσαφηνίζει, συμπληρώνει και προσδιορίζει ακριβέστερα, σύμφωνα με τα πορίσματα της ακροαματικής διαδικασίας, τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την πράξη, ή όταν, με βάση τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν, προσδίδει στην πράξη τον προσήκοντα νομικό χαρακτηρισμό, εφόσον αυτός στηρίζεται στα ίδια γεγονότα της ποινικής δίωξης, που έχει ασκηθεί, ή όταν διορθώνεται και βελτιώνεται κάποιο ιστορικό στοιχείο, που δεν μεταβάλλει ουσιωδώς την κατηγορία (Ολ ΑΠ 1/2015). Κατά την παρ. 1 περ. β` του άρθρου 41 ΣΤ` του ν. 2725/1999, όπως ίσχυε πριν την αυστηροποίηση της ποινικής της κύρωσης με το άρθρο 4 παρ. 1 του ν 4908/2022. «1 Με φυλάκιση μέχρι δύο (2) ετών και χρηματική ποινή, εκτός εάν η πράξη τιμωρείται βαρύτερα σύμφωνα με άλλη διάταξη, τιμωρείται όποιος εκ προθέσεως μέσα σε αθλητικές εγκαταστάσεις ή στον αμέσως περιβάλλοντα χώρο τους ή στις βοηθητικές εγκαταστάσεις ή στους χώρους προσέλευσης και στάθμευσης, κατά τη διάρκεια αθλητικής εκδήλωσης α) . β) βιαιοπραγεί κατά άλλου, ανεξάρτητα εάν από τη βιαιοπραγία επήλθε σωματική βλάβη, ή εκτοξεύει απειλές κατά προσώπου, το οποίο σύμφωνα με τους κανονισμούς της οικείας αθλητικής ομοσπονδίας αναγράφεται στο φύλλο αγώνα». Εξάλλου, σύμφωνα με την παρ. 2 περ α` του άρθρ 41 ΣΤ` του ν. 2725/1999, όπως ίσχυε πριν την αυστηροποίηση της ποινικής της κύρωσης με το άρθρο 4 παρ. 2 του ν 4908/2022, «2. Με φυλάκιση μέχρι ενός (1) έτους και χρηματική ποινή, εκτός εάν η πράξη τιμωρείται βαρύτερα σύμφωνα με άλλη διάταξη, τιμωρείται όποιος: α) χωρίς δικαίωμα από τον νόμο ή τους κανονισμούς της οικείας αθλητικής ομοσπονδίας ή υπερβαίνοντας το δικαίωμά του αυτό, εισέρχεται με σκοπό τη διατάραξη της ομαλής διεξαγωγής του αγώνα ή την πρόκληση επεισοδίων, κατά τη διάρκεια αθλητικής συνάντησης ή αμέσως πριν από την έναρξη ή αμέσως μετά τη λήξη της, στον αγωνιστικό χώρο ή στον χώρο των αποδυτηρίων των αθλητών και των διαιτητών ή στους διαδρόμους που συνδέουν τους ανωτέρω χώρους». Περαιτέρω, με το άρθρο 148 παρ. 2 του ν. 5039/3-4-2023, η ως άνω περ. α’ της παρ. 2 του άρθρ. 41 ΣΤ` ν. 2725/1999 καταργήθηκε. Συγχρόνως, όμως, με το άρθρο 148 παρ. 1 του ίδιου ν 5039/3-4-2023, μετά την παρ. 2 του άρθρ. 41 ΣΤ’ ν. 2725/1999, προστέθηκε παρ. 2Α`, με το ακόλουθο περιεχόμενο «2Α`. Με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή, εκτός εάν η πράξη τιμωρείται βαρύτερα σύμφωνα με άλλη διάταξη, τιμωρείται όποιος, χωρίς δικαίωμα από τον νόμο ή τους κανονισμούς της οικείας αθλητικής ομοσπονδίας ή υπερβαίνοντας το δικαίωμά του αυτό, κατά τη διάρκεια αθλητικής συνάντησης ή αμέσως πριν από την έναρξη ή αμέσως μετά από τη λήξη της, εισέρχεται στον αγωνιστικό χώρο ή στον χώρο των αποδυτηρίων των αθλητών και των διαιτητών ή στους διαδρόμους που συνδέουν τους ανωτέρω χώρους και με σκοπό τη διατάραξη της ομαλής διεξαγωγής του αγώνα ή την πρόκληση επεισοδίων, τελεί τις πράξεις της περ. β) της παρ. 1». Όπως προκύπτει από το κείμενο της νέας διάταξης, αυτή περιλαμβάνει στη νομοτυπική της μορφή όλα τα στοιχεία της προγενέστερης διάταξης του άρθρου 41 ΣΤ’ παρ. 2 περ α’ ν 2725/1999. επιπλέον δε, προστίθεται σ` αυτήν ότι ο δράστης απαιτείται να τελεί τις πράξεις της περ. β της παρ. 1 του ίδιου άρθρου, ήτοι να βιαιοπραγεί κατά άλλου, ανεξάρτητα εάν από τη βιαιοπραγία επήλθε σωματική βλάβη, ή να εκτοξεύει απειλές κατά προσώπου, το οποίο σύμφωνα με τους κανονισμούς της οικείας αθλητικής ομοσπονδίας αναγράφεται στο φύλλο αγώνα, με σκοπό τη διατάραξη της ομαλής διεξαγωγής του αγώνα ή την πρόκληση επεισοδίων. Συνεπώς, η νεότερη αυτή διάταξη, που είναι ευνοϊκότερη για τον κατηγορούμενο ως προς τη νομοτυπική της μορφή, είναι εφαρμοστέα πλέον και ερευνάται, σε κάθε περίπτωση, αν, με βάση τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία, που περιέχονται στην αρχικώς απαγγελθείσα στον κατηγορούμενο κατηγορία, συντρέχουν και οι νέες προϋποθέσεις, που τέθηκαν από τον νόμο, ώστε να είναι αξιόποινη η πράξη, ενώ, ως προς την ποινική κύρωση, είναι εφαρμοστέα η προγενέστερη, ευνοϊκότερη ποινική διάταξη. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσής της, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ Δ του ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ` αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στη ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας, είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της απόφασης, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της απόφασης, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατύπωσης του σκεπτικού της. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για τον σχηματισμό της δικανικής κρίσης. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχέτισης, καθόσον, στις περιπτώσεις αυτές, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης ως λόγος αναίρεσης, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ Ε` ΚΠΔ, υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει σ` αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που έχει στην πραγματικότητα, ενώ, εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής, που εμπίπτει στον ίδιο αναιρετικό λόγο, υπάρχει και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου δηλαδή όταν στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στον συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διάταξης που εφαρμόστηκε, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ ΑΠ 3/2008, ΑΠ 1288/2020). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 518 παρ. 1 του ΚΠΔ, ο Αρειος Πάγος αναιρώντας την απόφαση για εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, δεν παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση, αλλά εφαρμόζει τη σωστή ποινική διάταξη, σύμφωνα με τα δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά από το Δικαστήριο της ουσίας. Αν το Δικαστήριο είχε μόνο εσφαλμένα χαρακτηρίσει την πράξη, ο Αρειος Πάγος αποδίδει τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό και κηρύσσει ένοχο τον κατηγορούμενο χωρίς όμως να επιβάλλει την προσήκουσα ποινή, οσάκις η ποινή δεν είναι επακριβώς ορισμένη από τον νόμο, αφού, ως προς την επιμέτρηση, ο Δικαστής κινείται ελεύθερα εντός των προσδιορισμένων πλαισίων ανώτατου και κατωτάτου ορίου, γι` αυτό παραπέμπει την υπόθεση για την επιμέτρηση της ποινής στο αρμόδιο Δικαστήριο (ΑΠ 917/2020, ΑΠ 742/2020, ΑΠ 391/2015).

Στην προκειμένη περίπτωση, το ως άνω Δικαστήριο (Τριμελές Πλημμελειοδικείο Λαμίας), με την προαναφερόμενη υπ` αριθμ. 912/2023 προσβαλλόμενη απόφασή του, αφού εκτίμησε και αξιολόγησε τα αναφερόμενα, ως προς το είδος τους, αποδεικτικά μέσα (καταθέσεις μαρτύρων, πρακτικά πρωτοβάθμιας δίκης, αναγνωσθέντα έγγραφα απολογία κατηγορουμένου), δέχτηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα ", ο εκκαλών-κατηγορούμενος στη …………. Φθιώτιδας στις 27-02-2016, με πρόθεση και με περισσότερες πράξεις του, μερικές εκ των οποίων συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, τέλεσε πλείονα του ενός εγκλήματα. Ειδικότερα: Α. Στον ανωτέρω τόπο και χρόνο, μέσα σε βοηθητικό χώρο αθλητικών εγκαταστάσεων, κατά τη διάρκεια αθλητικής εκδήλωσης εκτόξευσε απειλές κατά προσώπου, το οποίο σύμφωνα με τους κανονισμούς της οικίας αθλητικής ομοσπονδίας αναγράφεται στο φύλλο αγώνα και συγκεκριμένα, ενώ ήταν θεατής ποδοσφαιρικού αγώνα που διεξαγόταν στο Γήπεδο ……………… μεταξύ των ομάδων «…………..» - «…………», κατά την ανάπαυλα του ημιχρόνου, περί ώρα 16:20, εισήλθε στο χώρο των αποδυτηρίων των διαιτητών, απειλώντας τον πρώτο βοηθό του αγώνα, ……………….., με τη φράση «είσαι πουλημένος, ήρθες εδώ να μας διαλύσεις, δεν θα φύγεις ζωντανός από εδώ». Β Στον ως άνω τόπο και χρόνο με περισσότερες πράξεις του που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, χωρίς σχετικό δικαίωμα από το νόμο ή τους κανονισμούς της οικείας αθλητικής ομοσπονδίας εισήλθε αφενός με σκοπό τη διατάραξη της ομαλής λειτουργίας του αγώνα, κατά τη διάρκεια αθλητικής συνάντησης, αφετέρου, με σκοπό την πρόκληση επεισοδίων λόγω του αποτελέσματος του αγώνα αμέσως μετά τη λήξη της αθλητικής συνάντησης, εισήλθε στο χώρο των αποδυτηρίων των διαιτητών. Συγκεκριμένα, ενώ ήταν θεατής ποδοσφαιρικού αγώνα που διεξαγόταν στο Γήπεδο……………. μεταξύ των ομάδων «…………..» - «…………..»; α) κατά την ανάπαυλα του ημιχρόνου, περί ώρα 16:20, εισήλθε στο χώρο των αποδυτηρίων των, απειλώντας τον πρώτο βοηθό του αγώνα, …………….., όπως στην υπό στοιχείο Α) πράξη περιγράφεται, διαταράσσοντας την ομαλή διεξαγωγή του αγώνα και β) αμέσως μετά τη λήξη του αγώνα, περί ώρα 17:20 εισήλθε εκ νέου στο χώρο των αποδυτηρίων των διαιτητών, τσαλακώνοντας το φύλλο αγώνα και λέγοντας στον διαιτητή του αγώνα ……………, να μην γράψει τίποτε σε αυτό, με σκοπό την πρόκληση επεισοδίων εξαιτίας του αποτελέσματος του αγώνα και δη εξαιτίας του γεγονότος της ισοπαλίας των δύο ομάδων, δοθέντος ότι ο ίδιος ήταν φίλαθλος της γηπεδούχου ομάδος «………..». Συνεπώς, πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος των ανωτέρω πράξεων". Στη συνέχεια, το Δικαστήριο κήρυξε τον αναιρεσείοντα ένοχο των αποδιδόμενων σ` αυτόν πράξεων, ήτοι της παράβασης του άρθρου 41 ΣΤ` παρ. 1 περ. β` και της παρ. 2 περ. α` του ν. 2725/1999 και, αφού του επέβαλε για κάθε πράξη ποινή φυλάκισης τριών (3) μηνών και χρηματική ποινή διακοσίων (200) ευρώ, καθόρισε τη συνολική ποινή φυλάκισης σε τέσσερις (4) μήνες, που ανέστειλε επί τριετία και τη συνολική χρηματική ποινή σε τριακόσια (300) ευρώ, με το ακόλουθα διατακτικό: "ΚΗΡΥΣΣΕΙ τον κατηγορούμενο ένοχο για τις πράξεις της: Α. Παράβασης άρθρου 41στ. παρ. 1β Ν.2725/1999 και ειδικότερα για το ότι στη ………. Φθιώτιδας στις 27-02-2016, με πρόθεση, μέσα σε βοηθητικό χώρο αθλητικών εγκαταστάσεων, κατά τη διάρκεια αθλητικής εκδήλωσης εκτόξευσε απειλές κατά πρόσωπο το οποίο σύμφωνα με τους κανονισμούς της οικείας αθλητικής ομοσπονδίας αναγράφεται στο φύλλο αγώνα και συγκεκριμένα, ενώ ήταν θεατής ποδοσφαιρικού αγώνα που διεξαγόταν στο Γήπεδο …………….μεταξύ των ομάδων «…………..» - «………..», κατά την ανάπαυλα του ημιχρόνου, περί ώρα 16:20, εισήλθε στο χώρο των αποδυτηρίων των διαιτητών, απειλώντας τον πρώτο βοηθό του αγώνα, …………., με τη φράση «είσαι πουλημένος, ήρθες εδώ να μας διαλύσεις, δεν θα φύγεις ζωντανός από εδώ». Β Παράβασης άρθρου 41 στ` παρ. 2α Ν. 2725/1999 κατ` εξακολούθηση και ειδικότερα για το ότι στη …………….. Φθιώτιδας, στις 27-02-2016, με περισσότερες πράξεις του που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, χωρίς σχετικό δικαίωμα από το νόμο ή τους κανονισμούς της οικείας αθλητικής ομοσπονδίας εισήλθε αφενός με σκοπό τη διατάραξη της ομαλής λειτουργίας του αγώνα, κατά τη διάρκεια αθλητικής συνάντησης, αφετέρου, με σκοπό την πρόκληση επεισοδίων λόγω του αποτελέσματος του αγώνα αμέσως μετά τη λήξη της αθλητικής συνάντησης, εισήλθε στο χώρο των αποδυτηρίων των διαιτητών. Συγκεκριμένα, ενώ ήταν θεατής ποδοσφαιρικού αγώνα που διεξαγόταν στο Γήπεδο ………….. μεταξύ των ομάδων «……………..» - «…………»: α) κατά την ανάπαυλα του ημιχρόνου, περί ώρα 16:20, εισήλθε στο χώρο των αποδυτηρίων των, απειλώντας τον πρώτο βοηθό του αγώνα, ……………., όπως στην υπό στοιχείο Α) πράξη περιγράφεται, διαταράσσοντας την ομαλή διεξαγωγή του αγώνα και β) αμέσως μετά τη λήξη του αγώνα, περί ώρα 17:20, εισήλθε εκ νέου στο χώρο των αποδυτηρίων των διαιτητών, τσαλακώνοντας το φύλλο αγώνα και λέγοντας στον διαιτητή του αγώνα ……………. , να μην γράψει τίποτε σε αυτό, με σκοπό την πρόκληση επεισοδίων εξαιτίας του αποτελέσματος του αγώνα και δη εξαιτίας του γεγονότος της ισοπαλίας των δύο ομάδων, δοθέντος ότι ο ίδιος ήταν φίλαθλος της γηπεδούχου ομάδος «……………»”, Με τις ως άνω παραδοχές, η εν λόγω απόφαση, ως προς την ενοχή του κατηγορουμένου - αναιρεσείοντος, σε σχέση με την πρώτη πράξη που του αποδίδεται, ήτοι αυτήν την παράβασης του άρθρου 41 ΣΤ` παρ. 1 περ. β` ν. 2725/1999, περιέχει την επιβαλλόμενη κατά τα προεκτεθέντα, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρονται σ` αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, με παράθεση όλων των στοιχείων, που απαρτίζουν τη νομοτυπική μορφή του εγκλήματος αυτού, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν, καθώς και οι συλλογισμοί, με βάση τους οποίους το δικαστήριο της ουσίας έκανε την υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην προπαρατεθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη Η πληρότητα δε της παρατεθείσας αιτιολογίας δεν αναιρείται από τον λόγο ότι αυτή εξαντλείται στην επανάληψη του διατακτικού της απόφασης, αφού το τελευταίο περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, και πραγματικά περιστατικά, τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατύπωσης του σκεπτικού της. Ειδικότερα, και σε σχέση με τις επιμέρους αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, σημειώνεται ότι, παρά τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς αυτού, με αιτιολογική επάρκεια περιγράφεται η έκνομη δράση του κατηγορουμένου, ο οποίος, ενόσω βρισκόταν στο γήπεδο ……………, για να παρακολουθήσει ως θεατής τον αναφερόμενο ποδοσφαιρικό αγώνα, στη διακοπή του ημιχρόνου, εισήλθε στον χώρο των αποδυτηρίων των διαιτητών και εκτόξευσε απειλές στον αναγραφόμενο στο φύλλο αγώνα, πρώτο βοηθό, με τη φράση «είσαι πουλημένος, ήρθες εδώ να μας διαλύσεις, δεν θα φύγεις ζωντανός από εδώ». Επομένως, είναι αβάσιμος και απορριπτέος ο πρώτος λόγος της αίτησης αναίρεσης, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` ΚΠΔ, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Εξάλλου, σε σχέση με τη δεύτερη πράξη, για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, ήτοι την παράβαση της διάταξης του άρθρου 41 ΣΤ’ παρ 2 περ α ν. 2725/1999 όπως προεκτέθηκε πράγματι η διάταξη αυτή καταργήθηκε ρητά με το άρθρο 148 παρ. 2 του ν. 5039/3-4-2023. Συγχρόνως, όμως, με το άρθρο 148 παρ. 1 του ίδιου ν. 5039/3-4-2023, προστέθηκε η προαναφερόμενη παρ. 2Α που περιέλαβε στη νομοτυπική της μορφή όλες τις προϋποθέσεις της καταργηθείσας διάταξης και, επιπλέον, την απαίτηση να βιαιοπραγεί ο δράστης κατά άλλου, ανεξάρτητα εάν από τη βιαιοπραγία επήλθε σωματική βλάβη, ή να εκτοξεύει απειλές κατά προσώπου, το οποίο σύμφωνα με τους κανονισμούς της οικείας αθλητικής ομοσπονδίας αναγράφεται στο φύλλο αγώνα. Στην προσβαλλόμενη απόφαση, μολονότι εσφαλμένα ο αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος για την παραβίαση της ως άνω διάταξης του άρθρου 41 ΣΤ’ παρ. 2 περ. α ν. 2725/1999, η οποία είχε καταργηθεί, η αποδοθείσα σ αυτόν με την ως άνω απόφαση μη σύννομη συμπεριφορά, που περιλαμβάνει τα ίδια ακριβώς πραγματικά περιστατικά, τα οποία συγκροτούν την εναντίον του αρχικώς απαγγελθείσα κατηγορία, για τα οποία είχε καταδικαστεί και πρωτοδίκως, καλύπτει πλήρως όλες τις προϋποθέσεις της νέας διάταξης της παρ. 2Α` του άρθρου 41 ΣΤ ν, 2725/1999. Συγκεκριμένα, όπως έγινε ανελέγκτως δεκτό, ο αναιρεσείων, με περισσότερες πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, κατά τη διάρκεια της αναφερόμενης αθλητικής συνάντησης, ενώ ήταν θεατής του ποδοσφαιρικού αγώνα, με σκοπό αφενός μεν τη διατάραξη της ομαλής λειτουργίας του αγώνα, αφετέρου δε την πρόκληση επεισοδίων αμέσως μετά τη λήξη της αθλητικής συνάντησης, λόγω του αποτελέσματος του αγώνα, α) κατά τη διακοπή του ημιχρόνου, εισήλθε στον χώρο των αποδυτηρίων των διαιτητών, απειλώντας τον πρώτο βοηθό του αγώνα, ………….., κατά τα ανωτέρω και β) αμέσως μετά τη λήξη του αγώνα, εισήλθε εκ νέου στον χώρο των αποδυτηρίων των διαιτητών, τσαλακώνοντας το φύλλο αγώνα και λέγοντας στον διαιτητή του αγώνα ………….., να μην γράψει τίποτε σε αυτό. Κατ` ακολουθίαν τούτων, το ως άνω Δικαστήριο της ουσίας υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ Ε’ του ΚΠΔ, αφού εσφαλμένα υπήγαγε τα ανωτέρω δεχθέντα υπ` αυτού πραγματικά περιστατικά στην καταργηθείσα διάταξη του άρθρου 41 ΣΤ-παρ. 2 περ α` ν. 2725/1999, ενώ θα έπρεπε, κατ` ορθή εφαρμογή του νόμου, να δεχθεί ότι η τελεσθείσα από τον κατηγορούμενο πράξη πληρούσε τη νομοτυπική μορφή της νέας διάταξης του άρθρου 41 ΣΤ’ παρ. 2Α` ν. 2725/1999 και να τον καταδικάσει για την πράξη αυτή, καθόσον μάλιστα δεν καθίστατο έτσι χειρότερη η θέση του κατηγορουμένου, σε σχέση με την πρωτόδικη απόφαση κατά παραδοχή του δεύτερου από το άρθρο 510 παρ. ΙΕ` του ΚΠΔ βάσιμου λόγου της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης. Κατόπιν αυτών, κατ` εφαρμογήν όσων προεκτέθηκαν πρέπει το παρόν Δικαστήριο, εφαρμόζοντας ορθά τον νόμο, σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας, να κηρύξει τον κατηγορούμενο ένοχο για την πράξη της παράβασης των άρθρ. 41 ΣΤ’ παρ. 2Α` ν. 2725/1999 (όπως η διάταξη αυτή τέθηκε με το άρθρο 148 παρ. 1 του ν. 5039/3-4-2023) και 98 ΠΚ, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό και να παραπέμψει την υπόθεση στο ίδιο ως άνω Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους Δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 522 ΚΠΔ), μόνο ως προς την επιμέτρηση της προσήκουσας, για την πράξη αυτή, ποινής, καθώς επίσης και της συνολικής ποινής, λαμβάνοντας υπόψη και τη διάταξη του άρθρου 470 του ΚΠΔ ώστε να μην καταστήσει χειρότερη τη θέση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί εν μέρει την υπ’ αριθμ. 912/2023 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λαμίας και, συγκεκριμένα, ως προς τη διάταξή της, με την οποία κρίθηκε ένοχος ο αναιρεσείων, ………. του …………., κάτοικος ………… Φθιώτιδας, για παράβαση του άρθρου 41 ΣΤ παρ. 2 περ. α` ν. 2725/1999, κατ` εξακολούθηση, καθώς επίσης και ως προς τις σχετικές διατάξεις της περί επιβολής ποινής για την πράξη αυτή και, συνακόλουθα, περί συνολικής ποινής.

Κηρύσσει ένοχο τον κατηγορούμενο-αναιρεσείοντα της παράβασης του άρθρου 41 ΣΤ` παρ. 2Α’ ν. 2725/1999 (όπως η διάταξη αυτή τέθηκε με το άρθρο 148 παρ. 1 του ν. 5039/3-42023) και 98 ΠΚ, κατ` εξακολούθηση και, συγκεκριμένα, του ότι, στη ………….. Φθιώτιδας, στις 27-02-2016, με περισσότερες πράξεις του, που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, χωρίς δικαίωμα από τον νόμο ή τους κανονισμούς της οικείας αθλητικής ομοσπονδίας, κατά τη διάρκεια αθλητικής συνάντησης και αμέσως μετά από τη λήξη της, εισήλθε στον χώρο των αποδυτηρίων των διαιτητών, με σκοπό τη διατάραξη της ομαλής διεξαγωγής του αγώνα και την πρόκληση επεισοδίων και τέλεσε πράξεις της περ. β` της παρ. 1 του ίδιου άρθρου, ήτοι εκτόξευσε απειλές κατά προσώπου, το οποίο, σύμφωνα με τους κανονισμούς της οικείας αθλητικής ομοσπονδίας, αναγράφεται στο φύλλο αγώνα και βιαιοπράγησε κατά άλλου. Ειδικότερα, ενώ ήταν θεατής του ποδοσφαιρικού αγώνα, που διεξαγόταν στο γήπεδο ……………, μεταξύ των ομάδων «……………..» - «……………….»: α) κατά τη διακοπή του ημιχρόνου, περί ώρα 16:20, με σκοπό τη διατάραξη της ομαλής διεξαγωγής του αγώνα, εισήλθε στον χώρο των αποδυτηρίων των διαιτητών, απειλώντας τον πρώτο βοηθό του αγώνα, ……………….., με τη φράση «είσαι πουλημένος, ήρθες εδώ να μας διαλύσεις, δεν θα φύγεις ζωντανός από εδώ», και β) αμέσως μετά τη λήξη του αγώνα, περί ώρα 17:20, με σκοπό την πρόκληση επεισοδίων, εξαιτίας του αποτελέσματος του αγώνα και δη εξαιτίας του γεγονότος της ισοπαλίας των δύο ομάδων, δοθέντος ότι ο ίδιος ήταν φίλαθλος της γηπεδούχου ομάδας «……………..», εισήλθε εκ νέου στον χώρο των αποδυτηρίων των διαιτητών, τσαλακώνοντας το φύλλο αγώνα και λέγοντας στον διαιτητή του αγώνα ……………, να μην γράψει τίποτε σε αυτό.

ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο, από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, για επιβολή της προσήκουσας στον αναιρεσείοντα ποινής για την ανωτέρω πράξη και για τον καθορισμό συνολικής ποινής.

Απορρίπτει, κατά τα λοιπά, την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Ιανουαρίου 2024

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 23 Ιανουαρίου 2024.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ