73/2024 ΕΦ ΛΑΜ (MON)

                                         Αριθμός 73/2024
                                     ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΛΑΜΙΑΣ


 ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Αικατερίνη Λεμπιδάκη, Εφέτη, την οποία όρισε η Πρόεδρος Εφετών του Δικαστηρίου αυτού και από τη Γραμματέα Καλυψώ Πολυχρονάκη.

 ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 9 Απριλίου 2024, για να δικάσει την παρακάτω υπόθεση, μεταξύ:

 Α ΕΦΕΣΗ:
 ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ : 1) ..............με ΑΦΜ ...........της Δ.Ο.Υ........., 2) ..........το γένος........... και .......με ΑΦΜ ........της Δ.Ο.Υ ......, 3) ..........του ......και της ......με ΑΦΜ ........ της Δ.Ο.Υ. ......., 4)........του ..... και .......της ....... με ΑΦΜ ........της Δ.Ο.Υ........κατοίκων απάντων Λαμίας, στην οδό ...........αριθ..... ,5) .........κατοίκου Λαμίας, στην οδό .........αριθ.... με ΑΦΜ ........ της Δ.Ο.Υ. ...... και ............κατοίκου Κοινότητας ......... του Δήμου Λαμίας, με ΑΦΜ .......της Δ.Ο.Υ. ........, ως εξ` αδιαθέτου και εξ` αδιαιρέτου κληρονόμου της αρχικής διαδίκου ..........το γένος ........ κατοίκου Κοινότητας .......... του Δήμου Λαμίας και 6) .........το γένος........ κατοίκου Λαμίας στην οδό	.........αριθ ..., με ΑΦΜ .........της Δ.Ο.Υ.......οι οποίοι παραστάθηκαν οι μεν 2η και 4ος εξ` αυτών μετά, οι δε λοιποί, δια της πληρεξούσιας δικηγόρου τους Αφροδίτης - Φανουρίας Καραϊσκου (Δ.Σ. Λαμίας), η οποία ανακάλεσε την από 8-4-2024 δήλωσή της.

 ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ : Ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία ...........η οποία εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, ..........ΑΦΜ ........ΔΟΥ ΦΑΕ ......, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Κιούση (Δ.Σ. Αθηνών), σύμφωνα με την από 7-4-2024 δήλωσή του.

 Β` ΕΦΕΣΗ :

 ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ : Ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία ..........η οποία εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, ........ΑΦΜ .........ΔΟΥ ΦΑΕ ......., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Κιούση (Δ.Σ. Αθηνών), σύμφωνα με την από 7-4-2024 δήλωσή του.

 ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ : 1) .......... με ΑΦΜ ........της Δ.Ο.Υ. .........., 2) ........με ΑΦΜ ......της Δ.Ο.Υ ........, 3) ......με ΑΦΜ ........της Δ.Ο.Υ. ........., 4) ........με ΑΦΜ ........της Δ.Ο.Υ ....... κατοίκων απάντων Λαμίας, στην οδό ........ αριθ......, 5) ........κατοίκου Λαμίας, στην οδό .......αριθ.... με ΑΦΜ ........, της Δ.Ο.Υ. ...... και ......... κατοίκου Κοινότητας ......... του Δήμου Λαμίας, με ΑΦΜ ........ της Δ.Ο.Υ. ........, ως εξ` αδιαθέτου και εξ` αδιαιρέτου κληρονόμου της αρχικής διαδίκου ........το γένος .........κατοίκου Κοινότητας ......... του Δήμου Λαμίας και 6) ..........το γένος...........κατοίκου Λαμίας, στην οδό .........αριθ.... , με ΑΦΜ .......της Δ.Ο.Υ. ......., οι οποίοι παραστάθηκαν οι μεν 2η και 4ος εξ αυτών, μετά, οι δε λοιποί, δια της πληρεξούσιας δικηγόρου τους Αφροδίτης - Φανουρίας Καραϊσκου (Δ.Σ. Λαμίας), η οποία ανακάλεσε την από 8-4-2024 δήλωσή της.

 Οι ενάγοντες με την από 1-3-2021 αγωγή τους (αρ. εκθ. κατ. ........../1-3-2021) κατά των εναγομένων, την οποία άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σ` αυτή. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και, συγκεκριμένα, των διαφορών για ζημιές από αυτοκίνητα και την σύμβαση ασφάλισής τους (591 και 614 παρ. 6 ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά τις τροποποιήσεις που επέφερε ο Ν. 4335/2015, ως εκ του χρόνου κατάθεσης της ένδικης αγωγής μετά την 1η-1 ου-2016, σύμφωνα με τη μεταβατική διάταξη του άρθρου I άρθρου ένατου παρ.2 Ν. 4335/2016), η υπ’ αριθ. 160/2023 μη οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας, η οποία ανέβαλε την έκδοση της οριστικής απόφασης αναφορικά με το κεφάλαιο της αγωγής που αφορά τα έξοδα κηδείας του θανόντος……… διέταξε την επανάληψη της συζήτησης προκειμένου να προσκομιστεί, με την επιμέλεια του επιμελέστερου των διαδίκων, βεβαίωση ή απόφαση από την αρμόδια υπηρεσία του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. - Ηλεκτρονικού Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (e-E.F.K.A.) και δέχθηκε εν μέρει την αγωγή. Με την από 5-5-2023 κλήση των εναγόντων (αρ. εκθ. κατ ……../5-5-2023) επανήλθε προς συζήτηση, η ανωτέρω αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 23/2024 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, δυνάμει της οποίας η ανωτέρω αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη, ως προς τον πρώτο ενάγοντα και απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η ως άνω κλήση ως προς τους λοιπούς καλούντες -ενάγοντες. Οι ενάγοντες, με την από 31-1-2024 και με αριθμό έκθ. κατ. …./31-1-2024 ενώπιον της Γραμματείας του Πρωτοδικείου Λαμίας και .../5-2-2024 ενώπιον της Γραμματείας του παρόντος Δικαστηρίου έφεσή τους, προσβάλλουν την πρωτόδικη απόφαση, ομοίως δε και η εναγομένη, με την από 29-2-2024 και με αριθμό έκθ. κατ. …./1-3-2024 ενώπιον της Γραμματείας του Πρωτοδικείου Λαμίας και …./1-3-2024 ενώπιον της Γραμματείας του παρόντος Δικαστηρίου έφεσή της. Η συζήτηση των εφέσεων ορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

 ΚΑΤΑ την συζήτηση στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου των ανωτέρω δικογράφων, τα οποία συνεκφωνήθηκαν λόγω της μεταξύ τους συνάφειας, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως ανωτέρω αναφέρεται και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους κατέθεσαν προτάσεις.

 ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

 ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Οι υπό κρίση αυτοτελείς εφέσεις των εν μέρει ηττηθέντων εναγόντων και εναγομένης και δη: α) η από 31-1-2024 και με αριθμό έκθ. κατ. …../31-1-2024 ενώπιον της Γραμματείας του Πρωτοδικείου Λαμίας και …./5-2-2024 ενώπιον της Γραμματείας του παρόντος Δικαστηρίου έφεση των εναγόντων, κατά της υπ` αριθ. 23/2024 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη, η από 1-3-2021 αγωγή τους (αρ. εκθ. κατ. …….../1-3-2021), ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 511 επ. ΚΠολΔ), με κατάθεση του σχετικού δικογράφου στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, στις 31-1-2024, ήτοι προ πάσης επιδόσεως της εκκαλουμένης αποφάσεως, εντός της προβλεπόμενης από το άρθρο 518 παρ. 2 ΚΠολΔ διετίας από τη δημοσίευση της απόφασης που περατώνει τη δίκη (25-1-2024), αφού από το φάκελο της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης και πάροδος της προθεσμίας προς άσκηση έφεσης, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται ότι έλαβε χώρα επίδοση αυτής και β) η από 29-2-2024 και με αριθμό έκθ. κατ. …./1-3-2024 ενώπιον της Γραμματείας του Πρωτοδικείου Λαμίας και …./1-3-2024 ενώπιον της Γραμματείας του παρόντος Δικαστηρίου έφεση της εναγομένης, κατά της υπ’ αριθ. 23/2024 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη, η από 1-3-2021 αγωγή (αρ. εκθ. κατ. ……../1-3-2021) των εναγόντων κατά της εναγομένης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 511 επ. ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του ανωτέρω Δικαστηρίου (άρθρο 495 παρ.1 ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα δεδομένου ότι η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε στις 7-2-2024, όπως προκύπτει από την υπ` αριθμό ……/7-2-2024 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιά ………. που επιδόθηκε στην εκκαλουμένη, η δε κρινόμενη έφεση ασκήθηκε την 1-3-2024 (άρθρ. 511, 513 παρ. 1, 518 παρ. I ΚΠολΔ), αρμοδίως δε, εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, στην περιφέρεια του οποίου ανήκει το εκδόσαν την εκκαλουμένη απόφαση Πρωτοδικείο (άρθρ. 495 επ., 511, 513, 518 παρ. 2, 19 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους, μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτούς, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (άρθρα 532, 533 παρ. 1 ΚΠολΔ) συνεκδικαζόμενες, λόγω της προδήλου μεταξύ τους συνάφειας, ως στρεφόμενες κατά της αυτής οριστικής αποφάσεως (εκκαλουμένης) και προς οικονομία χρόνου και δαπάνης, αλλά και προς αποτροπή εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων (άρθρα 31, 246 και 524 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Επίσης, για το παραδεκτό της συζήτησης των εφέσεων έχουν κατατεθεί τα, προβλεπόμενα από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, παράβολα (βλ. τα υπ` αριθ. …….. και ……….. e-παράβολα, αντίστοιχα, του Υπ. Δικ. αξίας 100,00 ευρώ).

 Με την από 5-5-2023 αγωγή τους και με αριθμό ………./1-3-2021 έκθεσης κατάθεσης δικογράφου αγωγή τους, κατ` εκτίμηση του περιεχομένου της και όπως τα κύρια αιτήματα της ετράπησαν από καταψηφιστικά σε έντοκα αναγνωριστικά στο σύνολό τους, με προφορική δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου των εναγόντων, η οποία καταχωρίστηκε στα πρακτικά δημοσίας συνεδρίασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 223 ΚΠολΔ, οι ενάγοντες εξέθεταν ότι, ο μη διάδικος ………...ο οποίος οδηγούσε το με στοιχεία κυκλοφορίας ……... IX επιβατικό αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας του, το οποίο ήταν νόμιμα ασφαλισμένο για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη από την κυκλοφορία του στην εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία, προκάλεσε από αποκλειστική υπαιτιότητά του, στη Λαμία, στις 18-8-2020, αυτοκινητικό ατύχημα, εκ του οποίου επήλθε ο θάνατος του...…...και της ……..ο οποίος οδηγούσε τη με στοιχεία κυκλοφορίας ……. δίκυκλη μοτοσικλέτα, ιδιοκτησίας του τρίτου ενάγοντος και ήταν υιός του πρώτου και της δεύτερης των εναγόντων, αδελφός του τρίτου και του τέταρτου των εναγόντων και εγγονός της πέμπτης αρχικώς ενάγουσας και της έκτης ενάγουσας, με αποτέλεσμα οι τελευταίοι, συγγενείς του, να υποστούν ψυχική οδύνη αλλά και περιουσιακή ζημία, σύμφωνα με τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο δικόγραφο της αγωγής. Ενόψει τούτων, οι ενάγοντες ζήτησαν, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγόμενης να καταβάλει, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση: α) στον πρώτο εξ αυτών το ποσό των 5.990 ευρώ, ως έξοδα κηδείας και κατασκευής μαρμάρινου τάφου του θανόντος, β) στον τρίτο εξ αυτών το ποσό των 5.000 ευρώ, ως αποζημίωση για την ολοσχερή καταστροφή της με στοιχεία κυκλοφορίας …….. δίκυκλης μοτοσικλέτας, ιδιοκτησίας του και γ) σε έκαστο των πρώτου και δεύτερης εξ αυτών το ποσό των 250.000 ευρώ, σε έκαστο των δεύτερου και τρίτου εξ αυτών το ποσό των 150.000 ευρώ, στον πρώτο εξ αυτών και στον ………...ως κληρονόμος της θανούσας πέμπτης ενάγουσας που επαναλαμβάνουν τη βιαίως διακοπείσα δίκη, κατ` ισομοιρία το ποσό των 70.000 ευρώ και στην έκτη ενάγουσα το ποσό των 70.000 ευρώ, ως αποζημίωση σε αποκατάσταση της μη περιουσιακής ζημίας αυτών (χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης). Τέλος, ζήτησαν να καταδικαστεί η εναγόμενη στα δικαστικά τους έξοδα. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε, η υπ’ αριθ. 160/2023 μη οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και, συγκεκριμένα, των διαφορών για ζημιές από αυτοκίνητα και την σύμβαση ασφάλισής τους (591 και 614 παρ. 6 ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά τις τροποποιήσεις που επέφερε ο Ν. 4335/2015, ως εκ του χρόνου κατάθεσης της ένδικης αγωγής μετά την 1η-1ου-2016, σύμφωνα με τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 1 άρθρου ένατου παρ.2 Ν. 4335/2016), η οποία ανέβαλε την έκδοση της οριστικής απόφασης αναφορικά με το κεφάλαιο της αγωγής που αφορά τα έξοδα κηδείας του θανόντος ……….διέταξε την επανάληψη της συζήτησης προκειμένου να προσκομιστεί, με την επιμέλεια του επιμελέστερου των διαδίκων, βεβαίωση ή απόφαση από την αρμόδια υπηρεσία του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. - Ηλεκτρονικού Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (ε-E.F.K.A.), από την οποία να προκύπτει αν ο ασφαλιστικός φορέας του θανόντος ………..έχει καταβάλει έξοδα για την κηδεία του, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή και αναγνώρισε την υποχρέωση της εναγόμενης να καταβάλει, στον πρώτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των εξήντα τεσσάρων χιλιάδων (64.000) ευρώ, στη δεύτερη ενάγουσα το συνολικό ποσό των εξήντα χιλιάδων (60.000) ευρώ, στον τρίτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των είκοσι τεσσάρων χιλιάδων (24.000) ευρώ, στον τέταρτο ενάγοντα, όπως αυτός αντιπροσωπεύεται λόγω της ανηλικότητάς του, το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ, στον …….. και της ………….το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων (4.000) ευρώ και στην έκτη ενάγουσα το ποσό των οκτώ χιλιάδων (8.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Τέλος, καταδίκασε την εναγόμενη στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων των εναγόντων, τα οποία όρισε στο ποσό των πέντε χιλιάδων τετρακοσίων (5.400) ευρώ. Με την από 5-5-2023 κλήση των εναγόντων και υπ` αριθ. έκθ. ......…./5-5-2023 κατάθεσης, επανήλθε προς συζήτηση η ανωτέρω αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη 23/2024, η οποία απέρριψε ως απαράδεκτη την ανωτέρω κλήση ως προς τους δεύτερη, τρίτο, τέταρτο, πέμπτους και έκτη καλούντες — ενάγοντες, δίκασε αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως προς τον πρώτο ενάγοντα, αναγνώρισε ότι η εναγομένη υποχρεούται να καταβάλει στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 2.776 ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση και καταδίκασε την εναγομένη στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων του πρώτου ενάγοντα, τα οποία όρισε στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ. Κατά της αποφάσεως αυτής, παραπονούνται οι ενάγοντες, με την ως άνω έφεσή τους, με την οποία ζητούν, για τους αναφερόμενους σ` αυτή λόγους, αναγόμενους σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, προς το σκοπό παραδοχής της αγωγής τους ως ουσιαστικά βάσιμης, σε όλα αυτής τα κεφάλαια. Κατά της αυτής ως άνω αποφάσεως παραπονείται όμως και η εναγομένη, με την προαναφερθείσα έφεση της, με την οποία ζητεί, για τους αναφερόμενους λόγους, αναγόμενους επίσης σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη, προκειμένου να απορριφθεί κατ` ουσίαν, στο σύνολό της, η σε βάρος της ασκηθείσα αγωγή. Μετά ταύτα, πρέπει να ακολουθήσει η ουσιαστική έρευνα των λόγων των εφέσεων. Με την έφεση συνεκκαλείται και η υπ` αριθ. 160/2023 μη οριστική απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου (άρθ. 513 παρ.2 του ΚΠολΔ).

 Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 300, 330 εδ. β` και 914 του Α.Κ., προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση, προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση ζημίας και αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε επιτακτικό ή απαγορευτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Μορφή υπαιτιότητας είναι και η αμέλεια, η οποία υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, δηλαδή αυτή που αν καταβαλλόταν με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς ανθρώπου του κύκλου δραστηριότητας του ζημιώσαντος, θα καθιστούσε δυνατή την αποτροπή του παράνομου και ζημιογόνου αποτελέσματος. Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του δράστη ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή, κατά την συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει τη ζημία και την επέφερε στην συγκεκριμένη περίπτωση. Η ύπαρξη του αιτιώδους συνδέσμου σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, είναι ζήτημα καθαρά πραγματικό και κρίνεται από το δικαστήριο της ουσίας. Στις διαφορές για ζημιές από αυτοκίνητα και τη σύμβαση ασφάλισής τους, η ύπαρξη της υπαιτιότητας, δεν αποκλείεται, κατ` αρχήν, από το γεγονός, ότι στο αποτέλεσμα του ατυχήματος συνετέλεσε και συντρέχον πταίσμα του ζημιωθέντος, εφόσον δεν διακόπτεται ο αιτιώδης σύνδεσμος, αλλά η ύπαρξη αυτού, προβαλλόμενη από τον υπαίτιο κατ` ένσταση, συνεπάγεται την μη επιδίκαση από το δικαστήριο αποζημιώσεως η την μείωση του ποσού της, κατ` άρθρο 300 ΑΚ (ΑΠ 253/2020, Α.Π. 213/2016, ΑΠ 520/2011, ΑΠ 331/2011, ΑΠ 239/2011, ΑΠ 147/2011, δημ. Νόμος). Ειδικότερα, η ύπαρξη της υπαιτιότητας ή της συνυπαιτιότητας, καθώς και ο βαθμός του πταίσματος των υπαιτίων οδηγών των αυτοκινήτων που συγκρούσθηκαν, δεν αναιρούνται από μόνο το γεγονός ότι ο ένας από αυτούς παραβίασε διατάξεις του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (Ν. 2696/1999 - Κ.Ο.Κ.), αφού μόνη η παράβαση των διατάξεών του από τους οδηγούς, δεν θεμελιώνει αυτή καθ` εαυτή υπαιτιότητα στην επέλευση αυτοκινητικού ατυχήματος, αποτελεί όμως στοιχείο, η στάθμιση του οποίου, από το δικαστήριο της ουσίας, θα κριθεί σε σχέση με την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συγκεκριμένης παραβάσεως και του επελθόντος αποτελέσματος (ΑΠ 253/2020, ΑΠ 270/2018, ΑΠ 1303/2017, ΑΠ 1048/2017, ΑΠ 881/2017, ΑΠ 705/2016, ΑΠ 638/2017, δημ. Νόμος). Επίσης, και μόνη η τήρηση των ελάχιστων υποχρεώσεων που επιβάλλει ο Κώδικας Οδικής Κυκλοφορίας (Κ.Ο.Κ.) στους οδηγούς των οχημάτων κατά την οδήγησή τους, δεν αίρει την υποχρέωσή τους να συμπεριφέρονται και πέραν των ορίων τούτων, όταν οι περιστάσεις το επιβάλλουν για την αποτροπή ζημιογόνου γεγονότος ή τη μείωση των επιζήμιων συνεπειών του (ΑΠ 1303/2017, ΑΠ 1048/2017, ΑΠ 813/2017, ΑΠ 324/2016, δημ. Νόμος).

 Σύμφωνα με το άρθρο 932 του ΑΚ «Σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη, κατά την κρίση του, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του. Σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου, η χρηματική ικανοποίηση μπορεί να επιδικαστεί στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης». Σκοπός της διάταξης αυτής είναι να επιτυγχάνεται μια υπό ευρεία έννοια αποκατάσταση του παθόντος για την ηθική του βλάβη λόγω της αδικοπραξίας, ώστε αυτός να απολαύει μια δίκαιη και επαρκή ανακούφιση και παρηγοριά, χωρίς, από το άλλο μέρος, να εμπορευματοποιείται η προσβληθείσα ηθική αξία και να επεκτείνεται υπέρμετρα το ύψος της αποζημιώσεως για ηθική βλάβη, η οποία δεν μπορεί να αποτιμηθεί επακριβώς σε χρήμα. Με βάση το σκοπό αυτό αντλούνται, στη συνέχεια, ως ουσιώδη χαρακτηριστικά της έννοιας του "ευλόγου", εκείνα τα στοιχεία που αποτελούν τα πλέον πρόσφορα μέσα για την εκπλήρωση του εν λόγω σκοπού της διάταξης. Τέτοια στοιχεία, τα οποία, το δικαστήριο της ουσίας, αφού δεχθεί ότι συνεπεία αδικοπραξίας, προκλήθηκε σε κάποιο πρόσωπο ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη, λαμβάνει υπόψη του προκειμένου να καθορίσει στη συνέχεια το ύψος της οφειλόμενης γι` αυτήν χρηματικής ικανοποίησης, με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής, είναι, κυρίως, το είδος και η βαρύτητα της ηθικής προσβολής, η έκταση της βλάβης, οι συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, η βαρύτητα του πταίσματος του υπόχρεου, η βαρύτητα του τυχόν συντρέχοντος πταίσματος του θύματος, η οικονομική και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων μερών και οι όλες ειδικότερες συνθήκες πρόκλησης της ηθικής βλάβης. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να οδηγούν τον δικαστή να σχηματίσει την κατά το άρθρο 932 ΑΚ εύλογη κρίση του, όχι κατά τις υποκειμενικές του ανέλεγκτες αντιλήψεις, αλλά κατ` εφαρμογή του αντικειμενικού μέτρου που θα εφάρμοζε και ο νομοθέτης, αν έθετε ο ίδιος τον κανόνα αποκατάστασης της ηθικής βλάβης, στην ατομική περίπτωση. Συνάγεται δε, το αντικειμενικό αυτό μέτρο, από τον ανωτέρω σκοπό του άρθρου 932 ΑΚ και, μέσω αυτού, από την όλη κλίμακα των υπερκειμένων σκοπών του συστήματος αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας του ΑΚ. Η περί του ύψους της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποίησης, κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, αποφασίζεται (κατ` αρχήν αναιρετικώς ανέλεγκτα), με βάση τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά στοιχεία που θέτουν στη διάθεσή του οι διάδικοι. Επιβάλλεται όμως, σε κάθε περίπτωση, να τηρείται, κατά τον καθορισμό του επιδικαζόμενου ποσού, η αρχή της αναλογικό τη τας, ως γενική νομική αρχή και δη, αυξημένης τυπικής ισχύος (άρθρα 2§1 και 25 του Συντάγματος, βλ. σχετ. ΟλΑΠ 10/2017, ΑΠ 43/2020 ΑΠ 9/2015, δημ. Νόμος), με την έννοια ότι, η σχετική κρίση του δικαστηρίου, δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια, όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση, σε ορισμένο τόπο και χρόνο, που αποτυπώνονται στη συνήθη πρακτική των δικαστηρίων, και τούτο διότι μια απόφαση με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο, κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση (όσον αφορά στον παθόντα), το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου και στη δεύτερη όσον αφορά στον υπόχρεο), το δικαίωμα της περιουσίας του, αφού το δικαστήριο, επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών πρέπει, όπως προαναφέρθηκε, να τηρεί μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων (ΑΠ 43/2020, ΑΠ 1863/2017, ΑΠ 747/2017, δημ. Νόμος). Ενταύθα σημειώνεται ότι, η έννοια της αναλογικότητας είναι έννοια αυστηρότερη του "ευλόγου" και, συνακόλουθα, το "εύλογο” εμπεριέχεται αναγκαίως στο "ανάλογο". Άλλωστε, την αρχή αυτή, υπό την προεκτεθείσα έννοια, εκφράζει και η υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη του άρθρ. 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, υπό την έννοια ότι πρέπει να υπάρχει μια ανεκτή σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού που επιδιώκει κάθε μέτρο, το οποίο αποστερεί ένα άτομο από θεμελιακό δικαίωμά του, όπως από την ιδιοκτησία του. Ενόψει όλων αυτών, η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς το ύψος του ποσού της επιδικασθείσας χρηματικής ικανοποίησης, πρέπει να ελέγχεται αναιρετικά, για το αν παραβιάζεται ευθέως ή εκ πλαγίου η αρχή της αναλογικότητας υπό την προεκτεθείσα έννοια, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση από το δικαστήριο της ουσίας, των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας (Ολ.ΑΠ 21/2000, Ολ.ΑΠ 9/2015, ΑΠ 442/2017, ΑΠ 90/2017 δημ. Νόμος).

 Κατά το άρθρο 932 εδ. 3 ΑΚ, σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου, η χρηματική ικανοποίηση μπορεί να επιδικασθεί στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης. Στη διάταξη αυτή δεν γίνεται προσδιορισμός της έννοιας του όρου "οικογένεια του θύματος", προφανώς γιατί ο νομοθέτης δεν θέλησε να διαγράψει δεσμευτικώς τα όρια ενός θεσμού, ο οποίος, ως εκ της φύσης του, υφίσταται αναγκαίως τις επιδράσεις από τις κοινωνικές διαφοροποιήσεις, κατά τη διαδρομή του χρόνου. Κατά την αληθή, όμως, έννοια της εν λόγω διάταξης, που απορρέει από τον σκοπό της θέσπισής της, στην οικογένεια του θύματος ως αόριστης νομικής έννοιας περιλαμβάνονται οι εγγύτεροι και στενώς συνδεόμενοι συγγενείς του θανατωθέντος, που δοκιμάσθηκαν ψυχικά από την απώλειά του και για την ανακούφιση του ηθικού πόνου των οποίων στοχεύει η διάταξη αυτή, αδιαφόρως αν συζούσαν μαζί του ή διέμεναν χωριστά. Τίθενται επομένως δύο κριτήρια που θα πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά: α) ο δικαιούχος να είναι συγγενής του θύματος -τυπική προϋπόθεση και β) να δοκίμασε πόνο και θλίψη από την απώλεια του - ουσιαστική προϋπόθεση. Το πρώτο κριτήριο πληρούται με τη σχέση συγγένειας, που συνδέει το θανόντα με τον δικαιούχο, ενώ το δεύτερο αποτελεί ζήτημα πραγματικό, που κρίνεται κυριαρχικά από το Δικαστήριο της ουσίας. Στο πλαίσιο της παραδοχής αυτής γίνεται δεκτό ότι δικαιούνται χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης οι γονείς, τα γνήσια τέκνα, ο σύζυγος, το εξώγαμο τέκνο που έχει αναγνωρισθεί εκουσίως ή δικαστικά, οι θετοί γονείς και τα θετά τέκνα, τα αδέλφια του αμφιθαλή και ετεροθαλή, οι ανιόντες, ο πεθερός, η πεθερά, η νύφη και ο γαμβρός από υιό, οι απώτεροι, ήτοι τα εγγόνια και δισέγγονα αυτού, η μητριά και ο πατριός, η εν διαστάσει σύζυγος του θανόντος, ενώ δεν δικαιούνται ψυχικής οδύνης: η νύφη και ο γαμβρός από αδερφό (κουνιάδα-κουνιάδος), τα ανίψια, οι θείοι, οι πρώτοι εξάδελφοι, οι ανιψιοί, καθώς και τα πρόσωπα που τελούν σε ελεύθερη ένωση (Ολ.ΑΠ 21/2000, ΑΠ 51/2018, ΑΠ 602/2015 δημ. Νόμος). Από τον σκοπό της πιο πάνω διάταξης, σαφώς προκύπτει ότι θα πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά δύο κριτήρια, για την επιδίκαση στην οικογένεια του θύματος, χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης: ο δικαιούχος να είναι συγγενής του θύματος (τυπική προϋπόθεση) και β) να δοκίμασε πόνο και θλίψη από την απώλειά του (ουσιαστική προϋπόθεση). Το πρώτο κριτήριο πληρούται με την σχέση συγγένειας που συνδέει το θανόντα με το δικαιούχο, ενώ το δεύτερο αποτελεί πραγματικό ζήτημα, συνιστάμενο στην ύπαρξη, κατ’ εκτίμηση του δικαστού της ουσίας, μεταξύ των μελών της οικογένειας του θανατωθέντος και του τελευταίου, όταν αυτός ζούσε, αισθημάτων αγάπης και στοργής, η διαπίστωση της ανυπαρξίας των οποίων μπορεί να οδηγήσει στον αποκλεισμό είτε όλων των προσώπων αυτών είτε κάποιων ή κάποιου από αυτούς, από την επιδίκαση της εν λόγω χρηματικής ικανοποίησης (Ολ ΑΠ 21/2000, ΑΠ 442/2017 δημ. Νόμος).

 Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης, ............, οι οποίες δόθηκαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας και περιέχονται στα υπ` αριθμό 160/2023 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται με τις εμπρόθεσμα κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις τους και νόμιμα προσκομίζουν, για να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρ. 395, 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ), μεταξύ των οποίων, ιδίως, τα έγγραφα (έκθεση αυτοψίας, σχεδιάγραμμα κ.λπ.) της ποινικής δικογραφίας που σχηματίστηκε στα πλαίσια της διενεργηθείσας από την αρμόδια αστυνομική αρχή, προανακρίσεως, καθώς και οι φωτογραφίες, το περιεχόμενο και η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητείται (αρθρ. 444 παρ. 1 εδ. γ`, 449 παρ. 2, 453 παρ. 1,457 παρ. 4, 458 και 459 παρ. 1 ΚΠολΔ), όπως μερικά από τα έγγραφα αυτά αναφέρονται ιδιαιτέρως παρακάτω, χωρίς να παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, έστω κι αν δεν πληρούν όλα τους όρους του νόμου (ΑΠ 1201/2007 δημ. Νόμος), από τις μηχανικές απεικονίσεις που προσκομίζουν οι διάδικοι (CD και περιφερειακή μνήμη υπολογιστή) οι οποίες επίσης θεωρούνται ιδιωτικά έγγραφα (αρθρ. 444 παρ.1 και 2 ΚΠολΔ), σε συνδυασμό και προς τα αυτεπαγγέλτως λαμβανόμενα υπόψη διδάγματα της κοινής πείρας και χωρίς απόδειξη (άρθρα 336 παρ. 4 σε συνδυασμό με 591 παρ. 1 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 18-4-2020 και περί ώρα 11.-45`, στη Λαμία, ο ……….οδηγώντας το με στοιχεία κυκλοφορίας …….. IX επιβατικό αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας του, το οποίο ήταν νόμιμα ασφαλισμένο για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη στην εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία, κινούνταν με κανονική ταχύτητα στην οδό …….. Η οδός ……...είναι διπλής κατεύθυνσης, με μία λωρίδα κυκλοφορίας ανά κατεύθυνση και νησίδα ασφαλείας ανάμεσα στα δύο ρεύματα κυκλοφορίας της ενώ, πριν τη διασταύρωσή της με την οδό ........, έχει πλάτος οδοστρώματος 6,30 μ. στο ρεύμα κατεύθυνσης όπου κινούνταν το ως άνω IX αυτοκίνητο και 6,50 μ. στο αντίθετο ρεύμα (με κατεύθυνση από ανατολή προς δύση). Στο ύψος της διασταύρωσης των ως άνω οδών η κυκλοφορία ρυθμίζεται με εναλλασσόμενους φωτεινούς σηματοδότες οι οποίοι, όταν παρέχουν ένδειξη πράσινου σταθερού φωτός και για τις δύο κατευθύνσεις της οδού ......., αντίστοιχα παρέχουν ένδειξη ερυθρού σταθερού φωτός και για τις δύο κατευθύνσεις της οδού .......... Επίσης, επί της οδού ........., στις αντίθετες κατευθύνσεις της, υφίσταται φωτεινός σηματοδότης για την σηματοδότηση της κατεύθυνσης προς αριστερά, ο οποίος καταδεικνύει κίτρινο φως με τη μορφή αριστερού βέλους, το οποίο αναβοσβήνει και υποδηλώνει ότι επιτρέπεται ο ελιγμός από την οδό ......... προς τα αριστερά, ήτοι προς την οδό ........, με ιδιαίτερη προσοχή και με παραχώρηση προτεραιότητας σε πεζούς και οχήματα. Την ώρα εκείνη επικρατούσε καλοκαιρία, ενώ στο σημείο η κυκλοφορία οχημάτων στην οδό ........ ήταν αυξημένη και στην οδό ........ αραιή. Στο ύψος της διασταύρωσης της οδού ......... με την οδό .......... και ενώ ο υφιστάμενος στο σημείο σηματοδότης παρείχε ένδειξη πράσινου σταθερού φωτός για τα κινούμενα ευθεία, στην κατεύθυνση πορείας του προαναφερθέντος .........οχήματα και κίτρινο φως με τη μορφή αριστερού βέλους για αλλαγή πορείας προς το βορρά, ο .........έχοντας πρόθεση να αλλάξει πορεία αριστερά, προς το βορρά, εισήλθε εντός της διασταύρωσης των οδών .......... και ........, χωρίς όμως να παραχωρήσει προτεραιότητα στη με στοιχεία κυκλοφορίας ...... δίκυκλη μοτοσυκλέτα, ιδιοκτησίας του τρίτου ενάγοντος, που οδηγούσε ο .......... και της ......ο οποίος επίσης κινούνταν επί της οδού ........., στο ρεύμα κατεύθυνσής της από ανατολή προς δύση, με κανονική για τις περιστάσεις ταχύτητα, την ώρα που ο σηματοδότης στην κατεύθυνση πορείας του παρείχε ένδειξη πράσινου σταθερού φωτός. Αποτέλεσμα της αμελούς αυτής συμπεριφοράς του ..........ήταν να μην αντιληφθεί εγκαίρως ότι επί της οδού ......... στο ρεύμα πορείας της με κατεύθυνση από ανατολή προς δύση, κινούνταν η με στοιχεία κυκλοφορίας ..........δίκυκλη μοτοσυκλέτα και το με στοιχεία κυκλοφορίας ...... IX επιβατικό αυτοκίνητο, να προσκρούσει, με το εμπρόσθιο αριστερό τμήμα του, με την αριστερή πλευρά της με στοιχεία κυκλοφορίας ......... δίκυκλης μοτοσυκλέτας, η οποία ανετράπη και ο αναβάτης της επέπεσε στο οδόστρωμα, τραυματιζόμενος θανάσιμα, με αιτία θανάτου «κακώσεις κεφαλής, αυχένος, θώρακος, αριστερού βραχίονος συνεπεία τροχαίου ατυχήματος» (βλ. το με αριθμό έκθεσης ...../1-10-2020 έγγραφο της ιατροδικαστικής υπηρεσίας Αθηνών, που προσκομίζουν οι ενάγοντες).

 Από τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά αποδεικνύεται ότι το ατύχημα οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα (μη συνειδητή αμέλεια) του οδηγού του με στοιχεία κυκλοφορίας …….. IX επιβατικού αυτοκινήτου, διότι αυτός δεν επέδειξε την επιμέλεια και την προσοχή που μπορούσε και έπρεπε να καταβάλει, κάτω από τις ίδιες περιστάσεις, ο μέσος συνετός οδηγός αντίστοιχα, την οποία, αν επιδείκνυε, θα μπορούσε να είχε αποφύγει το επίδικο ατύχημα, παραβιάζοντας τις διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 1 περ. δ και 12 παρ. 1 Ν. 2696/1999 (ΚΟΚ), παραβίαση η οποία συντέλεσε αιτιωδώς στην επέλευση του επίδικου ατυχήματος. Ειδικότερα, η αμέλεια του ……... συνίσταται στο ότι αυτός, από έλλειψη προσοχής που μπορούσε και όφειλε να επιδείξει, δεν οδηγούσε με σύνεση και δεν ρύθμισε την ταχύτητα του οχήματος του λαμβάνοντας συνεχώς υπ` όψιν του τις επικρατούσες οδικές συνθήκες, έτσι ώστε να είναι σε θέση να διακόψει την πορεία του οχήματος του μπροστά από οποιοδήποτε εμπόδιο που μπορεί να προβλεφθεί και βρίσκεται ορατό από αυτόν, στο μπροστινό τμήμα της οδού. Επίσης, εισήλθε και κινήθηκε εντός της διασταύρωσης των οδών ……. και ………... με κατεύθυνση από νότο προς βορρά χωρίς να παραχωρήσει προτεραιότητα στη δίκυκλη μοτοσυκλέτα που οδηγούσε ο ………….μολονότι ο υφιστάμενος στο ρεύμα πορείας του σηματοδότη επί της οδού .........., πριν τη διασταύρωσή της με την οδό ..........., παρείχε ένδειξη κίτρινου φωτός με τη μορφή αριστερού βέλους για αλλαγή πορείας προς το βορρά, χωρίς να ασκεί επιρροή το γεγονός ότι της μοτοσυκλέτας προπορευόταν έτερο IX επιβατικό αυτοκίνητο, το οποίο πιθανώς να δυσχέραινε την ορατότητα του ........σε σχέση με τα κινούμενα στην οδό ......... οχήματα, στο ρεύμα πορείας της από ανατολή προς δύση, καθώς η ύπαρξη και άλλων οχημάτων στη διασταύρωση, εντός της οποίας έλαβε χώρα το ατύχημα, αποτελεί λόγο για την ανάγκη επίτασης της προσοχής του ..........την οποία αυτός ουδόλως επέδειξη και όχι για τη μείωση του ποσοστού υπαιτιότητάς τους στην πρόκληση του ατυχήματος. Η ανωτέρω παράνομη και αμελής οδηγική συμπεριφορά του οδηγού του ΙΧΕ αυτοκινήτου, συνδέεται αιτιωδώς με το επελθόν αποτέλεσμα της σύγκρουσης των δύο οχημάτων, συνεπεία της οποίας επήλθε ο θάνατος του οδηγού της δίκυκλης μοτοσικλέτας, καθόσον αυτή ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή, κατά την συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει την σφοδρή σύγκρουση των εμπλεκόμενων οχημάτων και τον, συνεπεία αυτής, θανάσιμο τραυματισμό του τελευταίου, τον οποίο επέφερε στην συγκεκριμένη περίπτωση.

 Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, αποδεικνύεται ότι ο θάνατος του ……..τελεί, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και υπό τα άνω γενόμενα δεκτά πραγματικά περιστατικά, σε πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια με τον τραυματισμό που αυτός υπέστη στο αυτοκινητικό ατύχημα. Κατά τον χρόνο του ατυχήματος φορούσε προστατευτικό κράνος κανονικά δεμένο στο κεφάλι του, πλην όμως, κατά την εκτίναξη του σώματός του, το κράνος απομακρύνθηκε - αποχωρίστηκε από το κεφάλι του, ενώ καμιά υπαιτιότητα εκ του λόγου αυτού δεν βαραίνει τον οδηγό της δίκυκλης μοτοσικλέτας, γεγονός που αποδεικνύεται από τις συνθήκες του ατυχήματος και τα σημεία σύγκρουσης. Η εναγόμενη βέβαια διατείνεται ότι αποκλειστικά υπαίτιος του θανάσιμου τραυματισμού του οδηγού της μοτοσικλέτας ήταν ο ίδιος λόγω της αυξημένης ταχύτητας που είχε και της μη χρήσης προστατευτικού κράνους πλην όμως από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός αυτός και πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Άλλωστε, ακόμη και στην υποθετική περίπτωση που ο οδηγός της μοτοσικλέτας κινούνταν με αυξημένη ταχύτητα και πάλι καμία υπαιτιότητα, εκ του λόγου αυτού, δεν θα τον βάραινε, διότι και πάλι η σύγκρουση δεν θα ήταν δυνατόν να αποφευχθεί και θα επέρχονταν με την ίδια ένταση, λόγω της αιφνίδιας και παράνομης, εισόδου του οδηγού του αυτοκινήτου, εντός της διασταύρωσης των οδών …….. και ........., χωρίς να του παραχωρήσει προτεραιότητα, συνυπολογισμένης και της μικρής απόστασης μεταξύ των δύο οχημάτων, αφ` ης στιγμής κατέστη δυνατόν για τον οδηγό της μοτοσικλέτας, να αντιληφθεί την κίνηση του οδηγού του αυτοκινήτου. Εξάλλου, μόνη η παράβαση διατάξεων του ΚΟΚ (άρθρ. 20 παρ. 1 ΚΟΚ) ως προς την υπέρβαση του ανώτατου επιτρεπόμενου ορίου ταχύτητας, δεν θεμελιώνει και υπαιτιότητα (αμέλεια) του οδηγού της μοτοσικλέτας στην επέλευση του ατυχήματος, αφού, κατά τα προεκτεθέντα, δεν μπορεί η υπέρβαση αυτή του ορίου ταχύτητας, να συνδεθεί αιτιωδώς με αυτό (ΑΠ 253/2020, ΑΠ 270/2018, ΑΠ 1303/2017, ΑΠ 1048/2017, Α.Π. 881/2017, ΑΠ 705/2016, ΑΠ 638/2017, δημ. Νόμος). Εξάλλου, η ταχύτητα της μοτοσικλέτας δεν θα μπορούσε να ήταν αυξημένη αλλά κανονική για τις περιστάσεις, αφού είχε σταματήσει στον ερυθρό σηματοδότη επί της οδού …….. και στην συνέχεια, με την ένδειξη πράσινου σταθερού φωτός, μόλις που είχε ξεκινήσει. Περαιτέρω, αποδείχθηκε αφενός ότι το κράνος κάλυπτε και τη βάση του σαγονιού και σ` αυτού του είδους τα κράνη δεν υπάρχει ιμάντας στερέωσης αφετέρου δε και στην περίπτωση που υπήρχε τέτοιος ιμάντας, δικαιολογείται η αποκόλληση αυτού από το κεφάλι του θανόντος λόγω της βιαιότητας της πρόσκρουσης και της επιβράδυνσης που δέχθηκε το δίκυκλο και ο αναβάτης του λόγω αδράνειας. Τα ανωτέρω επιβεβαιώνονται με σαφήνεια και από την από 29-10-2020 έκθεση ένορκης κατάθεσης του αυτόπτη μάρτυρα ……..που δόθηκε στο πλαίσιο της αστυνομικής προανάκρισης ενώ, στην από 19-8-2020 έκθεση ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα …………..που δόθηκε στο πλαίσιο της αστυνομικής προανάκρισης ρητά ο ………. αναφέρει ότι δεν είδε την στιγμή του ατυχήματος. Για το λόγο αυτό, ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι αποκλειστικά υπαίτιος του ατυχήματος είναι ο οδηγός της δίκυκλης μοτοσικλέτας, πρέπει ν` απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Ωσαύτως, για τον ίδιο λόγο πρέπει να απορριφθεί και η ένσταση περί συναιτιότητας του οδηγού της μοτοσικλέτας στην πρόκληση του ατυχήματος (άρθρ. 300 ΑΚ και 6 ν.ΓΠΝ/1911), την οποία η εναγόμενη πρότεινε παραδεκτά πρωτόδικους (άρθρ. 262 παρ. 1, 591 παρ. 1 εδ. γ` ΚΠολΔ, βλ. σχετ. ΟλΑΠ 2/2005, δημ.Νόμος). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την υπ` αριθμό 160/2023 εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε ότι στην πρόκληση του ατυχήματος συντέλεσε και δη κατά ποσοστό 20%, συντρέχουσα αμέλεια του οδηγού της δίκυκλης μοτοσικλέτας, κάνοντας εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη την σχετική ένσταση της εναγόμενης, έσφαλλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων και ο πρώτος λόγος της υπό στοιχείο Α έφεσης πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος, απορριπτομένου, αντίστοιχα, ως ουσιαστικά αβάσιμου, του περί του αντιθέτου, πρώτου λόγου της υπό στοιχείο Β` έφεσης.

 Περαιτέρω, από τα ως άνω αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκε ότι ο θανών,...……..ηλικίας, κατά το χρόνο του ατυχήματος, 26 ετών, ήταν άγαμος και απολύτως υγιής. Οι ενάγοντες, που είναι μέλη της οικογένειάς του, συνδεόταν με τον τελευταίο με ισχυρούς δεσμούς αγάπης, εκτιμήσεως και αλληλεγγύης, με αποτέλεσμα ο αιφνίδιος, απροσδόκητος θάνατός του, ενόψει και του νεαρού της ηληκίας του, καθώς και των συνθηκών υπό τις οποίες επήλθε, να προκαλέσει σε αυτούς ιδιαίτερο ψυχικό πόνο. Ειδικότερα, ο πρώτος ενάγων ήταν ο πατέρας του, η δεύτερη ενάγουσα ήταν η μητέρα του, ο τρίτος και ο τέταρτος ήταν αδέλφια του και η πέμπτη και η έκτη γιαγιά του. Κατά συνέπεια, οι ενάγοντες δικαιούνται εύλογης χρηματικής ικανοποιήσεως για την αποκατάσταση της ψυχικής οδύνης που υπέστησαν από το θάνατο του υιού, αδελφού και εγγονού τους, το ύψος της οποίας, μετά από συνεκτίμηση της αποκλειστικής υπαιτιότητας του οδηγού του ζημιογόνου οχήματος και της έλλειψης οποιασδήποτε συνυπαιτιότητας του οδηγού της δίκυκλης μοτοσικλέτας στην πρόκληση του ατυχήματος, της ηλικίας του τελευταίου, του βαθμού συγγένειας ενός εκάστου των εναγόντων με αυτόν και της έντασης του συναισθηματικού δεσμού που τους συνέδεε με το θανόντα, της διάρκειας και της έντασης της θλίψης τους, της απαιτούμενης για την καταπολέμησή της προσπάθειας ενός εκάστου εξ’ αυτών, των ιδιαίτερων παραπάνω συνθηκών του αδικήματος, της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των εναγόντων, πλην της εναγομένης ασφαλιστικής εταιρίας, της οποίας η ευθύνη είναι εγγυητική (ΑΠ 1114/2000 ΕλλΔικ 41.1591) και των εν γένει περιστάσεων, όπως εκτιμώνται με βάση τους κανόνες της λογικής και των διδαγμάτων της κοινής πείρας (ΑΠ 71/2011, ΑΠ 1230/2010, ΑΠ 47/2010, ΑΠ 433/2008, ΑΠ 195/2008 δημ. Νόμος), πρέπει να οριστεί στο ποσό των: α) 120.000 ευρώ στον πατέρα του, ………. πρώτο των εναγόντων, β) 120.000 ευρώ στη μητέρα του, ………. το γένος...…...δεύτερη των εναγόντων. γ) 90.000 ευρώ στον αδελφό του, …….. τρίτο των εναγόντων, δ) 90.000 ευρώ στον αδελφό του, ……….τέταρτο των εναγόντων, ε) 20.000 ευρώ για έκαστο των πρώτου ενάγοντος, ……….του …….. και της ……..ως κληρονόμων της πέμπτης αρχικώς ενάγουσας, γιαγιάς του θανόντος και στ) 40.000 ευρώ στη γιαγιά του, ………. έκτη των εναγόντων, ποσά τα οποία κρίνονται εύλογα, σύμφωνα με τα προπαρατεθέντα, κατ` άρθρο 932 του ΑΚ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την υπ` αριθμό 160/2023 εκκαλουμένη απόφασή του δεχθέν ότι στην πρόκληση του ατυχήματος συντέλεσε κατά ποσοστό 20%, συντρέχουσα αμέλεια του θανόντος οδηγού της δίκυκλης μοτοσικλέτας, κάνοντας εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη την σχετική ένσταση της εναγόμενης, ποσοστό κατά το οποίο μείωσε τα ποσά που επιδίκασε και αναγνώρισε την υποχρέωση της εναγόμενης να καταβάλει στους ενάγοντες, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ψυχικής οδύνης που υπέστησαν αυτοί, από το θάνατο του ………..α) 60.000 ευρώ για έκαστο των γονέων του, τον πατέρα του και τη μητέρα του, πρώτο και δεύτερη των εναγόντων, β) 20.000 ευρώ για έκαστο των αδελφών του, τρίτο και τέταρτο των εναγόντων, γ) των 4.000 ευρώ για έκαστο των πρώτου ενάγοντος και...…..του …….και της ……….ως κληρονόμων της πέμπτης αρχικώς ενάγουσας, γιαγιάς του θανόντος και δ) 8.000 ευρώ γιαγιά του, έκτη των εναγόντων, έσφαλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων, όπως ειδικότερα αναφέρεται παραπάνω και ο δεύτερος λόγος ως προς το δεύτερο σκέλος της υπό στοιχείο Α` έφεσης πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος, απορριπτομένου, αντίστοιχα, ως ουσιαστικά αβάσιμου, του περί του αντιθέτου, δεύτερου λόγου της υπό στοιχείο Β’ έφεσης.

 Αποδείχθηκε, ακολούθως, ότι αποτέλεσμα της σύγκρουσης ήταν να καταστραφεί ολοσχερώς η με στοιχεία κυκλοφορίας ……. δίκυκλη μοτοσικλέτα, που οδηγούσε ο θανών ………..η οποία, όπως δεν αμφισβητείται ειδικά από την εναγομένη, ανήκε κατά δικαίωμα πλήρους κυριότητας στον τρίτο ενάγοντα ………..του ……..ήταν μάρκας .........., τύπου ....., κυβισμού 839 κ.εκ. και είχε έτος πρώτης κυκλοφορίας το 1990. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου βασίζεται στο γεγονός ότι η ανωτέρω μοτοσικλέτα είχε αξία, στη ν κατάσταση που βρισκόταν προ του ατυχήματος, με κρίσιμο χρόνο προσδιορισμού της αντικειμενικής αξίας της αυτόν της συζήτησης της αγωγής, με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας, ενόψει της παλαιότητάς της, της κατάστασης στην οποία βρισκόταν και των συνήθων στην ελληνική αγορά τιμών των μεταχειρισμένων μοτοσικλετών, ανερχόμενη στο ποσό των τεσσάρων χιλιάδων (4.000) ευρώ, ενώ για την αποκατάστασή του θα απαιτούνταν δαπάνες οι οποίες θα υπερέβαιναν σημαντικά την αξία της αυτή, με αποτέλεσμα η τελευταία να έχει υποστεί ολική καταστροφή υπό οικονομική έννοια και ο τρίτος ενάγων να δικαιούται να απαιτήσει αποζημίωση, ανερχόμενη στην πριν το ατύχημα αξία της. Κατόπιν τούτων, το ποσό που θα πρέπει να επιδικαστεί στον τρίτο ενάγοντα για την ως άνω αιτία ανέρχεται στο ποσό των τεσσάρων χιλιάδων (4.000) ευρώ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την υπ` αριθμό 160/2023 εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε ομοίως αναφορικά με την ολοσχερή καταστροφή και την αξία της μοτοσικλέτας, δεν έσφαλε ως προς το θέμα αυτό, περί την εκτίμηση των αποδείξεων και οι δεύτερος ως προς το πρώτο σκέλος και τρίτος λόγοι των υπό στοιχείων Α και Β εφέσεων, αντίστοιχα, πρέπει ν` απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι.

 Κατά τα λοιπά, αποδεικνύεται ότι για την κηδεία του θανόντος ………….δαπανήθηκε από τον πρώτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 3.470 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου και του αναλογούντος ΦΠΑ εκ ποσοστού 24% για την κατασκευή μαρμάρινου τάφου μαρμάρινου τάφου, δηλαδή δαπάνησε αναλυτικά: α) για την αγορά και τοποθέτηση μαρμάρων και γρανιτών για την κατασκευή τάφου 1.800 ευρώ, β) για την αγορά ενός καντηλιού 69 ευρώ, γ) για την αγορά μιας μαρμάρινης κηριέρας 150 ευρώ, δ) για την αγορά 2 φωτογραφιών προσελάνινων 120 ευρώ, ε) για την αγορά 2 μεταλλικών κορνιζών 50 ευρώ, στ) για την αγορά 2 μεταλλικών σταυρών 50 ευρώ, ζ) για την αγορά 2 ανθοδοχείων 100 ευρώ, η) για την αγορά ενός θυμιατού 40 ευρά), θ) για την αγορά μιας πορσελάνης - περγαμηνής 150 ευρώ, ι) για την αγορά μιας πορσελάνης φωτογραφίας 150 ευρώ, ια) για την αγορά μιας περγαμηνής Παναγίας κείμενο 120 ευρώ (=2.799 ευρώ + ΦΠΑ 24% 671 ευρώ = 3.470 ευρώ {βλ. σχετ. από 29-12-2020 έγγραφο ανάλυσης δαπάνης για την κατασκευή μνημείου του ………..της ……...επιχείρησης επεξεργασίας μαρμάρου - μαρμαρογλυφείο του .........., που εδρεύει στη Λαμία, μετά	των με προοδ. αρ. δελτίων εσόδων ..../13-11-2020 ποσού 350 ευρώ, ..../5-12-2020 ποσού 350 ευρώ, ..../17-12-2020 ποσού	150 ευρώ, ..../18-12-2020 ποσού 400 ευρώ, ..../19-12-2020 ποσού	420 ευρώ, ...../21-12-2020 ποσού 450 ευρώ, ..../24-12-2020 ποσού 450 ευρώ, ..../28-12-2020 ποσού 450 ευρώ και ..../29-12-2020 ποσού 450 ευρώ φορολογικών αποδείξεων λιανικής πώλησης της ανωτέρω επιχείρησης). Συνεπώς, ο πρώτος ενάγων δικαιούται για την ανώτερω αιτία το ποσό των 3.470 ευρώ, ως προς το οποίο πρέπει να αποζημιωθεί από την εναγομένη, εφόσον η κατασκευή μαρμάρινου τάφου συνηθίζεται εθιμικά και περιλαμβάνεται στα έξοδα κηδείας, πρόκειται δε για δαπάνη που συνδέεται αιτιωδώς με το ατύχημα, σύμφωνα με τις κρατούσες κοινωνικές συνήθειες και επιταγές της θρησκείας του θανόντος και είναι ανάλογη της ηλικίας και της κοινωνικής θέσης του θανόντος, ενώ δεν κρίνεται υπερβολική, κατά την κρίση του Δικαστηρίου. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την υπ` αριθμό 23/2024 εκκαλουμένη απόφασή του μείωσε το ποσό που επιδίκασε, κατά ποσοστό 20% του θανόντος στην πρόκληση του θανατηφόρου τραυματισμού του και αναγνώρισε στην εναγομένη ότι υποχρεούται να καταβάλει στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 2.776 ευρώ για το λόγο αυτό, έσφαλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων, όπως ειδικότερα αναφέρεται παραπάνω και ο τρίτος λόγος της υπό στοιχείο A έφεσης πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος, απορριπτομένου, αντίστοιχα, ως ουσιαστικά αβάσιμου, του περί του αντιθέτου, τέταρτου λόγου της υπό στοιχείο Β` έφεσης.

 Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 193 ΚΠολΔ, δεν επιτρέπεται προσβολή της απόφασης με ένδικο μέσο ως προς τα έξοδα, αν δεν περιλαμβάνει και την ουσία της υπόθεσης. Η διάταξη αυτή αναφέρεται στα δικαστικά έξοδα στα οποία καταδικάζεται ο διάδικος που νικήθηκε και επιδικάζονται στο διάδικο που νίκησε, κατά τις διατάξεις των άρθρων 173 επ. ΚΠολΔ. Η εναγομένη, με τον τελευταίο λόγο της έφεσής της, προσβάλλει τη διάταξη αναφορικά με τα έξοδα, παραπονούμενη ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε με το να καταδικάσει την εναγομένη στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων των εναγόντων ενώ έπρεπε να συμψηφιστεί μεταξύ των διαδίκων η δικαστική δαπάνη λόγω δυσερμήνευτου των νομικών διατάξεων. Ο λόγος αυτός της έφεσης είναι παραδεκτός, αφού κατά τα προαναφερόμενα προσβάλλεται συγχρόνως και η ουσία της υπόθεσης (άρθρο 193 ΚΠολΔ), πλην όμως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθώς όπως αναφέρεται στο άρθρο 179 ΚΠολΔ, εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ο συμψηφισμός των δικαστικών εξόδων, όταν η ερμηνεία του κανόνα δικαίου που εφαρμόστηκε, ήταν ιδιαίτερα δυσχερής ενώ, σε κάθε περίπτωση η επιβολή εν όλω ή εν μέρει της δικαστικής δαπάνης, λόγω ολικής ή μερικής ήττας, αποτελεί συνέπεια του δικανικού συλλογισμού του δικαστηρίου. Επιπροσθέτως, μετά την εξαφάνιση της πρωτοβάθμιας, ο λόγος αυτός κατέστη άνευ αντικειμένου. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφασή του καταδίκασε την εναγομένη στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων των εναγόντων, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο, ορθά δε εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένου ως ουσιαστικά αβάσιμου, του τελευταίου λόγου της εφέσεως των εναγόντων.

 Κατ` ακολουθίαν των ανωτέρω και μη υπαρχόντων άλλων λόγων έφεσης προς εξέταση, αφού συνεκδικαστούν οι κρινόμενες εφέσεις, πρέπει η υπό στοιχείο Β` έφεση, να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη στο σύνολό της, να διαταχθεί η εισαγωγή του καταβληθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο και να καταδικαστεί η εκκαλούσα ασφαλιστική εταιρία, λόγω της ήττας της, στα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (άρθρα 106, 176, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Η υπό στοιχείο Α` έφεση, πρέπει, κατά τα προεκτεθέντα, να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και αφού εξαφανισθεί στο σύνολό της η εκκαλουμένη, δηλαδή και κατά τα κεφάλαιά της που κρίθηκε ότι δεν έσφαλε, για το ενιαίο της εκτέλεσης και, αναγκαίως και κατά τη διάταξή της περί δικαστικών εξόδων, πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο και μετά από εξέταση της αγωγής, πρέπει αυτή, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό, να γίνει αυτή εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγόμενης να καταβάλει στους ενάγοντες, τα εξής χρηματικά ποσά: 1) Ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ψυχικής οδύνης που υπέστησαν αυτοί από τον θάνατο του ……..το ποσό των: α) 120.000 ευρώ για έκαστο των γονέων του, τον πατέρα του και τη μητέρα του, πρώτο και δεύτερη των εναγόντων, β) 90.000 ευρώ για έκαστο των αδελφών του, τρίτο και τέταρτο των εναγόντων, γ) των 20.000 ευρώ για έκαστο των πρώτου ενάγοντος και ……….και της ……...ως κληρονόμων της πέμπτης αρχικώς ενάγουσας, γιαγιάς του θανόντος και δ) 40.000 ευρώ γιαγιά του, έκτη των εναγόντων, 2) Το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων (4.000) ευρώ ως αποζημίωση, λόγω της ολοσχερούς καταστροφής της με αριθ. κυκλοφορίας ……... δίκυκλης μοτοσικλέτας ιδιοκτησίας του τρίτου ενάγοντα και συνολικά, το ποσό των ενενήντα τεσσάρων χιλιάδων (90.000 + 4.000= 94.000) ευρώ στον τρίτο ενάγοντα και 3) Το ποσό των τριών χιλιάδων τετρακοσίων εβδομήντα (3.470) ευρώ στον πρώτο ενάγοντα για την κηδεία του θανόντος ……..και συνολικά, το ποσό των εκατόν είκοσι τριών χιλιάδων τετρακοσίων εβδομήντα (120.000 + 3.470= 123.470) ευρώ στον πρώτο ενάγοντα, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Επίσης, πρέπει να επιστραφεί στους ενάγοντες - εκκαλούντες, το νόμιμο παράβολο που κατέθεσαν αυτοί με το δικόγραφο της έφεσής τους (άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 4055/2012), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Τέλος, μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγόντων, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εναγομένης, λόγω της ήττας της (άρθρα 178 παρ. 1, 183 και 191 παρ. 2 και 591 παρ. 1 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

 ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ τις με αριθ. εκθ. κατάθ. …./5-2-2024 και …./1-3-2024 εφέσεις, οι οποίες στρέφονται κατά της με αριθμό 23/2024 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας και κατά της με αριθμό 160/2023 μη οριστικής απόφασης του ίδιου Δικαστηρίου, που εκδόθηκαν αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και, συγκεκριμένα, των διαφορών για ζημιές από αυτοκίνητα και την σύμβαση ασφάλισής τους.

 Α. Ως προς την από 29-2-2024 (αριθ. έκθ.κατάθ. …./1-3-2024), υπό στοιχείο Β` έφεση:

 ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση και

 ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ`ουσίαν.

 ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του κατατεθέντος κατά την άσκηση της έφεσης παράβολου, στο Δημόσιο Ταμείο.

 ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εκκαλούσα, στα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

 Β. Ως προς την από 31-1-2024 (αριθ. έκθ.κατάθ. …../5-2-2024), υπό στοιχείο Α` έφεση:

 ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ουσιαστικά την έφεση.

 ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ τη με αριθμό 23/2024 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας και τη με αριθμό 160/2023 μη οριστική απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, που εκδόθηκαν αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδικοί διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και, συγκεκριμένα, των διαφορών για ζημιές από αυτοκίνητα και την σύμβαση ασφάλισής τους.

 ΔΙΑΤΛΣΣΕΙ την επιστροφή του κατατεθέντος, κατά την άσκηση της έφεσης, παράβολου, στους εκκαλούντες.

 ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει την αγωγή.

 ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.

 ΔΕΧΕΤΑΙ κατά ένα μέρος την αγωγή.

 ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι η εναγομένη οφείλει να καταβάλει: α) στον πρώτο ενάγοντα το συνολικό ποσό εκατόν είκοσι τριών χιλιάδων τετρακοσίων εβδομήντα (123.470) ευρώ, β) στη δεύτερη ενάγουσα το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ, γ) στον τρίτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των ενενήντα τεσσάρων χιλιάδων (94.000) ευρώ, δ) στον τέταρτο ενάγοντα το ποσό των ενενήντα χιλιάδων (90.000) ευρώ, ε) σε έκαστο των πρώτου ενάγοντος και ……….του ......….και της...……. ως κληρονόμων της πέμπτης αρχικώς ενάγουσας, γιαγιάς του θανόντος το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ και στ) στην έκτη ενάγουσα το ποσό των σαράντα χιλιάδων (40.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση.

 ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εναγομένη σε μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγόντων και των δυο βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των πέντε χιλιάδων εξακοσίων (5.600) ευρώ.

 ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 18 Ιουνίου 2024 , χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.

 Η ΕΦΕΤΗΣ                                                                                                                    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ