Αριθμός 826/2024
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε` Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Λεπενιώτη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωστούλα Πρίγγουρη -Εισηγήτρια, Παρασκευή Τσούμαρη, Σταυρούλα Κουσουλού και Ευαγγελία Γιακουμάτου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημα του στις 12 Απριλίου 2024, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Αναστασίας Μασούρα, (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου...……. κατοίκου Δημοτικής Κοινότητας …….. του Δήμου ......., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ευθύμιο Καραΐσκο, για αναίρεση της υπ` αριθμ. 1564/2023 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λαμίας.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Λαμίας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ` αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, ζητάει την αναίρεση της αποφάσεως αυτής για τους λόγους που αναφέρονται στην από 31.1.2024 αίτησή του, που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό …./2024.
Αφού άκουσε
Την Αντεισαγγελέα η οποία πρότεινε να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 31.1.2024 αίτηση του ………….κατοίκου της Δημοτικής Κοινότητας ……... του Δήμου ........, για αναίρεση της υπ` αριθ. 1564/2023 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λαμίας, που καταχωρήθηκε στο ειδικό βιβλίο στις 18.1.2024, με την οποία κηρύχθηκε ένοχος για την αξιόποινη πράξη της παράνομης οπλοκατοχής και καταδικάσθηκε σε ποινή φυλάκισης οκτώ (8) μηνών, ανασταλείσα επί τριετία, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 473 παρ. 2 και 3, 474 ΚΠοινΔ), είναι παραδεκτή και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω κατ` ουσίαν.
Από τις διατάξεις του ν. 2168/1993, προβλέπεται απαγόρευση οπλοκατοχής, υπαγορευομένη από λόγους δημοσίου συμφέροντος, ως εξαίρεση δε η οπλοκατοχή, κατόπιν λήψεως σχετικής αδείας, η χορήγηση της οποίας συναρτάται με την εκτίμηση, αφενός μεν των λόγων για τους οποίους ζητείται η άδεια, αφετέρου δε, σε περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι συντρέχει κατ` αρχήν λόγος δικαιολογών την χορήγηση αδείας, της συμπεριφοράς και των εν γένει συντρεχουσών στο πρόσωπο του αιτούντος ιδιοτήτων, ενόψει των οποίων κρίνεται αν αυτός παρέχει ή όχι τα εχέγγυο ασφαλούς φύλαξης του όπλου. Εξάλλου, κατοχή κατά την έννοια του άρθρου 7 του ως άνω νόμου, είναι η σχέση μεταξύ του κατόχου και των κατεχομένων όπλων πυρομαχικών, με βάση την οποία ο κάτοχος έχει τη δυνατότητά άσκησης φυσικής εξουσίας επ` αυτών και διαθέσεώς τους κατά τη βούλησή του.
Εξάλλου, η επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης, αναφέρεται, τόσο στην κρίση για την ενοχή, όσο και στην κρίση για την απόρριψη αυτοτελών ισχυρισμών του κατηγορουμένου. Αυτοτελείς είναι οι ισχυρισμοί που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, κατά τα άρθρα 171 παρ.2 και 333 παρ.2 του ΚΠΔ, από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορο του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή στον αποκλεισμό ή στη μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξης ή στη μείωση της ποινής. Αντίθετα, δεν είναι αυτοτελείς όσοι ισχυρισμοί απλώς αρνούνται ή αποκρούουν στοιχεία της κατηγορίας, οι οποίοι λόγω της φύσης τους, αντιμετωπίζονται με την κύρια αιτιολογία της απόφασης για την ενοχή. Η μη απάντηση του δικαστηρίου σε αυτοτελή ισχυρισμό συνιστά έλλειψη ακρόασης κατά το άρθρο 171 παρ.2 του ΚΠΔ, που επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο και στοιχειοθετεί το λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α` του ΚΠΔ, ενώ, όταν δεν αιτιολογείται ειδικά η απόρριψη αυτοτελούς ισχυρισμού, στοιχειοθετείται λόγος αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` του ΚΠΔ. Το δικαστήριο, όμως, δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει σε ισχυρισμό που δεν είναι αυτοτελής ή είναι αυτοτελής αλλά δεν προβάλλεται κατά τρόπο σαφή, ορισμένο και πλήρη ή δεν προβάλλεται παραδεκτά για άλλο λόγο ή δεν είναι νόμιμος, ούτε [πολύ περισσότερο] έχει υποχρέωση να διαλάβει στην απόφασή του αυτή ειδική αιτιολογία γι` αυτόν.
Αυτοτελής είναι ο ισχυρισμός περί πραγματικής πλάνης του άρθρου 30 παρ. 1 του Π.Κ., σύμφωνα με το οποίο «Δεν πράττει με δόλο όποιος κατά το χρόνο τέλεσης της αξιόποινης πράξης εννοεί τα περιστατικά που τη συνιστούν». Η πραγματική πλάνη κατά την οποία ο δράστης αγνοεί ή εσφαλμένα αντιλαμβάνεται αυτό που πράττει αναφέρεται σε στοιχεία της εγκληματικής πράξης που μπορεί να είναι γεγονότα ή πραγματικές καταστάσεις αλλά και νομικές ιδιότητες ή σχέσεις ή άλλα αξιολογικά στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, χωρίς να ασκεί έννομη επιρροή η πηγή της πλάνης (ΑΠ 211/2019, ΑΠ 479/2019, ΑΠ 722/2019). Αν όμως, τα επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά δεν συνιστούν πραγματική πλάνη, υπό την προαναφερθείσα νομική έννοια, δηλαδή άγνοια ή εσφαλμένη αντίληψη κάποιου από τα συστατικά στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος ή κάποιου περιστατικού, το οποίο επαυξάνει τη βαρύτητα αυτού, αλλά αναφέρονται σε εξωτερικούς όρους του αξιοποίνου ή σε νομικώς αδιάφορα για τη συγκρότηση του εγκλήματος περιστατικά, ο σχετικός ισχυρισμός δεν είναι αυτοτελής αλλά αποτελεί άρνηση της κατηγορίας (ΑΠ 719/2019). Επίσης, αυτοτελής είναι και ο ισχυρισμός περί συγγνωστής νομικής πλάνης του άρθρου 31 παρ.2 του Π.Κ, σύμφωνα με τον οποίο «Η πράξη όμως δεν καταλογίζεται σε εκείνον που την τελεί αν αυτός δεν είχε συνείδηση του αδίκου χαρακτήρα της λόγω πλάνης που δεν μπορούσε να αποφύγει, μολονότι κατέβαλε την οφειλόμενη από τις περιστάσεις και δυνατή γι` αυτόν επιμέλεια (συγγνωστή νομική πλάνην).» Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι νομική πλάνη υπάρχει, όταν ο δράστης γνωρίζει μεν τι πράττει, αλλά είτε αγνοεί ότι η πράξη του είναι κατ` αρχήν άδικη, είτε πιστεύει πεπλανημένως ότι δικαιούται να προβεί σ` αυτή και η πλάνη συνίσταται σε εσφαλμένη αντίληψη κανόνα δικαίου και, υπό τα ειδικώς αναφερόμενα περιστατικά συντρέχει περίπτωση που αποκλείει τον καταλογισμό. Επιβάλλεται όμως να είναι συγγνωστή η πλάνη για μη καταλογισμό του αξιοποίνου, με την έννοια ότι αποιαδήποτε επιμέλεια και αν κατέβαλε ο αυτουργός κάτω από τις in concreto συνθήκες και περιστάσεις, στις οποίες βρισκόταν ενόψει και της ηλικίας του, των πνευματικών και επαγγελματικών του ικανοτήτων και των προσπαθειών ακόμη που έκαμε για να ενημερωθεί περί του πράγματος από άλλους ειδήμονες δεν μπορούσε να διαγνώσει το άδικο της πράξης. Η πλάνη, δηλαδή, είναι συγγνωστή, όταν ο δράστης όχι μόνο αγνοεί, αλλά και δεν μπορούσε να γνωρίζει τον άδικο χαρακτήρα της πράξης οποιαδήποτε επιμέλεια και προσπάθεια και αν κατέβαλλε, ενόψει των προσωπικών του πνευματικών και επαγγελματικών δυνατοτήτων και ικανοτήτων και εφόσον πίστευε εύλογα ότι δικαιούται να προβεί στην πράξη που τέλεσε από δικαιολογημένη εσφαλμένη αντίληψη για την αληθή έννοια του νόμου, ή από εσφαλμένη πληροφόρηση από ειδικούς (νομικούς παραστάτες ή άλλες έγκυρες πηγές - ΑΠ 148/2019). Έτσι, απαραίτητα στοιχεία του ισχυρισμού αυτού είναι, εκτός από εκείνα που συνιστούν την ίδια την πλάνη, και η προσωπική κατάσταση του δράστη που προσδιορίζεται από την ηλικία, τις πνευματικές του ικανότητες, το επάγγελμα την προσπάθεια που αυτός κατέβαλε για να ενημερωθεί για το ισχύον δίκαιο, ακόμη και τον πνευματικό του περίγυρο, ώστε με τη στάθμιση και των προσωπικών του αυτών στοιχείων να σχηματίσει το δικαστήριο πεποίθηση αν ο ισχυρισμός είναι αληθινός ή προσχηματικός (ΑΠ 916/2020, ΑΠ 1919/2019, ΑΠ 880/2019).
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 468 παρ.2 του ΚΠοινΔικ, «Σε κάθε περίπτωση το συμβούλιο ή το δικαστήριο που κρίνει το ένδικο μέσο, έχει εξουσία να κρίνει μόνο για εκείνα τα μέρη του βουλεύματος ή της απόφασης στα οποία αναφέρονται οι προβαλλόμενοι λόγοι». Με τη διάταξη αυτή, τίθεται, ως κανόνας, ότι η έκταση του μεταβιβαστικού αποτελέσματος εξαρτάται από την αντίστοιχη δήλωση του δικαιουμένου σε άσκηση ενδίκου μέσου. Το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα καθορίζεται από τους λόγους, που αναπτύσσονται στο εισαγωγικό του ενδίκου μέσου έγγραφο, δηλαδή, είτε στη δήλωση (έφεσης ή αναίρεσης, με έκθεση του οικείου Γραμματέα ή επιδοθείσα στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου), είτε στο αυτοτελές δικόγραφο έφεσης και δεν μπορεί να συμπληρωθεί, από ειδικότερο υπόμνημα (ΟλΑΠ 644/1985, ΑΠ 1487/2019, ΑΠ 1943/2608, ΑΠ 1197/1998). Ως μεταβιβαστικό αποτέλεσμα των ενδίκων μέσων, νοείται η μεταβίβαση του αντικειμένου της δίκης, είτε ως προς τα καθ` ύλην αρμόδια όργανα, που θα επιληφθούν του ενδίκου μέσου, είτε ως προς την έκταση της μεταβίβασης του αντικειμένου της δίκης. Με δεδομένο, ότι η φύση των ενδίκων μέσων ενέχει, ως βασικό χαρακτηριστικό, την απόδοση μομφής στην προσβαλλομένη δικαιοδοτική κρίση, παρέπεται, ως λογική συνέπεια αυτής της φύσης του ενδίκου μέσου, η ανάγκη εκδίκασης αυτού, από όργανο, διαφορετικό και ιεραρχικά ανώτερο, από το όργανο, που εχώρησε στην αμφισβητούμενη δικαιοδοτική κρίση. Το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα, υπό την ανωτέρω, δεύτερη όψη του, αφορά το «πόσο» μεταβιβάζεται, από τη δικαιοδοτική κρίση, που προσβάλλεται, με το ένδικο μέσο, στο ανώτερο ιεραρχικά όργανο, με τη διάταξη, δε, του άρθρου 468 παρ.2 του ΚΠοινΔικ, τίθεται, ως κανόνας, ότι η έκταση του μεταβιβαστικού αποτελέσματος εξαρτάται από την αντίστοιχη δήλωση του δικαιουμένου σε άσκηση του ενδίκου μέσου. Δικαιολογητική βάση του περιορισμού αυτού, είναι η θέση, «μια και η δικαιοδοτική λειτουργία της Πολιτείας δεν έχει λόγο να δυσπιστεί στον ίδιο της τον εαυτό, εκείνο μόνο το μέρος της πρωτοβάθμιας απόφασης μεταβιβάζεται, προς κρίση στη διαδικασία του ενδίκου μέσου, το οποίο προσβάλλεται με το τελευταίο». Η μεταβίβαση της υπόθεσης στο ανώτερο ιεραρχικά Δικαστήριο είναι, είτε καθολική, είτε μερική. Καθολική είναι η μεταβίβαση, όταν, με το ένδικο μέσο προσβάλλεται η δικαιοδοτική κρίση (βούλευμα ή απόφαση), στο σύνολο του διατακτικού της και για το λόγο αυτό, στο ανώτερο Δικαστήριο, μεταβιβάζεται το σύνολο της υποθέσεως (ΑΠ 1/2019). Μερική θεωρείται η μεταβίβαση, όταν, με το ένδικο μέσο, προσβάλλεται μέρος μόνο, κάποιο ή κάποια κεφάλαια από το διατακτικό της δικαιοδοτικής κρίσης και άρα, το ανώτερο Δικαστήριο μπορεί να κρίνει μόνο για το προσβαλλόμενο μέρος. Το είδος της μεταβίβασης (καθολική ή μερική μεταβίβαση) μπορεί να συνάγεται, είτε, ρητά, με συγκεκριμένη αναφορά του μέρους της δικαιοδοτικής κρίσης, που προσβάλλεται, είτε μπορεί να συνάγεται, σιωπηρά, από τους προβαλλόμενους λόγους του ενδίκου μέσου (ΑΠ 171/2017). Σε περίπτωση, κατά την οποία δεν είναι σαφές, ποιό είναι το προσβαλλόμενο μέρος της απόφασης ή του βουλεύματος, που προσβάλλεται με τη δήλωση ή τους λόγους του ενδίκου μέσου, θα πρέπει να θεωρηθεί, ότι η μεταβίβαση είναι καθολική με την έννοια της προσβολής του συνόλου του διατακτικού της δικαιοδοτικής κρίσης. Η μεταβίβαση είναι καθολική και όταν, από τη δήλωση ή από τους λόγους του ενδίκου μέσου, φαίνεται να προσβάλλεται μέρος μόνο του διατακτικού της απόφασης ή του βουλεύματος πλην όμως τα μέρη της δικαιοδοτικής κρίσης δεν μπορούν να διαχωριστούν μεταξύ τους και είναι αλληλοεξαρτώμενα, σε τέτοιο βαθμό, που η προσβολή του ενός μέρους, αναγκαστικά, επιδρά και στα άλλα μέρη, αν το ένδικο μέσο γίνει αποδεκτό (ΑΠ 171/2017, ΑΠ 209/2008, ΑΠ 2165/2007, ΑΠ 1146/2000). Όταν ο εκκαλών κατηγορούμενος παραπονείται, με την έφεσή του, για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ως προς την κατηγορία, γενικά, το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα είναι καθολικό και το Εφετείο οφείλει να κρίνει ολόκληρη την απόφαση (ΑΠ 705/2019, ΑΠ 171/2017). Επί του ενδίκου μέσου της εφέσεως, κατά αποφάσεως, μετά την τυπική παραδοχή της εφέσεως, με την οποία προσβλήθηκε στο σύνολό της η πρωτόδικη απόφαση, η υπόθεση επανέρχεται στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, για κατ` ουσία συζήτηση, στην πριν από την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης στάση, με την έννοια, ότι το τελευταίο έχει την εξουσία να κρίνει, όπως και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Επομένως, κάθε ακυρότητα της πρωτόδικης αποφάσεως καλύπτεται, με την έκδοση της επί της ουσίας αποφάσεως του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, αφού, μετά την τυπική παραδοχή της εφέσεως, η πρωτόδικη απόφαση ατονεί και αυτό επανεξετάζει την υπόθεση, τόσο ως προς τη νομική, όσο και ως προς την ουσιαστική της βάση (ΑΠ 705/2019, ΑΠ 171/2017). Παράλληλα, με τη διάταξη του άρθρου 502 παρ. 2 ΚΠοινΔικ, που περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο των ενδίκων μέσων, κατ` αποφάσεων, ορίζεται, ότι «Η έφεση έχει καθολικό μεταβιβαστικό αποτέλεσμα, εκτός αν ο εκκαλών την περιορίσει σε συγκεκριμένα κεφάλαια ή προβάλλει συγκεκριμένα ή συγκεκριμένους λόγους». Σύμφωνα, δε, με την ισχύουσα, γενικώς, επί όλων των ενδίκων μέσων, διάταξη του άρθρου 474 παρ. 4 ΚΠοινΔικ, «Στην έκθεση ή το δικόγραφο πρέπει να διατυπώνονται και οι λόγοι, για τους οποίους ασκείται το ένδικο μέσο», Στην περίπτωση του ενδίκου μέσου της έφεσης, κατά καταδικαστικής απόφασης - του νόμου, μη προβλέποντος, όπως επί αναιρέσεως, ειδικούς λόγους - το διατυπούμενο παράπονο μπορεί να αφορά οποιοδήποτε ουσιαστικό ή νομικό σφάλμα και να έχει (χωρίς να είναι και απαραίτητο) τη μορφή γενικής αμφισβήτησης της ορθότητας της πρωτόδικης κρίσης.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφασης ο αναιρεσείων κατηγορούμενος πριν από την εξέταση των μαρτύρων προέβαλε εγγράφως ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου τους αυτοτελείς ισχυρισμούς, τους οποίους ανέπτυξε και προφορικά ο συνήγορός του και οι οποίοι έχουν ως εξής:
II. Στην προκειμένη περίπτωση ισχυρίζομαι και απέδειξα, ότι ακόμα και εάν υποτεθεί ότι τέλεσα την άδικη πράξη την οποία μου αποδίδετε τελούσα κατ` άρθρο 31` ΠΚ σε καθεστώς νομικής πλάνης και δη συγγνωστής τοιαύτης καθόσον τα αναφερόμενα στην, υπό εξέταση κατηγορία όπλα και δη : (α) ένα πιστόλι μάρκας ......., (β) ένα μαχαίρι μήκους λάμας 23 εκατοστών, (γ) έξι φυσίγγια πυροβόλου όπλου διαφόρων διαμετρημάτων και (δ) είκοσι πέντε βολίδες διαφόρων διαμετρημάτων, τα κατείχα μεν αλλά πίστευα ότι η κατοχή τους δεν είναι έκνομη τοιαύτη, ενώ η απειρία μου και η άγνοια μου [καθόσον είμαι ιδιωτικός υπάλληλος και δεν έχω ειδικές γνώσεις], αφού αγνοώ παρόμοιο περιστατικό, συνηγορεί ακριβώς προς την κατεύθυνση αυτή ουδέποτε φανταζόμουν ότι τα φερόμενα ως όπλα αυτά θα προξενούσε την ποινική μου δίωξη, αφού όπως αποδείχτηκε κατά την απόδειξη και ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου αλλά και θα αποδειχθεί ενώπιον Σας, τα εξαρτήματα αυτά ευρίσκετο στο σπίτι μας και όχι κρυμμένα και εν προκειμένου εγώ τα απέκτησα ιδιωτικά και το μεν πιστόλι σαν όπλο κρότου και μάλιστα μετά από παραγγελία από το διαδίκτυο και χωρίς πρόβλημα και για να το χρησιμοποιήσω στην εκπαίδευση του σκύλου, ενώ το μαχαίρι ήταν δώρο φίλου.
11.1. Για τους λόγους αυτούς θα πρέπει να κηρυχθώ αθώος, αιρουμένου του καταλογισμού της άδικης πράξης για την οποία κατηγορούμαι.
11.2. Άλλως συντρέχει εν προκειμένω περίπτωση πραγματικής πλάνης καθόσον, έτσι εγώ, θεωρώντας ότι τα άνω εξαρτήματα τα είχα και στα πλαίσια της δράσης μου, ως κυνηγού και δεν ήταν αναγκαία η άδεια της αστυνομικής αρχής.
11.3. Εξάλλου στο πρόσωπό μου δεν καταφάσκεται ούτε η αντικειμενική ούτε η υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος της οπλοκατοχής, αφού δεν ενήργησα ούτε εκ δόλου, αλλά και από αμέλεια μου και δη συγγνωστή, δοθέντος ότι είχα την πεποίθηση ότι νομίμως κατείχα τον παραπάνω εξοπλισμό».
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Λαμίας με την προσβαλλομένη υπ` αριθ. 1564/2023 απόφασή του μετά από εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων, που αναφέρονται ως προς το είδος τους δέχθηκε τα εξής:
«Στις 3/10/2016, στη Λαμία Φθιώτιδας, στην οικία του κατείχε παράνομα, ήτοι χωρίς άδεια της αρμόδιας αρχής, όπλο από τα αναφερόμενα στο άρθρο 1 του Ν. 2168/1993 και συγκεκριμένα, κατείχε ένα (1) πιστόλι μάρκας …… με αριθμό σειράς ......... ένα (1) μαχαίρι μήκους λάμας είκοσι τριών εκατοστών του μέτρου (23 cm) και συνολικού μήκους τριάντα τριών εκατοστών του μέτρου (33 cm) εντός θήκης έξι (6) φυσίγγια πυροβόλου όπλου διαφόρων διαμετρημάτων είκοσι πέντε (25) βολίδες διαφόρων διαμετρημάτων και έξι (6) φυσίγγια πυροβόλου όπλου διαφόρων διαμετρημάτων. Συνεπώς, πρέπει αυτοί να κηρυχθούν ένοχοι για τις ανωτέρω πράξεις, αναγνωριζομένης σε έκαστο των κατηγορουμένων της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2 α ΠΚ. Περαιτέρω, ο τρίτος κατηγορούμενος δεν επανέφερε με ειδικό λόγο έφεσης ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου της ουσίας τους λοιπούς προβαλλόμενους αυτοτελείς ισχυρισμούς περί νομικής και πραγματικής πλάνης, και συνεπώς το παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο της ουσίας κρίνει αυτούς απορριπτέους».
Στη συνέχεια το παραπάνω δικαστήριο κήρυξε τον αναιρεσείοντα ένοχο για την αξιόποινη πράξη της παράνομης οπλοκατοχής αναγνωρίζοντας το ελαφρυντικό του συννόμου βίου (άρθρο 84 παρ. 2 α ΠΚ) με το ακόλουθο διατακτικό: «Στις 3/10/2016, στη Λαμία Φθιώτιδας, στην οικία του κατείχε παράνομα, ήτοι χωρίς άδεια της αρμόδιας αρχής, όπλο από τα αναφερόμενα στο άρθρο 1 του Ν. 2168/1993 και συγκεκριμένα, κατείχε ένα (1) πιστόλι μάρκας ……. με αριθμό σειράς ..........., ένα (1) μαχαίρι μήκους λάμας είκοσι τριών εκατοστών του μέτρου (23cm) και συνολικού μήκους τριάντα τριών εκατοστών του μέτρου (33cm) εντός θήκης, έξι (6) φυσίγγια πυροβόλου όπλου διαφόρων διαμετρημάτων, είκοσι πέντε (25) βολίδες διαφόρων διαμετρημάτων και έξι (6) φυσίγγια πυροβόλου όπλου διαφόρων διαμετρημάτων».
Με τις παραδοχές αυτές το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο στέρησε την απόφασή του της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας καθόσον απέρριψε τους αυτοτελείς ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος περί πραγματικής και νομικής πλάνης με μη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία διαλαμβάνοντας την παραδοχή ότι ο κατηγορούμενος (και ήδη αναιρεσείων) δεν επανέφερε με ειδικό λόγο έφεσης ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου της ουσίας τους λοιπούς προβαλλόμενους αυτοτελείς ισχυρισμούς περί νομικής και πραγματικής πλάνης, και συνεπώς το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο της ουσίας κρίνει αυτούς απορριπτέους. Όμως όπως συνάγεται από την επιτρεπτή για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου - επισκόπηση της έκθεσης πρακτικών της προσβαλλομένης απόφασης αλλά και της υπ` αριθ. …../2023 έφεσης του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος και της πρωτόδικης υπ` αριθ. 1414/2023 καταδικαστικής απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Λαμίας επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση το διατυπωθέν με τους προβληθέντες λόγους έφεσης παράπονο του αναιρεσείοντος κατά της ανωτέρω πρωτόδικης καταδικαστικής απόφασης αφορούσε τον ισχυρισμό ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν εκτίμησε όπως όφειλε σωστά τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως και τον κήρυξε ένοχο για πράξη που δεν τέλεσε, και ανεξάρτητα από τη βασιμότητα του ή μη συνιστά λόγο έφεσης του οποίου η τυπική αποδοχή επιφέρει την καθολική - και όχι την μερική - μεταβίβαση της υπόθεσης, στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο και δημιουργεί την υποχρέωση του τελευταίου, να κρίνει, εξαρχής, την υπόθεση στο σύνολό της. Συνεπώς, ο σχετικός με τα ανωτέρω από τη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` ΚΠοινΔ λόγος αναίρεσης περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών του κατηγορουμένου αναιρεσείοντος είναι βάσιμος. Παρέλκει δε η εξέταση των λοιπών λόγων αναίρεσης. Κατ` ακολουθίαν πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, του οποίου η σύνθεση από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως είναι δυνατή (άρθρο 519 ΚΠοιν.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΝΑΙΡΕΙ την υπ` αριθ. 1564/2023 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λαμίας.
ΠΑΡΑΠΕΜΕΠΕΙ την υπόθεση για νέα εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο της ουσίας που εξέδωσε την αναιρεθείσα απόφαση, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 17 Μαΐου 2024.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 7 Ιουνίου 2024.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ