Αριθμός απόφασης: 375/2023
(Αριθμός κατάθεσης ανακοπής: 1176/Π-ΠΤΑΝ/310/2023)
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΜΙΑΣ
(ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ)
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ευμορφίλη Παπαδοπούλου, Πρωτόδικη, την οποία όρισε η Διευθύνουσα το Πρωτοδικείο Λαμίας Πρόεδρος Πρωτοδικών και από τη γραμματέα Αθανασία Οικονομοπούλου.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια, στο ακροατήριό του, στις 10 Νοεμβρίου 2023, για να δικάσει την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 1176/Π-ΠΤΑΝ/310/2023 ανακοπή, μεταξύ: ΑΝΑΚΟΠΤΟΝΤΩΝ: ….
ΤΗΣ ΚΑΘ' ΗΣ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: …. ΑΝΩΝΥΜΗΣ ΤΡΑΠΕΖΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ
Οι ανακόπτοντες ζητούν να γίνει δεκτή η με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 1176/Π-ΠΤΑΝ/310/2023 ανακοπή τους, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, προσδιορίστηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και εγγράφηκε στο πινάκιο με αριθμό 88.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης στο ακροατήριο οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις που κατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ
Οι ανακόπτοντες, με την υπό κρίση ανακοπή τους, όπως αυτή παραδεκτά διορθώθηκε, κατ’ άρθρο 224 ΚΠολΔ, με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου τους κατά τη συζήτηση της ανακοπής στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, για τους εκτιθέμενους σε αυτήν λόγους, ζητούν να ακυρωθούν: α] η από 25-05-2023 επιταγή προς εκτέλεση, κάτωθι του αντιγράψου του πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ’ αριθ. 13534/2018 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία αφορά τον δεύτερο ανακόπτοντα, β] η από 15-02-2023 επιταγή προς εκτέλεση, κάτωθι του αντιγράφου του πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ' αριθ. 9883/2022 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία αφορά την πρώτη ανακόπτουσα και γ] η υπ’ αριθ. 3.239/07-06-2023 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Λαμίας, Ιωάννη Αλεξανδρή, δυνάμει της οποίας προσδιορίστηκε αναγκαστικός πλειστηριασμός του περιγραφόμενου σε αυτήν ακινήτου, για τις 10-01-2024, και να καταδικαστεί η καθ' ης η ανακοπή στην καταβολή της δικαστικής τους δαπάνης. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η υπό κρίση ανακοπή κατά της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης (άρθρο 933 ΚΠολΔ], παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο είναι αρμόδιο καθ' ύλη και κατά τόπο, αφού οι μεν εκτελεστοί τίτλοι εκδόθηκαν από το Μονομελές Πρωτοδικείο, το δε κατασχεθέν ακίνητο βρίσκεται στην περιφέρεια του Πρωτοδικείου Λαμίας (άρθρο 933 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ], ήτοι στο Δικαστήριο της περιφέρειας του τόπου της εκτέλεσης, εφόσον μετά την επίδοση της επιταγής ακολούθησαν και άλλες πράξεις της εκτελεστικής διαδικασίας, για να συζητηθεί κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρο 937 παρ. 3 ΚΠολΔ]. Περαιτέρω, η ανακοπή ασκήθηκε εμπρόθεσμα, εντός της προθεσμίας των 45 ημερών από την κατάσχεση, που ορίζεται στη διάταξη του άρθρου 934 παρ. 1 περ. α' ΚΠολΔ, όπως ισχύει, καθώς η προσβαλλόμενη έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης επιδόθηκε στους ανακόπτοντες στις 07-06-2023 και 08-06-2023 αντίστοιχα (βλ. την επκτημείωση του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Λαμίας, Ιωάννη Αλεξανδρή επί των αντιγράφων της προσβαλλόμενης έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας) και αντίγραφο του δικογράφου της ανακοπής επιδόθηκε στην καθ' ης στις 24-07-2023 (βλ. την υπ’ αριθ. 4798 Δ /24-07-2023 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά Γεωργίου Καφαντάρη). Επομένως, πρέπει η υπό κρίση ανακοπή, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό, τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των προβαλλόμενων λόγων της, εκ των οποίων ο πρώτος και ο δεύτερος λόγος αυτής, βάλλουν κατά του κύρους των επιταγών προς εκτέλεση και της επιβληθείσας αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας, ενώ ο τρίτος και ο τέταρτος λόγος βάλλουν κατά του κύρους της επιβληθείσας αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 924 παρ. 1 ΚΠολΔ, η επιταγή ως πρώτη πράξη της αναγκαστικής εκτέλεσης και συνάμα της προδικασίας της πρέπει απαραίτητα να επιδίδεται στον καθ' ου η εκτέλεση οφειλέτη, ενώ σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ σαφώς προκύπτει ότι ο καθολικός ή ειδικός διάδοχος του δικαιούχου (δανειστή), ο οποίος δεν αναφέρεται στον εκτελεστό τίτλο και δικαιούται κατ’ άρθρο 919 παρ. 1 ΚΠολΔ ή άλλη ειδική διάταξη να αρχίσει ή να συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση, υποχρεούται για το έγκυρο της αναγκαστικής εκτέλεσης που ενεργείται απ’ αυτόν, να κοινοποιήσει στον καθ' ου η εκτέλεση νέα επιταγή, ακόμη και αν έχει κοινοποιηθεί προηγουμένως επιταγή από τον αναφερόμενο στον εκτελεστό τίτλο αρχικό δικαιούχο, καθώς και τα νομιμοποιητικά της διαδοχής του έγγραφα, είτε αυτά είναι δημόσια, είτε ιδιωτικά, τόσο για την έναρξη όσο και για τη συνέχιση της αναγκαστικής εκτέλεσης. Η υποχρέωση αυτή είναι ανεξάρτητη και πρέπει να γίνεται ακόμα και όταν ο καθ' ου η εκτέλεση γνωρίζει για την επελθούσα διαδοχή. Απαιτείται δε η επίδοση ολοκλήρων των εγγράφων και όχι αποσπασμάτων. Αυτά πρέπει να κοινοποιούνται ως πρωτότυπα επίσημα έγγραφα, μη αρκούσης, της απλής μνείας τούτων στην επιταγή. Η παράβαση του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ συνεπάγεται ακυρότητα της εκτέλεσης ανεξαρτήτως βλάβης, δεδομένου ότι η φράση του νόμου «δεν δύναται να αρχίσει ή να συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση» είναι ισοδύναμη με την απειλή ακυρότητας. Τυχόν ακυρότητα της επιταγής που επέδωσε ο αρχικός δικαιούχος δεν επιδρά στο κύρος της νέας επιταγής, η οποία έχει αυτοτέλεια έναντι της προηγούμενης. Παρά τα ανωτέρω, στην περίπτωση της διαδοχής του δικαιούχου λόγω σύμβασης μεταβίβασης των τιτλοποιούμενών τραπεζικών απαιτήσεων κατά τους ορισμούς των ν. 4354/2015 και 3156/2003, με δεδομένη τη συνθετότητα και την έκταση των επιμέρους πράξεων, από τις οποίες απαρτίζεται η μεταβίβαση των απαιτήσεων και εν συνεχεία η ανάθεση της διαχείρισης αυτών, άρα και των αντιστοίχων εγγράφων που την πιστοποιούν, η απαίτηση συγκοινοποίησης στον καθ' ου η εκτέλεση οφειλέτη, στο πλαίσιο της ρύθμισης του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, ολόκληρων των σχετικών συμβάσεων μεταβίβασης και ανάθεσης της διαχείρισης, εκτός του ότι δεν συμπορεύεται με το πνεύμα της ρύθμισης του ανωτέρω άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, είναι ιδιαιτέρως πολυτελής, εξόχως δαπανηρή, στείρα τυπολατρική και παρεμβάλει σοβαρά εμπόδια στην εκτελεστική διαδικασία, παρεμποδίζοντας αδικαιολογήτως την πρόσβαση σε αυτήν των δανειστών. Η αναγκαστική εκτέλεση θέτει μεν συνήθως τον τύπο πριν από την ουσία, όχι, όμως, σε βαθμό που να εγγίζει τα όρια της κατάχρησης. Κατ’ ανάγκη λοιπόν, θα πρέπει να επιλεγούν εκείνα μόνο τα έγγραφα, που αποδεικνύουν την συντέλεση της μεταβίβασης και στοιχειοθετούν τη νομιμοποίηση του επισπεύδοντος (πρβλ. ΑΠ 345/2006, ΝΟΜΟΣ). Καθώς δε, τα αποτελέσματα της μεταβίβασης επέρχονται αυτοδικαίως εκ του νόμου και χωρίς άλλη διατύπωση και έναντι τρίτων από την καταχώριση της κάθε σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του αρ. 3 του ν. 2844/2000, είναι προφανές ότι και η νομιμοποίηση της εταιρίας που αναλαμβάνει τη διαχείριση των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων αρχίζει ακριβώς από τότε. Άρα, τα έγγραφα, που πιστοποιούν τις ανωτέρω πράξεις και ολοκληρώνουν τη μεταβίβαση και την ανάθεση της διαχείρισης, είναι τα μόνα κρίσιμα και θα πρέπει να συγκοινοποιούνται στον οφειλέτη με την επιταγή. Όλα τα υπόλοιπα, οσηδήποτε σπουδαιότητα και σοβαρότητα αν παρουσιάζουν για τη διαδικασία της μεταβίβασης καθ’ εαυτήν, δεν παύουν να αποτελούν στοιχεία, που αφορούν στις εσωτερικές σχεσεις των εταιρειών. Τα έγγραφα που νομιμοποιούν, συνεπώς, την εταιρεία που ανέλαβε τη διαχείριση των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων, είναι η καταχώριση σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία των συμβάσεων μεταβίβασης και ανάθεσης της διαχείρισης, σύμφωνα με το αρ. 3 του ν. 2844/2000, ήτοι η δημοσίευση του εντύπου που καθορίστηκε με την υπ’ αριθμ. 161 /337/2003 (ήδη ΥΑ 207/2020) απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης στο ενεχυροφυλακείο του τόπου της κατοικίας ή της έδρας του μεταβιβάζοντος, με το σχετικό απόσπασμα των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεωv απ’ όπου θα φαίνεται η καταχώριση της μεταβίβασης της απαίτησης του καθ' ου η εκτέλεση. Η κοινοποίηση των εγγράφων αυτών είναι αρκετή και ανταποκρίνεται πλήρως στη νομοτυπική μορφή των εγγράφων που αξιώνει το άρθρο 925 παρ. 1 ΚΠολΔ (ΕφΘεσ 177/2022, ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 160/2022 αδημ., ΜΠρΝαξ 57/2020, ΕΠολΔ 2020 σελ. 432 επ.).
Με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης ανακοπής, οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι τυγχάνουν άκυρες οι προσβαλλόμενες επιταγές προς εκτέλεση και συνακόλουθα και η έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας, καθώς η καθ' ης η ανακοπή δεν κοινοποίησε σε αυτούς τα οριζόμενα κατ' άρθρο 925 παρ. 1 ΚΠολΔ νομιμοποιητικά έγγραφα και συγκεκριμένα ολόκληρες τις συμβάσεις πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων και τις συμβάσεις διαχείρισης των τιτλοποιημένων επιχειρηματικών απαιτήσεων, ήτοι το πλήρες κείμενο με τους όρους της κάθε σύμβασης, αλλά κοινοποίησε μόνο τις καταχωρίσεις των πράξεων στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών σε αποσπάσματα, μη αρκούντων των αποσπασμάτων να αποδείξουν την ενεργητική της νομιμοποίηση. Με αυτό το περιεχόμενο, ο υπό κρίση λόγος ανακοπής τυγχάνει απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος, καθώς, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην ανωτέρω νομική σκέψη της παρούσας, η συγκοινοποίηση με την επιταγή προς εκτέλεση αντιγράφων από τα καταχωρηθέντα και δημοσιευθέντα στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών αποσπάσματα των συμβάσεων πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων και των συμβάσεων διαχείρισης των τιτλοποιημένων επιχειρηματικών απαιτήσεων επαρκεί για την τήρηση των προϋποθέσεων του άρθρου 925 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι ως προς την υποχρέωση συγκοινοποίησης των νομιμοποιητικών εγγράφων και στην περίπτωση της ειδικής διαδοχής και της σύμβασης ανάθεσης διαχείρισης, με δεδομένη τη συνθετότητα και την ποικιλία των επιμέρους πράξεων, από τις οποίες απαρτίζεται αυτή, άρα και των αντιστοίχων εγγράφων, που την πιστοποιούν, η απαίτηση συγκοινοποίησης στον καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη, στο πλαίσιο της ρύθμισης του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, όλων των εγγράφων που απαιτεί ο νόμος για τη συντέλεση της ειδικής αυτής διαδοχής και της ανάθεσης διαχείρισης, εκτός του ότι δεν συμπορεύεται με το πνεύμα της ρύθμισης, είναι και ιδιαιτέρως πολυτελής, εξόχως δαπανηρή, αλλά και παρεμβάλει σοβαρά εμπόδια, παρεμποδίζοντας την πρόσβαση των δανειστών αδικαιολογήτους στην εκτελεστική διαδικασία.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 1 του ν. 3156/2003 «Ομολογιακά δάνεια, τιτλοποίηση απαιτήσεων από ακίνητα κλπ», για τους σκοπούς του νόμου αυτού, τιτλοποίηση απαιτήσεων είναι η μεταβίβαση επιχειρηματικών απαιτήσεων λόγω πώλησης με σύμβαση που καταρτίζεται εγγράφως μεταξύ του μεταβιβάζοντος και του αποκτώντος, σε συνδυασμό με την έκδοση και διάθεση, με ιδιωτική τοποθέτηση μόνον, ομολογιών οποιουδήποτε είδους ή μορφής, η εξόφληση των οποίων πραγματοποιείται: α) από το προϊόν είσπραξης των επιχειρηματικών απαιτήσεων που μεταβιβάζονται ή β) από δάνεια, πιστώσεις ή συμβάσεις παραγώγων χρηματοοικονομικών μέσων. Ως «ιδιωτική τοποθέτηση» θεωρείται η διάθεση των ομολογιών σε περιορισμένο κύκλο προσώπων, που δεν μπορεί να υπερβαίνει τα εκατόν πενήντα. «Μεταβιβάζουν», κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, μπορεί να είναι έμπορος με εγκατάσταση στην Ελλάδα και "αποκτούν" μόνο νομικό πρόσωπο - ανώνυμη εταιρία - με σκοπό την απόκτηση και την τιτλοποίηση των απαιτήσεων (Εταιρία Ειδικού Σκοπού, σύμφωνα με την ορολογία που έχει επικρατήσει διεθνώς). Η εταιρία καταβάλλει το τίμημα και τιτλοποιεί τις απαιτήσεις εκδίδοντας αξιόγραφα, "ομολογίες", ονομαστικής αξίας τουλάχιστον 100.000 € η κάθε μία (βλ. παρ. 5 του άρθρου αυτού). Στην πιο απλή μορφή της, η τιτλοποίηση συνίσταται στην εκχώρηση (μεταβίβαση λόγω πωλήσεως) απαιτήσεων από έναν ή περισσοτέρους τομείς δραστηριότητας μιας εταιρίας προς μια άλλη εταιρία, η οποία έχει ως ειδικό σκοπό την αγορά των εν λόγω απαιτήσεων έναντι τιμήματος. Το τίμημα καταβάλλεται από το προϊόν της διάθεσης σε επενδυτές ομολογιών, στο πλαίσιο ομολογιακού δανείου, το οποίο η λήπτρια εταιρία εκδίδει για το σκοπό αυτό και το διαθέτει σε τρίτους (επενδυτές) και στη συνέχεια με το αντίτιμο των ομολόγων εξοφλεί το τίμημα της αγοράς. Η πώληση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων διέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 513 επ. του ΑΚ, η δε μεταβίβαση από τις διατάξεις των άρθρων 455 επ. του ΑΚ, εφόσον οι διατάξεις αυτές δεν αντίκεινται στις διατάξεις του νόμου αυτού (παρ. 6). Η σύμβαση μεταβίβασης των τιτλοποιού μενών απαιτήσεων καταχωρίζεται σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 2844/2000 (παρ. 8).
Από την καταχώριση της σχετικής σύμβασης, σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, επέρχεται η μεταβίβαση των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων, εκτός αν άλλως ορίζεται στους όρους της σύμβασης και η μεταβίβαση αναγγέλλεται εγγράφως από τον μεταβιβάζοντα ή την εταιρεία ειδικού σκοπού στον οφειλέτη (παρ. 9). Ως αναγγελία λογίζεται η καταχώριση της σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 8 του ιδίου άρθρου. Πριν από την αναγγελία δεν αποκτώνται έναντι τρίτων δικαιώματα που απορρέουν από τη μεταβίβαση (εκχώρηση] λόγω πώλησης της παρ. 1. Η ανωτέρω καταχώριση γίνεται με δημοσίευση (κατάθεση εντύπου) στο ενεχυροφυλακείο του τόπου της κατοικίας ή της έδρας του μεταβιβάζοντος, ως ενεχυροφυλακεία δε, έως την ίδρυση τους με π.δ/γμα, ορίζονται τα κατά τόπους λειτουργούντα σήμερα υποθηκοφυλακεία ή κτηματολογικά γραφεία της έδρας των Πρωτοδικείων. Συνοπτικώς, τα στοιχεία που περιέχονται στο άνω έντυπο με την προκαθορισμένη μορφή είναι: α) τα στοιχεία των συμβαλλομένων, β) οι όροι της σύμβασης (λ.χ. νόμισμα και ποσό του τιμήματος της αγοράς), γ) ο τύπος των επιχειρηματικών απαιτήσεων, δ) το οφειλόμενο κεφάλαιο ανά επιχειρηματική απαίτηση και ανά σύνολο, ε) τα στοιχεία των οφειλετών και οι παρεπόμενες εμπράγματες και ενοχικές απαιτήσεις. Περαιτέρω, ο ως άνω νόμος προβλέπει ότι επί μιας τέτοιας μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων από Τράπεζα σε μία εταιρεία ειδικού σκοπού είναι δυνατό να ανατεθεί, με σύμβαση που συνάπτεται εγγράφως και σημειώνεται στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 (παρ. 16), η είσπραξη και εν γένει διαχείριση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων σε πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα που παρέχει νομίμως υπηρεσίες, σύμφωνα με το σκοπό του, στον Ευρωπαϊκό Χώρο, στον μεταβιβάζοντα ή και σε τρίτο, εφόσον ο τελευταίος είτε είναι εγγυητής των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων είτε ήταν επιφορτισμένος με τη διαχείριση ή την είσπραξη των απαιτήσεων πριν τη μεταβίβασή τους στον αποκτώντα. Αν η εταιρεία ειδικού σκοπού (απόκτησης) δεν εδρεύει στην Ελλάδα και οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις είναι απαιτήσεις κατά καταναλωτών πληρωτέες στην Ελλάδα, τα πρόσωπα στα οποία ανατίθεται η διαχείριση πρέπει να έχουν εγκατάσταση στην Ελλάδα. Σε περίπτωση υποκατάστασης του διαχειριστή, ο υποκατάστατος ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με τον διαχειριστή (παρ. 14). Εξάλλου, με τον Ν. 4354/2015 «Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων κλπ» εισήχθησαν στην ελληνική έννομη τάξη δύο διακριτά εταιρικά σχήματα οι «εταιρείες απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις» (ΕΑΑΔΠ) και οι «εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις» (ΕΔΑΔΠ), οι οποίες δραστηριοποιούνται υπό την εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος, ενώ προβλέπονται δυο νέα συμβατικά μορφώματα, η σύμβαση πώλησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις και η σύμβαση διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις. Αμφότερα τα συμβατικά μορφώματα υπόκεινται σε σοβαρούς περιορισμούς, ως προς τον τύπο, τα πρόσωπα που δικαιούνται να συμβληθούν και το περιεχόμενό τους, που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 1 έως 3 του άνω Ν. 4354/2015. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 β του Ν. 4354/2015, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4643/2019, η μεταβίβαση απαιτήσεων από πιστώσεις και δάνεια, που έχουν χορηγήσει ή χορηγούν πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, όπως και απαιτήσεων εταιρειών προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, πλην της περίπτωσης δ της παραγράφου 5 του άρθρου 2 του Ν. 4261/2014, μπορεί να λάβει χώρα μόνο λόγω πώλησης, δυνάμει σχετικής έγγραφης συμφωνίας, σύμφωνα και με τα όσα προβλέπονται στο άρθρο 3, προς τους κατωτέρω, ως προς μεν τα πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα αποκλειστικά, ως προς δε τις εταιρείες προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας δυνητικά, ήτοι: αα) Ανώνυμες εταιρίες που σύμφωνα με το καταστατικό τους μπορούν να προβαίνουν σε απόκτηση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, εδρεύουν στην Ελλάδα και καταχωρίζονται στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (ΓΕΜΗ), ββ) Εταιρίες που έχουν έδρα στον Ευρωπαϊκό Χώρο, που σύμφωνα με το καταστατικό τους μπορούν να προβαίνουν σε απόκτηση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων της νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και γγ) Εταιρίες που έχουν έδρα σε τρίτες χώρες, που σύμφωνα με το καταστατικό τους μπορούν να προβαίνουν σε απόκτηση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, υπό την επιφύλαξη διατάξεων της ενωσιακής νομοθεσίας, οι οποίες έχουν διακριτική ευχέρεια να εγκαθίστανται στην Ελλάδα μέσα} υποκαταστήματος, υπό την προϋπόθεση ότι η έδρα τους δεν βρίσκεται σε κράτος που έχει προνομιακό φορολογικό καθεστώς ή σε μη συνεργάσιμο κράτος. Συνεπώς, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 του Ν. 4354/2015, στη σύμβαση μεταβίβασης (πώλησης) απαιτήσεων από πιστώσεις και δάνεια που έχουν χορηγήσει πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν να είναι, ως πωλητές μόνον πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα και ως αγοραστές μόνον ΕΑΑΔΠ (Εταιρείες απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 α του ως άνω Ν. 4354/2015, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 παρ. 1 του Ν. 4643/2019, η διαχείριση των απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις που χορηγούνται ή έχουν χορηγηθεί από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, καθώς και των απαιτήσεων εταιρειών προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, εκτός των αναφερόμενων στην περίπτωση δ της παραγράφου 5 του άρθρου 2 του Ν. 4261/2014, ανατίθεται στους κατωτέρω, ως προς μεν τα πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα αποκλειστικά, ως προς δε τις εταιρείες προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας δυνητικά: ήτοι, αα) σε ανώνυμες εταιρίες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις, ειδικού και αποκλειστικού σκοπού, υπό την επιφύλαξη της παρ. 20, που εδρεύουν στην Ελλάδα και ββ) σε εταιρίες που εδρεύουν σε κράτος - μέλος του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χοίρου, με την προϋπόθεση ότι έχουν εγκατασταθεί νόμιμα στην Ελλάδα μέσω υποκαταστήματος, με σκοπό τη διαχείριση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, με την επιφύλαξη των διατάξεων της Οδηγίας 2013/36 (EEL 176/338/27-6-2013), καθώς και της Οδηγίας 2004/39 (EEL 145/2004) και της περίπτωσης δ’ της παρούσας παραγράφου. Δηλαδή, στη σύμβαση διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις δύνανται να συμβάλλονται αφενός πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα ή ΕΑΑΔΠ (Εταιρείες απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις) και αφετέρου ΕΔΑΔΠ (Εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις). Εξάλλου, οι ΕΔΑΔΠ (Εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις) είναι ανώνυμες εταιρίες ειδικού και αποκλειστικού σκοπού, που αποτελούν χρηματοδοτικά ιδρύματα, λαμβάνουν ειδική άδεια λειτουργίας από την ΤτΕ, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και εποπτεύονται, για τη συμμόρφωσή τους προς τις διατάξεις του παρόντος νόμου από την Τράπεζα της Ελλάδος (άρθρο 1 παρ. 1 περ. α', όπως το δεύτερο εδάφιο της περ. α' αντικαταστάθηκε με το άρθρο 69 παρ. 1 του Ν. 4549/2018). Αντικείμενο της δραστηριότητας τους ορίζεται η διαχείριση των απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις που χορηγούνται ή έχουν χορηγηθεί από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα (καθώς και απαιτήσεων εταιρειών προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας] (άρθρο 1 παρ. α'), οι οποίες (απαιτήσεις) μπορεί να είναι είτε καθυστερούμενες είτε ενήμερες. Περαιτέρω, το άρθρο 2 παρ. 1 - 3 του ν. 4354/2015, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 70 του Ν. 4389/2016, προβλέπει ότι στις Εταιρίες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π.) δυναται να ανατίθεται η διαχείριση απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων ή και πιστώσεων που έχουν χορηγηθεί ή χορηγούνται από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, πλην του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων (περίπτωση δ της παραγράφου 5 του άρθρου 2 του Ν. 4261/2014). Η παραπάνω ρύθμιση εισάγει διττό περιορισμό ως προς το υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής της, καθόσον, αφενός μεν εξουσιοδοτών (αναθέτων την διαχείριση) μπορεί να είναι μόνον πιστωτικό ίδρυμα ή ΕΑΑΔΠ (Εταιρεία απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις), αφετέρου δε διαχειριστής μπορεί να είναι μόνον ΕΔΑΔΠ (Εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις) που έχει λάβει ειδική άδεια από την Τράπεζα της Ελλάδος (1 παρ. 1 a' Ν. 4354/2015). Επίσης, η πώληση και μεταβίβαση απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων και πιστώσεων, που έχουν χορηγηθεί από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα ρυθμίζεται στο άρθρο 3 του Ν. 4354/2015, και μπορεί να γίνει μόνον προς αδειοδοτημένη ΕΑΑΔΠ (Εταιρεία απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις) (ή ανάλογη αλλοδαπή εταιρεία που έχει εγκατασταθεί νόμιμα στην Ελλάδα, με τις προϋποθέσεις του άρθρου 1 παρ. 1 β' περιπτ. ββ και γγ Ν.4354/2015) και διέπονται (όπως και στις περιπτώσεις της μεταβίβασης απαιτήσεων με βάση τις διατάξεις του άρθρου 10 του Ν. 3156/2003 για την τιτλοποίηση απαιτήσεων), η μεν πώληση από τις διατάξεις του άρθρου 513 επομ. ΑΚ, η δε μεταβίβαση από τις διατάξεις των άρθρων 455 επομ. ΑΚ (άρθρο 3 παρ. 1). Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 2 του Ν. 4354/2015, η σύμβαση ανάθεσης διαχείρισης απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων ή και πιστώσεων προς τις Ε.Δ.Α.Δ.Π (Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις) υπόκειται σε συστατικό έγγραφο τύπο Ν. 4354/2015) και περιλαμβάνει, κατ' ελάχιστο περιεχόμενο, τα ακόλουθα: (α) τις προς διαχείριση απαιτήσεις και το τυχόν στάδιο μη εξυπηρέτησης κάθε απαίτησης, (β) τις πράξεις της διαχείρισης, οι οποίες μπορεί να συνίστανται ιδίως στη νομική και λογιστική παρακολούθηση, την είσπραξη, τη διενέργεια διαπραγματεύσεων με τους οφειλέτες των προς διαχείριση απαιτήσεων και τη σύναψη συμβάσεων συμβιβασμού κατά την έννοια των άρθρων 871 - 872 ΑΚ ή ρύθμισης και διακανονισμού οφειλών σύμφωνα με τον Κώδικα Δεοντολογίας, όπως έχει θεσπισθεί με την υπ’ αριθμ. 116/25.8.2014 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος κατ' εφαρμογή της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4224/2013 και (γ) την καταβλητέα αμοιβή διαχείρισης, η οποία σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να μετακυλίεται στον υπόχρεο καταβολής της απαίτησης. Περαιτέρω, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 περ. γ του ν. 4354/2015, η πώληση των παραπάνω απαιτήσεων είναι ισχυρή, μόνο εφόσον έχει υπογραφεί συμφωνία ανάθεσης διαχείρισης μεταξύ εταιρίας απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις και εταιρίας διαχείρισης απαιτήσεων, που αδειοδοτείται και εποπτεύεται κατά τον παρόντα νόμο από την Τράπεζα της Ελλάδος, τα δε δικαιώματα που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες, λόγω πώλησης, απαιτήσεις δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των εταιριών διαχείρισης της παρούσας παραγράφου. Οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις λογίζονται ως τραπεζικές και μετά τη μεταβίβασή τους. Οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων ευθύνονται για όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στο Δημόσιο και σε τρίτους, οι οποίες βαρύνουν τις εταιρίες απόκτησης απαιτήσεων και απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις. Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του άνω νόμου 4354/2015, οι Εταιρίες Διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοί, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του ν. 4307/2014 (Α1 246). Εφόσον οι Εταιρίες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και τον δικαιούχο της απαίτησης. Το δε ζήτημα της ενεργητικής νομιμοποίησης των εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων για την άσκηση διαδικαστικών πράξεων υπό το καθεστώς των νόμων 3156/2003 και 4354/2015 και ειδικότερα της δυνατότητας εφαρμογής των διατάξεων του ν. 4354/2015 και δη αυτής του άρθρ. 2 παρ. 4 του τελευταίου νόμου, στις συμβάσεις διαχείρισης του ν. 3156/2003 επί τιτλοποιημένων απαιτήσεων προκάλεσε έντονη διάσταση στη νομολογία. Περί της δυνατότητας εφαρμογής των διατάξεων του ν. 4354/2015 και δη αυτής του άρθρ. 2 παρ. 4 του τελευταίου νόμου, στις συμβάσεις διαχείρισης του ν. 3156/2003 επί τιτλοποιημένων απαιτήσεων εκδόθηκαν πλείονες αποφάσεις (βλ. ενδεικτικά ΑΠ 1871/2022, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1553/2022, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1343/2022, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1102/2022 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1188/2021, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 467/2021, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 883/2021, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 368/2019 ΕΠολΔ 2019. 423 με σημ. Καστανίδη, ΕφΠατρ 9/2022, ΝΟΜΟΣ, ΕψΑΘ 2700/2021, ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 58/2021, ΝΟΜΟΣ, ΜΕφΘεσ 49/2022, ΝΟΜΟΣ, ΜΕφΑιγ 1/2022, ΝΟΜΟΣ, ΜΕφΠατρ 438/2021, ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΛαρ 40/2022, ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΑΘ 1362/2022, ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΛαμ 513/2022, ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΠατρ 383/2022 ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΠατρ 87/2022, ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΛαρ 57/2022, ΝΟΜΟΣ). Με την αντίθετη άποψη, της μη δυνατότητας εφαρμογής των διατάξεων του ν. 4354/2015 και δη αυτής του άρθρ. 2 παρ. 4 του τελευταίου νόμου, στις συμβάσεις διαχείρισης του ν. 3156/2003 επί τιτλοποιημένων απαιτήσεων, τάχθηκαν αντίστοιχα πλείονες αποφάσεις (βλ. ΑΠ 822/2022, ΝΟΜΟΣ, ΜΕφΑΘ 3577/2022 Τ.Ν.Π. Ισοκράτης, ΜΕφΑΘ 1858/2022 ΝΟΜΟΣ, ΜΕφΠειρ 595/2022, ΝΟΜΟΣ, ΜΕφΘεσ 494/2022, ΕλλΑνη 2022, σελ. 798 επ. με σημείωση Κώνστα ΜΕφΛαρ 250/2022, ΝΟΜΟΣ, ΜΕφΔυτΜακ 122/2022, ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΤρικ 183/2022, ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΑγρ 131/2022, ΝΟΜΟΣ). Έτσι, με την υπ’ αριθ. 1873/2022 απόφαση του Α2’ Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, ενόψει της ανακύψασας στη νομολογία διάσταση ως προς το Θέμα της νομιμοποίησης των εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων για την άσκηση διαδικαστικών πράξεων υπό το καθεστώς των νόμων 3156/2003 και 4354/2015, παραπέμφθηκε η υπόθεση στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, προκειμένου να κριθεί, αν κατά την παράλληλη και συνδυαστική εφαρμογή των Ν. 4354/2015 και Ν. 3156/2003 οι Εταιρίες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π.) του Ν. 4354/2015 διαθέτουν την κατ' εξαίρεση νομιμοποίηση του άρθρου 2 παρ. 4 του νόμου αυτού, έχοντας και τη δυνατότητα άσκησης διαδικαστικών εν γένει πράξεων, μόνον όταν η μεταβίβαση και η ανάθεση της διαχείρισης των απαιτήσεων στις εν λόγω εταιρείες πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις του ανωτέρω Ν. 4354/2015, ή, αντιθέτως, διαθέτουν την ως άνω νομιμοποίηση ανεξάρτητα από το ειδικότερο νομικό πλαίσιο με βάση το οποίο συντελείται, εκάστοτε, η μεταβίβαση των υπό διαχείριση απαιτήσεων, δηλαδή όχι μόνον όταν η μεταβίβαση και η ανάθεση της διαχείρισης των απαιτήσεων αυτών στις εν λόγω εταιρείες πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 4354/2015 αλλά και όταν η μεταβίβαση των απαιτήσεων και η αντίστοιχη ανάθεση της διαχείρισης γίνεται με βάση τις διατάξεις για την τιτλοποίηση των απαιτήσεων του ν. 3156/2003, καθώς κρίθηκε ότι δημιουργείται ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος και η παραπομπή είναι αναγκαία για την ενότητα της νομολογίας. Ήδη, το νομικό αυτό ζήτημα έχει επιλυθεί με την έκδοση της υπ1 αριθ. 1/2023 απόφασης της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, με την οποία έγιναν δεκτά τα εξής: Αμφότεροι οι ως άνω νόμοι 3156/2003 και 4354/2015 έχουν παραπλήσιο αντικειμενικό πεδίο εφαρμογής, καθώς και οι δύο καθορίζουν τις προϋποθέσεις για την μεταβίβαση - πώληση των απαιτήσεων (ειδικά δε στην περίπτωση του Ν. 4354/2015 των τραπεζικών] από τους φορείς τους προς τρίτους, με τη διαφοροποίηση ότι στην περίπτωση του Ν. 3156/2003, μετά την πώληση ακολουθεί το στάδιο τη έκδοσης ομολογιών (της τιτλοποίησης] και ρυθμίζουν τη διαχείριση και είσπραξη των απαιτήσεων αυτών από εταιρείες διαχείρισης, ωστόσο ο Ν. 4354/2015 περιέχει πληρέστερο ρυθμιστικό πλαίσιο για το καθεστώς λειτουργίας των εταιρειών διαχείρισης, τόσο στο πεδίο του ουσιαστικού, όσο και στο πεδίο του δικονομικού δικαίου. Στην περίπτωση της μεταβίβασης απαιτήσεων με σκοπό την τιτλοποίηση σύμφωνα με το ν. 3156/2003, στο άρθρο 10 παρ. 14 αυτού ορίζεται ότι η είσπραξη και εν γένει διαχείριση των τιτλοποιημένων απαιτήσεων μπορεί να ανατίθεται συμβατικά σε πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα, στον ίδιο τον μεταβιβάζοντα ή σε τρίτο - εγγυητή με τις προϋποθέσεις που ειδικότερα ορίζονται σ’ αυτή. Με τη διάταξη αυτή δεν παρέχεται ρητά στην εταιρεία διαχείρισης, η οποία, συμβαλλόμενη με την εταιρεία απόκτησης, αποκτά κατά το ουσιαστικό δίκαιο την εξουσία είσπραξης αλλότριας απαίτησης (ήτοι απαίτησης της εταιρείας απόκτησης], και η δικονομική εξουσία να εγείρει αγωγή και κάθε άλλο ένδικο βοήθημα για την είσπραξή της, με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου, αιτούμενη έννομη προστασία στο όνομά της, όπως ρητά προβλέπεται τούτο για τις εταιρείες διαχείρισης στην προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 4 του ν. 4354/2015, δυνάμει της οποίας ο νομοθέτης εξόπλισε τις εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων, στις οποίες ανατίθεται η διαχείριση απαιτήσεων, με βάση το νόμο αυτό, και με τη δικονομική εξουσία να ενεργούν, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, στο όνομά τους, το σύνολο των αναγκαίων δικαστικών, αλλά και εξώδικων ενεργειών, προς είσπραξη των υπό την διαχείρισή τους απαιτήσεων. Η προβλεπόμενη από το άρθρο 2 παρ. 4 του Ν. 4354/2015 εξαιρετική νομιμοποίηση της εταιρείας διαχείρισης ως μη δικαιούχου διαδίκου, διευκολύνει τις εταιρείες απόκτησης, οι οποίες συνήθως έχουν έδρα στην αλλοδαπή, καθώς απαλλάσσονται από το βάρος της διαχείρισης των απαιτήσεων αυτών και της επιμέλειας της δικαστικής επιδίωξής τους, αφού αυτή ασκείται αποκλειστικά από τις εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων (άρθρο 1 στοιχ. γ' Ν. 4354/2015), χωρίς να βλάπτει τα ουσιαστικά δικαιώματα των δανειοληπτών - καταναλωτών, οι οποίοι ασκούν τα δικαιώματα τους ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων κατά εταιρειών, οι οποίες έχουν λάβει ειδική άδεια από την Τράπεζα της Ελλάδος, που έχει δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και οι οποίες εδρεύουν στην Ελλάδα και λειτουργούν εντός ενός συγκεκριμένου αυστηρού νομικού καθεστώτος εποπτευόμενες από την Τράπεζα της Ελλάδος. Ενόψει αυτών είναι ερευνητέο, αν οι εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων του Ν. 4354/2015 απολαμβάνουν την προβλεπόμενη από το νόμο αυτό εξαιρετική νομιμοποίηση ως μη δικαιούχοι διάδικοι και στην περίπτωση που τους έχει ανατεθεί η διαχείριση απαιτήσεων με το καθεστώς του Ν.3156/2003, μολονότι τέτοια νομιμοποίηση δεν θεσπίζεται ρητά με το Ν. 3156/2003. Στην ελληνική έννομη τάξη η κατ' εξαίρεση νομιμοποίηση προϋποθέτει ειδική νομοθετική ρύθμιση, η οποία απονέμει στο πρόσωπο την ιδιότητα του μη δικαιούχου ή μη υπόχρεου διαδίκου, όπως λχ συμβαίνει με το σύνδικο της πτώχευσης, τον εκτελεστή διαθήκης, τον εκκαθαριστή κληρονομιάς, τον αναγκαστικό διαχειριστή, τον Εισαγγελέα στη δίκη ακύρωσης του γάμου κλπ. Ωστόσο, η πρόβλεψη μιας περίπτωσης εξαιρετικής νομιμοποίησης από το νομοθέτη δεν απαιτεί πανηγυρική διατύπωση ότι πρόκειται για μη δικαιούχο ή μη υπόχρεο διάδικο, εφόσον από την τελολογική ερμηνεία της εφαρμοστέας διάταξης, σύμφωνα με την οποία μεταξύ των περισσοτέρων δυνατών νοημάτων, που καλύπτονται από το γράμμα του ερμηνευόμενου κανόνα δίκαιου πρέπει να αναζητείται εκείνο που επιτυγχάνει την πληρέστερη πραγμάτωση του ρυθμιστικού σκοπού του, δηλαδή την πληρέστερη διασφάλιση της αξιολογικής στάθμισης των εκατέρωθεν συμφερόντων, προκύπτει ότι ο σκοπός του νομοθέτη είναι να εξοπλίσει το πρόσωπο, που νομιμοποιείται προς είσπραξη μιας απαίτησης τρίτου κατά το ουσιαστικό δίκαιο και με τη δικονομική εξουσία να ενεργεί κάθε αναγκαία για την είσπραξή της διαδικαστική πράξη και ενέργεια με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου. Προς τούτο συγκλίνει και η αντικειμενική θεωρία, σύμφωνα με την οποία ο ερμηνευτής ενός κανόνα δικαίου αναζητεί το αντικειμενικό νόημα του νόμου, δηλαδή την ενυπάρχουσα στον κανόνα δικαίου λογική, έτσι ώστε αυτός, ενόψει του όλου συστήματος δικαίου, των υφισταμένων συνθηκών και των αντιμαχομένων συμφερόντων και αναγκών να μπορεί να επιτελέσει τον σκοπό για τον οποίο θεσπίστηκε. Ο νομοθέτης, στο άρθρο 2 παρ. 4 του Ν, 4354/2015 ρύθμισε ρητά το ειδικό δικονομικό καθεστώς των εταιρειών διαχείρισης, απονέμοντας σ' αυτές την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου. Ωστόσο, αυτές οι εταιρείες διαχείρισης υπάγονται σε μια ευρύτερη κατηγορία εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, όπως είναι και εκείνες του Ν. 3156/2003. Ως εκ τούτου η διαφορετική αντιμετώπιση των εταιρειών διαχείρισης του Ν. 3156/2003 από εκείνες του Ν. 4354/2015 θα έχει ως συνέπεια λογική ανακολουθία στο εσωτερικό σύστημα του νόμου. Αυτό, άλλωστε, συνάγεται και από τη συστηματική ερμηνεία των ως άνω κανόνων δικαίου, οι οποίοι παρουσιάζουν νοηματική και λειτουργική συνοχή μεταξύ τους, αφού και οι δύο ρυθμίζουν τη διαχείριση και είσπραξη απαιτήσεων τρίτων. Γι' αυτό οι ανωτέρω δύο νόμοι θα πρέπει να ερμηνεύονται και να εφαρμόζονται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να βρίσκονται σε αρμονία μεταξύ τους, ανεξαρτήτως αν η απόκτηση των απαιτήσεων από τις εταιρείες ειδικού σκοπού έγινε με τη διαδικασία της τιτλοποίησης και εκχώρησης βάσει του Ν. 3156/2003 ή με τη διαδικασία της πώλησης βάσει του Ν. 4354/2015. Περαιτέρω, στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 δ' του Ν. 4354/2015 ορίζεται ότι οι διατάξεις του δεν επηρεάζουν την εφαρμογή των διατάξεων του Ν. 3156/2003, ενώ και στην αιτιολογική έκθεση αυτού σημειώνεται ότι παρέχονται στα πιστωτικά ιδρύματα τα θεσμικά εργαλεία αξιοποίησης του χαρτοφυλακίου τους, καθώς θα έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν είτε την εφαρμογή του νόμου περί τιτλοποίησης απαιτήσεων (Ν. 3156/2003] είτε το θεσμικό πλαίσιο που προκρίνεται με το Ν. 4354/2015]. Η προβλεπόμενη με την πιο πάνω διάταξη παράλληλη εφαρμογή των δύο, νομοθετημάτων αναφέρεται στη διαδικασία μεταβίβασης των απαιτήσεων και σκοπεύει να διευκολύνει τις συναλλαγές που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Ν. 3156/2003, απαλλάσσοντας τους συμβαλλόμενους από τις επιπλέον προβλεπόμενες ειδικότερες προϋποθέσεις που απαιτούνται για τη μεταβίβαση των απαιτήσεων με βάση το Ν. 4354/2015. Η ως άνω ερμηνεία, σύμφωνα με την οποία επιβάλλεται ενιαία εφαρμογή του άρθρου 2 παρ. 4 του Ν. 4354/2015, τόσο στις περιπτώσεις που η διαχείριση των απαιτήσεων έχει αναληφθεί με βάση τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 14 του Ν. 3156/2003, όσο kol όταν έχει αναληφθεί με βάση τις διατάξεις του Ν. 4354/2015, εξυπηρετεί το νομοθετικό σκοπό της διευκόλυνσης της διαχείρισης των απαιτήσεων και επιλύει κατά τρόπο ενιαίο το ζήτημα της δικονομικής υπόστασης των εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων, επιτυγχάνοντας έτσι την αρμονική ένταξη του ερμηνευόμενου Ν. 3154/2003 στο σύστημα, χωρίς η προσέγγιση αυτή να επηρεάζεται από τις διαφορετικές συνθήκες κάτω από τις οποίες θεσπίστηκαν τα ως άνω δύο νομοθετήματα. Η διαφορετική αντιμετώπιση του ζητήματος, σύμφωνα με την οποία οι εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις του Ν. 4354/2015 διαθέτουν την κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση του άρθρου 2 παρ. 4 αυτού, μόνο όταν η μεταβίβαση και ανάθεση της διαχείρισης των απαιτήσεων στις εν λόγω εταιρείες γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 4354/2015 και όχι όταν έχει πραγματοποιηθεί σύμφωνα με τις διατάξεις για την τιτλοποίηση των απαιτήσεων του Ν. 3156/2003, θα ήταν αντίθετη προς την αρχή της ενότητας και ασφάλειας του δικαίου, η οποία απορρέει από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 25 παρ. 1 εδαφ. α' του Συντάγματος και επιβάλλει τη σαφήνεια και την προβλέψιμη εφαρμογή των εκάστοτε νομοθετικών ρυθμίσεων, η οποία πρέπει να τηρείται, ιδίως όταν πρόκειται για διατάξεις που μπορούν να έχουν σοβαρές οικονομικές συνέπειες για τους ενδιαφερομένους, όπως οι προαναφερόμενες διατάξεις. Τέλος, υπέρ της ανωτέρω ερμηνευτικής προσέγγισης ότι ο διαχειριστής των τιτλοποιημένων απαιτήσεων του Ν. 3156/2003 νομιμοποιείται ως μη δικαιούχος διάδικος αποτελεί και η ιστορική καταγωγή του Ν. 3156/2003. Ειδικότερα, η τιτλοποίηση απαιτήσεων προβλέφθηκε για πρώτη φορά στην ελληνική νομοθεσία με το άρθρο 14 του Ν. 2801/2000 και αφορούσε την τιτλοποίηση απαιτήσεων του Ελληνικού Δημοσίου, στη συνέχεια δε, ο θεσμός αυτός επεκτάθηκε και στον ιδιωτικό τομέα με τη θέσπιση του Ν. 3156/2003. Με την παρ. 13 του άρθρου 14 του άνω Ν. 2801/2000 ορίστηκε ότι η είσπραξη των εκχωρούμενων απαιτήσεων συνεχίζει να γίνεται από το Ελληνικό Δημόσιο στο όνομα και για λογαριασμό αυτού, σύμφωνα με τις ισχύουσες κάθε φορά διατάξεις, για την είσπραξη δημόσιων εσόδων και με όλα τα διαδικαστικά προνόμια του Ελληνικού Δημοσίου, σαν να μην είχε λάβει χώρα εκχώρηση ή μεταβίβαση των σχετικών απαιτήσεων, οι δε προβλεπόμενες επί των εσόδων κρατήσεις και δικαιώματα υπέρ τρίτων αποδίδονται στους δικαιούχους τους, με βάση τις ισχύουσες διατάξεις. Ο εκδοχέας των απαιτήσεων δεν νομιμοποιείται να παρέμβει ή να συμμετάσχει κατά οποιονδήποτε τρόπο στις σχετικές διαδικασίες. Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου εφαρμόζονται κατ' αναλογία και όταν πρόκειται για εκχώρηση απαιτήσεων ΝΠΔΔ. Συνεπώς, με βάση τον ως άνω νόμο, που προηγήθηκε του Ν. 3156/2003, το Ελληνικό Δημόσιο ως διαχειριστής των τιτλοποιημένων απαιτήσεων έχει την αποκλειστική εξουσία να ενεργεί στο όνομά του ως μη δικαιούχος διάδικος όλες τις αναγκαίες ενέργειες και διαδικασίες για την είσπραξη των εκχωρημένων ή μεταβιβασθεισών απαιτήσεων, ενώ ο εκδοχέας των απαιτήσεων στερείται νομιμοποίησης. Η υποστηριζόμενη άποψη ότι οι εταιρείες διαχείρισης νομιμοποιούνται ως μη δικαιούχοι διάδικοι μόνο όταν η μεταβίβαση των απαιτήσεων και η ανάθεση της διαχείρισης σ’ αυτές γίνεται με βάση τις διατάξεις του Ν. 4354/2015, λόγω του ότι προβλέπεται διαφορετική φορολογική μεταχείριση των εταιρειών διαχείρισης στους δύο νόμους, καθώς ο Ν. 3156/2003 θέτει τις τιτλοποιημένες απαιτήσεις υπό καθεστώς φορολογικής ατέλειας, ενώ οι μεταβιβάσεις που γίνονται με βάση το Ν. 4354/2015 υπόκεινται σε φορολογία, δεν μπορεί να στηρίξει πειστικά αυτή τη διαφορετική άποψη. Επίσης, το επιχείρημα υπέρ της ίδιας ως άνω άποψης, λόγω του ότι ο Ν. 4354/2015 θέτει ως απαραίτητη προϋπόθεση για την πώληση των μη εξυπηρετούμενων δανείων των καταναλωτών την προηγούμενη πρόσκληση του συνεργάσιμου δανειολήπτη και του εγγυητή για να διακανονίσουν τις οφειλές τους (άρθρο 3 παρ. 2 Ν. 4354/2015), ενώ ο Ν. 3156/2003 δεν περιλαμβάνει τέτοια πρόβλεψη, είναι ατελέσφορο, διότι η τήρηση αυτής της προϋπόθεσης δεν απαιτείται σε όλες τις περιπτώσεις, αφού εξαιρούνται από την προϋπόθεση αυτή απαιτήσεις επίδικες ή επιδικασθείσες και απαιτήσεις κατά οφειλετών μη συνεργάσιμων (άρθρο 3 παρ. 2 εδαφ. β Ν. 4354/2015) (ΟλΑΠ 1/2023, ΝΟΜΟΣ).
Έτσι, με την ανωτέρω απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, κρίθηκε ότι κατά την παράλληλη και συνδυαστική εφαρμογή των Ν. 4354/2015 και Ν. 3156/2003, οι Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π) έχουν την κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση του άρθρου 2 παρ. 4 του Ν. 4354/2015, προς άσκηση κάθε ένδικου βοηθήματος και κάθε άλλης δικαστικής ενέργειας προς είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, ανεξάρτητα από το ειδικότερο νομικό πλαίσιο, με βάση το οποίο συντελείται η μεταβίβαση των υπό διαχείριση απαιτήσεων, δηλαδή ακόμη και όταν η μεταβίβαση των απαιτήσεων και η ανάθεση της διαχείρισής τους στις εν λόγω εταιρείες συντελείται σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3156/2003 για την τιτλοποίηση των απαιτήσεων.
Με τον δεύτερο λόγο της κρινόμενης ανακοπής, οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι τυγχάνουν άκυρες οι προσβαλλόμενες επιταγές προς εκτέλεση και έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης της ακίνητης περιουσίας τους, καθώς η καθ' ης η ανακοπή δεν νομιμοποιείται ενεργητικά για την διενέργεια πράξεων εκτέλεσης, υπό την ιδιότητά της ως διαχειρίστρια της ένδικης απαίτησης της αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία δεδομένου ότι εν προκειμένω πρόκειται να μεταβιβασθείσα απαίτηση, δυνάμει των διατάξεων του ν. 3156/2003, ενώ, από τον ν. 3156/2003 δεν παρέχεται σε τέτοια διαχειρίστρια εταιρία η δικονομική εξουσία να ενεργήσει ως μη δικαιούχος διάδικος και να επισπεύσει εκτέλεση για λογαριασμό της ανωτέρω αλλοδαπής εταιρίας και ότι οι διατάξεις του ν. 4354/2015, που παρέχουν τέτοια εξαιρετική νομιμοποίηση, δεν εφαρμόζονται στην προκειμένη περίπτωση. Με αυτό το περιεχόμενο, ο υπό κρίση λόγος ανακοπής τυγχάνει απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος, καθώς, σύμφωνα με όσα αναλυτικά εκτέθηκαν στην ανωτέρω νομική σκέψη της παρούσας, από την παράλληλη και συνδυαστική εφαρμογή των Ν. 4354/2015 και Ν. 3156/2003, οι Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις [Ε.Δ.Α.Δ.Π) έχουν την κατ' εξαίρεση νομιμοποίηση του άρθρου 2 παρ. 4 του Ν. 4354/2015, προς άσκηση κάθε ένδικου βοηθήματος και κάθε άλλης δικαστικής ενέργειας προς είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, ανεξάρτητα από το ειδικότερο νομικό πλαίσιο, με βάση το οποίο συντελείται η μεταβίβαση των υπό διαχείριση απαιτήσεων, δηλαδή ακόμη και όταν η μεταβίβαση των απαιτήσεων και η ανάθεση της διαχείρισής τους στις εν λόγω εταιρείες συντελείται σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3156/2003 για την τιτλοποίηση των απαιτήσεων και έτσι εφαρμόζεται και στην προκειμένη περίπτωση σύμβασης διαχείρισης, που συνάπτεται, κατά τις διατάξεις του ν. 3156/2003, η διάταξη του άρθρ. 2 παρ. 4 του ν. 4354/2015, με την οποία παρέχεται η δικονομική εξουσία στις εταιρίες διαχείρισης του νόμου αυτού να ενεργούν ως μη δικαιούχοι διάδικοι διαδικαστικές πράξεις, μεταξύ άλλων, για λογαριασμό των δικαιούχων των απαιτήσεων, τις οποίες διαχειρίζονται και να επισπεύδουν διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης για την είσπραξη των απαιτήσεων αυτών.
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 281 ΑΚ, 116 και 933 ΚΠολΑ και 25 παρ. 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι η πραγμάτωση με αναγκαστική εκτέλεση της απαιτήσεως του δανειστή κατά του οφειλέτη, αποτελεί ενάσκηση ουσιαστικού δικαιώματος δημοσίου δικαίου και συνεπώς λόγο της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ μπορεί να αποτελέσει και η προφανής αντίθετη της επισπευδόμενης διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως, στα αντικειμενικά όρια της καλής πίστεως ή των χρηστών ηθών ή του κοινωνικού ή οικονομικού σκοπού του δικαιώματος, που θέτει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικώς, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, χωρίς κατά νόμο να εμποδίσουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή καταστάσεως που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Απαιτείται ακόμη οι πράξεις του υπόχρεου και η υπ' αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, επαγόμενη ιδιαιτέρως επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σύνδεσμο με την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου. Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου και όταν ακόμη δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση στον υπόχρεο ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται αυτό να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκηση αυτού, αλλά απαιτείται να συντρέχουν, προσθέτως, ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες, κυρίως, από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υπόχρεου, ενόψει των οποίων και της αδράνειας του δικαιούχου, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, που τείνει στην ανατροπή της καταστάσεως που έχει διαμορφωθεί υπό τις ανωτέρω ειδικές συνθήκες και έχει διατηρηθεί για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, να εξέρχεται των υπό της ανωτέρω διατάξεως διαγραφομένων ορίων. Η ειρημένη δε αδράνεια του δικαιούχου, που δεν είναι απαραίτητο να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες για τον υπόχρεο συνέπειες, αρκεί και η επέλευση δυσμενών απλώς για τα συμφέροντα του επιπτώσεων πρέπει να υφίσταται επί μακρό χρονικό διάστημα, πλην ελασσόνα του διά την παραγραφή του δικαιώματος υπό του νόμου προβλεπομένου, από τότε που ο δικαιούχος μπορούσε να ασκήσει το δικαίωμά του (ΟλΑΠ 8/2018, ΝΟΜΟΣ, ΟλΑΠ 10/2012, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 311/2020, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 999/2019, ΝΟΜΟΣ). Ειδικά δε, κατ' εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 951 παρ. 2 ΚΠολΔ, που αποτελεί έκφανση της, κατά την διάταξη του άρθρου 116 ΚΠολΑ, γενικής αρχής περί της απαγορεύσεως καταχρηστικής διαδικαστικής συμπεριφοράς και απηχεί την αρχή της αναλογικότητος (αρχή της αναγκαιότητος) και αποσκοπεί στην αποτροπή της υπερβολικής καταπιέσεως του οφειλέτου από την κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων, που ευρίσκονται σε δυσαναλογία σε σχέση προς την απαίτηση, επιβάλλεται περιορισμός, προς προστασία του οφειλέτου- καθ' ου η κατάσχεση από τον κίνδυνο της κατασχέσεως και του πλειστηριασμού πραγμάτων περισσοτέρων από όσα απαιτούνται για την ικανοποίηση των δανειστών και των εξόδων της εκτελέσεως. Ο περιορισμός της καταχρηστικής ασκήσεως της αξιώσεως για αναγκαστική εκτέλεση εκδηλώνεται ως απειλή ακυρότητας των πράξεων της αναγκαστικής κατασχέσεως πράγματος του οφειλέτου αξίας δυσαναλόγως μεγαλύτερης από το ύψος της ουσιαστικής αξιώσεως του επισπεύδοντος ή της κατασχέσεως ορισμένου πράγματος, όταν υπάρχουν άλλα αντικείμενα δεκτικά κατασχέσεως που υπερκαλύπτουν το ποσόν της εκτελουμένης αξιώσεως ή όταν υπάρχει άλλο πράγμα της κυριότητος του καθ' ου, μικρότερης αξίας που υπερκαλύπτει την απαίτηση του επισπεύδοντος (ΕφΔωδ 65/2021, ΝΟΜΟΣ]. Τέλος, οι πράξεις κατάσχεσης και πλειστηριασμού περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη παραβιάζουν την αρχή της αναγκαιότητας ή του ηπιότερου μέσου, όταν η αξίωση του δανειστή είναι δυνατό να ικανοποιηθεί με άλλο μέσο ασυγκρίτως ηπιότερο για τον οφειλέτη, όπως με κατάσχεση άλλων περιουσιακών στοιχείων του, η αξία των οποίων είναι μικρότερη του αρχικά κατασχεθέντος στοιχείου, αξία βέβαια που καλύπτει την αξίωση του δανειστή, όπως και όταν οι πράξεις κατάσχεσης και πλειστηριασμού περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητας υπό στενή έννοια και, δη, όταν εμφανίζονται σαν μέτρα εξαιρετικής σκληρότητας για το συγκεκριμένο οφειλέτη, τα οποία υπερβαίνουν τα ανεκτά όρια της θυσίας του, ενώ, ταυτόχρονα, το ποσό της απαίτησης που εκτελείται είναι ελάχιστο σε σχέση με τη δυσανάλογα μεγάλη αξία του κατασχεθέντος [Βαθρακοκοίλης, ΚΠολΔ-Ερμηνεία και Νομολογιακή Ανάλυση, τομ.Ε, υπό άρθρο 951 αρ. 14] και, συνεπώς, έκδηλη η μεγάλη δυσαναλογία μεταξύ του μέσου εκτέλεσης και του σκοπού για τον οποίο αυτό επιβάλλεται (ΕφΑΘ 2634/2022, ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 65/2021, ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΘεσ 7742/2022, αδημ. στον νομικό τύπο]. Με τον τέταρτο λόγο της υπό κρίση ανακοπής, ο οποίος βάλλει κατά του κύρους της αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας, οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη αναγκαστική κατάσχεση της ακίνητης περιουσίας τους είναι άκυρη ως καταχρηστική, καθώς η απαίτηση της καθ' ης, για την οποία επιβλήθηκε η κατάσχεση είναι δυσανάλογα μικρότερη της αξίας του ακινήτου τους που πρόκειται να εκπλειστηριαστεί και συγκεκριμένα επιβλήθηκε κατάσχεση για μέρος της συνολικής της απαίτησης ποσού 27.023,47 ευρώ, ενώ η αξία του ακινήτου τους ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 117.000 ευρώ, ήτοι ποσού 94.400 ευρώ για το δικαίωμα της ψιλής κυριότητας της πρώτης ανακόπτουσας και ποσού 22.600 ευρώ για το δικαίωμα επικαρπίας του δεύτερου ανακόπτοντος, όπως εκτιμήθηκε από τον δικαστικό επιμελητή που επέβαλε την κατάσχεση και υφίσταται προφανής δυσαναλογία μεταξύ της βλάβης που θα υποστούν οι ανακόπτοντες και της ικανοποίησης της απαίτησης της καθ' ης, δεδομένου ότι: α) ως προς την πρώτη ανακόπτουσα, το κατασχεθέν ακίνητο αποτελεί την κύρια κατοικία της και το μοναδικό περιουσιακό της στοιχείο, ενώ β] ως προς τον δεύτερο ανακόπτοντα, υφίσταται έτερη επαρκής περιουσία, όπως λεπτομερώς εκτίθεται στο δικόγραφο της ανακοπής, για την ικανοποίηση της προαναφερόμενης απαίτησης της καθ’ ης. Με αυτό το περιεχόμενο, ο λόγος αυτός είναι νόμιμος, στηριζόμενος στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα. Από το σύνολο των εγγράφων που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, για κάποια από τα οποία γίνεται ιδιαίτερη μνεία στη συνέχεια, χωρίς να παραλείπεται κανένα από αυτά κατά την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, για να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε ως δικαστικά τεκμήρια, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Σε βάρος των ανακοπτόντων επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση από την καθ' ης η ανακοπή, υπό την ιδιότητά της ως διαχειρίστριας και πληρεξούσιας των απαιτήσεων των οποίων δικαιούχος τυγχάνει η αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία δυνάμει της από 11-06-2021 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, νομίμως δημοσιευθείσας με αρ. πρωτ. 290/29- 07-2021 στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών, στον τόμο 12 με αύξοντα αριθμό 280, ως αυτή συμπληρώθηκε δυνάμει της από 24-11-2022 σύμβασης συμπλήρωσης, νομίμως δημοσιευθείσας σε περίληψη με αρ. πρωτ. 893/24-11-2022 στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών, στον τόμο 15 με αύξοντα αριθμό 140, και η οποία κατέστη ειδικός διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία δυνάμει της από 16-03-2021 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 του Ν. 3156/2003, η οποία κατέστη ειδικός διάδοχος της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία ως καθολικής διαδόχου της. Ειδικότερα, αναφορικά με τον δεύτερο ανακόπτοντα, κατόπιν αίτησης της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία ως οιονεί καθολικής διαδόχου της εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 13534/2018 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και η διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης επισπεύδεται με την επίδοση από την καθ' ης, της από 25-05-2023 επιταγή προς εκτέλεση, κάτωθι του αντιγράφου του πρώτου εκτελεστού απογράφου της ως άνω διαταγής πληρωμής, με συγκοινοποίηση των νομιμοποιητικών της εγγράφων ως διαχειρίστριας των ένδικων απαιτήσεων. Με την από 25-05-2023 επιταγή προς εκτέλεση, η οποία επιδόθηκε σε αυτόν στις 29-05-2023, ο δεύτερος ανακόπτων επιτάχθηκε να καταβάλει στην καθ’ ης: α) το ποσό των 27.938,02 ευρώ που επιδικάστηκε με την ως άνω διαταγή πληρωμής, για απαίτηση σε βάρος του απορρέουσα από την υπ' αριθ. 018/950078/20-12-2002 σύμβαση έντοκου τοκοχρεωλυτικού στεγαστικού δανείου, στην οποία συμβλήθηκε ως οφειλέτης και η ως πιστώτρια, εντόκως από την 02-04-2011 (επομένη της επίδοσης της εξώδικης καταγγελίας της δανειακής σύμβασης) με το ανώτατο επιτρεπτό συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας και με εξάμηνο ανατοκισμό των τόκων, πλέον εξόδων και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, β) το ποσό των 855 ευρώ για επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη, γ) το ποσό των 50 ευρώ για δαπάνη επίδοσης της επιταγής, ήτοι συνολικά το ποσό των 28.843,02 ευρώ. Αναφορικά με την πρώτη ανακόπτουσα, κατόπιν αίτησης της καθ’ ης, υπό την προαναφερόμενη ιδιότητά της, ως διαχειρίστριας της επίδικης απαίτησης, εκδόθηκε η υπ' αριθ. 9883/2022 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και η διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης επισπεύδεται με την επίδοση από την καθ’ ης, της από 15-02-2023 επιταγή προς εκτέλεση, κάτωθι του αντιγράφου του πρώτου εκτελεστού απογράφου της ως άνω διαταγής πληρωμής. Με την από 15-02-2023 επιταγή προς εκτέλεση, η πρώτη ανακόπτουσα επιτάχθηκε να καταβάλει στην καθ’ ης: α) το ποσό των 26.123,48 ευρώ που επιδικάστηκε με την ως άνω διαταγή πληρωμής, για απαίτηση σε βάρος της απορρέουσα από την υπ’ αριθ. 018/950078/20-12-2002 σύμβαση έντοκου τοκοχρεωλυτικού στεγαστικού δανείου, στην οποία συμβλήθηκε ως εγγυήτρια και η ως πιστώτρια, εντόκως από την 02-04-2011 (επομένη της επίδοσης της εξώδικης καταγγελίας της δανειακής σύμβασης) με το ανώτατο επιτρεπτό συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας και με εξάμηνο ανατοκισμό των τόκων, πλέον εξόδων kαι μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, β) το ποσό των 800 ευρώ για επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη, γ) το ποσό των 60 ευρώ για λήψη απογράφου και σύνταξη επιταγής προς πληρωμής, δ) το ποσό των 50 ευρώ για δαπάνη επίδοσης της επιταγής, ήτοι συνολικά το ποσό των 27.023,47 ευρώ. Με βάση τους ο>ς άνω δύο εκτελεστούς τίτλους, η επισπεύδουσα - καθ’ ης η ανακοπή, προέβη σε αναγκαστική κατάσχεση της ακίνητης περιουσίας των ανακοπτόντων, η οποία επιβλήθηκε στις 07-06-2023 με την προσβαλλόμενη με αριθμό 3.239/07-06- 2023 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Λαμίας, Ιωάννη Αλεξανδρή, για μέρος της απαίτησης της καθ' ης, σύμφωνα με την έκθεση κατάσχεσης ήτοι για το ποσό των 27.023,47 ευρώ. Δυνάμει της προαναφερθείσας κατασχετήριας έκθεσης κατασχέθηκε, ειδικότερα, το παρακάτω λεπτομερώς περιγραφόμενο ακίνητο, που ανήκει κατά ψιλή κυριότητα στην πρώτη ανακόπτουσα και κατ' επικαρπία στον δεύτερο ανακόπτοντα: σε ολόκληρο τον ισόγειο όροφο, αποτελούμενο από ένα διαμέρισμα, συγκείμενο από τέσσερα (4) δωμάτια, χωλ, κουζίνα, αποθήκη και λουτροκαμπινέ, επιφάνειας 133 τ.μ., επιφάνειας κοινόχρηστων 6 τ.μ., ήτοι συνολικής επιφάνειας 139 τ.μ., ιδιόκτητου όγκου 439 κυβικών μέτρων, όγκου κοινόχρηστων 20 κυβικών μέτρων, ήτοι συνολικού όγκου 459 κυβικών μέτρων, ποσοστού συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 223/000, συνορευόμενο γύρωθεν ως εξής: ανατολικά με ακάλυπτο χώρο και με ιδιοκτησίας Γ. Ντόβα και Κ. Ζησιμοπούλου, δυτικά με τη δημοτική οδό Διάκου, βόρεια με I. Γιωτοπούλου και νότια με ακάλυπτο χώρο. Το διαμέρισμα αυτό βρίσκεται σε τετραώροφη μεθ' υπογείου οικοδομή σε οικόπεδο εμβαδού 329 M2, κείμενο μέσα στο εγκεκριμένο ρυμοτομικό της πόλεως της Λαμίας και επί της δημοτικής οδού Διάκου, αρ. 47 και ήδη 39, του Δήμου Λαμιέων. Το ανωτέρω ακίνητο περιήλθε στην ψιλή κυριότητα της πρώτης ανακόπτουσας, δυνάμει του υπ' αριθ. 16.937/1987 συμβολαίου δωρεάς εν ζωή κατά ψιλή κυριότητα, από τον δωρητή παππού της του του συμβολαιογράφου Λαμίας Δ. Αλεξανδρή, το οποίο μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Λαμίας, στον τόμο 199 και αριθμό 231, σε συνδυασμό: α] με την υπ' αριθ. 9.935/1998 πράξη παραιτήσεως από δικαίωμα συνοικήσεως του συμβολαιογράφου Λαμίας Κ. Ντελή και β) με την υπ’ αριθ. 14.469/1985 πράξη σύστασης οριζοντίου ιδιοκτησίας του συμβολαιογράφου Λαμίας Δ. Αλεξανδρή. Στον δεύτερο ανακόπτοντα, το ανωτέρω ακίνητο ανήκει κατ' επικαρπία, δυνάμει του υπ’ αριθ. 14.244/27-08-1999 συμβολαίου γονικής παροχής ισοβίου επικαρπίας από τον πατέρα του του συμβολαιογράφου
Λαμίας Κ. Καψάλη, το οποίο μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Λαμίας, στον τόμο 305 και αριθμό 9. Περαιτέρω, η εμπορική αξία του ανωτέρω λεπτομερώς περιγραφόμενου ακινήτου, εκτιμήθηκε από τον δικαστικό επιμελητή Ιωάννη Αλεξανδρή, για το δικαίωμα της ψιλής κυριότητας στο ποσό των 90.400 ευρώ και για το δικαίωμα της επικαρπίας στο ποσό των 22.600 ευρώ, κατόπιν της έκθεσης εκτίμησης εμπορικής αξίας της πιστοποιημένης εκτιμήτριας Σωτηρίας Σμάνη, ενώ ορίστηκε με την ίδια έκθεση ως ημέρα διενέργειας του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού η 10-01-2024. Λαμβανομένων υπόψη αφενός του κεφαλαίου της ως άνω απαίτησης της καθ’ ης, ποσού 27.023,47 ευρώ, για την ικανοποίηση της οποίας, επιβλήθηκε η προσβαλλόμενη αναγκαστική κατάσχεση, και αφετέρου της προαναφερόμενης εμπορικής αξίας (και τιμής πρώτης προσφοράς) του κατασχεμένου ακινήτου, συνολικού ποσού 117.000 ευρώ, το Δικαστήριο κρίνει ότι η αξία του κατασχεθέντος ακινήτου, είναι δυσαναλόγως μεγαλύτερη σε σχέση με το ύψος της εκτελούμενης απαίτησης της καθ’ ης. Συνεπώς, η προκειμένη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, εμφανιζόμενη ως μέτρο εξαιρετικής σκληρότητας για τους καθ’ ων η εκτέλεση, οι οποίοι ενέχονται εις ολόκληρον για την ικανοποίηση της απαίτησης της καθ' ης η οποία πηγάζει από την ίδια δανειακή σύμβαση, ο δεύτερος ως πρωτοφειλέτης και η πρώτη ως εγγυήτρια, και υπερβαίνουσα τα ανεκτά όρια θυσίας τους, προσκρούει στο άρθρο 281 ΑΚ και τυγχάνει εξ αυτού του λόγου - υπέρμετρα επαχθής και κατ’ επέκταση καταχρηστική για την ανακόπτουσα, ως αντιβαίνουσα στην αρχή της αναλογικότητας. Περαιτέρω, όπως αποδείχθηκε η ικανοποίηση της παραπάνω απαίτησης της καθ' ης θα ήταν εφικτή με την επιβολή αναγκαστικής κατάσχεσης σε κάποιο άλλο από τα περιουσιακά στοιχεία του δεύτερου ανακόπτοντος - καθ' ου η εκτέλεση, ενόψει του ότι πρόκειται για την ίδια απαίτηση της καθ’ ης σε βάρος των ανακοπτόντων, που πηγάζει από την ίδια ανωτέρω αναφερόμενη δανειακή σύμβαση, με την οποία ο δεύτερος ανακόπτων συμβλήθηκε ως πρωτοφειλέτης, ενώ η πρώτη ανακόπτουσα ως εγγυήτρια και συγκεκριμένα: α) το υπό στοιχείο Β1-Γ1 [μεζονέτα) διαμέρισμα συνολικής επιφάνειας 196 τ.μ., επί της ίδιας τετραώροφης οικοδομής με το κατασχεθέν ακίνητο, που βρίσκεται στη Λαμία, επί της οδού Διάκου, αρ. 47 και ήδη 39, β) το υπό στοιχείο Β2 διαμέρισμα του δεύτερου ορόφου, επιφάνειας 52 τ.μ., επί της ίδιας τετραώροφης οικοδομής με το κατασχεθέν ακίνητο, που βρίσκεται στη Λαμία, επί της οδού Διάκου, αρ. 47 και ήδη 39, γ) την υπό στοιχεία ΥΑ-Α4 αποθήκη του α’ υπό τον ισόγειο υπογείου ορόφου του κτιρίου Α' του οικοδομικού συγκροτήματος, που βρίσκεται στη Λαμία, επί της οδού Ιωάννη Μακροπούλου, αρ. 23-29, δ] την υπό στοιχεία ΥΑ- ΘΣ4 θέση στάθμευσης αυτοκινήτου του α' υπό τον ισόγειο υπογείου ορόφου του κτιρίου Α' του οικοδομικού συγκροτήματος, που βρίσκεται στη Λαμία, επί της οδού Ιωάννη Μακροπούλου, αρ. 23-29, ε) το υπό στοιχείο Ι-Δ1 διαμέρισμα του ισογείου ορόφου, επιφάνειας 73,60 τ.μ., του κτιρίου Α' του οικοδομικού συγκροτήματος, που βρίσκεται στη Λαμία, επί της οδού Ιωάννη Μακροπούλου, αρ. 23-29, μετά του χώρου στάθμευσης αυτοκίνητου της πυλωτής, εμβαδού 10,15 τ.μ. και στ) ένα αγροτεμάχιο, έκτασης 6.000 τ.μ., κείμενη στην κτηματική περιφέρεια Σταυρού Φθιώτιδας, όπως προκύπτει από τις δηλώσεις ΕΝ.Φ.Ι.Α του δεύτερου ανακόπτοντος, σε συνδυασμό με το αντίγραφο της μερίδας του στο Υποθηκοφυλακείο και τις περιλήψεις μεταγραφής των συμβολαίων, με τα οποία απέκτησε τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία. Αναφορικά με την πρώτη ανακόπτουσα, η κατάσχεση εν προκειμένω της κύριας κατοικίας της εμπορικής αξίας 90.400 ευρώ (ως προς το δικαίωμα της ψιλής κυριότητας της πρώτης ανακόπτουσας) για την ικανοποίηση απαίτησης 27.023,47 ευρώ, δηλαδή η κατάσχεση ακινήτου τετραπλάσιας περίπου αξίας σε σχέση με το ύψος της απαίτησης, αποτελεί μέτρο εξαιρετικής σκληρότητας για τους συγκεκριμένους οφειλέτες, το οποίο υπερβαίνει τα ανεκτά όρια της θυσίας της, ενώ ταυτόχρονα η απαίτηση που εκτελείται είναι σημαντικά μικρότερης αξίας και, συνεπώς, καθίσταται έκδηλη η μεγάλη δυσαναλογία μεταξύ του μέσου εκτελέσεως και του σκοπού για τον οποίο αυτό επιβάλλεται, κατά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, που αποτελεί θεμελιώδη κανόνα ρυθμιστικό των σχέσεων εξουσίας συνεπάγεται δε ιδιαιτέρως επαχθείς γι’ αυτήν συνέπειες, γεγονός που καθιστά την εκ μέρους της καθ' ης η ανακοπή άσκηση του δικαιώματος της μη ανεκτή κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις και ιδέες του μέσου κοινωνικού και συνετού ανθρώπου. Η ενέργεια αυτή της καθ' ης η ανακοπή υπερβαίνει προφανώς τα όρια τα επιβαλλόμενα από την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, αλλά και από τον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό του δικαιώματος και επομένως, είναι καταχρηστική, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ και εντεύθεν άκυρη. Εξάλλου, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στην ανωτέρω νομική σκέψη της παρούσας, η ακυρότητα των εν λόγω πράξεων εκτελέσεως επέρχεται έστω και αν δεν υπάρχουν άλλα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη τα οποία θα μπορούσαν να κατασχεθούν, πολύ περισσότερα ότα υπάρχουν και άλλα ακίνητα μικρότερης αξίας που καλύπτουν την απαίτηση της καθ' ης, όπως στην προκειμένη περίπτωση με τα προαναφερόμενα ακίνητα ιδιοκτησίας του δεύτερου ανακόπτοντος (ΑΠ 431/1981, ΝοΒ 30. 413, ΑΠ 692/1983, ΕΕΝ 1984. 203, ΜΠρΑΘ 402/2014, ΝΟΜΟΣ). Ενόψει όλων των ανωτέρω, το παρόν Δικαστήριο κρίνει ότι η επίσπευση του προαναφερόμενου πλειστηριασμού γίνεται κατά προφανή υπέρβαση των ορίων, που, βάσει της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ, επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικοοικονομικός σκοπός του δικαιώματος της καθ' ης η ανακοπή. Συνεπώς, ο τέταρτος λόγος της υπό κρίση ανακοπής, πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος,
Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει: α) μετά την απόρριψη του πρώτου και του δεύτερου λόγου της ανακοπής που αφορούν τις προσβαλλόμενες επιταγές προς εκτέλεση, να απορριφθεί η υπό κρίση ανακοπή κατά το μέρος που στρέφεται κατά της από 25-05-2023 επιταγής προς εκτέλεση, κάτωθι του αντιγράφου του πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ' αριθ. 13534/2018 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και της από 15-02-2023 επιταγής προς εκτέλεση, κάτωθι του αντιγράφου του πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ' αριθ. 9883/2022 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, β) να γίνει δεκτή η υπό κρίση ανακοπή κατά παραδοχή του τέταρτου λόγου της, ως ουσιαστικά βάσιμη κατά το μέρος που αφορά την προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 3.239/07-06-2023 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Λαμίας, Ιωάννη Αλεξανδρή, ενώ παρέλκει η εξέταση του τρίτου λόγου ανακοπής, που βάλλει ομοίως κατά της ως άνω έκθεσης κατάσχεσης και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη έκθεση κατάσχεσης, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, η δικαστική δαπάνη, πρέπει να συμψηφιστεί λόγω του ιδιαιτέρως δυσχερούς της ερμηνείας των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν [άρθρα 179 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την ανακοπή κατά το μέρος που στρέφεται κατά το μέρος που στρέφεται κατά της από 25-05-2023 επιταγής προς εκτέλεση, κάτωθι του αντιγράφου του πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ’ αριθ. 13534/2018 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και της από 15-02-2023 επιταγής προς εκτέλεση, κάτωθι του αντιγράφου του πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ’ αριθ. 9883/2022 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών
ΔΕΧΕΤΑΙ την ανακοπή κατά το μέρος που στρέφεται κατά της υπ' αριθ. 3.239/07-06-2023 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Λαμίας, Ιωάννη Αλεξανδρή.
ΑΚΥΡΩΝΕΙ την υπ' αριθ. 3.239/07-06-2023 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Λαμίας, Ιωάννη Αλεξανδρή.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στη Λαμία, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 7 Δεκεμβρίου 2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους και θεωρήθηκε αυθημερόν
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ