Διαταγή πληρωμής. Για την έκδοσή της, πρέπει η απαίτηση και το ποσό της να αποδεικνύονται εγγράφως. Αποσπάσματα εμπορικών βιβλίων τράπεζας. Δεν αποτελούν αποδεικτικά έγγραφα των απαιτήσεών της. Επιτρέπεται, όμως, δικονομική συμφωνία ότι θα αποτελούν πλήρη απόδειξη υπέρ του εκδότη τους. Εκτύπωση αποσπάσματος μηχανογραφικώς τηρούμενου βιβλίου. Εφόσον φέρει βεβαίωση της γνησιότητας της εκτυπώσεως από τον υπάλληλο που ενήργησε την εκτύπωση, αποτελεί πρωτότυπο έγγραφο. Επικύρωση αντιγράφου από Δικηγόρο. Πρέπει να βεβαιώσει την ακρίβεια του αντιγράφου από το πρωτότυπο που βρίσκεται, έστω και προσωρινά, στα χέρια του. Ο χαρακτηρισμός του αντιγράφου ως αντιπεφωνημένου αποτελεί βεβαίωση περί της προσωρινής κατοχής του πρωτοτύπου. Βεβαίωση Δικηγόρου ότι η εκτύπωση αποτελεί ακριβές απόσπασμα από τα εμπορικά βιβλία της τράπεζας, χωρίς βεβαίωση υπαλλήλου της περί της γνησιότητάς της. Αποτελεί ανύπαρκτο αποδεικτικό μέσο.
Απορρίπτει έφεση κατά της υπ’ αριθ. 119/2014 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λαμίας
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΛΑΜΙΑΣ
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αικατερίνη Πάνταινα, Πρόεδρο Εφετών, Δημήτριο Κατσανά και Σταματία Τρικκαλίδη, Εισηγήτρια, Εφέτες και τη Γραμματέα Καλυψώ Πολυχρονάκη.
Συνεδρίασε δημόσια, στο ακροατήριό του, στις 11 Δεκεμβρίου 2018 για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της εκκαλούσας: Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία «......», που εδρεύει στην Αθήνα, νόμιμα εκπροσωπουμένης, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ευστάθιο Παπαευθυμίου (Δ.Σ. Λαμίας), σύμφωνα με την από 10-12-2018 δήλωσή του.
Του εφεσιβλήτου: ....... κατοίκου .. Φθιώτιδας, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ευθύμιο Καραΐσκο (Δ.Σ. Λαμίας), σύμφωνα με την από 10-12-2018 δήλωσή του.
Ο εφεσίβλητος με την με αριθμό πράξεως καταθέσεως ../../6-7-2011 ανακοπή του, που απηύθυνε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λαμίας, ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτή. Το Δικαστήριο δικάζοντας την υπόθεση, έκανε δεκτή την ανακοπή αυτή με την με αριθμό 119/2014 απόφασή του.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε η εκκαλούσα με την υπ` αριθμ. ../16-11-2016 έκθεση κατάθεσης έφεσή της ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν και ζήτησαν να γίνουν αυτές δεκτές.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
I. Η από 11.11.2018 (υπ’ 120/2016) έφεση της ηττηθείσας πρωτοδίκως καθής η ανακοπή ..... κατά της υπ’ αριθμ. 119/2014 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λαμίας, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα και επομένως πρέπει να γίνει δεκτή από τυπικά άποψη και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια διαδικασία (αρθρ. 533 παρ.1, 522 παρ. 2 ΚΠολΔ), εφόσον για το παραδεκτό της έφεσης έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα παράβολο ποσού διακοσίων ευρώ (495 παρ 4 ΚΠοΔ).
II. Ο ανακόπτων και ήδη εφεσίβλητος με την από 6.7.2011 (υπ’ αριθμ. καταθ. ../../6.7.2011) ανακοπή και τους από 20.5.2013 (υπ’ αριθμ. καταθ. ../../20.5.2013) πρόσθετους λόγους αυτής που άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λαμίας, ζήτησε για τους αναφερόμενους στα ως άνω δικόγραφα λόγους, την ακύρωση της με αριθμό 324/2011 διαταγής πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας, με την οποία υποχρεώθηκε να καταβάλει στην καθ’ ης η ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι Τράπεζα και ήδη εκκαλούσα το με αυτήν επιδικασθέν ποσό για απαίτηση προερχόμενη από σύμβαση πίστωσης με ανοιχτό αλληλόχρεο λογαριασμό στην οποία συμβλήθηκε ως εγγυητής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε την ανακοπή και ακύρωσε τη διαταγή πληρωμής. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η καθής η ανακοπή με την κρινόμενη έφεσή της και ζητεί την εξαφάνισή της για τους εκτιθέμενους στην έφεση λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, προκειμένου να απορριφθεί η ανακοπή.
III. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 623 και 624 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι μεταξύ των ουσιαστικών και διαδικαστικών προϋποθέσεων, με τη συνδρομή ή μη των οποίων μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής, είναι αφενός η ύπαρξη χρηματικής απαιτήσεως του αιτούντος από ορισμένη έννομη σχέση και αφετέρου η απαίτηση αυτή καθώς και το ποσόν της να αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο. Εάν η απαίτηση ή το ποσόν αυτής δεν αποδεικνύονται εγγράφως, ο δικαστής οφείλει, κατ` άρθρο 628 ΚΠολΔ, να μην εκδώσει διαταγή πληρωμής, εάν δε, παρά την έλλειψη της διαδικαστικής αυτής προϋποθέσεως, εκδοθεί διαταγή πληρωμής, τότε αυτή ακυρώνεται ύστερα από ανακοπή του οφειλέτη, κατά τα άρθρα 632 και 633 ΚΠολΔ. Η ακύρωση της διαταγής πληρωμής για τον λόγο αυτόν απαγγέλλεται λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου, ανεξάρτητα από την ύπαρξη και τη δυνατότητα αποδείξεως της απαιτήσεως με άλλα αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 2206/2009). Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις των άρθρων 443 και 444 ΚΠολΔ, για να έχει αποδεικτική δύναμη ιδιωτικό έγγραφο πρέπει να έχει την ιδιόχειρη υπογραφή του εκδότη ή αντί για υπογραφή ένα σημάδι που αυτός έβαλε και επικύρωσε από συμβολαιογράφο ή άλλη δημόσια αρχή, που βεβαιώνει πως το σημάδι έχει τεθεί αντί για την υπογραφή και ότι ο εκδότης δήλωσε ότι δεν μπορεί να υπογράψει (443). Ιδιωτικά έγγραφα θεωρούνται και α) τα βιβλία που έμποροι και επαγγελματίες τηρούν κατά τον εμπορικό νόμο ή άλλες διατάξεις, β)..... και γ) φωτογραφίες ή κινηματογραφικές αναπαραστάσεις, φωνοληψίες και κάθε άλλη μηχανική απεικόνιση [444 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την αντικατάσταση του με την παρ.1 του άρθρου 40 του ν. 3994/2011 (ΦΕΚ 165Α/25.07.2011)]. Η αποδεικτική δύναμη των βιβλίων αυτών ρυθμίζεται στο άρθρο 448 ΚΠολΔ, κατά το οποίο τα βιβλία που αναφέρονται στο άρθρο 444 εδ. 1 και 2 ΚΠολΔ, εφόσον είναι συνταγμένα κατά τους νόμιμους τύπους, αποτελούν μεταξύ εμπόρων ή άλλων προσώπων υποχρεωμένων να τηρούν όμοια βιβλία πλήρη απόδειξη για όσα αναφέρονται σε αυτά, αλλά επιτρέπεται η ανταπόδειξη. Κατά προσώπων, όμως, που δεν έχουν υποχρέωση να τηρούν αυτά τα βιβλία αποτελούν πλήρη απόδειξη για το μέγεθος της απαίτησης, όταν η ύπαρξη της είναι αποδεδειγμένη με άλλο τρόπο, και μόνο για ένα έτος αφότου γίνει η εγγραφή, έκτος και αν ο υπόχρεος αναγνώρισε με την υπογραφή του το περιεχόμενο. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι κατ` εξαίρεση από τον κανόνα του άρθρου 447 ΚΠολΔ κατά τον οποίο τα ιδιωτικά έγγραφα αποδεικνύουν μόνο κατά του εκδότη τους, τα επαγγελματικά βιβλία αποδεικνύουν, παρότι δεν φέρουν υπογραφή, με τις προϋποθέσεις του άρθρου 448 ΚΠολΔ και υπέρ αυτού. Η εξαίρεση αυτή, όμως, ισχύει μόνο για τα επαγγελματικά βιβλία, η τήρηση των οποίων είναι υποχρεωτική κατά νόμο (εμπορικό ή άλλες διατάξεις). Εξ αντιδιαστολής από τις ανωτέρω ρυθμίσεις, οι οποίες αφορούν τα υποχρεωτικά εκ του νόμου βιβλία των αναφερομένων στο άρθρο 444 ΚΠολΔ προσώπων, τα προαιρετικά βιβλία των προσώπων αυτών αποτελούν ιδιωτικά έγγραφα και έχουν αποδεικτική δύναμη μόνο υπό τους όρους του άρθρου 443 ΚΠολΔ. Εξάλλου, τα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας δεν αποτελούν έγγραφα αποδεικτικά των απαιτήσεων του τηρούντος αυτά προσώπου κατά τρίτων, κατά την έννοια των άρθρων 444 αρ. 1 και 2 και 448 I 2, επιτρέπεται, όμως, να συμφωνηθεί μεταξύ των συμβαλλομένων ότι τα εν λόγω αποσπάσματα θα αποτελούν πλήρη απόδειξη υπέρ του εκδότη τους (ΑΠ 2206/2009, ΑΠ 845/1992, ΑΠ 491/1994, ΑΠ 1150/1998). Συγκεκριμένα, η περιλαμβανόμενη στη σύμβαση παροχής πιστώσεως με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό ειδική συμφωνία ότι η οφειλή του πιστούχου προς την πιστώτρια τράπεζα, που θα προκύψει από το οριστικό κλείσιμο της πιστώσεως θα αποδεικνύεται από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της, είναι, ως δικονομική σύμβαση, έγκυρη. Το απόσπασμα αυτό, στο οποίο αποτυπώνεται η κίνηση, το κλείσιμο του λογαριασμού και το κατάλοιπο, επέχει θέση αποδεικτικού μέσου με ισχύ ιδιωτικού εγγράφου, το αντίγραφο δε αυτού έχει αποδεικτική δύναμη ίση με το πρωτότυπο, εφόσον η ακρίβεια τούτου βεβαιώνεται από αρμόδια αρχή ή δικηγόρο (άρθρα 449 παρ, 1 ΚΠολΔ, 52 ν.δ/τος 3026/1954, 14 ν. 1599/1986) και δεν μπορεί να προσδώσει την αποδεικτική αυτή δύναμη η βεβαίωση της ακρίβειας του αντιγράφου από τον αρμόδιο υπάλληλο της πιστώτριας Τράπεζας. Στην περίπτωση, όμως, των μηχανογραφικώς τηρουμένων εμπορικών βιβλίων, η εκτύπωση του αποσπάσματος των βιβλίων αυτών, που περιέχονται σε ηλεκτρονική μορφή εντός του υπολογιστή, με τη σχετική βεβαίωση της γνησιότητας της εκτυπώσεως από τον υπάλληλο της Τράπεζας που ενήργησε την εκτύπωση, αποτελεί το πρωτότυπο έγγραφο που έχει εις χείρας της η Τράπεζα προς απόδειξη του περιεχομένου του εξαχθέντος από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή αποσπάσματος των βιβλίων της. Επομένως, στην περίπτωση αυτή δεν απαιτείται βεβαίωση της ακρίβειας τούτου από αρμόδια αρχή ή δικηγόρο, αφού δεν πρόκειται περί αντιγράφου αλλά πρωτοτύπου (ΑΠ 1022/2003, ΑΠ 1117/2002). Περαιτέρω κατά το άρθρο 449 παρ. 2 του ΚΠολΔ, φωτοτυπίες εγγράφων έχουν αποδεικτική δύναμη ίση με το πρωτότυπο, εφόσον η ακρίβειά τους βεβαιώνεται (από πρόσωπο που είναι κατά νόμο αρμόδιο να εκδίδει αντίγραφα (ΑΠ 1094/2006, ΑΠ 902/2006, ΕφΔωδ 32/2011, ΕφΘεσ 1027/2010, ΜΠρΡοδ 41/2011, ΜΠρΑΘ 1258/2008). Η φωτοτυπία αποτελεί ακριβή απεικόνιση του φωτοτυπουμένου εγγράφου. Επικυρωμένη, δε, φωτοτυπία σημαίνει απεικόνιση του φωτοτυπουμένου εγγράφου και επί πλέον βεβαίωση ότι η απεικόνιση είναι ακριβής. Αν το φωτοτυπούμενο έχει ή όχι το χαρακτήρα πρωτοτύπου εγγράφου κρίνεται από το δικαστήριο και όχι από τον βεβαιώνοντα τη γνησιότητα της φωτοτυπίας. Έτσι για να αποτελεί ή φωτοτυπία αποσπάσματος των βιβλίων της Τράπεζας κυρωμένο αντίγραφο εκ του πρωτοτύπου θα πρέπει να υπάρχει: α) στο φωτοτυπούμενο έγγραφο (απόσπασμα) που έχει εξαχθεί με εκτύπωση από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή βεβαίωση του υπαλλήλου της τράπεζας που έκανε την εκτύπωση για τη γνησιότητα της εκτυπώσεως και η βεβαίωση αυτή να έχει αποτυπωθεί στη φωτοτυπία, και β) στη φωτοτυπία βεβαίωση, προερχόμενη από αρμόδια αρχή ή δικηγόρο, ότι αυτή (φωτοτυπία) είναι ακριβής (ΑΠ 1421/2013, ΑΠ 1094/2006, ΑΠ 902/2006, ΕφΔωδ 32/2011). Κατά δε το άρθρο 52 παρ. 1 και 2 του ν.δ.3026/1954 "περί του κωδικός των δικηγόρων", ο οποίος ίσχυε κατά το χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, "ο δικηγόρος έχει το δικαίωμα να εκδίδει επικυρωμένα υπ` αυτού αντίγραφα των παρ` αυτώ υπαρχόντων παντός είδους εγγράφων, ων υπεύθυνος περί της ακρίβειας των" (παρ. 1) και "τα τοιαύτα αντίγραφα έχουσι πλήρη ισχύν αντιπεφωνημένου αντιγράφου" (παρ.2). Ως αντίγραφα νοούνται στο άρθρο αυτό και εκείνα που αποδίδουν μέρη συνολικών εγγράφων, όπως τα εμπορικά βιβλία και τα πολυσέλιδα έντυπα, συνιστάμενα σε σελίδες τους ή, προκειμένου για εμπορικά βιβλία τηρούμενα υπό μορφή φύλλων ή πινακίδων (καρτελών), τα αντίγραφα των επί μέρους φύλλων ή πινακίδων (καρτελών). Προς τούτο όμως πρέπει ο δικηγόρος να βεβαιώνει την ακρίβεια του αντιγράφου από το πρωτότυπο ή το κυρωμένο αντίγραφο που βρίσκεται στα χέρια του και κατόπιν να θέτει σε αυτό την υπογραφή του. Στην αντίθετη περίπτωση το αντίγραφο δεν έχει την αποδεικτική δύναμη του πρωτοτύπου (ΑΠ 1447/1988, ΑΠ 259/1986, ΕφΑΘ 13547/1995, ΕφΛαρ 389/1995, ΠΠρΛαρ 70/1994). Κατά την έννοια, δε, του ιδίου άρθρου, το έγγραφο υπάρχει στο δικηγόρο, αν αυτός το κατέχει, προσωρινά έστω, ανεξάρτητα από χρονική διάρκεια, όταν εκδίδει το αντίγραφο. Για το κύρος της επικυρώσεως φωτοτυπίας, με βεβαίωση από δικηγόρο της ακρίβειάς της, βεβαίωση, δηλαδή, ότι αυτή αποδίδει το πρωτότυπο, δεν είναι, σε περίπτωση προσωρινής κατοχής του πρωτοτύπου, αναγκαία η πανηγυρική διατύπωση αυτού του γεγονότος στη σχετική έγγραφη βεβαιωτική πράξη του δικηγόρου, αλλά αρκεί να συνάγεται βεβαίωση και του γεγονότος αυτού από την όλη διατύπωση της πράξεως. Τέτοια, δε, έμμεση βεβαίωση προσωρινής κατοχής του εγγράφου από το δικηγόρο μπορεί να ενέχει και ο χαρακτηρισμός του επικυρούμενου φωτοτυπικού αντιγράφου ως αντιπεφωνημένου, αφού ο χαρακτηρισμός αυτός λογικά προϋποθέτει την ολική ενέργεια παραβολής του φωτοαντιγράφου προς το πρωτότυπο και τη διαπίστωση της συμφωνίας προς αυτό, πράγμα που σημαίνει την έστω και βραχύχρονη κατοχή του πρωτοτύπου από το δικηγόρο, ο οποίος το παραβάλλει προς το φωτοαντίγραφο που επικυρώνει (ΑΠ 330/2012, ΑΠ 35/2011).
IV. Με τον πρώτο πρόσθετο λόγο της ανακοπής ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι στην από 20.05.2013 και υπ`αριθμ. .... σύμβαση αύξησης του ορίου πίστωσης, η οποία είχε χορηγηθεί από την καθ`ης, ως πιστώτρια, στην εταιρία με την επωνυμία ....... ως πιστούχο, εξυπηρετούμενη με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμού, στην οποία αυτός συμβλήθηκε ως εγγυητής κάθε χρεωστικού υπολοίπου τόσο της αρχικής πίστωσης, όσο και των αυξητικών του -ορίου αυτής πράξεων, δεν υπήρχε δικονομική συμφωνία περί - αναγωγής των αποσπασμάτων από τα εμπορικά βιβλία - της τράπεζας σε έγγραφο αποδεικτικό της απαίτησης της καθ`ης. Επικουρικά, για την περίπτωση που κριθεί ότι υπήρχε έγκυρη δικονομική συμφωνία που δέσμευε και τον ίδιο, ισχυρίζεται ότι η βεβαίωση περί της ακρίβειας των προσκομισθέντων αποσπασμάτων δεν έγινε όπως έπρεπε από τον αρμόδιο υπάλληλο της καθ`ης, αλλά απευθείας από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της καθ’ης που βεβαίωσε την ακρίβεια τους ως ο επικυρών δικηγόρος, καθώς και ότι από την επικύρωση, η οποία περιορίζεται στη φράση «ακριβές απόσπασμα από τα εμπορικά βιβλία της τράπεζας, ο επικυρών δικηγόρος», δεν προκύπτει η κατοχή του πρωτοτύπου εγγράφου ή άλλως ότι πρόκειται για αντιπεφωνημένο αντίγραφο, Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι νόμιμος, στηριζόμενος στις διατάξεις των άρθρων 443, 444, 447, 448, 449 παρ, 1 ΚΠολΔ, 52 ν.δ/τος 3026/1954, 14 ν.1599/1986, και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ουσία.
Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάστηκαν ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, όπως αυτές περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Επί της από 06.06.2011 αίτησης της καθ`ης ενώπιον της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη υπ`αριθμ. 324/2011 διαταγή πληρωμής, με την οποία ο ανακόπτων επιτάσσεται να καταβάλλει σε αυτή: α) το ποσό των 2,809.544,70 ευρώ, και β) το ποσό των 4.786,76 ευρώ, αμφότερα εντόκως από 31.03.2005, πλέον της δικαστικής δαπάνης, για απαίτηση της καθ`ης προερχόμενη: α) από την υπ`αριθμ. ....2001 σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό που είχε καταρτιστεί μεταξύ της καθ`ης, ως πιστώτριας, και της εταιρίας με την επωνυμία ....... και το διακριτικό τίτλο .... ως πιστούχου, την οποία εγγυήθηκε ως αυτοφειλέτης ο ..... β) την από 03.07.2001 πρόσθετη πράξη της ανωτέρω σύμβασης μεταξύ των αυτών συμβαλλόμενων, γ) την από 20.05.2003 και υπ`αριθμ. ....2003 σύμβαση αύξησης του ορίου της πίστωσης που καταρτίστηκε μεταξύ της καθ`ης και της εταιρίας .... στην οποία συμβλήθηκε ως εγγυητής ο ανακόπτων και ο ..... και δ) την από 19.09.2003 και υπ`αριθμ. .....09.2003 σύμβαση αύξησης του ορίου της πίστωσης που καταρτίστηκε μεταξύ της καθ`ης και της εταιρίας ..... με την εγγύηση του .... Με τον όρο 9 της αρχικής σύμβασης πίστωσης συμφωνήθηκε ότι «απόσπασμα εκ των βιβλίων της τραπέζης εξηγμένων υπ`αυτής και εμφαίνον την από της τελευταίας αναγνωρίσεως του πιστούχου κίνησιν του ή των οικείων της πιστώσεως λογαριασμών, αποτελεί πλήρη απόδειξη της εκ του οριστικού κλεισίματος της πίστωσης τυχόν προκύπτουσας απαιτήσεως της τράπεζας κατά του πιστούχου, εις ουδεμίαν αμφισβήτηση αυτής δικαιούμενου». Με την πρώτη πρόσθετη πράξη, η οποία κατά ρητή συμφωνία των συμβαλλομένων αποτελεί ολοκληρωτικό και αναπόσπαστο μέρος της πιο πάνω σύμβασης και ένα ενιαίο σύνολο με αυτή, συμφωνήθηκε επίσης ότι «απόσπασμα από τα εμπορικά βιβλία της τράπεζας, το οποίο εκδίδουν οι υπάλληλοι αυτής και το οποίο εμφανίζει την κίνησή του ή των οικείων λογαριασμών από το άνοιγμά τους ή από την τελευταία αναγνώριση του υπολοίπου από τον πιστούχο, αποτελεί πλήρη απόδειξη της απαίτησης της τράπεζας κατά του πιστούχου, που προκύπτει από το οριστικό (μερικό ή ολικό) κλείσιμο του ή των λογαριασμών της πίστωσης. Την αυτή αποδεικτική δύναμη έχει αφενός μεν και το απόσπασμα του ή των αντίστοιχων λογαριασμών καθυστερήσεων από τα βιβλία της τράπεζας, αφετέρου δε και οι καταστάσεις με την αντίστοιχη μηχανογραφική απεικόνιση που εκδίδουν οι υπάλληλοι της τράπεζας στις οποίες εμφαίνεται η απαίτηση της τράπεζας από τον εξωλογιστικό προσδιορισμό των τόκων». Στην υπ`αριθμ. ....05.2003 σύμβαση αύξησης του ορίου της πίστωσης στην οποία συμβλήθηκε ο ανακόπτων ως εγγυητής, αφού προηγουμέvως, όπως προκύπτει από το κείμενο της, έλαβε γνώση της αρχικής σύμβασης πίστωσης, ρητά συμφωνήθηκε με τον όρο 4 αυτής ότι «η παρούσα συμπληρωματική σύμβαση - πρόσθετη πράξη, αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της από 03.07.2001 και υπ`αριθμ. .... σύμβασης πίστωσης και των συμπληρωματικών της πράξεων, οι όροι των οποίων εξακολουθούν να ισχύουν».
Κατ` ακολουθία των ανωτέρω αποδεικνύεται ότι η αυξητική σύμβαση που υπέγραψε ο ανακόπτων αποτελεί ένα ενιαίο όλο με την αρχική σύμβαση πίστωσης και την πρόσθετη αυτής πράξης στις οποίες υπήρχε έγκυρη ειδική δικονομική σύμβαση μεταξύ των συμβαλλομένων για την αναγωγή του αποσπάσματος των βιβλίων της τράπεζας σε έγγραφο αποδεικτικό της απαίτησης της, η οποία αυτονόητα δεσμεύει και τον ανακόπτοντα ως εγγυητή αυτής. Συνεπώς, ο πρώτος πρόσθετος λόγος της υπό κρίση ανακοπής κατά το πρώτο σκέλος του, ότι δηλαδή δεν υπήρχε δεσμευτική για τον ανακόπτοντα ειδική δικονομική συμφωνία για την αναγωγή του αποσπάσματος των βιβλίων της τράπεζας σε έγγραφο αποδεικτικό της απαίτησής της πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος.
Περαιτέρω, όπως προκύπτει από το κείμενο της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, η έκδοση της στηρίχθηκε, μεταξύ άλλων, και σε ακριβή αντίγραφα: α) του ενήμερου λογαριασμού με αριθμό ......, β) του αντίστοιχου λογαριασμού οριστικής καθυστέρησης με αριθμό ..... και γ) του υπ`αριθμ. ..... λογαριασμού δαπανών, τα οποία η Δικαστής δέχθηκε ότι αποτελούν ακριβή, αντιπεφωνημένα και νόμιμα κεκυρωμένα αποσπάσματα από τα εμπορικά βιβλία της καθ`ης, και συνεπώς πλήρη απόδειξη των απαιτήσεων της καθ`ης. Από την επισκόπηση, ωστόσο, των αντιγράφων των ως άνω λογαριασμών προκύπτει ότι πρόκειται περί εκτυπώσεων από τα μηχανογραφικώς τηρούμενα βιβλία της τράπεζας κάτω από τις οποίες αναγράφεται η φράση «Ακριβές απόσπασμα από τα εμπορικά βιβλία της τράπεζας, [χρονολογία] Ο Επικυρών Δικηγόρος» και ακολουθεί η υπογραφή του πληρεξουσίου δικηγόρου της καθής. Σύμφωνα, όμως, με όσα προαναφέρθηκαν, για να έχει αποδεικτική δύναμη η εκτύπωση του αποσπάσματος από τα εμπορικά βιβλία της τράπεζας θα έπρεπε να φέρει βεβαίωση των υπαλλήλων της καθ’ης για τη γνησιότητα της εκτύπωσης του αποσπάσματος από τα εμπορικά της βιβλία, οπότε στην περίπτωση αυτή θα αποτελούσε το πρωτότυπο έγγραφο, διαφορετικά αν δηλαδή επρόκειτο περί φωτοτυπικής απεικόνισης του πρωτοτύπου, οπότε σε αυτή την περίπτωση θα απεικονίζονταν σε αυτή η βεβαίωση της γνησιότητας της εκτύπωσης από τους υπαλλήλους της καθ`ης, θα έπρεπε να υπάρχει επικύρωση από δικηγόρο (ή άλλη αρμόδια αρχή) ότι η φωτοτυπία αυτή είναι ακριβές αντίγραφο εκ του πρωτοτύπου που έστω και κατ` ελάχιστο χρόνο είχε στην κατοχή του, ένδειξη ως προς την οποία θα μπορούσε να είναι η χρήση του όρου αντιπεφωνημένο αντίγραφο, αφού αυτή προϋποθέτει την αντιπαραβολή του αντιγράφου με το πρωτότυπο έγγραφό. Στα αντίγραφα των λογαριασμών, ωστόσο, που προσκόμισε η ανακόπτουσα και τα οποία, όπως προαναφέρθηκε, αποτελούν εκτύπωση αποσπάσματος από τα μηχανογραφικώς τηρούμενα εμπορικά της βιβλία, δεν υπήρχε ούτε η βεβαίωση της γνησιότητας της εκτύπωσης από τους υπαλλήλους της, ούτε οι υπογραφές τους, όπως άλλωστε πέρα από το νόμο επέτασσε και σχετικός όρος της από 03.07.2011 πρόσθετης πράξης της υπ`αριθμ. ..... σύμβασης πίστωσης. Εξάλλου και αν ακόμα ήθελε γίνει δεκτό ότι τα αποσπάσματα που προσκομίστηκαν για την έκδοση της ανακοπτόμενης δεν αποτελούν εκτύπωση από τα μηχανογραφικώς τηρούμενα βιβλία της τράπεζας, και πάλι η ως άνω επικύρωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της καθ`ης δεν είναι ικανή να προσδώσει σε αυτά αποδεικτική δύναμη, για το λόγο ότι η επικύρωση από Δικηγόρο αντιγράφου εγγράφου προϋποθέτει την ύπαρξη πρωτοτύπου ή επικυρωμένου αντιγράφου που έχει έστω κατ` ελάχιστο χρόνο στην κατοχή του. Εν προκειμένω όμως τα έγγραφα που επικύρωσε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της καθ`ης δεν ήταν πρωτότυπα, αφού δεν υπήρχε η υπογραφή του εκδότη τους, ούτε άλλωστε επικυρωμένα αντίγραφα. Σε κάθε δε περίπτωση η χρήση επ` αυτών της φράσης «ακριβές απόσπασμα από τα εμπορικά βιβλία της τράπεζας» καταδεικνύει ότι αυτά κατά το χρόνο της επικύρωσης τους δεν βρίσκονταν στην κατοχή του, αλλά στην κατοχή τρίτου προσώπου, και δη της καθ`ης, και συνεπώς δεν έχουν την ισχύ αντιπεφωνημένου αντιγράφου. Για τους παραπάνω λόγους τα αποσπάσματα από τα εμπορικά βιβλία της καθ`ης που αυτή προσκόμισε για να αποδείξει την απαίτηση της κατά του ανακόπτοντος δεν έχουν συνταχθεί με τους νόμιμους τύπους, εξομοιώνονται με ανύπαρκτα (ΕφΑΘ 9757/1980), και άρα δεν πληρούν τη βασική τυπική προϋπόθεση της έκδοσης διαταγής πληρωμής που είναι, όπως προαναφέρθηκε, η απόδειξη της απαίτησης με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο.
Κατ` ακολουθία των ανωτέρω ο πρώτος πρόσθετος λόγος της ανακοπής κατά το δεύτερο σκέλος του, είναι βάσιμος και πρέπει κατά παραδοχή του να γίνει δεκτή η κρινόμενη ανακοπή και να ακυρωθεί η υπ`αριθμ. 324/2011 διαταγή πληρωμής της δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας.
V. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που με πλήρη αιτιολογία έκρινε τα ίδια ορθά αποφάνθηκε και πρέπει να απορριφθεί ο μοναδικός λόγος της έφεσης με τον οποίο η εκκαλούσα υποστηρίζει τα αντίθετα και η έφεση στο σύνολό της, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος από την εκκαλούσα παραβόλου στο δημόσιο ταμείο και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας σε βάρος της ηττηθείσας εκκαλούσας (183, 176 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και
Απορρίπτει κατ’ ουσία την έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 119/2014 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λαμίας.
Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος από την εκκαλούσα παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.
Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε πεντακόσια (500) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στις 28 Ιουνίου 2019 και δημοσιεύθηκε στις 29 Ιουλίου 2019 στη Λαμία, σε δημόσια έκτακτη συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι αυτών.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Μ.Δ.